Στις μέρες μας, η πληθυσμιακή ομάδα που φαίνεται να ενθουσιάζεται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη με το έργο και την προσωπικότητα του William Βlake είναι οι έφηβοι που γεννήθηκαν από το 2000 και μετά. Αυτή είναι η στατιστική αλήθεια και πολύ συχνά δημιουργούν «μιμίδια» από έργα του και video games με το όνομά του. Το φαινόμενο ερμηνεύεται από το ότι ο Βlake ήταν ο κατ' εξοχήν καλλιτέχνης της έκφρασης μιας αβίαστης φαντασίας, χωρίς καμιά παρακράτηση ενέργειάς της από το φίλτρο της εκλογίκευσης.
Kι έτσι, σήμερα, σε ένα κόσμο όπου η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική έχουν εξελιχθεί αρκετά ώστε να δείχνουν απειλητικές για την φυσική ανθρώπινη νοημοσύνη, ο Βlake φαντάζει ως το πιο πρόσφορο ίνδαλμα που θα καθησύχαζε τις αναστατωμένες ψυχές, διαβεβαιώνοντας τες πως η ανθρώπινη φύση θα παραμένει πάντα ανώτερη από κάθε κατασκευασμένη προσομοίωσή της.
Είναι ο μεγάλος μετρ της πρωτογενούς δημιουργικότητας, και το έργο του επαληθεύει διαχρονικά ότι μόνο αυτή αποτελεί δοκιμασμένη θυρίδα διαφυγής από όποιο πεπρωμένο περιστολής της ανθρώπινης φύσης διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Γενικότερα, ο Βlake προκαλούσε στους άλλους μια, ελαφρά μεν, αλλά διαρκή σαστιμάρα. Αρκούσε, βέβαια, και μόνο το παρουσιαστικό του για να συμβεί αυτό, επειδή είχε πολύ μεγάλο κεφάλι και φαρδιές πλάτες, σε σχέση με το δέμας του, που ήταν μάλλον μικρό.
Ο William Βlake γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1757. Απέκτησε αξιόλογη καλλιτεχνική παιδεία, χάρη στον πατέρα του, που αναγνώρισε την κλίση του και συγκέντρωσε τα απαραίτητα χρήματα για το κόστος μαθημάτων σχεδίου, όταν ο γιος του έγινε 14 ετών, με δάσκαλο τον χαράκτη James Basire Sr. (ο οποίος έμεινε στην ιστορία, ακριβώς επειδή του έκανε τότε εκείνα τα μαθήματα).
Ο Βlake έφτασε να φοιτήσει και στην Royal Academy, για περίπου ένα χρόνο. Όμως εκεί έμαθε κυρίως να απεχθάνεται τον κομφορμισμό της σχολής και τον κόσμο της.
Το ουσιώδες είναι ότι υπήρξε κάθε τι άλλο, εκτός από αυτοδίδακτη ιδιοφυΐα.
Επειδή όμως δεν υπήρχε άλλος καλλιτέχνης με τέτοια ορμέμφυτη και αμετάπτωτη έμπνευση, με τόση ανήκουστη πρωτοτυπία στη σύλληψη των θεμάτων και στο στυλ της ζωγραφικής του, με μια απίθανη παραδοξότητα και ταυτόχρονη αρτιότητα του σχεδίου του, συχνά διατυπωνόταν (και διατυπώνεται) η άποψη ότι αυτές τις ποιότητες δεν θα μπορούσε να τις συγκεντρώνει όλες μαζί ένας δημιουργός, παρά μόνο εάν ήταν μία αυτοδίδακτη ιδιοφυΐα.
Γενικότερα, ο Βlake προκαλούσε στους άλλους μια, ελαφρά μεν, αλλά διαρκή σαστιμάρα. Αρκούσε, βέβαια, και μόνο το παρουσιαστικό του για να συμβεί αυτό, επειδή είχε πολύ μεγάλο κεφάλι και φαρδιές πλάτες, σε σχέση με το δέμας του, που ήταν μάλλον μικρό.
Ασυνήθιστη για την εποχή του ήταν και η σχέση του με τον γυμνισμό. Κάποια φορά ένας από τους λιγοστούς υποστηρικτές του τον επισκέφθηκε στο σπίτι του κι εκεί αντίκρισε το ζεύγος Βlake γυμνό. Ατάραχος ο William (όσο και η σύζυγός του Catherine) είπε στον σημαντικό επισκέπτη του: «Πέρνα μέσα άφοβα, εδώ θα βρεις μόνο τον Αδάμ και την Εύα... καταλαβαίνεις...».
Ο Βlake παντρεύτηκε την Catherine όταν ήταν 25 χρονών κι εκείνη 20. Η νύφη ήταν αναλφάβητη και υπέγραψε την ληξιαρχική πράξη του γάμου της με σταυρό κάτω από το όνομά της. Ο πατέρας του Βlake δεν κατάφερνε να αφομοιώσει ότι ο γιος του νυμφεύθηκε κοπέλα προερχόμενη από τέτοιο κοινωνικό βάθος και για το λόγο αυτό, αρνήθηκε στους νιόπαντρους να μένουν στο σπίτι του. Αλλά και πέρα από τον πατέρα Βlake, κανείς δεν διέκρινε τότε τις δυνάμεις της Catherine, ούτε και τις ασύλληπτες αντοχές της απέναντι στην εκκεντρικότητά του συζύγου της, στην αυταρχικότητα του, στον δεσποτισμό του, στην αλαζονική, διαρκή επίδειξη της ιδιοφυΐας του και στην πάντα αμείωτη σεξουαλική όρεξη του. Γιατί – ας σημειωθεί κι αυτό- με σημερινά κριτήρια και χωρίς ενδοιασμό, ο Βlake θα θεωρείτο σεξομανής.
Το σεξ υπήρξε κομβικής σημασίας, όχι μόνο στην καθημερινή ζωή του, αλλά και στην κοσμοθεωρία του. Η συγκεκριμένη πτυχή της προσωπικότητας του θα μπορούσε να επιβεβαιώνεται σήμερα και μέσα από τη δουλειά του, εάν η σύζυγός του, μετά τον θάνατό του, δεν είχε προβεί σε ανελέητο ξεσκαρτάρισμά της, αφαιρώντας όλα τα έργα του που περιείχαν σαφή απεικόνιση σεξουαλικής πράξης, επειδή πίστευε ότι θα κατέληγαν να είναι επιζήμια για την υστεροφημία του συζύγου της.
Ο Βlake, εξάλλου, ήταν μέλος της «εκκλησίας του Swedenborg», ο οποίος ήταν ένας πολυπράγμων Σουηδός θεολόγος, φιλόσοφος, εφευρέτης και μυστικιστής, που, μεταξύ πολλών άλλων δοξασιών, εντελώς παράδοξων για την εποχή του, πίστευε ότι το σεξ αποτελούσε ικανό μέσο, για να επιτύχει κάποιος εκστατική ένωση με τον Θεό.
Η πίστη του Βlake ότι υπήρχε μια θρησκευτική και πνευματική πτυχή στην σεξουαλική πράξη, θεωρείται ότι προερχόταν από την μητέρα του, η οποία –τι περίεργο;- ονομαζόταν κι αυτή Catherine και υπήρξε μέλος μιας προτεσταντικής σέκτας που είχε την πρόθεση να ανασυστήσει την συνθήκη της ζωής του Αδάμ και της Εύας πριν την εκδίωξή τους από τον παράδεισο, μέσω μιας αφοσίωσης στο σεξ και μιας συνεχούς εξάσκησης στην σεξουαλική πράξη.
Κατά τα άλλα, η (σύζυγος) Catherine σύντομα μετά το γάμο τους έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Και επίσης, έγινε βοηθός καλλιτεχνικής παραγωγής, επιχρωματίζοντας με ακουαρέλες τα χαρακτικά του. Γενικά, δεν βαριόντουσαν στην οικία Βlake, οι οποίοι στην πραγματικότητα συστεγάζονταν με τον αγαπημένο αδελφό του William, τον Robert Blake, στην δική του κατοικία και εργαστήριο καλτσοποιίας, που βρισκόταν στην Golden Square, στο Soho του Λονδίνου, σε κτίριο που δεν υπάρχει πια.
Η Catherine συχνά έλεγε ότι μένει για καιρό μόνη, «επειδή ο σύζυγός της τριγυρνά στον παράδεισο», εννοώντας την τάση του William να βλέπει μπροστά του αγγέλους. Την πρώτη φορά που του συνέβη κάτι τέτοιο ήταν ακόμα παιδί. Είχε δει ένα ολόκληρο δέντρο να είναι γεμάτο. Και τα υπέροχα, λευκά, φωτεινά, αγγελικά φτερά τους το έκαναν να λαμπυρίζει από μακριά, σαν να μην ήταν δέντρο, αλλά αστέρι. Μία άλλη φορά δικαιολογήθηκε στη μητέρα του για την αργοπορία του, λέγοντας της ότι στο δρόμο του συνάντησε καθιστό κάτω από δέντρο τον προφήτη Ιεζεκιήλ. Αυτό το πλήρωσε με χαστούκι. Αλλά και γενικότερα, βασιλείς και προφήτες τον επισκέπτονταν τακτικά, άλλος ερχόμενος από τον Παράδεισο, άλλος από την Κόλαση και σε κάθε περίπτωση με σκοπό να του ποζάρουν.
Ανατρέχοντας κάποιος στις πολυάριθμες βιογραφίες που γράφτηκαν για τον William Blake, συνήθως χαμογελά γλυκόπικρα και με συμπάθεια για κείνον, σε κάθε εξιστόρηση παράδοξου στιγμιότυπου από τα τόσα που συνθέτουν τη ζωή του. Όμως, παραμένει δύσκολη η ταύτιση μαζί του, επειδή ο Blake μοιάζει περισσότερο με μυθοπλαστικό χαρακτήρα, αρκετά ακραίο ώστε να ακροβατεί συνεχώς στο χείλος του φάσματος του πιθανού. Κι έτσι, τις περισσότερες φορές φαντάζει εξωπραγματικός.
Παρόλα αυτά και σε σχέση με τη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει το πεδίο της εκκεντρικότητας από το πεδίο της τρέλας, ο Blake φαίνεται σαν να βρίσκεται τις περισσότερες φορές στην πλευρά της εκκεντρικότητας.
Η έκθεση στην ΤΑΤΕ Britain περιλαμβάνει περισσότερες από 300 εικόνες και σίγουρα όλες εκείνες για τις οποίες ο κόσμος θα λατρεύει πάντα τον Βlake. Ο κύριος στόχος είναι να αναδείξει μέσω των εκθεμάτων που παρατίθενται κυρίως με χρονολογική σειρά, το σχεδόν αδιαπέραστο τείχος περιπλοκότητας της σκέψης του Βlake.
Ως γνωστόν, ο Βlake είναι επίσης ένας σπουδαίος ποιητής. Πολλά ποιήματα του έγιναν στίχοι σπουδαίων τραγουδιών. Όμως, η συγκεκριμένη έκθεση έχει ως επί μέρους στόχο να επιχειρηματολογήσει υπέρ της άποψης ότι το εικαστικό έργο του αποτελούσε την κύρια δική του ενασχόληση και ότι η ποίηση ήταν κάτι με το οποίο ασχολείτο μόνο μέσα στη βαθιά νύχτα.
Στις εικαστικές συνθέσεις του, οι συμμετρίες, ενώ από τη φύση τους αποτελούν ένα ελκυστικό στοιχείο για το θεατή και συνεισφέρουν στην ομορφιά και στην πραότητα της εικόνας, στην δική του περίπτωση αποτελούν στοιχείο διέγερσης και ανησυχίας, ανάλογης της αίσθησης που θα προκαλούσε ένα σήμα κινδύνου.
Επίσης, οι συνθέσεις του μοιάζουν σαν να ρέουν από το μυαλό του κατευθείαν προς τα έξω, χωρίς να έχει προηγηθεί ένα αρχικό στάδιο σύλληψης ερεθισμάτων, από το μάτι, κατά τη διαδικασία παραγωγής τους.
Στα γυμνά του, ορισμένες μυϊκές ομάδες αποδίδονται απροσδόκητα υπερτονισμένες, με αποτέλεσμα τα εικονιζόμενα πρόσωπα να μοιάζουν σαν να διαθέτουν υπερφυσική ευρωστία. Οι ανδρικές και οι γυναικείες φιγούρες είναι δυσερμήνευτα παραπλήσιες. Και γενικότερα, όλες οι ανθρώπινες μορφές, ασχέτως φύλου, μοιάζουν σαν να προέρχονται από μια στυλιζαρισμένη αναπαράσταση του ίδιου του τού εαυτού.
Επιπλέον, ο τρόμος που πηγάζει από τις συνθέσεις του δεν μοιάζει ποτέ να είναι σκέτος τρόμος. Αφήνει πάντοτε ανοικτό το ενδεχόμενο να συνοδεύεται και από μια απρόσμενη αβλαβή, άκακη και καλοπροαίρετη υπόστασή του.
Τον Μάιο του 1809 ο William Βlake εγκαινίασε μια έκθεση της δουλειάς του, σε ένα δωμάτιο στον πρώτο όροφο πάνω από το οικογενειακό εργαστήριο και κατάστημα καλτσοποιίας. Την είδε ελάχιστος κόσμος και αυτό δεν οφειλόταν στο ότι υπήρχε εισιτήριο εισόδου για τους επισκέπτες. Επιπλέον, δεν είναι ξεκαθαρισμένο εάν πουλήθηκε ποτέ κάποιο έργο. Όμως ο Βlake κράτησε την έκθεση ανοικτή για περισσότερο από ένα χρόνο, γεγονός το οποίο μαρτυρά την δική του απροθυμία να αποδεχτεί την ήττα του, κατά την απόπειρά του να καταξιωθεί αυτόνομα στον κύκλο της Τέχνης.
Γράφτηκε ωστόσο κριτική για την έκθεση, η οποία ήταν πιο ειρωνική για τον ίδιο, απ' όσο ήταν εξωφρενικά περιφρονητική για το έργο του. Εξαιτίας της, αλλά και εξαιτίας της γενικότερης αποτυχίας την έκθεσής του, ο καλλιτέχνης αποτραβήχτηκε και κλείστηκε στον εαυτό του τα επόμενα χρόνια. Κι εξαιτίας της αυτής της απόσυρσης του ξεχάστηκε για περισσότερο από μισό αιώνα.
Η έκθεση του 1809 συνοδευόταν από έναν κατάλογο όπου περιέγραφε τα έργα του και κατέγραφε τα προσωπικά του καλλιτεχνικά δόγματα και τις ευθείες –ίσως και λίγο βίαιες- επιθέσεις του εναντίον των ελαιογραφιών των Τισιανού, Ρούμπενς και Ρέμπραντ και κυρίως εναντίον της δικής τους προτίμησης για «θολότητα» και «σκοτείνιασμα» περιοχών των συνθέσεων τους.
Είναι ένα κείμενο που περιλαμβάνει το προσωπικό του «μανιφέστο» κατά της αοριστίας των προθέσεων ενός έργου.
Έλεγε ότι ο μεγάλος και χρυσός κανόνας στην τέχνη, -όπως ακριβώς και στην ζωή- είναι τα ευανάγνωστα περιγράμματα: «όσο πιο διακριτά, κοφτά και ξεκάθαρα είναι, τόσο πιο τέλειο γίνεται το έργο τέχνης».
Όταν πέθανε ο Βlake το 1827 κανείς δεν ασχολείτο πια με κείνον. Μετά από 40 χρόνια όμως, όταν η «αδελφότης των Προραφαηλιτών» θα άρχιζε να εκφράζει ανοικτά τις αντι-ακαδημαϊκές θέσεις της, δημιουργήθηκε το κατάλληλο πλαίσιο, ώστε, με πρωτοστάτη μια εξέχουσα φυσιογνωμία του κύκλου τους, τον Dante Gabriel Rossetti, που θαύμαζε φανατικά τον Βlake, να ξεκινήσει η μακρά πορεία σταδιακής αποκατάστασης της φήμης του και αναγνώρισης της αξίας του.
Η δεύτερη σημαντική στιγμή μεταστροφής προς μια θετική επανεκτίμηση του έργου του καταγράφεται με την υποστήριξη του σπουδαίου ποιητή William Butler Yeats.
Ο Yeats ήταν τόσο πεπεισμένος ότι ο Βlake ήταν σπουδαίος καλλιτέχνης ώστε να συμπεραίνει πως δεν θα μπορούσε παρά να είναι και Ιρλανδός (ενώ δεν ήταν).
Το 1927 κυκλοφόρησε η πρώτη μελέτη για τον Βlake στην οποία περιγράφεται ως μία ψυχικώς διαταραγμένη ιδιοφυΐα, από τον πασιφιστή Max Plowman, ο οποίος προέβλεπε τότε ότι σύντομα θα αναγνωριζόταν η ανάγκη να ζητηθεί δημόσια συγνώμη για τον παραγκωνισμό του και ότι ο Βlake δεν θα θεωρείτο πια υπνωτικό για χοντροκέφαλους και χαζούς.
Η πρόβλεψη του Plowman επαληθεύτηκε πράγματι, όταν ο Βlake αναγνωρίστηκε από όλες τις περιθωριακές πρωτοπορίες του 20ου αιώνα και αναλυτικότερα από τους σουρεαλιστές, τους χίπηδες, τον Allen Ginsberg, τους μαρξιστές, τον Bob Dylan, το εκάστοτε ενθουσιώδες εφηβικό κοινό και γενικότερα, από οποιονδήποτε άλλο θεωρούσε ότι η τρέλα θα μπορούσε να εκληφθεί ως πράξη πολιτικής αντίστασης, ανταρσίας και εξέγερσης.
Τώρα, οι συν-επιμελητές της έκθεσης της ΤΑΤΕ Britain, Amy Concannon και Martin Myrone, διευρύνουν κι άλλο τον κύκλο των ένθερμων θαυμαστών του, σημειώνοντας ότι: «το είδος της ελευθερίας που ο Βlake αγάπησε και υποστήριζε είναι ξεκάθαρο ότι ανήκει στον σύγχρονο δυτικό κόσμο και προτάσσει ιδανικά που τα αποδέχεται ολόκληρο το φάσμα των πολιτικών ιδεολογιών. Επιπλέον ενσωματώνει σε αυτά τα ιδανικά κάποιες πιο πλατιές και ανοικτές αξίες, τις οποίες μάλλον όλοι θα αποδεχθούμε και θα υπερασπιστούμε, επειδή σχετίζονται με την υπερβολικά τολμηρή ερώτηση που πάντα έθετε ο Βlake : "σε τι κοινωνία θα θέλαμε να ζούμε;"».
William Blake, Tate - Trailer
H έκθεση θα διαρκέσει έως τις 2 Φεβρουαρίου 2020.