Ο Robert Indiana, ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της pop art του 20ου αιώνα -και από τους πιο αδικημένους, αφού το πιο αναγνωρίσιμο έργο του, το γλυπτό «LOVE», επισκίασε κάθε άλλη δουλειά του τα επόμενα χρόνια- πέθανε το Σάββατο στο σπίτι του στη Vinalhaven, στην παραθαλάσσια κωμόπολη που είχε απομονωθεί τα τελευταία 40 χρόνια, σε ένα από τα δύο νησιά Fox της πολιτείας Μέιν.
Ο Indiana που ήταν 89 ετών και πέθανε από αναπνευστική ανεπάρκεια, άφησε πίσω του ένα μεγάλο σε αριθμό και αξία έργο από μεταξοτυπίες, πίνακες και γλυπτά, και περίπου 330 εκατομμύρια γραμματόσημα, τα οποία, από το 1973 που τυπώθηκαν, έγιναν τα πια αγαπημένα γραμματόσημα των Αμερικάνων την περίοδο των διακοπών.
Το γραμματόσημο των 8 σεντς με το σχέδιο του «LOVE» τυπώθηκε σε τρία χρώματα, κόκκινο, μπλε και πράσινο - αρχικά για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, αλλά τα επόμενα χρόνια κολλήθηκε σε εκατοντάδες εκατομμύρια καρτ ποστάλ που στέλνονταν από την Αμερική σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το πασίγνωστο γλυπτό του που σχηματίζουν τα τέσσερα κεφαλαία γράμματα της λέξης LOVE, ήταν αυτό που συνδέθηκε με το όνομά του περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έφτιαξε κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής πορείας του, και από την δεκαετία του ’60 και τις πρώιμες ακόμα εκδοχές του έγινε ένα εμβληματικό logo που εμφανίστηκε σε μπλουζάκια, πόστερ, εξώφυλλα δίσκων μέχρι κοσμήματα.
Ο ίδιος χαρακτήρισε το γλυπτό του «το πιο αντιγραμμένο έργο τέχνης» και για να το αποδείξει συνέλεγε όλα τα κλεμμένα αντίγραφα στο σπίτι του, ένα ιστορικό Βικτοριανό κτίριο.
Ο ίδιος χαρακτήρισε το γλυπτό του «το πιο αντιγραμμένο έργο τέχνης» και για να το αποδείξει συνέλεγε όλα τα κλεμμένα αντίγραφα στο σπίτι του, ένα ιστορικό Βικτοριανό κτίριο.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι για το σχέδιό του στο γραμματόσημο έλαβε συνολικά μόνο μια επιταγή των 1.000 δολαρίων, ενώ συχνά παραπονιόταν ότι η εκτροχιασμένη επιτυχία του «LOVE» κατέστρεψε τη φήμη του στον καλλιτεχνικό κόσμο της Νέας Υόρκης.
«Ήταν ένας καλλιτέχνης με συνέπεια που εσφαλμένα τον θεωρούν one-hit-wonder (της μίας επιτυχίας)» είχε πει κάποτε ο Maxwell Anderson, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Ινδιανάπολης και τώρα του μουσείου του Ντάλας, ενώ η curator της αναδρομικής έκθεσης «Robert Indiana: Beyond Love» που διοργανώθηκε το 2013 με το σύνολο του έργου του, η Barbara Haskell, ανέφερε ότι «σήμερα υπάρχει ένα νέο κύμα κριτικών που επανεκτιμά το έργο του Indiana στο πλαίσιο της pop art, βλέποντας πόσο την συνδέει με την σκοτεινή πλευρά του αμερικάνικου ονείρου».
Και προσθέτει: «Ειδικά τα έργα που έφτιαξε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 είναι πολύ δυναμικά, σκοτεινά και εορταστικά ταυτόχρονα, με επίπεδα από αυτοβιογραφικές και πολιτιστικές αναφορές. Δεν είναι η επιφανειακή, αισιόδοξη, κλισαρισμένη δουλειά που κάποιοι άνθρωποι σχετίζουν μόνο με το μνημειώδες LOVE».
Ο Robert Indiana, o οποίος είχε βρει καταφύγιο στο απομονωμένο Vinalhaven πριν από δεκαετίες, είχε γίνει εντελώς μοναχικός τα τελευταία χρόνια, και σταδιακά σταμάτησε κάθε είδους επικοινωνία με φίλους και συνεργάτες.
Πολλοί κατηγορούσαν για αυτό τον άνθρωπο που τον φρόντιζε, τον Jamie L. Thomas, ο οποίος απαντούσε εδώ και χρόνια εκ μέρους του και δεν άφηνε κανέναν να έρθει σε επαφή μαζί του.
Το κατηγορούν ακόμα και για εξαπάτηση, παραχάραξη του έργου του και πλήρη εκμετάλλευση του αρχείου του, αφού πλαστογράφησε μερικά από τα πιο γνωστά έργα του Indiana, τα εξέθεσε σε μουσεία και τα πούλησε σε ανυποψίαστους συλλέκτες.
Ανάμεσα στα έργα που θεωρούνται πλαστά είναι και μια σειρά από μεταξωτές γραβάτες με τους στίχους του Bob Dylan που ισχυρίζεται ότι φτιάχτηκαν από τον καλλιτέχνη το 2016.
O Indiana γεννήθηκε στο New Castle της Ιντιάνα το 1928 και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1954 για να ξεκινήσει την καριέρα του ως καλλιτέχνης. Έπιασε δουλειά σε ένα μαγαζί στην Δυτική 57η Οδό και έβαζε μια καρτ ποστάλ του Ματίς στη βιτρίνα όταν o ζωγράφος Ellsworth Kelly μπήκε στο μαγαζί και άρχισαν να μιλάνε για τον ιδρυτή του κινήματος του φωβισμού.
Αργότερα έγιναν εραστές και η Kelly τον βοήθησε να βρει ένα λοφτ στο Μανχάταν, όπου άρχισε να φτιάχνει γλυπτά από κατάρτια πλοίων, δοκάρια από παλιά κτίρια της αποβάθρας και στένσιλ του 19ου αιώνα που βρήκε στο λοφτ του, μια σειρά από αινιγματικές κατασκευές που ονόμασε ερμείες από τα κλασικά αγάλματα. Τα περισσότερα ήταν σε ανθρώπινες διαστάσεις με ξύλινους φαλλούς.
Το 1961 ζωγράφισε το «The American Dream #1», τέσσερις πολύχρωμους δίσκους που περιέχουν επιγραφές όπως «tilt» και «take it all», ένα ένα έργο που ο ίδιος χαρακτήρισε «ένα σχόλιο για την ρηχότητα της αμερικάνικης ζωής».
Αρκετά από τα έργα του περιέχουν μονοσύλλαβες λέξεις που προτρέπουν σε δράση: «eat» (φάε), «hug» (αγκάλιασε), «die» (πέθανε), «μία άμεση αντίδραση στις μάλλον σοφιστικέ προτροπές της Madison Avenue».
Το 1964, στο New York World’s Fair, τοποθέτησε μια τεράστια φωτεινή επιγραφή με τη λέξη «EAT» (φάε) η οποία κατέβηκε αμέσως γιατί πάρα πολλοί τουρίστες προσπαθούσαν να τη δαγκώσουν!
Το 1978, κι ενώ θεώρησε ότι το «LOVE» του είχε κάνει κακό στην καριέρα (και επειδή είχε αντιγραφεί ασύδοτα, χωρίς να μπορεί να το ελέγξει) απομονώθηκε στο νησί. Δεν άφησε το νησί ποτέ από τότε, δεν εμφανίστηκε ούτε καν στην πρόσκληση του προέδρου Ομπάμα στον Λευκό Οίκο...
Ο Robert Indiana μιλάει για τη ζωή και την τέχνη του στο στούντιό του