Η πανδημία οδήγησε πολλά μουσεία να αναγκαστούν να πουλήσουν ένα ή περισσότερα έργα τέχνης –που συνήθως είναι στις αποθήκες, κανένας δεν πουλά τα κομμάτια που προσελκύουν επισκέπτες– για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στα πάγια έξοδα και τις λειτουργικές τους ανάγκες και να στερηθούν όσο το δυνατόν λιγότερους υπαλλήλους.
Δεν τα κατάφεραν όλοι και πολλές θέσεις εργασίας χάθηκαν, για τις οποίες βέβαια δεν έγινε κανένα debate μεταξύ των διευθυντών των μουσείων που αντάλλαξαν πικρά λόγια για το αν είναι ηθικό, σωστό και χρήσιμο για ένα μουσείο να πωλεί έργα.
Η πανδημία άλλαξε για δυο χρόνια την πολιτική των διευθυντών του Συλλόγου των Μουσείων Τέχνης στις ΗΠΑ, που απαγορεύει εδώ και καιρό στα αμερικανικά ιδρύματα να πωλούν έργα τέχνης από τις συλλογές τους για να βοηθήσουν στην πληρωμή των λογαριασμών.
Εδώ και έναν χρόνο και με τα μουσεία να είναι κλειστά σε πολλές Πολιτείες, όλο και περισσότεροι εκμεταλλεύτηκαν αυτήν τη «χαραμάδα» και την ανεκτική πολιτική του συλλόγου που έχει καταστήσει σχεδόν νόμιμο το μέτρο της πώλησης και δεν δείχνει να κάνει άρση αυτής της διευκόλυνσης προς τα μουσεία σύντομα.
Στη συζήτηση το βασικό επιχείρημα και αυτό που έστρεψε κάποια μουσεία εναντίον άλλων είναι ότι η τέχνη που ανήκει σε ιδρύματα υπάρχει σε αυτά προς όφελος του κοινού και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να σκεφτούν διπλά πριν «αποχωριστούν» ένα έργο τέχνης.
Οι επικριτές αυτού του μέτρου θεωρούν ότι υπονομεύει τη λογική της ύπαρξης των μουσείων που είναι θεματοφύλακες της τέχνης και όχι art dealers. Και η απόφαση του Συλλόγου δεν έκανε μόνο καλό αλλά έριξε και πολύ λάδι στη φωτιά στις ήδη υπάρχουσες διαφορές, διαφωνίες και αντιζηλίες μεταξύ των διευθυντών των μουσείων που δεν διέπονται από τους ίδιους κανονισμούς, και ανάγκασε τον σύλλογο, ο οποίος λειτουργεί ως διαιτητής και ηθικός φύλακας των μουσείων και των συλλογών τους, πολλές από τις οποίες θεωρούνται εθνικοί θησαυροί, να αναβάλει κάθε συζήτηση για το θέμα επ’ αόριστον, με αιτιολογία ότι κάθε απόφαση που θα παρθεί τώρα θα επηρεάσει την πολιτική των μουσείων τις επόμενες δεκαετίες.
Στη συζήτηση το βασικό επιχείρημα και αυτό που έστρεψε κάποια μουσεία εναντίον άλλων είναι ότι η τέχνη που ανήκει σε ιδρύματα υπάρχει σε αυτά προς όφελος του κοινού και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να σκεφτούν διπλά πριν «αποχωριστούν» ένα έργο τέχνης.
Είναι γνωστό ότι τα μουσεία πωλούν για λόγους αποσυμφόρησης έργα τέχνης που έχουν «διπλά» ή δεν ανταποκρίνονται στην αποστολή τους και με τα έσοδα αποκτούν άλλα έργα τέχνης. Στη διάρκεια της πανδημίας τα έσοδα από τις πωλήσεις πήγαν σε μισθούς συντηρητών, που αν το σκεφτεί κάποιος είναι μια επένδυση και μια φροντίδα, που απλώς δεν μπορείς να την κρεμάσεις στον τοίχο και να εισπράξεις εισιτήριο.
Το ζήτημα ξεκίνησε τον περασμένο μήνα, όταν το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης δήλωσε ότι μπορεί να επωφεληθεί από αυτή την αλλαγή πολιτικής και να κατευθύνει κάποια έσοδα από πωλήσεις σε μισθοδοσίες. Οι αποφάσεις του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης επηρεάζουν συχνά το πεδίο και τα μουσεία συνήθως απευθύνονται στο Met –το μεγαλύτερο της χώρας– για καθοδήγηση. Πολλά επηρεάστηκαν από την ιδέα πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα έσοδα από την πώληση τέχνης για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων.
Άλλα μουσεία προηγήθηκαν και για να σώσουν προσωπικό και την αξιοπιστία τους έχουν ήδη πουλήσει έργα. Το Μουσείο του Μπρούκλιν έχει συγκεντρώσει μέχρι τώρα 35 εκατομμύρια δολάρια από πωλήσεις σε δημοπρασίες στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη για τη συντήρηση των έργων που διαθέτει.
Το Μουσείο Τέχνης του Νιούαρκ ανακοίνωσε ότι θα πουλήσει 20 αντικείμενα από τη συλλογή του με τη βοήθεια του οίκου δημοπρασιών Sotheby's.
O Γκλεν Λόουρι, διευθυντής του MoMA, έχει πει και στο παρελθόν ότι το μουσείο θα πρέπει να μπορεί να αποχωρίζεται εκατοντάδες ή χιλιάδες αντικείμενα που μπορεί να αξίζουν 1.000 ή 5.000 ή 10.000 δολάρια και που όλα μαζί προσθέτουν σοβαρά χρήματα στο ταμείο του μουσείου.
Ο Erik Neil του Μουσείου Τέχνης Chrysler στο Norfolk της Βιρτζίνια, έχει αντίθετη άποψη. «Είμαστε ιδρύματα και δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό» είπε. «Υπάρχουν πολλοί άλλοι τύποι ιδρυμάτων που μπορούν, και ονομάζονται εμπορικές γκαλερί».
Ο Τόμας Κάμπελ, διευθυντής και διευθύνων σύμβουλος των Μουσείων Καλών Τεχνών του Σαν Φρανσίσκο, προειδοποίησε: «Η πώληση έργων θα είναι σαν το κρακ για τον εθισμένο – μια γρήγορη επιτυχία, που γίνεται εξάρτηση». Το μουσείο Τέχνης της Βαλτιμόρης το 2020 ήταν έτοιμο να πουλήσει τον Μυστικό δείπνο του Γουόρχολ, όταν κρίθηκε πολύ αυστηρά για αυτή του την απόφαση. Τελικά έκανε πίσω και ακύρωσε το σχέδιό του να πουλήσει μεγάλα έργα.
Σε μια προκαταρκτική συζήτηση μεταξύ των διευθυντών των μουσείων, οι περισσότεροι δεν πήραν θέση, αναμένοντας να δουν πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση της πανδημίας. Βεβαίως ο σύλλογος δεν θα διαγράψει κανένα μέλος αν παραβεί τον κανόνα, εδώ παίζει ρόλο η δεοντολογία και το πόσο ηθικό είναι να προβαίνει ένα μουσείο σε αυτές τις κινήσεις. Με δεδομένο ότι οι διευθυντές των μουσείων είναι ένα λόμπι που μετακινείται από θέση σε θέση, κανένας δεν θέλει να έχει κακό όνομα. Όμως και στο παρελθόν ο σύλλογος έχει πει στα μέλη του να σταματήσουν να δανείζουν έργα ή να συνεργάζονται με μουσεία που παραβαίνουν τις πολιτικές του αλλά δεν εισακούσθηκε.
Άλλοι διευθυντές υποστηρίζουν ότι για να αντιμετωπίσουν τα μουσεία τα προβλήματά τους πρέπει να βρεθούν άλλες λύσεις και ότι όλα τα μουσεία δεν έχουν στα Δ.Σ. δισεκατομμυριούχους να τα στηρίζουν.
Ο αντίλογος σε αυτή την άποψη είναι πως οι δωρητές θα γίνουν πολύ λιγότεροι, αν καταλάβουν ότι ένα μουσείο μπορεί να πουλήσει τη δωρεά του και δεν θα θέλουν να κάνουν δωρεές που δεν πάνε σε αγορές έργων αλλά σε μισθούς. Οπότε θα προτιμήσει να το πουλήσει ή να το δώσει σε ένα ιδιωτικό μουσείο.
Ο Μάικλ Γκόβαν, διευθυντής του Μουσείου Τέχνης του Λος Άντζελες, δήλωσε ότι οι συλλογές δεν είναι περιουσιακά στοιχεία για να πωληθούν ως τέτοια, Τα αμερικανικά μουσεία είναι γεμάτα από δωρεές επειδή υπάρχει ο ευεργετικός νόμος της φοροαπαλλαγής και των φορολογικών μειώσεων και εν μέρει ανήκουν πλέον στον Αμερικανό φορολογούμενο. Αν τα μουσεία αποκτήσουν ένα πιο εμπορικό προφίλ θα ξεσπάσει πόλεμος στον κόσμο της τέχνης. Το μοντέλο του μη κερδοσκοπικού οργανισμού που είναι ένα μουσείο θα καταρρεύσει. Και το χειρότερο είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή.