Υπό άλλες συνθήκες, η κατάληψη της γκαλερί Breeder από τον Luke Edward Hall με μια σειρά από νέα έργα, πιστά στην ισχυρή οπτική του ταυτότητα, αλλά ταυτόχρονα αρκούντως «ελληνικά», θα ήταν ένα από τα εικαστικά γεγονότα του χειμώνα. Δυστυχώς, ενώ η έκθεση έχει στηθεί, μέχρι τώρα μπορούμε να την απολαύσουμε μόνο διαδικτυακά, ελπίζοντας κάποια στιγμή οι συνθήκες να επιτρέψουν τη διά ζώσης επαφή με το έργο του πολυτάλαντου Βρετανού.
Επηρεασμένος βαθιά από την ελληνική μυθολογία, το βρετανικό φολκλόρ αλλά και το έργο του Ζαν Κοκτό, ο Hall ζωγραφίζει όμορφους νεαρούς μελαγχολικούς άνδρες και τους τοποθετεί σε ονειρώδη backgrounds, επανεξετάζοντας με παιγνιώδη τρόπο τα πρότυπα της αρρενωπότητας. Έχοντας παράλληλη θητεία στους χώρους της τέχνης, της μόδας και του ντιζάιν και έδρα του το Λονδίνο, ο νεαρός καλλιτέχνης έχει στο ενεργητικό του συνεργασίες με οίκους όπως οι Burberry, Lanvin και Christie's και μια μόνιμη εβδομαδιαία στήλη στους «Financial Times», όπου απαντά σε ερωτήσεις αναγνωστών σχετικά με το ντιζάιν, ενώ πρόσφατα ολοκλήρωσε και το πιο προσωπικό του πρότζεκτ, «Les Deux Gares», ένα ξενοδοχείο και μπιστρό στο Παρίσι όπου υπογράφει τη διακόσμηση και όλη τη σκηνογραφία.
Με την έκθεση «Figs and Honey and Sailing» συστήνεται στο ελληνικό κοινό και παρότι η πανδημία δεν έχει επιτρέψει ως τώρα τη φυσική του παρουσία στην Breeder, ο ίδιος μίλησε μαζί μας, με την ελπίδα να μπορέσουμε σύντομα να τον γνωρίσουμε και από κοντά.
— Πότε ήρθες για πρώτη φορά σε επαφή με την ελληνική μυθολογία; Ποια στοιχεία της σε ενθουσίασαν τόσο, ώστε να τα ενσωματώσεις στη δουλειά σου;
Οι ελληνικοί μύθοι με τραβάνε από τότε που ήμουν παιδί. Με ενδιαφέρει πραγματικά η μυθολογία και το φολκλόρ στοιχείο: οι τοπικές λαϊκές παραδόσεις αλλά και γενικότερα ιστορίες από μακρινές χώρες. Οι ελληνικοί μύθοι μού έκαναν πάντα εντύπωση, επειδή είναι γεμάτοι καταπληκτικούς ρομαντικούς χαρακτήρες και όμορφες τοποθεσίες, για να μην αναφέρω τις έννοιες της αγάπης, του θανάτου, τα τέρατα, τη μαγεία. Αυτή η εικονογραφία πάντα ενέπνεε τη δουλειά μου – μυθολογικοί χαρακτήρες ξεπετάγονται στους πίνακές μου, μαζί με μοτίβα από τον κλασικό κόσμο.
Νομίζω ότι η πανδημία ενίσχυσε την πίστη μου στη δύναμη της τέχνης και της ομορφιάς και στον τρόπο που μπορούν να μας βοηθήσουν να παραμείνουμε σώφρονες και χαρούμενοι σε αυτήν τη σκοτεινή εποχή.
— Ποιος ελληνικός μύθος σε συναρπάζει περισσότερο;
Από χαρακτήρες, πάντα αγαπούσα τον Πάνα, τον θεό των βοσκών, των βουνών, της ρουστίκ μουσικής και της άγριας φύσης. Απολαμβάνω αυτή την αίσθηση της σκανδαλιάς, του «χασίματος» στη φύση.
— Πώς καταφέρνεις να συνδυάζεις τους ελληνικούς μύθους με καθαρά βρετανικά στοιχεία στα έργα σου;
Όπως ανέφερα πριν, εμπνέομαι επίσης από το βρετανικό φολκλόρ και τη δική μας ιστορία και τοπιογραφία. Χαρακτήρες, όπως ο Πράσινος Άνδρας, βρίσκουν θέση στη δουλειά μου. Πιστεύω, επίσης, ότι η αγάπη μου για το χρώμα και τα μοτίβα είναι καθαρά βρετανική, όπως και η αγάπη μου γι' αυτό το εκλεκτικό πάντρεμα.
— Πότε γνώρισες το έργο του Ζαν Κοκτό; Γιατί πιστεύεις ότι σε επηρέασε καλλιτεχνικά;
Πολλά χρόνια πριν. Συγκεκριμένα, αγαπώ τα σκίτσα του Κοκτό και τις τοιχογραφίες του. Κι εκείνος, βέβαια, εμπνεόταν πολύ από τους ελληνικούς μύθους, οπότε ήταν φυσικό να λατρέψω τη δουλειά του μόλις την ανακάλυψα. Αγαπώ τον σουρεαλισμό που αποπνέουν τα έργα του και εδώ βρίσκω αυτή την αίσθηση της παιχνιδιάρικης σκανδαλιάς, που μου κάνει πολύ.
— Μπορείς να μου περιγράψεις τη στιγμή της σύλληψης ενός νέου έργου; Πώς προκύπτει η ιδέα για το φόντο στο οποίο τοποθετείς τα υποκείμενά σου; Πώς επιλέγεις τα μέσα και τα υλικά που θα χρησιμοποιήσεις;
Συνήθως, η αρχή γίνεται με τον κεντρικό χαρακτήρα, που μπορεί να είναι βασισμένος σε κάποιον δικό μου φίλο ή σε κάποιον χαρακτήρα λογοτεχνικό ή από τη σφαίρα της φαντασίας. Μετά σκέφτομαι πού θέλω να τον τοποθετήσω ‒ σε ένα μέρος που να έχει νόημα για εκείνον, ένα λιβάδι, ας πούμε, ή κάπου παραθαλάσσια ή, σε άλλη περίπτωση, θα πειραματιστώ με πιο αφηρημένα φόντα. Δεν σκέφτομαι πολύ το θέμα των υλικών πριν ξεκινήσω. Θα αρπάξω ό,τι μου κάνει την ώρα της δουλειάς.
— Έχω την αίσθηση ότι σέβεσαι τον ναύτη, τον ψαρά, όλα αυτά τα αρχέτυπα αρρενωπότητας, αλλά ταυτόχρονα νομίζω πως έχεις τη διάθεση να σκάψεις κάτω από την επιφάνειά τους. Πώς προσεγγίζεις το θέμα της αρρενωπότητας και των έμφυλων ταυτοτήτων στη δουλειά σου;
Ως γκέι καλλιτέχνη με συναρπάζουν αυτοί οι παραδοσιακά αρρενωποί χαρακτήρες που αναφέρεις, όπως ο ναύτης και ο βοσκός, ή οι αρσενικοί χαρακτήρες από τους μύθους. Αυτοί οι άνδρες συχνά αποδίδονται με ηρωικό, αρχετυπικά αρρενωπό τρόπο, αλλά εμένα με ενδιαφέρει να εξερευνήσω τον ρομαντισμό τους με πιο απαλό, πιο παιγνιώδη τρόπο.
— Οι ήρωές σου φαίνεται να φέρουν μια λεπτή μελαγχολία, αλλά ταυτόχρονα είναι εμφανής, σε κάποιες περιπτώσεις, και μια σεξουαλική ένταση στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Πώς βουτάς στην ψυχοσύνθεσή τους τη στιγμή που τους δημιουργείς;
Όντως, συχνά φαίνονται λυπημένοι. Τώρα που το αναφέρεις, σκέφτομαι το είδος της μουσικής που αγαπώ περισσότερο, που θα έλεγα ότι είναι η μελαγχολική, ρομαντική ποπ – θλιμμένοι στίχοι και ένας απειλητικός, ανεβαστικός ήχος, εμποτισμένος με μια αίσθηση ελπίδας και ελευθερίας. Νομίζω πως έτσι βλέπω και τους πίνακές μου. Υπάρχει αυτός ο θλιμμένος ρομαντισμός, αλλά, επίσης, ελπίζω ότι είναι εμφανείς η ικανοποίηση και η χαρά. Η φιληδονία είναι επίσης στοιχείο-κλειδί στη δουλειά μου. Οι χαρακτήρες μου απολαμβάνουν τη ζωή.
— Τι θυμάσαι από τις καλοκαιρινές σου διακοπές στην Ύδρα; Σε ενέπνευσαν γι' αυτήν τη συγκεκριμένη έκθεση στην Breeder;
Αγαπώ την Ύδρα: δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, όλοι αυτοί οι μικροί όρμοι προσφέρονται για εξερεύνηση και κολύμπι, έχει υπέροχο φαγητό. Το τοπίο όντως παρείχε μεγάλη έμπνευση, όμως, όσο ήμουν εκεί, ζωγράφιζα και ανθρώπους (κάποιους αληθινούς, κάποιους φανταστικούς) μπροστά σε μανάβικα, ταβέρνες και μπαρ. Όταν άρχισα να δουλεύω πάνω στους περισσότερους πίνακες της έκθεσης, μου άρεσε να σκέφτομαι τους ανθρώπους του νησιού να πηγαίνουν στις δουλειές τους.
— «Σύκα και Μέλι και Ιστιοπλοΐα»: Τα δοκίμασες και τα τρία στην Ελλάδα;
Ναι! Ο τίτλος προέκυψε από μια ιστορία που είχε γράψει η θεία του συντρόφου μου, του Duncan, και μου τη χάρισε πριν από μερικά χρόνια. Την παρέλαβα δεμένη με πορτοκαλί κορδέλα και είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου δώρα.
— Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η έκθεση είναι «ελληνική»; Μέχρι ποιον βαθμό;
Πιστεύω πως ναι. Αντλώ μεγάλη έμπνευση από την κουλτούρα της αρχαίας Ελλάδας αλλά και από τη σύγχρονη Ελλάδα. Σκέφτομαι τον εαυτό μου να ζωγραφίζει αυτές τις εικόνες καθημερινότητας στην Ύδρα το περασμένο καλοκαίρι.
— Τι είναι η Ελλάδα για σένα;
Πρέπει να την εξερευνήσω περισσότερο, αλλά αυτά που μου έρχονται στο μυαλό είναι η απίστευτη ιστορία και το τοπίο τηε, οι μύθοι, οι θρύλοι και ο πολιτισμός. Και το υπέροχο φαγητό (είμαι λίγο λαίμαργος!).
—Πώς νιώθεις που, ενώ έχει έρθει η ώρα το ελληνικό κοινό να γνωρίσει το έργο σου, έστω και ψηφιακά, δεν είσαι εδώ για να μιλήσεις μαζί του και να το ξεναγήσεις;
Είναι κρίμα, δεν το συζητώ. Ελπίζω όμως ότι θα μπορέσω να έρθω στην Αθήνα πολύ σύντομα.
— Ποια είναι η γνώμη σου για τις ψηφιακές εκθέσεις τέχνης; Ποια είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στην εμπειρία που προσφέρει μια έκθεση μοντέρνας τέχνης στον φυσικό της χώρο, μια γκαλερί ή ένα μουσείο και σε μια ψηφιακή οθόνη;
Φυσικά, τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την εμπειρία της επίσκεψης σε μια γκαλερί. Αυτήν τη στιγμή, όμως, έχουμε τον ψηφιακό χώρο. Ωστόσο, πραγματικά χρειάζεται να βλέπεις τα έργα από κοντά, να εξερευνάς τον χώρο, να ακούς τις ιστορίες τους προσωπικά.
— Τι πιστεύεις για το μέλλον της μοντέρνας τέχνης μετά την πανδημία; Υπάρχει κάτι που εσείς οι καλλιτέχνες μάθατε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς;
Νομίζω ότι η πανδημία ενίσχυσε την πίστη μου στη δύναμη της τέχνης και της ομορφιάς και στον τρόπο που μπορούν να μας βοηθήσουν να παραμείνουμε σώφρονες και χαρούμενοι σε αυτήν τη σκοτεινή εποχή.
— Τελικά, μοιράζονται κοινά στοιχεία οι κόσμοι της τέχνης, της μόδας και του ντιζάιν;
Φυσικά! Δουλεύω και στους τρεις χώρους και πιστεύω πως το παν είναι το πώς ζω και το πώς εκφράζομαι με το χρώμα και τα αντικείμενα. Αυτοί οι κόσμοι αλληλοσυμπληρώνονται.
— Πες μου κάτι για το πρότζεκτ «Les Deux Gares». Ποια προσωπική ανάγκη έκφρασης εξυπηρέτησε; Νιώθεις άτυχος που τα εγκαίνιά του συνέπεσαν με την παγκόσμια παύση της εστίασης και του τρόπου που ταξιδεύουμε;
Αγαπώ τα ξενοδοχεία – για μένα το να μπαίνεις σε ένα καλό ξενοδοχείο είναι σαν να μπαίνεις σε άλλο κόσμο, σαν να βρίσκεσαι κάπου στη σφαίρα της φαντασίας. Μου άρεσε πολύ που δούλεψα πάνω σε αυτό το πρότζεκτ στο Παρίσι, επειδή είχα τη δυνατότητα να ελέγξω όχι μόνο την εσωτερική διακόσμηση αλλά και τη σκηνογραφία: από το branding και τα γραφιστικά μέχρι τα πιάτα και τα ποτήρια στο καφέ. Μου αρέσει να φτιάχνω ολοκληρωμένα σύμπαντα, μάλλον γι' αυτό δουλεύω και στη μόδα και στη διακόσμηση τελικά. Είναι κρίμα που το ξενοδοχείο είναι ακόμα κλειστό, αλλά ελπίζουμε ότι θα μπορέσει να ξανανοίξει την άνοιξη.
— Πώς προσεγγίζεις τα γράμματα των αναγνωστών σου στην εβδομαδιαία στήλη σου στο «FT Weekend»; Ποιο είναι το πιο περίεργο πράγμα στο οποίο έχεις κληθεί να απαντήσεις;
Οι περισσότερες ερωτήσεις είναι πολύ νορμάλ. Συνήθως, οι πιο παράξενες είναι αυτές που σχετίζονται με πολύ τεχνικά θέματα, όπως το πώς η θέρμανση ή η πίεση του νερού μπορούν να καταστρέψουν το εσωτερικό ενός χώρου ‒ ερωτήσεις στις οποίες φοβάμαι ότι σίγουρα δεν έχω τις γνώσεις να απαντήσω. Ωστόσο, αγαπώ το γράψιμο. Είναι άλλη μια δημιουργική διέξοδος για μένα. Απολαμβάνω τη διαδικασία της δημιουργίας απαντήσεων.
— Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θέλεις να κάνεις μόλις λήξει η πανδημία;
Να έρθω στην Αθήνα! Αλλά και να βρεθώ με φίλους που έχω να δω αιώνες και να πάω σε ένα πολύ καλό εστιατόριο με λευκά τραπεζομάντιλα και ωραία κοκτέιλ.
— Θα μπορούσαμε να πούμε από τη δουλειά σου ότι είσαι εραστής της ομορφιάς. Η ομορφιά θα μας σώσει στο τέλος;
Δεν είμαι σίγουρος. Όμως η ομορφιά μπορεί να κάνει τη ζωή μας καλύτερη και εμάς πιο χαρούμενους. Αν έχουμε αυτήν τη δυνατότητα, πιστεύω ότι αξίζει να περιβαλλόμαστε από ομορφιά – φυσική ομορφιά και όμορφα κατασκευασμένα αντικείμενα. Όχι ακριβά πράγματα, όμορφα πράγματα!
Luke Edward Hall - Figs and Honey and Sailing
Έως τις 27/2
The Breeder
https://thebreedersystem.com/viewing-room/
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
σχόλια