Ένας άστεγος προχωράει σπρώχνοντας το καροτσάκι με τα υπάρχοντά του. Η κάμερα τον παρακολουθεί από ψηλά, μια μοναχική φιγούρα με τον σκύλο της μέσα σε έναν εγκαταλελειμμένο βιομηχανικό χώρο, κάπου στην εξοχή. Κτίρια προ πολλού παραδομένα στη φθορά του χρόνου, σωροί από χαλάσματα και λίγο δειλό γρασίδι – η φύση που έχει αρχίσει να ανακτά το χαμένο έδαφος. «Σε τούτη την περίοδο αλλαγής, ο ρόλος του καλλιτέχνη μπορεί να είναι μόνον αυτός του επαναστάτη» ακούγεται το voice-over.
O άστεγος ανεβαίνει στο «σπίτι» του, μια φουτουριστική μπάλα (ποιος ξέρει τι έκρυβε κάποτε) και παίρνει την ντουντούκα του. Αρχίζει να κηρύττει ενάντια στη διαφθορά της καπιταλιστικής κοινωνίας, ένας κουρελιασμένος προφήτης με σάπια δόντια, ενώ πίσω του, στο βάθος της εικόνας, αχνίζουν οι καμινάδες των εργοστασίων μιας σύγχρονης πόλης. «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος αγωνίζεται να γεννηθεί: τώρα είναι η εποχή των τεράτων» ακούγεται η περίφημη φράση του Αντόνιο Γκράμσι, Ιταλού μαρξιστή θεωρητικού και πολιτικού. Το πρόσωπο του άστεγου «παγώνει» και αρχίζει να μιλάει με αλλοιωμένη φωνή και ρυθμό μηχανικό, λες και κάποιο πνεύμα τον κατέλαβε αίφνης.
Χαριτωμένα, ευρηματικά, με ωραία πλάνα, χωρίς όμως διάθεση εμβάθυνσης: ένα glossy, σπιρτόζικο περιτύλιγμα που βρίθει από χιούμορ, αλλά όχι από πάθος, θέρμη ή τόλμη, όπως τα κείμενα-σταθμοί στα οποία αναφέρεται.
Αν δεν το γνωρίζαμε εκ των προτέρων, ποτέ δεν θα φανταζόμασταν ότι τόση ώρα παρακολουθούμε την Κέιτ Μπλάνσετ. Κι όμως, αυτή είναι μόνο η πρώτη από τις δεκατρείς συνολικά μεταμορφώσεις στις οποίες επιδίδεται με μοναδικό ζήλο η κορυφαία Αυστραλή ηθοποιός, όλες στο πλαίσιο της εντυπωσιακής βιντεο-εγκατάστασης του Γερμανού εικαστικού και κινηματογραφιστή Γιούλιαν Ρόζεφελντ με τίτλο «Manifesto». Στόχος του τελευταίου να αποτίσει φόρο τιμής σε όλα τα μεγάλα καλλιτεχνικά κινήματα του εικοστού αιώνα: τον ντανταϊσμό, τον σουρεαλισμό, τον φουτουρισμό, τον σιτουασιονισμό, τον σουπρεματισμό, την ποπ αρτ, τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό κ.ο.κ. Σε καθένα από τα δεκατρία φιλμ σύντομης διάρκειας η Μπλάνσετ υποδύεται έναν διαφορετικό ρόλο: το «σενάριο» βασίζεται αποκλειστικά σε αποσπάσματα από τα διάσημα μανιφέστα και κείμενα που συνόδευσαν τα κινήματα αυτά, αποτυπώνοντας τη φιλοσοφία τους.
Ένας καλλιτέχνης 52 ετών από το Μόναχο, ο Ρόζεφελντ, στρέφει το βλέμμα του στο παρελθόν και συνομιλεί με τους προγόνους του, όλους τους σπουδαίους στοχαστές και δημιουργούς που καθόρισαν τo πεδίο της σύγχρονης τέχνης. Ποια μορφή παίρνει ο «διάλογος» αυτός; Τι μας λέει η ανάγνωση του Ρόζεφελντ για το αποτύπωμα που άφησαν στον ψυχισμό και στη σκέψη του φυσιογνωμίες όπως ο Αντρέ Μπρετόν, ο Τριστάν Τζαρά, ο Γκι Ντεμπόρ, ο Καντίνσκι ή ο Μάλεβιτς;
Η λατρεία των φουτουριστών για την ταχύτητα, τη βία, τη νιότη και τις μηχανές τοποθετείται σε ένα σύγχρονο χρηματιστηριακό γραφείο, με την Μπλάνσετ ανάμεσα σε δεκάδες οθόνες υπολογιστών κι ένα κινητό στο χέρι, απόλυτα απορροφημένη από τις συναλλαγές που εκτελεί, ενώ μασά τσίχλα. Ένα αστραφτερό δαχτυλίδι κοσμεί τα περιποιημένα δάχτυλα με τα κόκκινα νύχια. «Επιθυμούμε να δοξάσουμε τον πόλεμο...[...] Θέλουμε τη χώρα μας ελεύθερη από τα μουσεία...[...] Σκατά στα λεξικά, σκατά στον Ντάντε, σκατά στον Σαίξπηρ [...] Αφήστε τη βροχή του θεϊκού ηλεκτρικού φωτός να πέσει» ακούγεται η φωνή του αθέατου αφηγητή, καθώς παραθέτει φράσεις των Μαρινέτι, Μποτσιόνι, Σεβερίνι και άλλων θεωρητικών του κινήματος.
Το μεγαλύτερο ατού του Ρόζενφελντ αποδεικνύεται το χιούμορ. Οι καλύτερες στιγμές αναδύονται όταν το πρωτότυπο κείμενο τοποθετείται σε απρόσμενο περιβάλλον: όσο μεγαλύτερη η αντιπαράθεση, τόσο εντονότερη η ειρωνεία. Η μητέρα με το συντηρητικό ντύσιμο που κάθεται με την οικογένειά της για φαγητό στην τυπική τραπεζαρία του σπιτιού τους αιφνιδιάζει ευχάριστα τον θεατή, όταν αρχίζει να προσεύχεται και από τα χείλη της βγαίνουν τα λόγια του Κλάες Όλντενμπεργκ: «Πιστεύω σε μια τέχνη που είναι πολιτική-ερωτική-μυστικιστική, που κάνει κάτι περισσότερο από το να σταθμεύει τον πισινό της μέσα σε ένα μουσείο [...]». Τα παιδιά της χασκογελάνε, αλλά εκείνη συνεχίζει ακάθεκτη τον ποιητικό ύμνο στην τέχνη που μπορεί να γεννηθεί παντού και πάντα από την πιο ταπεινή αφετηρία, όπως διακήρυττε ο Αμερικανός γλύπτης στο περίφημο κείμενο του 1961: «Πιστεύω στην τέχνη των λούτρινων αρκούδων και των όπλων και των αποκεφαλισμένων κουνελιών, διαλυμένες ομπρέλες, βιασμένα κρεβάτια, καρέκλες με σπασμένα τα καφέ κόκαλά τους, φλεγόμενα δέντρα, στρακαστρούκες, κόκαλα κοτόπουλου, κόκαλα περιστεριού και χάρτινες κούτες που μέσα τους κοιμούνται άνθρωποι».
Εξίσου ευρηματικό, αλλά και περισσότερο αστείο, αποδεικνύεται το φιλμάκι όπου η Μπλάνσετ-παρουσιάστρια ειδήσεων ανακοινώνει υπό μορφή έκτακτης επικαιρότητας ότι «Όλη σύγχρονη τέχνη είναι κάλπικη!». Εδώ το μανιφέστο του Αμερικανού πρωτοπόρου Σολ ΛεΒίτ μεταφέρεται υπό τη μορφή διαλόγου, με την εκφωνήτρια να ρωτά, σε απευθείας σύνδεση, τη ρεπόρτερ που αναμεταδίδει λάιβ τις τελευταίες εξελίξεις πάνω στο θέμα «Τελικά, Κάρεν, τι γίνεται με την εννοιολογική τέχνη;» και την ανταποκρίτρια να απαντά, λες και έβγαλε το εξής καθοριστικό συμπέρασμα από το ρεπορτάζ της: «Η εννοιολογική τέχνη είναι καλή, μόνο όταν η ιδέα είναι καλή!».
Βλέπουμε, ακόμη, τη χορογράφο με το τυρμπάν να καθοδηγεί τις φουτουριστικές χορεύτριές της, χρησιμοποιώντας φράσεις από το «Νο manifestο» (1965) της ρηξικέλευθης Υβόν Ράινερ που προσπάθησε να απαλλάξει τον χορό από κάθε δραματικότητα, να επαναπροσδιορίσει τις αξίες του μακριά από τα κυρίαρχα τότε κλισέ περί δεξιοτεχνίας, στυλ, θεάματος – ακριβώς ό,τι αντιπροσωπεύει το φαντασμαγορικό μπαλέτο που κάνει πρόβα τώρα στην οθόνη δηλαδή. Διασκεδάζουμε, επίσης, με τη δασκάλα που συμβουλεύει τα παιδιά στην τάξη πως «δεν υπάρχει τίποτα πρωτότυπο... οπότε μπορείτε να κλέψετε απ' όπου θέλετε» και δίνει οδηγίες βγαλμένες από το Δόγμα 95 του Λαρς φον Τρίερ. Μια εργάτρια σε εργοστάσιο καύσης σκουπιδιών, μια διευθύνουσα σύμβουλος σε κοσμική συγκέντρωση, μια πανκ με τατουάζ, μια επιστήμονας και μια εκφωνήτρια επικήδειου λόγου συμπληρώνουν την πινακοθήκη του Ρόζενφελντ, που προσπάθησε προφανώς να καλύψει όλες τις κοινωνικές τάξεις με τις επιλογές του.
Κανένας δεν θα αρνηθεί πως ο Γερμανός καλλιτέχνης είχε μια πολύ ελκυστική ιδέα και ένα πλούσιο μπάτζετ για να την υλοποιήσει – αν και το πραγματικό χρυσωρυχείο του στάθηκε η υποκριτική φλέβα και η μαγνητική παρουσία της Μπλάνσετ. Τα δεκατρία φιλμάκια συνιστούν, τρόπον τινά, μια υπερπαραγωγή: τόσες τοποθεσίες, τόσα γυρίσματα, τόσα κοστούμια, τόσοι κομπάρσοι.... Η προσέγγισή του διακρίνεται από την έντονη εγκεφαλικότητά της: ο Ρόζεφελντ ενεργοποίησε όλο το μυαλό του αλλά όχι την καρδιά. Η μοναδική συγκινητική σκηνή περιέχεται στο φιλμάκι για τον σουρεαλισμό, εκεί όπου παρακολουθούμε την κουκλοπαίχτρια ηρωίδα να κατασκευάζει το ομοίωμά της, τρυπώντας του το κεφάλι με τρεις καρφίτσες για να στερεωθούν τα μαλλιά. Το βλέμμα που ανταλλάσσουν γυναίκα και κούκλα είναι αφοπλιστικό: Δημιουργός και δημιούργημα, ο άνθρωπος και το είδωλό του, εκεί όπου η πραγματικότητα συναντά τον κόσμο του ονείρου και μεταμορφώνεται σε υπερ-πραγματικότητα, όπως λαχταρούσε ο Αντρέ Μπρετόν.
Όλα τα υπόλοιπα βίντεο διακρίνονται για τις έξυπνες ιδέες και την άρτια υλοποίησή τους. Χαριτωμένα, ευρηματικά, με ωραία πλάνα, χωρίς όμως διάθεση εμβάθυνσης: ένα glossy, σπιρτόζικο περιτύλιγμα που βρίθει από χιούμορ, αλλά όχι από πάθος, θέρμη ή τόλμη, όπως τα κείμενα-σταθμοί στα οποία αναφέρεται. Τι σημαίνουν τα κινήματα αυτά για μας σήμερα; Είναι νεκρά ή ζωντανά; Μας εμπνέουν, μας φωτίζουν ή έχουν μπει στη γυάλα της Ιστορίας; Προσωπικά, δεν πήρα απάντηση στα ερωτήματα αυτά. Οι «άψογες» εικόνες που υποτάσσονται αδιακρίτως στην ίδια λογική και σε ομοιόμορφη αισθητική θα μπορούσαν να προέρχονται από κάποιο ακριβό editorial μόδας. Καθόλου δεν καταφέρνουν να συνδεθούν με το επαναστατικό πνεύμα των κειμένων και των συγγραφέων τους, πολλοί από τους οποίους άλλαξαν ριζικά την αντίληψή μας για το τι σημαίνει τέχνη. Εκτός αν αυτό επιχειρεί να πει ο Ρόζεφελντ: ότι όλα εκείνα τα μεγάλα και τα σπουδαία υπάρχουν πλέον μόνο ως μακρινές, ανήμπορες αναμνήσεις, αφορμές για καλοστημένα, λαμπερά πρότζεκτ. Λυπάμαι, αλλά δεν θα συμφωνήσω... Πιστεύω ακράδαντα πως τα μανιφέστα αυτά δεν συνιστούν απλώς μεγαλόσχημες δηλώσεις: αν αφομοιωθούν, αν γονιμοποιηθούν με αγάπη και λαχτάρα, τότε μπορούν να γεννήσουν πολύ πιο δυνατούς καρπούς...
σχόλια