Μια μεγάλη έκθεση ξεκινάει στο Musée d'Orsay, στο Παρίσι, στις 22 Μαρτίου και έρχεται να μας γνωρίσει καλύτερα έναν ιδιαίτερο καλλιτέχνη –τον Ανρί Ρουσώ. Με τίτλο «Ο τελώνης Ρουσώ. Αρχαϊκή Ειλικρίνεια» η έκθεση έρχεται να ασχοληθεί με μια μοναδική μορφή στην ιστορία της ευρωπαϊκής τέχνης, που ήταν ωστόσο σε επαφή με την εποχή της. Η έκθεση συγκρίνει την ζωγραφική του με αρκετές από τις πηγές της έμπνευσής του, οι οποίες περιελάμβαναν τόσο την ακαδημαϊκή ζωγραφική και τη νέα ζωγραφική, καθώς και με τους καλλιτέχνες της Πρωτοπορίας που ενθρόνισαν ως πατέρα της νεωτερικότητας τον τελώνη Ρουσώ.
Ο Αρχαϊσμός είναι το νήμα που συνδέει τα έργα αυτής της έκθεσης που παρουσιάστηκε αρχικά στο Παλάτι των Δόγηδων στη Βενετία το 2015 και ετοιμάζεται να ταξιδέψει στο Παρίσι. Απέχοντας από το να είναι ένας ακόμα εορτασμός του ναΐφ στυλ του Ρουσώ, η έκθεση θέλει να δείξει πόσο πολύ το έργο του ανήκει σε ένα κίνημα της δυτικής τέχνης το οποίο, στην Αμερική και την Ευρώπη, από τον 16ο αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου, υϊοθέτησε ένα στυλιστικό μοντέλο που ήταν αρχαϊκό, με το να θέτει -συνειδητά ή όχι- μία «αντικλασική» ζωγραφική απέναντι στην «επίσημη» ζωγραφική των διαφόρων εποχών. Έργα των Γκωγκέν, Σερά, Ντελωναί, Καντίσκι, Ριβέρα, Μαξ Ερνστ και Πικάσο, μαζί με αυτά λιγότερο γνωστών καλλιτεχνών, θα ζωντανέψουν τον πλούτο των διασυνδέσεων γύρω από τον Ρουσώ, τον καταλύτη που στράφηκε προς έναν πρωτότυπο τρόπο διερεύνησης της νεωτερικότητας.
Ήταν αυτοδίδακτος και σύμφωνα με μαρτυρίες εντελώς άσχετος με τα δεδομένα προοπτικής συνθέσεων κι άλλα τεχνικά στοιχεία. Η τεχνοτροπία του θύμιζε αυτήν μικρού παιδιού, η ειλικρίνειά της ήταν όμως αυτή που τον έκανε ξεχωριστό. Οι κριτικοί τον υποδέχτηκαν με μεγάλες δόσεις ειρωνείας –είναι μάλιστα χαρακτηριστική η φράση ενός από αυτούς: «τα έργα του δεν τα κάνει με τα χέρια, μα με τα πόδια και με κλειστά μάτια!».
Ο Ρουσώ γεννήθηκε το 1844 στο Λαβάλ της ΒΔ Γαλλίας, από πατέρα γανωματή, ενώ η μητέρα του ήταν εγγονή αξιωματούχου του στρατού του Μ. Ναπολέοντα. Ήταν μόλις 15 ετών όταν η οικογένειά του πτώχευσε, ενώ το 1864 περνά έναν ολόκληρο μήνα στη φυλακή, κατηγορούμενος πως έκλεψε χρήματα και γραμματόσημα. Στη συνέχεια κατατάσσεται στο πεζικό και ισχυρίζεται ότι είχε προσφέρει υπηρεσίες και στο Μεξικό, ιστορία που μάλλον είναι προϊόν της φαντασίας του. Το παρωνύμιό του Τελωνειακός το χρωστά στην εργασία του στο τελωνειακό γραφείο του Παρισιού (1871-93), αν και στην πραγματικότητα δεν ανήλθε ποτέ στο αξίωμα του τελωνειακού. Η αγάπη του για την τέχνη φάνηκε από την αρχή –υπήρξε καλός ερασιτέχνης βιολιστής και μάλιστα πήρε δίπλωμα από τη Γαλλική Μουσική Ακαδημία για ένα βαλς που συνέθεσε ονόματι Clémence. Έγραψε επίσης και θεατρικά έργα, όπως το: «Επίσκεψη στην Παγκόσμια Έκθεση του 1889» και την «Εκδίκηση Ρωσίδας Ορφανής». Σε ηλικία περίπου 35 ετών ξεκινά να ζωγραφίζει και το 1886 εκθέτει γεμάτος αυτοπεποίθηση τέσσερα έργα του στο περίφημο Salon des Indépendants, την παριζιάνικη αίθουσα που λειτουργούσε ως αντίποδας του επίσημου Salon. Καταφέρνει, μάλιστα, να πάρει επίσημη άδεια αντιγραφέα έργων από το Λούβρο.
Ήταν αυτοδίδακτος και σύμφωνα με μαρτυρίες εντελώς άσχετος με τα δεδομένα προοπτικής συνθέσεων κι άλλα τεχνικά στοιχεία. Η τεχνοτροπία του θύμιζε αυτήν μικρού παιδιού, η ειλικρίνειά της ήταν όμως αυτή που τον έκανε ξεχωριστό. Οι κριτικοί τον υποδέχτηκαν με μεγάλες δόσεις ειρωνείας –είναι μάλιστα χαρακτηριστική η φράση ενός από αυτούς: «τα έργα του δεν τα κάνει με τα χέρια, μα με τα πόδια και με κλειστά μάτια!». Αφελής και ευκολόπιστος, φαινόταν να πιστεύει τις περιπαικτικές κολακείες που του επιφύλασσαν και συνέχισε να ζωγραφίζει, χωρίς να πτοείται, παίρνοντας πρόωρη συνταξιοδότηση, ώστε να ασχοληθεί με τη ζωγραφική απερίσπαστος. Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα βρίσκει το αγαπημένο του θέμα, τη Ζούγκλα, και αρχίζει να περνάει ατελείωτες ώρες στον Βοτανικό Κήπο, μελετώντας βαλσαμωμένα ζώα και τροπικά φυτά. Μαζί με τον Ζωολογικό Κήπο και τα εικονογραφημένα βιβλία ήταν η πηγή της έμπνευσής του, παρόλο που ισχυριζόταν ότι τις σκηνές τις εμπνεύστηκε από την ανύπαρκτη θητεία του στο Μεξικό. Η αρχέγονη ενέργεια που ανέδιναν τα έργα του τον ανησυχούσε και τον έκανε να ανοίγει τα παράθυρα του ατελιέ για να την αφήσει να βγει, όπως χαρακτηριστικά έλεγε.
Έχοντας ήδη ζωγραφίσει μερικά από τα καλύτερα έργα του, ο Ρουσώ παρέμενε στην αφάνεια, μέχρι την στιγμή που τον ανακάλυψε τυχαία ο Πικάσο, βλέποντας έναν πίνακά του σε κάποιο παλιατζίδικο. Ο καταστηματάρχης του τον πούλησε φθηνά, προτρέποντάς τον να τον χρησιμοποιήσει ως καμβά για ένα δικό του έργο! Ο Πικάσο αναζήτησε τον Ρουσώ και μαζί με την παρέα του τον επισκέφθηκαν στο ατελιέ του, όπου τους ενθουσίασε ο πρωτογονισμός του και η παντελής απουσία ακαδημαϊκών επιρροών και συμβάσεων, παρόλο που το όνειρο του Τελωνειακού ήταν να ζωγραφίζει με τον ακαδημαϊκό τρόπο και πίστευε ότι το είχε καταφέρει. Ο Ντελωναί, μάλιστα, συστήνει το 1907 τον ζωγράφο στη μητέρα του, η οποία αυθόρμητα του έδωσε την πρώτη και μοναδική παραγγελία που πήρε ποτέ, με αποτέλεσμα να ζωγραφίσει την «Γητεύτρα των φιδιών». Το μυστηριακό, ονειρικό πορτρέτο της γυναίκας που γητεύει φίδια με τη μουσική της συμπεριλαμβάνεται στα έργα που θα δει στην έκθεση ο επισκέπτης.
Ο Ρουσώ συνέχισε την καλλιτεχνική του πορεία απολαμβάνοντας τη συναναστροφή με τους καινούριους του φίλους και χωρίς να διστάζει να ασκήσει κριτική στη μοντέρνα τέχνη, λέγοντας πως την έβρισκε ακατανόητη. Ο ίδιος, καταφέρνει να προαπεικονίσει τη φαντασία των υπερρεαλιστών, με τη φρέσκια και αφελή ματιά του στον κόσμο. Το 1908, ο Πικάσο οργάνωσε στο ατελιέ του ένα φαγοπότι προς τιμή του Ρουσώ και μαζί με τον Μονέ, τον Σεζάν, τον Ματίς και τον Μπρακ, αφού τον έβαλαν να καθίσει σε ένα αυτοσχέδιο θρόνο, τον προσκυνούσαν περιπαικτικά, παρόλο που πολλοί από αυτούς πίστευαν πως είχε πετύχει την Απόλυτη Ζωγραφική. Ο Τελωνειακός, πιστεύοντας ακράδαντα πως του αξίζουν οι τιμές που του αποδίδονται, αφού πρώτα ευχαρίστησε τον Απολιναίρ για το ποίημα που είχε γράψει προς τιμήν του, λέγεται ότι στράφηκε προς τον Πικάσο και είπε την ακατανόητη φράση: «Εμείς οι δυο είμαστε οι μεγαλύτεροι ζωγράφοι της εποχής μας: εσείς στο αιγυπτιακό ύφος κι εγώ στο μοντέρνο».
Ο Ρουσώ παρέμενε στην αφάνεια, μέχρι την στιγμή που τον ανακάλυψε τυχαία ο Πικάσο, βλέποντας έναν πίνακά του σε κάποιο παλιατζίδικο. Ο καταστηματάρχης του τον πούλησε φθηνά, προτρέποντάς τον να τον χρησιμοποιήσει ως καμβά για ένα δικό του έργο! Ο Πικάσο αναζήτησε τον Ρουσώ και μαζί με την παρέα του τον επισκέφθηκαν στο ατελιέ του, όπου τους ενθουσίασε ο πρωτογονισμός του και η παντελής απουσία ακαδημαϊκών επιρροών και συμβάσεων
Το 1910 ο Ρουσώ τραυματίζεται στο πόδι, η σοβαρότητα του τραύματός του, όμως, δεν γίνεται αντιληπτή από τους γιατρούς στο νοσοκομείο, με αποτέλεσμα να μολυνθεί και να πεθαίνει σε ηλικία 66 ετών. Θάβεται στον τάφο ενός απόρου και ένα μήνα μετά οι φίλοι του κάνουν έρανο για να αναγείρουν μνήμα στη γενέτειρά του. Είχε μόλις εκθέσει στο Salon des Indépendants το αριστούργημά του «Όνειρο», το οποίο ανήκει στο MoMA και θα παρουσιαστεί στο Musée d'Orsay. Μια ολόγυμνη γυναίκα βρίσκεται ξαπλωμένη σε βελούδινο ανάκλιντρο, περιτριγυρισμένη από πολύχρωμα άνθη και πλούσια βλάστηση, σε μυριάδες αποχρώσεις του πράσινου, ένας ιθαγενής παίζει αυλό, ενώ δυο λιοντάρια ατενίζουν με περίεργα βλέμματα το γυμνό κορμί που παραπέμπει στην οδαλίσκη του Ingres ή του Francois Boucher. Τον πίνακα συνοδεύει μια ποιητική λεζάντα του ίδιου του ζωγράφου:
Yadwigha, falling into sweet sleep,
heard in a lovely dream
the sounds of a musette
played by a kind enchanter.
While the moon shone
on the flowers, the verdant trees,
the wild snakes lent an ear
to the instrument's gay airs.
Ο Ανρί Ρουσώ είχε κάποτε πει: «Όταν βρίσκομαι στον Βοτανικό Κήπο και παρατηρώ τα παράξενα φυτά από εξωτικούς τόπους, μου φαίνεται πως μπαίνω σ' ένα όνειρο...»
σχόλια