Πώς μπορεί μια αιθέρια, καλοαναθρεμμένη καλλονή του αμερικανικού Νότου να τρώει τα απομεινάρια του χθεσινού φαγητού απευθείας από το μπολ; Πώς μπορεί να κάθεται ανενδοίαστα στο πάτωμα τσαλακώνοντας το ντελικάτο φόρεμά της;
Αυτή η Αμάντα –η Αμάντα της Ιζαμπέλ Ιπέρ– έχει κάτι το bizarre.
Την ώρα που συνομιλεί χαριτωμένα στο τηλέφωνο με τις ευσεβείς γειτόνισσες για την ανανέωση της συνδρομής τους στη «Χρυσή Νοικοκυρά», τεμαχίζει με ψυχρή ακρίβεια ένα κοτόπουλο, το οποίο στη συνέχεια παραδίδει στην πυρά.
Λίγο αργότερα, φορώντας το επίσημο φόρεμα των ειδικών περιστάσεων, απομεινάρι μιας άλλης εποχής, στροβιλίζεται στο σαλόνι των ξεθωριασμένων αναμνήσεων. Παιδιάστικες γκριμάτσες συσπούν ενίοτε το πρόσωπό της και τότε μοιάζει μικρότερη από την εικοσιδυάχρονη κόρη της.
Μια ανεξάντλητη ποικιλία ήχων πηγάζει από τον βελούδινο λάρυγγά της: η τέχνη του ζην και η αλλοτινή, παλιομοδίτικη ευγένεια του αμερικανικού Νότου ζωντανεύουν μέσα από τα κρυστάλλινα, λεπτεπίλεπτα επιφωνήματά της, μέσα από τη χαρά της που ξεχύνεται σαν αποπλανητικό τιτίβισμα, ενώ σερβίρει τον –με φρούδες ελπίδες φορτωμένο– καλεσμένο της punch γεμάτο κεράσια μαρασκίνο.
Ο Ίβο Βαν Χόβε συναρμόζει τα ευγενέστερα υλικά∙ και παρόλο που διαβάζει το κείμενο χωρίς να ξεφεύγει από τον οικείο θεατρικό Κανόνα, χωρίς να προβληματίζεται για τη στέρεη, δοκιμασμένη και γνώριμη αφηγηματική μέθοδο που υιοθετεί, καταφέρνει να αποδείξει τη διαχρονική γοητεία του «οικείου».
Το πρόσωπό της φωτίζεται και σκοτεινιάζει με την ίδια ταχύτητα και φυσικότητα που εκτυλίσσονται τα ουράνια δρώμενα μιαν άστατη μέρα του χειμώνα. Οι εναλλαγές εκτελούνται αβίαστα, χωρίς ποτέ να επιβαρύνουν την αντίληψή μας με τον θόρυβο του αυτοθαυμασμού, της επιτήδευσης ή της υπερπροσπάθειας. Τη μια στιγμή είναι σαν Κλαίουσα Παναγιά (έτσι την αποκαλεί η Λόρα) και την επομένη, όταν ο Τομ υπόσχεται να της κάνει το χατίρι, σαν παιδίσκη που εκτελεί περιχαρής έναν μικρό Χορό Θριάμβου επάνω στη μοκέτα.
Αυτή η Αμάντα έρχεται να αλλάξει την αντίληψή μας για την Αμάντα. Ή μάλλον να την εμπλουτίσει. Η διάφανη δριμύτητα της Ιζαμπέλ Ιπέρ συντρίβει την υπερβολική θεατρικότητα με την οποία αποδίδεται συνήθως η καταδυναστευτική ηρωίδα, αναβαπτίζοντας μια οικεία φιγούρα σε ανοίκεια.
Γιατί η Ιπέρ, μεταξύ άλλων, εξασκεί την τέχνη της μητρικής χειριστικότητας ανεπαίσθητα, με μια αυτονόητη, σχεδόν κωμική, απλότητα που αναιρεί τα στερεότυπα της κυριαρχίας.
Μοιάζει να μας λέει πως οι νευρωτικές, κτητικές μητέρες δεν εκδηλώνουν πάντοτε κραυγαλέα την καταβροχθιστική μανία τους. Μπορεί να είναι «φίλες με τα παιδιά τους», αστείες, ανάλαφρες κι ευρηματικές. Να κυλιούνται στα πατώματα και στους πάγκους της κουζίνας, να τρώνε γιαούρτι όρθιες, φορώντας τακούνια και υπέροχες λαδί καπαρντίνες. Να μας σαγηνεύουν με την απρόσβλητη ευθραυστότητά τους, ακόμη και την ώρα που διακρίνουμε τους κόμπους της ρηχότητας και του παλιμπαιδισμού τους.
Γιατί μας πείθουν ότι, καίτοι από τα πριν ραγισμένες, δεν πρόκειται ποτέ να σπάσουν.
Η υπόκριση της ανεμελιάς –πίσω από την οποία κρύβεται η αδιασάλευτη βεβαιότητα της μάνας ότι έχει και κατέχει τα παιδιά της– συνιστά τη σοφά σχεδιασμένη ερμηνευτική στρατηγική που μας ξεγελά και μας εμποδίζει να διαισθανθούμε το χτύπημα που έρχεται. Κι όταν λέω «χτύπημα», αναφέρομαι στην πιο συγκλονιστική σκηνή της παράστασης, τη σκηνή της σκάλας.
Εκεί όπου η μάνα ορμάει με μανία στα σκαλοπάτια γραπώνοντας τον γιο της από τα πόδια: είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να μην τον αφήσει να φτάσει στην έξοδο του σπιτιού. Γιατί αν κάποιος ξεφύγει, αν κάποιος τολμήσει να αποχωρήσει από τον γυάλινο πύργο των Γουίνγκφιλντ, τότε αυτός κινδυνεύει να σωριαστεί.
Η κραυγή που αναδύεται από το μητρικό στέρνο μπροστά σε αυτή την προοπτική ξεσκίζει τα σωθικά μας. Γιατί είναι μια κραυγή που περικλείει όλο το ασυντέλεστο πένθος για τις απώλειες του παρελθόντος: την πτώση, την εγκατάλειψη, την ένδεια, τη μοναξιά. Μια κραυγή που διασαλεύει την τάξη των πραγμάτων, θρυμματίζει τη γυάλινη ακινησία, τέμνει τον χρόνο, συντρίβει τις ψευδαισθήσεις –το κατεξοχήν βασίλειο της Αμάντας– φέρνοντάς την σε επαφή με την πραγματικότητα. Αλλά η εισβολή της πραγματικότητας είναι αβάσταχτη...
Η σκηνή της σκάλας (και η κραυγή της Ιπέρ) είναι ένα από τα δύο ή τρία διαμάντια που παίρνει ο θεατής μαζί του φεύγοντας από αυτή την αριστοτεχνική παράσταση. Ο Ίβο Βαν Χόβε συναρμόζει τα ευγενέστερα υλικά∙ και παρόλο που διαβάζει το κείμενο χωρίς να ξεφεύγει από τον οικείο θεατρικό Κανόνα, χωρίς να προβληματίζεται για τη στέρεη, δοκιμασμένη και γνώριμη αφηγηματική μέθοδο που υιοθετεί, καταφέρνει να αποδείξει τη διαχρονική γοητεία του «οικείου».
Γιατί, όταν η κλασική προσέγγιση υπηρετείται σωστά, τότε μπορεί να χαρίσει στον θεατή τα πιο πολύτιμα δώρα (ένα εκ των οποίων ο υποβλητικός σκηνικός χώρος του Jan Versweyveld, ένα σπίτι-σπηλιά με καφέ γούνινους τοίχους, πάνω στους οποίους είναι χαραγμένα –σαν σπηλαιογραφία– τα πρόσωπα των απόντων).
Επιμένοντας στα θετικά της βραδιάς, θα ήθελα να σταθώ στην περίπτωση της Justine Bachelet. Τολμώ να πω ότι είναι η πιο συναρπαστική Λόρα που έχω συναντήσει, εξίσου σύγχρονη ως ανάγνωση με την Αμάντα της Ιπέρ.
Μια βαθιά φωνή αντηχεί μέσα από το μικροσκοπικό σώμα της Justine, που μόνο ανάπηρο δεν εμφανίζεται στο δωμάτιο της μνήμης. Αντιθέτως, αυτό το κορίτσι που παίρνει το χρώμα του τοίχου για να μην τη βλέπουν οι Άλλοι, άλλοτε σκαρφαλώνει κι εκσφενδονίζεται στις επιφάνειες με ζωώδη ευελιξία κι άλλοτε «χωνεύεται» στο περιβάλλον για να προφυλάξει τον γυάλινο κόσμο της, για να επιβιώσει. Κι όταν η μητρική απειλή γιγαντώνεται επικίνδυνα, συρρικνώνεται και κρύβεται στις γωνίες για να εξαφανιστεί.
Γι’ αυτό και όταν της δοθεί η ευκαιρία να υπάρξει, έστω διστακτικά και άβολα στην αρχή, ο «κενός χώρος» γεμίζει από τη λάμψη της. Ο Τζιμ, ο παλιός της έρωτας από το σχολείο, πλησιάζοντάς τη χωρίς προκατάληψη και χωρίς τον οίκτο των άλλων, θα σταθεί η αφορμή για να «φανερωθεί» η Λόρα – να ξεδιπλωθεί ενώπιόν μας με όλη την ομορφιά της.
Σπάνια η σκηνή της Λόρα και του Τζιμ έχει συνεπάρει τους θεατές σε τέτοιο βαθμό. Δεν είναι μόνον η χημεία των δύο ηθοποιών (εξαιρετικός και ο Cyril Gueï). Είναι σαν ο Βαν Χόβε να χάρισε στην ευάλωτη αυτή ηρωίδα έναν χώρο ερωτικής δυνατότητας, όπου θα μπορούσε, έστω για λίγο, να υπάρξει ολόκληρη μαζί με κάποιον άλλον. Τον χάρισε στη Λόρα, και μέσω αυτής στη Ρόουζ, την αδελφή του Τενεσί Ουίλιαμς, η οποία, ως γνωστόν, κατέληξε, λοβοτομημένη κατ’ απαίτησην της μητέρας της, σε ψυχιατρική κλινική.
Ο ξέφρενος χορός τους και η άγρια χαρά στο πρόσωπο της νεαρής γυναίκας φωτίζουν με τρόπο μεθυστικό –και ίσως τραγικό– τη σημασία της (έστω μιας και μοναδικής στιγμής) ελευθερίας που γεννιέται όταν ένα ον δύναται να επιθυμεί.