Ο Λιβανέζος εικαστικός καλλιτέχνης, μουσικός και σκηνοθέτης Ραέντ Γιασίν βρίσκεται έχει ετοιμάσει μια ιδιότυπη πολυαισθητηριακή παράσταση που κάνει πρεμιέρα στη Στέγη με τον τίτλο The sea between my soul (Η θάλασσα ανάμεσα στην ψυχή μου). Ένα γλυπτικό installation με μουσική, ερμηνευτή τον Alan Bishop των Sun City Girls και πρωταγωνιστές βαλσαμωμένα πουλιά!
Παλιός γνώριμος από έκθεσή του στην γκαλερί Καλφαγιάν, αυτήν τη φορά επιστράτευσε όλες τις διαφορετικές του ιδιότητες και τα πεδία ενδιαφέροντός του, που περιλαμβάνουν το θέατρο, από το οποίο ξεκίνησε, τη μουσική, η οποία καταλαμβάνει μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων του, και, φυσικά, την τέχνη. Τη συγκεκριμένη ιδέα την επεξεργαζόταν αρκετά χρόνια μέχρι να την υλοποιήσει.
Συναντηθήκαμε λίγο προτού ξεκινήσει η πρόβα και το πρώτο που τον ρώτησα ήταν σε ποια θάλασσα αναφέρεται ο τίτλος. Μου είπε: «Στη Μεσόγειο, που θεωρώ δική μου θάλασσα και έχει μακρά ιστορία γεμάτη πολέμους και θανάτους. Σε αυτή την αρχαία πλευρά του κόσμου που έχει υπάρξει μάρτυρας της ανθρώπινης κατάστασης και όλων όσα έχουν συμβεί και συνεχίζουν να συμβαίνουν, χιλιάδες χρόνια τώρα, από τις πρώτες κατακτήσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι τα τελευταία 25 χρόνια και την πρόσφατη προσφυγική κρίση. Όσα ξεκίνησαν από τη Βόρεια Αφρική και τις διεκδικήσεις των Ευρωπαίων, πιο πρόσφατα η Αραβική Άνοιξη, αυτά που έχει προκαλέσει ο πόλεμος της Συρίας που εξακολουθεί να μαίνεται. Ίσως η φράση να μην είναι σωστά διατυπωμένη, αλλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι η ψυχή μου είναι χωρισμένη στα δύο».
Οι άνθρωποι απαθανατίζουν τον θάνατο με τα ζώα. Έτσι κι αλλιώς τα πουλιά τα συνδέουμε με φιλοσοφία και αλήθειες. Στα παραμύθια και σε πολλά βιβλία η σοφία προέρχεται μέσα απ' όσα λένε τα πουλιά. Αυτό κρατάει μέχρι σήμερα, αφού ζούμε σε έναν κόσμο υποκρισίας, ψευδών ειδήσεων και παράνοιας, όπου τα πάντα καταρρέουν. Καθώς το σύστημά μας βρίσκεται υπό διάλυση, ήθελα να αντισταθώ με λέξεις αλήθειας που θα ξεστομίζουν ζώα.
Γνωρίζοντας προηγούμενες δουλειές του που πραγματεύονται πάντα τη μνήμη, βρίσκω απολύτως αναμενόμενο τον προβληματισμό του. Προέρχεται από μια χώρα της οποίας ο λαός ήταν ανέκαθεν μοιρασμένος στα δύο, πληρώνοντας βαρύ τίμημα. Ο Λίβανος και ιδιαίτερα η Βηρυτός δεν έχουν σταματήσει να αποτελούν πεδίο μαχών. Ο ίδιος έχει εγκαταλείψει πια την πατρίδα του και εδώ και δύο χρόνια ζει στο Βερολίνο. «Όταν δεν ζεις στον τόπο σου, κάποια στιγμή θα νιώσεις νοσταλγία αλλά και τη μοναξιά που σου προκαλεί μια ξένη κοινωνία, όπου όλα είναι διαφορετικά, δεν μιλάς καν τη γλώσσα. Η δουλειά μου αυτή δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με τον Λίβανο αλλά με την ανθρώπινη κατάσταση που βιώνουμε ευρύτερα, δεν είναι μια απομονωμένη περίπτωση. Αφορά τη Μεσόγειο από την οποία προέρχομαι και με καθόρισε. Νιώθω περισσότερο μέρος της απ' ό,τι Άραβας».
Θα περίμενα η απόσταση να τον έχει βοηθήσει να επανεκτιμήσει αντικειμενικά το παρελθόν, αλλά η απάντησή του είναι εντελώς αρνητική. Όπως μου εξηγεί: «Πρέπει να μπορείς να βλέπεις τα πράγματα αντικειμενικά. Στο Βερολίνο υπάρχουν αρκετοί που αδυνατούν να τα δουν έτσι. Η μετεγκατάστασή μου εκεί βασίστηκε σε πρακτικούς παράγοντες. Πρόκειται για μια χώρα που δεν επεμβαίνει στη δουλειά σου. Καθώς μπορώ να κινούμαι ελεύθερα, μπορώ να συναντώ πολλούς φίλους και ο τόπος σου είναι εκεί όπου βρίσκονται οι φίλοι σου, για να παραφράσω τη διάσημη ρήση του Ναγκίμπ Μαχφούζ "πατρίδα δεν είναι εκεί όπου γεννήθηκες, πατρίδα είναι εκεί όπου καταλήγουν όλες σου οι προσπάθειες να ξεφύγεις"».
«Προσπαθείς να ξεφύγεις από την πατρίδα σου;» ρωτάω. «Ναι, η μετακόμισή μου στο Βερολίνο είναι το δικό μου φευγιό», μου απαντάει και συμπληρώνει, «είμαι πολύ χαρούμενος γι' αυτό. Αλλά εκεί ξαναβρήκα τις πολιτικές διαφωνίες της πατρίδας μου όταν συνέβη ένα σπουδαίο γεγονός, η επανάσταση της 17ης Οκτωβρίου, γιατί περί επανάστασης πρόκειται. Τότε κατάλαβα ποιος θέλει να προσκυνάει την εξουσία και ποιος θέλει πραγματικά να αποκαλυφθεί η αλήθεια μιας χώρας που πνίγεται για πάρα πολλά χρόνια στη διαφθορά».
Στη συζήτηση που ακολούθησε για την περσινή εξέγερση στον Λίβανο μου λέει ότι εμπιστεύεται τη νέα γενιά περισσότερο από τη δική του, που απέτυχε. Πιθανόν επειδή αυτά τα παιδιά γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, εξηγεί. «Η νέα γενιά δεν έζησε τον πόλεμο, είναι όλοι τους γεννημένοι μετά το 1990 κι αυτό κάνει τη διαφορά. Έχω ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, αυτοί έχουν όλο το μέλλον μπροστά τους, πιθανόν να μπορούν να δουν τα πράγματα πιο καθαρά».
Η παράσταση, μου τονίζει, είναι το αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής δουλειάς πολλών ετών και πρωτίστως της συνεργασίας του με τρεις ανθρώπους που θαυμάζει και σέβεται και με τους οποίους ήθελε πάντα να συνεργαστεί, αλλά μέχρι τώρα δεν είχε δοθεί η ευκαιρία, τον Alan Bishop, τον σκηνογράφο Hussein Baydoun και τον σχεδιαστή φωτισμού Charlie Aström. Αλλά τι πραγματεύεται το έργο; «Ένα θέμα που με ακολουθεί από τη μέρα που γεννήθηκα και δεν είναι άλλο από την πλέον αναπόδραστη αλήθεια, τον θάνατο. Λίγες μόνο μέρες προτού γεννηθώ πέθανε η γιαγιά μου, στα 5 μου δολοφονήθηκε ο πατέρας μου και στα χρόνια της εφηβείας μου άρχισα να χάνω φίλους που έγιναν "μάρτυρες" στις συγκρούσεις με το Ισραήλ, καθώς μόλις στα 13-14 τους είχαν στρατολογήσει στο σχολείο.
»Και λίγο πριν από το 2007 συνέβη ο πιο οδυνηρός θάνατος, της μητέρας μου, εξαιτίας του οποίου ένιωσα πραγματικά ορφανός και άρχισα να καταλαβαίνω την έννοια της λέξης. Ότι δεν έχασες απλώς τους γονείς σου, αλλά είσαι πια εντελώς μόνος στον κόσμο, χωρίς κανέναν να σε στηρίξει. Τότε νιώθεις την ορφάνια, πόσο μόνος είσαι. Όλα αυτά με στοιχειώνουν και θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι δεν φοβάμαι τον θάνατο. Όσα συνέβησαν επιστρέφουν στους εφιάλτες μου, με κάνουν να τρέμω στην ιδέα ότι θα χάσω αγαπημένα πρόσωπα».
Στην παράσταση η ηχογραφημένη φωνή του Alan Bishop αναπαράγεται ως λαλιά βαλσαμωμένων πουλιών. Κατά τον ίδιο, τα πουλιά αυτά εκπροσωπούν την αποικιοκρατία και τη δημιουργία των αυτοκρατοριών. Μου λέει: «Διακοσμούν συχνά τοίχους ως τρόπαια, ένδειξη υπεροχής και δύναμης, ενώ είναι σαν να παγώνουν τον χρόνο του θανάτου. Οι άνθρωποι απαθανατίζουν τον θάνατο με τα ζώα. Έτσι κι αλλιώς τα πουλιά τα συνδέουμε με φιλοσοφία και αλήθειες. Στα παραμύθια και σε πολλά βιβλία η σοφία προέρχεται μέσα απ' όσα λένε τα πουλιά. Αυτό κρατάει μέχρι σήμερα, αφού ζούμε σε έναν κόσμο υποκρισίας, ψευδών ειδήσεων και παράνοιας, όπου τα πάντα καταρρέουν. Καθώς το σύστημά μας βρίσκεται υπό διάλυση, ήθελα να αντισταθώ με λέξεις αλήθειας που θα ξεστομίζουν ζώα. Είναι πολύ πιο ειλικρινή από τους ανθρώπους». Μείγμα installation, θεάτρου και μουσικής, το The sea between my soul είναι ένα folk rock μιούζικαλ και οι στίχοι των τραγουδιών αναφέρονται στον θάνατο.
Ρωτάω τον Ράεντ αν επισκέπτεται συχνά στον Λίβανο. Απαντάει: «Μου αρέσει να επιστρέφω, αλλά είναι τόσο ψυχοφθόρο να βλέπεις κάθε φορά ότι τα όμορφα πράγματα που αγάπησες σιγά-σιγά εξαφανίζονται».
In the Middle of the Night - Alan Bishop (The Sea Between My Soul)
Σύλληψη & Σκηνοθεσία: Raed Yassin
Μουσική & Στίχοι: Alan Bishop
Σκηνικά: Hussein Baydoun
Σχεδιασμός Φωτισμών: Charlie Astrom
Μετάφραση στίχων: Λένια Ζαφειροπούλου
Τεχνική Επίβλεψη: Βασίλης Σάλτας
Σχεδιασμός Παραγωγής: Κωνσταντίνος Σακκάς
Βοηθός Σκηνοθέτη: Raisa Hagiu
Βοηθός Εκτέλεσης Παραγωγής: Αγγέλικα Σταυροπούλου
Τρισδιάστατα Μοντέλα & Κατασκευή Κτιρίων: Γιώργος Λουκρέζης
Κατασκευή & Εγκατάσταση Σκηνικών: Παναγιώτης Λαζαρίδης
Ηλεκτρολογικός Εξοπλισμός & Εγκατάσταση Φωτιστικών: Νίκος Παπαθανάσης
Διεύθυνση Παραγωγής: Delta Pi
Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Μουσική / Συντελεστές
Adham Zidan: πιάνο, όργανο, τσέμπαλο, κλαβινέτο, φωνητικά
Alan Bishop: φωνή, ακουστική κιθάρα, ηλεκτρικό μπάσο, άλτο σαξόφωνο
Amelie Legrand: τσέλο
Aya Hemeda: φωνή, κρουστά
Cherif El Masri: ηλεκτρική κιθάρα, φωνητικά
Eyvind Kang: βιόλα
Jessika Kenney: φωνή
Morgan Mikkelsen: ντραμς
Nadah El Shazley: φωνή
Mark Gergis: mastering
Παραγωγή: Alan Bishop & Adham Zidan
Όλη η μουσική, οι στίχοι και τα κείμενα των αφηγήσεων είναι του Alan Bishop (2019).
Οι ηχογραφήσεις και η ηχοληψία έγιναν από τον Adham Zidan στο Κάιρο, τον Δεκέμβριο του 2019 και τον Ιανουάριο του 2020.
Τα ζώα της παράστασης ταριχεύθηκαν μετά τον φυσικό θάνατό τους.
Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση - Κεντρική Σκηνή
19-21/11
20:00 & 22:00
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια