Στην Ύδρα πηγαίνω πια τα καλοκαίρια, Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Άλλοτε πήγαινα τακτικά, κάθε δύο εβδομάδες. Πήγαινα και ζωγράφιζα. Είχα ένα σπίτι και η σάλα του σπιτιού είχε μετατραπεί σε ατελιέ. Ήταν το μητρικό μου σπίτι. Το πατρικό μου είχε πουληθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ήταν ένα σπίτι σε ωραία θέση και με ωραία θέα στο λιμάνι. Πουλήθηκε αντί τριών ή τεσσάρων χρυσών λιρών. Δεν αγόραζαν τότε, δεν θέλανε τα σπίτια. Με μια χρυσή λίρα δεν ξέρω αν αγόραζες έναν ντενεκέ λάδι. Μάλλον όχι. Ίσως αγόραζες ένα μπιτόνι.
Και οι δυο γονείς μου είναι Υδραίοι. Και έχω κι έναν αδερφό μεγαλύτερο από εμένα. Στην Ύδρα έμεινα μέχρι τα δώδεκα. Υπήρχε σχολείο μέχρι την πρώτη γυμνασίου, όχι παραπάνω. Και αυτή η τάξη, η πρώτη γυμνασίου, είχε δημιουργηθεί γιατί υπήρχε η ναυτική σχολή για τους καπεταναίους. Για να πηγαίνουν τα Υδραιόπουλα στη σχολή έπρεπε να κάνουν μία τάξη του γυμνασίου.
Ζωγράφιζα από μικρός κι έκανα διάφορα. Ήταν η ασχολία μου όταν δεν είχα να κάνω κάτι άλλο, σχολείο, μαθήματα. Όταν είσαι τόσο μικρός, δεν σκέφτεσαι αν θέλεις να γίνεις γιατρός ή δικηγόρος ή ζωγράφος. Πόσο μάλλον όταν το περιβάλλον σου, οι γονείς σου, δεν είναι τόσο ευκατάστατοι. Τότε η μόνη σκέψη είναι πώς θα μάθουν τα παιδιά τους δυο γράμματα για να τρυπώσουν στο Δημόσιο ή σε καμιά τράπεζα. Αλλά είχα ακούσει μια καλή κουβέντα για τις ζωγραφιές μου από τον Πικιώνη και τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα που είχαν έρθει στην Ύδρα. Καμιά φορά με μια καλή κουβέντα προχωράς.
Τι να σας πω για μένα; Τα ελαττώματά μου θα σας πω. Είμαι ξεροκέφαλος, το οποίο καμιά φορά είναι και αρετή, κι έχω και έναν υφέρποντα εγωισμό. Αλλά δεν είμαι καβγατζής, δεν μισώ, δεν το ξέρω αυτό. Δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει να μισείς κάποιον. Μπορεί να μη συμπαθώ κάποιον, επειδή δεν ταιριάζω μαζί του.
Ο πατέρας μου είχε στην Ύδρα ένα καφενείο που δεν πολυπήγαινε καλά και το μετέτρεψε σε εστιατόριο, αλλά και εκεί δεν πρόκοψε, γιατί δεν υπήρχε τουρισμός τότε. Κανένας δεν έβγαινε στην Ύδρα να πάει να φάει έξω. Και κανείς δεν ερχόταν σε αυτό το ξερονήσι. Αυτοί που πήγαιναν για παραθερισμό προτιμούσαν τις Σπέτσες. Είχε ωραίο ξενοδοχείο, την Κοργιαλένειο Σχολή – οι καλές οικογένειες εκεί έστελναν τα παιδιά τους. Ας πούμε οι Ξενάκηδες, ο Κοσμάς και ο Γιάννης, από εκεί αποφοίτησαν. Έφταναν τότε τα σκάφη στην Ύδρα, που ήταν κομψά –δεν υπήρχαν τα σημερινά, που μοιάζουν με μπαούλα–, κοντοστεκόντουσαν έξω από το λιμάνι κι έφευγαν. Ξερότοπος.
Υπάρχει μια εσφαλμένη εντύπωση ότι η Ύδρα πήρε τα πάνω της με το «Παιδί και το Δελφίνι». Συνέβαλε η ταινία, αλλά η καλύτερη διαφήμιση για το νησί δεν είναι μια τυπωμένη αφίσα αλλά η φήμη από στόμα σε αυτί. Αυτή πιάνει. Μετά τον πόλεμο άρχισαν να έρχονται Άγγλοι, Γάλλοι και μποζαρίτες από την Καλών Τεχνών του Παρισιού και τους φιλοξενούσαν στο αντίστοιχο παράρτημα της εδώ Καλών Τεχνών. Σε αυτό το ωραίο σπίτι διευθυντής ήταν ο γερο-Βυζάντιος, ένας φιλόξενος κι έξυπνος άνθρωπος. Λοιπόν, αυτοί, όταν επέστρεφαν, το έλεγαν και έτσι, ξέρετε, διαδίδεται. Αλλά δεν ήταν μόνο η Λόρεν που έκανε ταινία στην Ύδρα. Ήταν και ο Κακογιάννης που έκανε μία, αν θυμάμαι καλά, με τη Λαμπέτη.
Στον Πειραιά ήρθαμε οικογενειακώς το 1937. Στην αρχή μέναμε στη συνοικία του Βρυώνη. Ήταν μια ωραία περιοχή και ο «καλός» της δρόμος η Σωκράτους. Μετά την ονόμασαν Βασιλέως Κωνσταντίνου, σήμερα λέγεται Ηρώων Πολυτεχνείου και να δούμε πόσα ακόμα ονόματα θα αλλάξει. Μετά, στην Κατοχή, μέναμε λίγο πιο πάνω, στον λόφο της Καλλίπολης. Μου αρέσει να πηγαίνω ακόμα εκεί. Στο Χατζηκυριάκειο, στην ταβέρνα του Ηλία για ψαράκι. Και στον Άγιο Νείλο. Τα αγαπώ αυτά τα μέρη.
Το σχολείο το τελείωσα με παράξενο τρόπο. Πήγαινα στην πέμπτη γυμνασίου όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος. Είχαμε κάνει μαθήματα έναν σκάρτο μήνα. Αμοληθήκαμε στους δρόμους και φωνάζαμε κατά των Ιταλών, γιατί πολλές ατιμίες είχαν κάνει και μας είχαν ταλαιπωρήσει. Κλείσανε τα σχολεία. Ήρθε η Κατοχή, φτάσαμε τέλη Μαΐου, ήρθε κι ο φοβερός χειμώνας του '41-42 κι εμείς είχαμε πάρει έτσι το ενδεικτικό της πέμπτης και υποτίθεται πηγαίναμε έκτη. Πέθαινε ο κόσμος από την πείνα, από τον βαρύ χειμώνα, τα σχολεία κλειστά και κάποια στιγμή ανοίγουν και μας δίνουν απολυτήρια. Είμαι ευτυχής που γλίτωσα τη Χημεία, τη Φυσική και την Τριγωνομετρία. Δεν σημαίνει ότι είμαι πιο αγράμματος από τους άλλους. Ιδίως αυτό το φοβερό με τη χημεία, να θυμάμαι όλους τους τύπους, ευτυχώς το γλίτωσα.
Αφού τελείωσα το γυμνάσιο, έλεγα «τι κάνουμε τώρα»; Τα οικονομικά της οικογένειας δεν επέτρεπαν να πάω στην Καλών Τεχνών, παρόλο που δεν είχε δίδακτρα, όπως το Πολυτεχνείο. Για να ξέρετε, στο Πολυτεχνείο πλήρωνες μέχρι και τη δεκαετία του '50 για να φοιτήσεις. Αλλά λόγω πείνας πάλι, όπως πήραμε ελέω Θεού το απολυτήριο, βγήκε η διαταγή του υπουργείου που έλεγε: «Μπορείτε να εγγραφείτε σε όποια σχολή, θέλετε χωρίς εξετάσεις».
Έτσι πήγα κι εγώ στη Νομική. Και γράφτηκα. Εκεί βρίσκεται ακόμα το απολυτήριό μου του σχολείου. Στην Καλών Τεχνών έδωσα ένα αντίγραφο. Άρχισαν τα μαθήματα, στο Συνταγματικό είχαμε τον Σβώλο. Σύνταγμα δεν υπήρχε λόγω Κατοχής και ο Σβώλος ήταν στο βουνό. Έκανα δύο άλλα μαθήματα, Ρωμαϊκό Δίκαιο και Πολιτική Οικονομία, με τον νεαρό τότε Ζολώτα. Με τα τρία αυτά μαθήματα κατάλαβα ότι αυτά τα πράγματα δεν ήταν για μένα.
Έτσι, πήγα στην Καλών Τεχνών, την τελευταία χρονιά της Κατοχής. Τότε υπήρχε το προπαρασκευαστικό που δεν υπάρχει σήμερα. Είχα τον Μπισκίνη, έναν αγαθό, τακτικό άνθρωπο, και τον Μαθιόπουλο, που ζήτημα αν εμφανίστηκε τρεις φορές μέσα στο έτος. Για μένα ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Η ζωή στη σχολή κυλούσε μαζί με την Ιστορία. Απελευθέρωση, και η σχολή άνοιξε πάλι.
Μπήκα στο εργαστήριο του Παρθένη. Ο Παρθένης δεν μιλούσε. Είχε ένα οξύ βλέμμα, σε κοιτούσε κι εσύ έπρεπε να καταλάβεις αυτό που ήθελε. Δεν ήταν μεγάλος σε ηλικία, αλλά ήταν φιλάσθενος. Δεν ερχόταν τακτικά. Συνοδευόταν πάντα από τη γυναίκα του, την κ. Παρθένη. Του είχαν αφαιρέσει κάθε πρωτοβουλία. Σκεφθείτε, έμπαινε στο τραμ της Ακρόπολης για να έρθει στη σχολή και η γυναίκα του ήταν αυτή που έβγαζε τα εισιτήρια. Δεν μας μιλούσε. Επενέβαινε απάνω στο έργο και σου έδειχνε. Είναι ένας σωστός τρόπος διδασκαλίας αυτός – όχι βέβαια να είσαι μουγγός. Σήμερα έχουμε φτάσαμε στην άλλη άκρη. Όλα είναι λόγια κενά, μόνο λόγια, θεωρίες. Την επόμενη χρονιά δεν ερχόταν για μήνες ο Παρθένης και κάποια μέρα της άνοιξης τον βλέπουμε να καταφτάνει στην άκρη του διαδρόμου της στοάς με την κ. Παρθένη. Χαρά εμείς! Αρχίζαμε να φωνάζουμε «ο δάσκαλος, ο δάσκαλος». Μας χαιρέτησε όλους διά χειραψίας, όπως έκανε πάντα, στάθηκε και άρθρωσε: «Ήρθα να σας πω ότι παραιτούμαι». Το είπε πρώτα σ' εμάς, στους μαθητές του, και μετά στην πρυτανεία. Νομίζω ότι δεν τον συμπαθούσαν στη σχολή, ο Αργυρός, ο Θωμόπουλος. Ο Παρθένης είχε τη στήριξη του Πρεβελάκη και του Κεφαλληνού, αλλά φαίνεται ότι αυτό το κλίμα δεν το άντεξε καθόλου.
Στο εξωτερικό έφυγα με την υποτροφία του ΙΚΥ. Αυτός είναι ένας καταπληκτικός θεσμός υποτροφιών. Και είναι θαύμα ότι σε μια χώρα σαν την Ελλάδα ο θεσμός λειτουργεί, ακόμα κι αν έχουν περάσει 60 χρόνια. Άλλη ζωή το Παρίσι. Ήμασταν όλη μέρα στους δρόμους, γιατί αυτό που μας ενδιέφερε ήταν να δούμε ζωγραφική. Τότε δεν υπήρχε Πινακοθήκη εδώ, δεν υπήρχε τίποτα. Σήμερα γίνονται πολλά πράγματα. Εκεί ήταν παράδεισος, γιατί μπορούσες να μπαίνεις σε γκαλερί και να βλέπεις και τα καλά και τα μέτρια. Μη γελιέστε, και έξω υπάρχουν πάντα πολλά μέτρια. Μη νομίζετε ότι τα μέτρια γίνονται μόνο στην Ελλάδα.
Δάσκαλος στην Καλών Τεχνών πήγα το 1976. Η Σχολή ήταν τότε λιγότερο συντηρητική από αυτό που θυμόμουνα. Ο δάσκαλος δεν ήταν ο θεός. Εγώ τους μαθητές μου τους θεωρούσα και φίλους. Με κάποιους κάνω παρέα ακόμα και σήμερα. Σήμερα στην Καλών Τεχνών δεν κάνουν ζωγραφική. Λίγη ζωγραφική δεν βλάπτει. Κάνουν τα σύγχρονα, τα ψηφιακά, τα ηλεκτρονικά. Είναι ένας άλλος κόσμος για μένα. Τα σέβομαι, δε τα απορρίπτω, αλλά δεν είναι για μένα αυτά. Ο κόσμος αλλάζει, αλλά αλλάζει και παλιώνει. Ένα τηλέφωνο είκοσι χρόνων είναι άχρηστο. Έτσι και στην τέχνη σήμερα. Μερικά έργα παλιώνουν. Είναι εφήμερα, σκουπίδια. Από μερικά δεν μένει τίποτα – όπως και οι τάσεις παλιώνουν.
Λέω γελώντας ότι είμαι τούτι-φρούτι. Μου αρέσουν όλα τα θέματα με τα οποία καταπιάνομαι. Άνθρωποι, οι φίλοι που έρχονται και ποζάρουν, τοπία, λουλούδια, φρούτα. Δεν μου αρέσει να αναμασώ ή να αντιγράφω τον εαυτό μου. Ακόμα και όταν κάνω το ίδιο μοτίβο, υπάρχει μια άλλη ερμηνεία. Ορισμένα έργα, όπως τα τοπία, τα κάνω απευθείας από τη φύση, αλλά δεν τελειώνουν ποτέ εκεί. Τελειώνουν στο εργαστήριο. Και σε μερικά άλλα, αυτό που βλέπετε εσείς στο τέλος είναι αυτό που έχει περάσει κάτω από το δέρμα μου. Είναι αυτά που έχουν περάσει στη μνήμη μου, έχουν φιλτραριστεί στην καρδιά μου και γίνονται κάτι άλλο. Είναι το ορατό που δεν έχεις μπροστά σου – τις περισσότερες φορές δεν το έχεις μπροστά σου.
Όλους μάς επηρεάζουν τα έργα τέχνης. Τέχνη κάνουν οι άνθρωποι εδώ και πέντε χιλιάδες χρόνια και αυτόφωτος δεν είναι κανένας μας. Εμείς μεγαλώσαμε στην Ελλάδα και αυτό με το οποίο έχουμε τραφεί από τα γεννοφάσκια μας είναι το ιδανικό και το ιδεώδες. Όχι μόνο της ελληνικής τέχνης αλλά και του περιβάλλοντος της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, των μεγάλων πολιτισμών. Μια και με ρωτάτε, αν μπορούσα να διαλέξω, θα ήθελα να έχω ένα κυπριακό ειδώλιο, ένα γλυπτό της προκλασικής περιόδου, της Ολυμπίας, γιατί θεωρώ ότι το κορύφωμα της γλυπτικής είναι η Ολυμπία. Αυτή η γλυπτική μού αρέσει. Και αυτά που είδα στην Πομπηία, η Βίλα των Μυστηρίων, όταν πήγα πριν από 40 χρόνια, δεν θα τα ξεχάσω ποτέ.
Σήμερα η τέχνη κινεί το χρήμα. Έτσι συμβαίνει. Αυτό που με ενοχλεί στην τέχνη σήμερα είναι η επίδειξη πλούτου, τα τερατώδη πράγματα. Νομίζω πως ήμουν τυχερός επειδή συνεργάστηκα με ανθρώπους με τους οποίους δεν είχα συνεργασία καλλιτέχνη-εμπόρου. Δεν με πίεσαν, δεν μου είπαν ποτέ τι ζητάνε αυτοί που έρχονται στις εκθέσεις μου. Κι εμένα δεν με επηρέασε ποτέ το τι ήθελαν να αγοράσουν, αν ήθελαν ένα τοπίο της Σίφνου ή της Ύδρας. Όλα αυτά τα χρόνια συνεργάστηκα με τον Μπαχαριάν και στη συνέχεια με τις Νέες Μορφές, δεν ήθελα να αλλάζω γκαλερί. Οι καλλιτέχνες είμαστε συνήθως γκρινιάρηδες γιατί πιστεύουμε ότι οι γκαλερί κάνουν θαύματα. Μια γκαλερί δεν μπορεί να κάνει θαύματα. Δυστυχώς, σήμερα δεν μπορώ να κάνω επισκέψεις και να βλέπω γκαλερί. Αλλά οι νεότεροι είναι πολύ καλοί ζωγράφοι. Μην πιστεύετε ότι το παρελθόν ήταν μια εποχή ευφορίας και μετά έπεσε ξηρασία. Ούτε ότι μετά από εμάς έρχεται ο κατακλυσμός.
Πώς μου φαίνεται η Αθήνα; Υαλόφρακτη. Περπατάς σε έναν μικρό δρόμο και βλέπεις μια ενιαία βιτρίνα – νομίζεις ότι είναι ένα μαγαζί. Χωρίς χαρακτήρα. Παρ' όλα αυτά, η Αθήνα, εδώ στο κέντρο όπου κατοικώ, δεν είναι θεόξερη, είναι πάντα ενδιαφέρουσα. Έχει και πολλές ασχήμιες η πόλη. Ακόμα και όλα αυτά τα αιρ-κοντίσιον που κρέμονται έξω από κάθε παράθυρο. Ωστόσο, ό,τι χτίστηκε τα τελευταία χρόνια είναι πολύ καλύτερο απ' ό,τι που χτίστηκαν τη δεκαετία του '60.
Τι να σας πω για μένα; Τα ελαττώματά μου θα σας πω. Είμαι ξεροκέφαλος, το οποίο καμιά φορά είναι και αρετή, κι έχω και έναν υφέρποντα εγωισμό. Αλλά δεν είμαι καβγατζής, δεν μισώ, δεν το ξέρω αυτό. Δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει να μισείς κάποιον. Μπορεί να μη συμπαθώ κάποιον, επειδή δεν ταιριάζω μαζί του.
Κάθε πρωί έρχομαι εδώ, στο εργαστήριο. Ασχολούμαι κάθε μέρα με αυτά που με ενδιαφέρουν, τη ζωγραφική μου, κοιτάζω, διορθώνω. Είναι μια συνήθεια. Τι να κάνω; Να κάθομαι όλη μέρα σπίτι μου;
Η συνέντευξη με τον Παναγιώτη Τέτση δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 2015.