Πρόκειται για ένα ετήσιο πρόγραμμα καλλιτεχνικής φιλοξενίας, συνεργασίας και έρευνας που ξεκινάει επίσημα αυτόν τον Σεπτέμβριο στο κέντρο της Αθήνας.
Χωρίζεται σε 4 ενότητες: το (Inter)national Residency Program, το Critical Practices Program, τα Exchange Residencies και, τέλος, τα Emergency Fellowships. Περισσότερες πληροφορίες γι' αυτές μπορεί κανείς να μάθει από το site τoυ προγράμματος.
Συνοπτικά, οι ενότητές του αφορούν περισσότερο την καλλιτεχνική πρακτική, την τεχνική και την ερευνητική διαδικασία, παρά την παραγωγή καθαυτή.
Οι συμμετέχοντες μπορούν να αλληλεπιδρούν ισότιμα, ανεξαρτήτως ηλικίας ή καταξίωσης. Βασικότερος στόχος του είναι η δημιουργία μιας κοινότητας, ενός δικτύου καλλιτεχνών που θα συνεργάζονται συλλογικά.
Απευθύνεται σε όλους τους καλλιτέχνες, από όλα τα πεδία των τεχνών. Είτε δρουν στα εικαστικά, είτε στο θέατρο, είτε στον χορό, είτε στον χώρο της συγγραφής, είναι ανοιχτό σε όσους έχουν μια ιδέα που προσπαθούν να υλοποιήσουν.
Η διαδικασία επιλογής των συμμετεχόντων γίνεται με απόλυτη διαφάνεια από μια διεθνή επιτροπή που κάθε χρόνο αλλάζει.
Αυτό που θέλουμε κυρίως είναι να δώσουμε τον χρόνο και τα μέσα στους καλλιτέχνες να κάνουν έρευνα πάνω στο συγκεκριμένο θέμα που μας έχουν στείλει.
Είναι κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα και η φήμη του έχει ξεπεράσει σε μικρό χρονικό διάστημα τα σύνορα της χώρας. Για τη σεζόν 2019-2020, και πριν ακόμη ανακοινωθεί λεπτομερώς το πρόγραμμα, η επιτροπή έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα σε 1.084 ανώνυμες αιτήσεις από 68 χώρες του κόσμου τις πιο ενδιαφέρουσες ιδέες και τους καταλληλότερους υποψηφίους για τις δράσεις του.
Αρκετά γνωστά ονόματα του χώρου δεν κατάφεραν να περάσουν, γεγονός που έκανε τη διαδικασία ακόμα πιο αξιοκρατική.
Οι εμπνευστές του, ο Ash Bulayev (διευθυντής του προγράμματος) και η Νεφέλη Μυρωδιά (δημιουργική παραγωγός και δραματουργός), δεν μπορούσαν να κρύψουν την έκπληξή τους.
Αν και προέρχονται από διαφορετικούς χώρους, ο Ash από τον χώρο του θεάτρου και του χορού και η Νεφέλη από τον χώρο της παραγωγής και των φεστιβάλ, γνωρίζουν από πρώτο χέρι την παθογένεια που αναγκαστικά αντιμετωπίζει ένας καλλιτέχνης στην Ελλάδα σήμερα. Αυτό ήταν το έναυσμα για τη δημιουργία του συγκεκριμένου πρότζεκτ.
«Ένας καλλιτέχνης δεν έχει ποτέ χρόνο να σκεφτεί τι έκανε, πού βρίσκεται, πώς θέλει να συνεχίσει, τι θέλει να αλλάξει στην πρακτική του» μου εξηγεί η Νεφέλη.
«Στον χώρο του θεάτρου, π.χ., έχουμε δεκάδες περιπτώσεις ανθρώπων που κάνουν συνεχώς την ίδια παράσταση επειδή είναι πετυχημένη και δεν έχουν τον τρόπο ή τον χρόνο να σταματήσουν και να δουν τι άλλο μπορούν να κάνουν.
Γι' αυτό αποφασίσαμε να πάμε εντελώς αντίστροφα. Αυτό που θέλουμε κυρίως είναι να δώσουμε τον χρόνο και τα μέσα στους καλλιτέχνες να κάνουν έρευνα πάνω στο συγκεκριμένο θέμα που μας έχουν στείλει».
Ο Ash και η Νεφέλη δεν είναι καθόλου οι τυπικοί αυστηροί ιθύνοντες που ελέγχουν τα πάντα και δίνουν εντολές από το γραφείο τους. Αντίθετα, είναι αρκετά προσιτοί, φιλικοί και παρόντες σε κάθε στάδιο του προγράμματος, σαν να παίρνουν οι ίδιοι μέρος. «Είναι πολύ μεγάλη πρόκληση», αναφέρει η Νεφέλη, «επειδή θα το τρέξουμε μόνο δύο άτομα».
Ο Ash, όμως, τονίζει ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο DNA στο ύφος του προγράμματος. «Από την αρχή έχουμε υιοθετήσει το μότο "no masters, no gurus".
Ενθαρρύνουμε τους συμμετέχοντες να παίρνουν πρωτοβουλίες και τους παρέχουμε χρηματοδότηση, χώρο, εξοπλισμό και χώρο για να πραγματοποιήσουν αυτό που έχουν στο μυαλό τους, και μάλιστα σε συνεργασία με τους άλλους. Είμαστε μια ομάδα, οπότε χρησιμοποίησε αυτά τα μέσα για να έχει όφελος όλη η ομάδα».
Ο λόγος που βρίσκονται στην Ύδρα είναι για να οργανώσουν μία από τις πρώτες συνεργασίες του προγράμματος, με τη Σχολή Καλών Τεχνών, που θα διαρκέσει τρία χρόνια.
«Έχουμε φτιάξει ένα πρόγραμμα αρκετά ανοιχτό, ώστε να ενσωματωθούν σε αυτό διαφορετικοί θεσμοί και πρότζεκτ που θα έχουν την ευελιξία να προσαρμόζονται ανάλογα με την κάθε περίσταση και τις ανάγκες των συμμετεχόντων» λέει ο Ash.
Μαζί τους είναι ο Νίκος Αρβανίτης, εικαστικός και επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Εικαστικών Τεχνών της ΑΣΚΤ, και ο Λιβανέζος designer και εικαστικός Hatem Imam, o πρώτος καλεσμένος καλλιτεχνικός επιμελητής, που σχεδίασε και το συγκεκριμένο workshop.
Η ομάδα των φοιτητών είναι μεικτή και προέρχεται απ' όλα τα τμήματα της σχολής, ακόμα και από το θεωρητικό και το ιστορικό, που συχνά παραγκωνίζονται όταν μιλάμε για τέχνη.
«Είναι σημαντικό να μη γίνεται αυτό» αναφέρει ο Νίκος Αρβανίτης. «Στις μέρες μας είναι κάπως αφελές να πιστεύει κανείς ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να ξεκινούν μόνοι τους, χωρίς να συνεργάζονται με θεωρητικούς ή ιστορικούς της τέχνης.
Για τους φοιτητές που βρίσκονται σε αυτό το ημι-προστατευμένο περιβάλλον του πανεπιστημίου είναι μεγάλη η ευκαιρία που τους δίνεται να συνεργαστούν και να χτίσουν όχι μόνο φιλίες αλλά και συνεργασίες που θα μπορέσουν να τους βοηθήσουν κατά τη διάρκεια της καριέρας τους».
Οι συμμετέχοντες προετοιμάζονται σε διάφορα σημεία του νησιού για την απογευματινή και τελευταία δράση τους, μια περφόρμανς που έχει τίτλο «What time is it?» λόγω ενός χαλασμένου ρολογιού στο μεγάλο καμπαναριό του λιμανιού.
Την προηγούμενη μέρα είχαν κατέβει με ένα πανό και προσκαλούσαν τουρίστες και περαστικούς να απαντήσουν γραπτώς στην ερώτηση «τι ώρα είναι;».
Όταν ήμασταν εκεί, οι συμμετέχοντες ήταν διασκορπισμένοι κυκλικά στο λιμάνι και έκαναν διάλογο φωνάζοντας τις απαντήσεις των κατοίκων και των επισκεπτών του νησιού.
Αν και το θέμα του workshop ήταν τα όρια του publishing και περιλάμβανε δράσεις όπως η δημιουργία ψεύτικων σελίδων στα social media (π.χ. μια σελίδα στο Airbnb που νοίκιαζε το ΕΜΣΤ ως χώρο εκδηλώσεων που η ίδια η πλατφόρμα κατέβασε όχι επειδή είναι παράνομο αλλά επειδή αφορά ενοικίαση κατοικίας όχι χώρων εκδηλώσεων), κατέληξε σε κάτι εντελώς διαφορετικό, που αφορά τη δημόσια σφαίρα και την καθημερινότητα.
«Ο αυτοσχεδιασμός είναι η λέξη-κλειδί όλου του προγράμματος» λέει κάποια στιγμή η Νεφέλη για να χαρακτηρίσει αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή.
«Κι εμείς βάσει αυτού ξεκινάμε. Βλέπουμε τι λειτουργεί και τι όχι και προσαρμοζόμαστε ανάλογα». Πάντως, αν τα πράγματα πάνε όπως τα οραματίζονται, το Onassis AiR θα φέρει κυρίως έναν αέρα ανανέωσης στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια