Η έκθεση «Spirit of art nouveau» στην Αυστραλία, στην Πινακοθήκη της Νέας Νότιας Ουαλίας, που θα διαρκέσει μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2024, είναι η μεγαλύτερη που έχει διοργανωθεί ποτέ γι' αυτό το διεθνές στυλ τέχνης, αρχιτεκτονικής και εφαρμοσμένης τέχνης, ειδικά των διακοσμητικών τεχνών, και για τον βασικό εκπρόσωπό της Alphonse Mucha.
Τα έργα αυτής της περιόδου συχνά αντλούν έμπνευση από φυσικές μορφές, όπως οι καμπύλες και οι διακλαδώσεις των φυτών και των λουλουδιών. Στα χαρακτηριστικά της art nouveau συνυπολογίζεται και μια αίσθηση δυναμισμού και κίνησης που δίνει συχνά η χρήση σύγχρονων υλικών, ιδιαίτερα του σιδήρου, του γυαλιού, των κεραμικών και αργότερα του σκυροδέματος για τη δημιουργία ασυνήθιστων μορφών και μεγαλύτερων ανοιχτών χώρων.
Η art nouveau ήταν δημοφιλής μεταξύ 1890 και 1910, την περίοδο της μπελ επόκ, ως μια αντίδραση ενάντια στον ακαδημαϊσμό, τον εκλεκτικισμό και τον ιστορικισμό της αρχιτεκτονικής και της διακοσμητικής τέχνης του 19ου αιώνα.
Γραμμές οργανικά δεμένες με κληματαριές που περιστρέφονται γύρω από στυλιζαρισμένα γράμματα, αιθέριες γυναίκες με μακριά μαλλιά και μακριές κορδέλες, βοτανικά περιγράμματα χαρακτηρίζουν αυτό το κίνημα που παραμένει δημοφιλές μέχρι σήμερα και ακολουθείται σε σχέδια, αφίσες, εξώφυλλα, ακόμα και τράπουλες ταρό.
«Ο σκοπός της δουλειάς μου δεν ήταν ποτέ να καταστρέφω αλλά να δημιουργώ, να κατασκευάζω γέφυρες», είπε κάποτε. Η εφεύρεση μιας νέας εικαστικής γλώσσας που φαίνεται στις art nouveau αφίσες, στις εικονογραφήσεις και στα διακοσμητικά πάνελ του έκανε τον Mucha κεντρικό εκπρόσωπο αυτού του καλλιτεχνικού κινήματος.
Η έκθεση «Alphonse Mucha: Spirit of Art Nouveau» στην Γκαλερί Τέχνης της Νέας Νότιας Ουαλίας στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας φέρνει στο κοινό μία από τις πιο ολοκληρωμένες παρουσιάσεις της τέχνης του Mucha μέχρι σήμερα, με περισσότερα από 200 έργα, από σχέδια και φωτογραφίες μέχρι λιθογραφίες, γλυπτά και πίνακες ζωγραφικής, που προέρχονται από τη συλλογή Mucha Family του Ιδρύματος Mucha στην Πράγα.
Το έργο του έκανε τον καλλιτέχνη αθάνατο. Το ξεχωριστό στυλ σχεδίασης χαιρετίστηκε ως η γέννηση του «style Mucha» που χαρακτηρίζεται από τις γραμμές και τα απαλά παστέλ χρώματα. «Σκοπός της δουλειάς μου δεν ήταν ποτέ να καταστρέφω αλλά πάντα να δημιουργώ, να κατασκευάζω γέφυρες», είπε κάποτε. Η εφεύρεση μιας νέας εικαστικής γλώσσας που φαίνεται στις art nouveau αφίσες, στις εικονογραφήσεις και στα διακοσμητικά πάνελ του τον έκανε τον κεντρικό εκπρόσωπο αυτού του καλλιτεχνικού κινήματος.
Σε όλη τη γεμάτη περιπέτειες ζωή του ο Mucha συνάντησε πολλές άλλες προσωπικότητες της εποχής. Ήταν φίλος με τον Paul Gauguin και τον Σουηδό θεατρικό συγγραφέα August Strindberg, με τον οποίο εξασκούσαν πρακτικές αποκρυφιστικών τελετών. Ταξίδεψε επίσης στις ΗΠΑ, δίδαξε στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο μέχρι το 1909 και επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου άρχισε να δουλεύει το έργο του «The Slav Epic», που σήμερα θεωρείται το πιο σημαντικό του.
O Alphonse Mucha γεννήθηκε στη Μοραβία, τότε επαρχία της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και σήμερα περιοχή της Τσεχικής Δημοκρατίας. Ο πατέρας του ήταν κλητήρας της Αυλής και η μητέρα του κόρη μυλωνά. Από πολύ νωρίς έδειξε το ταλέντο του. Ένας τοπικός έμπορος, εντυπωσιασμένος από τη δουλειά του, του έκανε δώρο χαρτί, είδος πολυτελείας την εποχή εκείνη. Είχε ταλέντο και στη μουσική. Ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά η οικογένειά του δεν μπόρεσε να τις χρηματοδοτήσει και ο δάσκαλός του στη μουσική τον έστειλε στο καθεδρικό ναό του Αγίου Πέτρου και Παύλου, όπου εκπαιδεύτηκε σε δευτεροβάθμιο επίπεδο.
Εκείνη την εποχή έγραφε: «Για μένα, οι έννοιες της ζωγραφικής και της μουσικής είναι τόσο στενά συνδεδεμένες που συχνά δεν μπορώ να αποφασίσω αν μου αρέσει η εκκλησία για τη μουσική της ή η μουσική για τη θέση της στο μυστήριο που συνοδεύει». Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου ο εθνικισμός σε όλες τις τέχνες ήταν έντονος, από τη μουσική μέχρι τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική.
Η πραγματική του φιλοδοξία ήταν να γίνει καλλιτέχνης και βρήκε δουλειά ως σχεδιαστής θεατρικών σκηνικών και άλλων διακοσμητικών. Το 1880, σε ηλικία 19 ετών, ταξίδεψε στη Βιέννη, τη διοικητική και πολιτιστική πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, και βρήκε δουλειά ως μαθητευόμενος σκηνογράφος σε μια εταιρεία που έφτιαχνε σκηνικά για θέατρα της πόλης. Εκεί ανακάλυψε τα μουσεία, τις εκκλησίες, τα ανάκτορα και ιδιαίτερα τα θέατρα, όπως και τον Hans Makart, έναν εξέχοντα ακαδημαϊκό ζωγράφο, ο οποίος δημιούργησε τοιχογραφίες για κάποια από τα παλάτια και τα κυβερνητικά κτίρια στη Βιέννη και ήταν δεξιοτέχνης των πορτρέτων και των ιστορικών έργων ζωγραφικής σε μεγάλη κλίμακα. Το στυλ του έστρεψε τον Mucha προς αυτή την καλλιτεχνική κατεύθυνση και επηρέασε το μεταγενέστερο έργο του. Άρχισε να πειραματίζεται με τη φωτογραφία, η οποία έγινε σημαντικό εργαλείο στη μετέπειτα δουλειά του.
Όταν έπιασε φωτιά το θέατρο για το οποίο εργαζόταν μπήκε σε ένα τρένο και ταξίδεψε μέχρι να του τελειώσουν τα χρήματα. Έφτασε στο Mikulov στη νότια Μοραβία και άρχισε να φτιάχνει πορτρέτα, διακοσμητικά και γράμματα για επιτύμβιες στήλες. Εκτιμήθηκε το ταλέντο του και ανέλαβε τις πρώτες μεγάλες αναθέσεις όπως και μια σειρά από τοιχογραφίες στο κάστρο Emmahof. Ταξίδεψε για να δει τέχνη στη Βενετία, στη Φλωρεντία και στο Μιλάνο και γνώρισε, ανάμεσα σε άλλους, τον διάσημο Βαυαρό ρομαντικό ζωγράφο Wilhelm Kray, ο οποίος έζησε στο Μόναχο. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου με έξοδα που ανέλαβε ένας κόμης προστάτης του και έγινε φίλος με τον Leonid Pasternak, πατέρα του διάσημου ποιητή και μυθιστοριογράφου Boris Pasternak.
Ίδρυσε μια λέσχη Τσέχων φοιτητών και συμμετείχε με πολιτικές εικονογραφήσεις σε εθνικιστικά έντυπα στην Πράγα. Το 1886 πήρε μια αξιοσημείωτη παραγγελία για έναν πίνακα με τους Τσέχους προστάτες αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο από μια ομάδα Τσέχων μεταναστών. «Εδώ είμαι στο νέο μου στοιχείο, τη ζωγραφική. Για πρώτη φορά μπορώ να θέσω στόχους που μπορώ να επιτύχω, και που ως τώρα φαίνονταν απρόσιτοι», έγραψε.
Με την οικονομική υποστήριξη του κόμη Μπελάσι αποφάσισε το 1887 να μετακομίσει στο Παρίσι. Γράφτηκε στην Académie Julian και τον επόμενο χρόνο στην Académie Colarossi. Όταν έφτασε στο Παρίσι, με τη βοήθεια της μεγάλης σλαβικής κοινότητας βρήκε καταφύγιο σε μια πανσιόν της οποίας η ιδιοκτήτρια, η Charlotte Caron, ήταν διάσημη για το ότι στέγαζε μαχόμενους καλλιτέχνες ζητώντας ως αντίτιμο έργα τους.
Το 1890 και το 1891 άρχισε να κάνει εικονογραφήσεις για το περιοδικό La vie populaire, το οποίο δημοσίευε μυθιστορήματα σε εβδομαδιαίες συνέχειες. Η εικονογράφησή του για ένα μυθιστόρημα του Guy de Maupassant που ονομαζόταν «Η ανώφελη ομορφιά» ήταν στο εξώφυλλο της έκδοσης της 22ας Μαΐου 1890. Έκανε επίσης εικονογραφήσεις για το Le Petit Français Illustré, το οποίο δημοσίευε ιστορίες για νέους τόσο σε μορφή περιοδικού όσο και σε μορφή βιβλίου.
Οι εικονογραφήσεις του άρχισαν να του παρέχουν ένα κανονικό εισόδημα. Μπόρεσε να αγοράσει ένα αρμόνιο για να ασχοληθεί με τα μουσικά του ενδιαφέροντα και την πρώτη του φωτογραφική μηχανή. Έβγαζε φωτογραφίες τον εαυτό του και τους φίλους του και τις χρησιμοποιούσε τακτικά για να συνθέτει τα σχέδιά του. Οι εικονογραφήσεις περιοδικών τον οδήγησαν στην εικονογράφηση βιβλίων· κάποιες από αυτές εκτέθηκαν στο Σαλόνι Καλλιτεχνών του Παρισιού Art et Decoration, το οποίο έπαιξε πρώιμο και σημαντικό ρόλο στη δημοσιοποίηση της art nouveau.
Η συνεργασία του με τη Σάρα Μπερνάρ
Στα τέλη του 1894 η καριέρα του πήρε μια δραματική και απροσδόκητη τροπή, όταν άρχισε να εργάζεται για τη Γαλλίδα ηθοποιό Σάρα Μπερνάρ που του παρήγγειλε μια αφίσα για τη συνέχεια του έργου Gismonda. Είχε ήδη φτιάξει μια σειρά από εικονογραφήσεις για το Le Costume au Théâtre το 1890 από την ερμηνεία της στην «Κλεοπάτρα». Η αφίσα που σχεδίασε ήταν λίγο μεγαλύτερη από δύο μέτρα, με την Μπερνάρ, ντυμένη Βυζαντινή αρχόντισσα, να κρατά ένα κλαδί φοίνικα, όπως στην πομπή του Πάσχα σε μια σκηνή προς το τέλος του έργου.
Ένα από τα καινοτόμα χαρακτηριστικά της αφίσας είναι η περίτεχνη αψίδα σε σχήμα ουράνιου τόξου πίσω από το κεφάλι της, σχεδόν σαν φωτοστέφανο, που τραβούσε την προσοχή στο πρόσωπό της. Αυτό το χαρακτηριστικό εμφανίστηκε σε όλες τις μελλοντικές του αφίσες για το θέατρο. Η αφίσα είχε εξαιρετικά λεπτή σχεδίαση και παστέλ χρώματα, σε αντίθεση με τις τυπικές αφίσες της εποχής με τα έντονα χρώματα και όταν εμφανίστηκε στους δρόμους του Παρισιού την 1η Ιανουαρίου 1895 προκάλεσε αμέσως αίσθηση. Με τις αφίσες του σε όλη την πόλη, ο Mucha έγινε σε μια νύχτα διάσημος. Σχεδίασε τις αφίσες για όλα τα επόμενα έργο της Μπερνάρ όπως και θεατρικά προγράμματα, σκηνικά, κοστούμια και κοσμήματα.
Η επιτυχία των αφισών της Μπερνάρ έφερε στον Mucha παραγγελίες για διαφημιστικές αφίσες, για τσιγάρα, μπισκότα, παιδικές τροφές, σαμπάνια και ποδήλατα.
Η αρχή της διακοσμητικής αφίσας
Με τον τυπογράφο Champenois δημιούργησαν και ένα νέο είδος προϊόντος, ένα διακοσμητικό πάνελ, μια αφίσα χωρίς κείμενο, καθαρά για διακόσμηση. Η πρώτη σειρά ήταν οι Εποχές, που δημοσιεύτηκε το 1896, απεικονίζοντας τέσσερις διαφορετικές γυναίκες ανάμεσα σε εξαιρετικά διακοσμητικά με λουλούδια που αντιπροσωπεύουν τις εποχές του χρόνου. Μεταξύ του 1896 και 1904 ο Mucha δημιούργησε πάνω από εκατό σχέδια για τον Champenois. Αυτά πωλούνταν σε διάφορες μορφές, είτε ως ακριβές εκδόσεις τυπωμένες σε ιαπωνικό χαρτί ή βελούδο, είτε ως φθηνότερες εκδόσεις που συνδύαζαν πολλές εικόνες, είτε ως ημερολόγια και καρτ ποστάλ.
Στο επίκεντρο των αφισών του πλέον βρίσκονται σχεδόν εξολοκλήρου όμορφες γυναίκες σε πολυτελή φόντο με τα μαλλιά τους συνήθως ξέπλεκα να κυματίζουν. Η αφίσα του για τη σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ Παρισιού και Μονακό - Μόντε-Κάρλο (1897) δεν έδειχνε τρένο ή κάποια αναγνωρίσιμη σκηνή του Μονακό ή του Μόντε Κάρλο αλλά μια όμορφη νεαρή γυναίκα που ονειροπολεί, περιτριγυρισμένη από τροχούς με λουλούδια, που υποδήλωναν τους περιστρεφόμενους τροχούς ενός τρένου.
Η φήμη των αφισών του οδήγησε στην επιτυχία του στον κόσμο της τέχνης. Σχεδίασε επίσης κοσμήματα και συνεργάστηκε με τον κοσμηματοπώλη Georges Fouquet για να φτιάξει ένα βραχιόλι για την Μπερνάρ σε μορφή φιδιού, από χρυσό και σμάλτο, παρόμοιο με τα κοσμήματα που φορούσε στη «Μήδεια». Η διακόσμηση που έκανε στο κατάστημα κοσμημάτων του Fouquet στο Παρίσι με παγόνια, το παραδοσιακό σύμβολο της πολυτέλειας, φτιαγμένα από μπρούντζο και ξύλο και διακοσμημένα από χρωματιστό γυαλί, με σιντριβάνια σε σχήμα κοχυλιού γύρω από το άγαλμα μιας γυμνής γυναίκας και με λεπτές κολόνες με βοτανικά σχέδια σηματοδότησε την κορύφωση της art nouveau διακόσμησης. Ένα μέρος της μπορεί να δει κάποιος σήμερα στο Μουσείο Carnavalet στο Παρίσι.
Η ιστορία και το «Έπος των Σλάβων»
Ο Mucha επιθυμούσε να αναγνωριστεί ως σοβαρός καλλιτέχνης και φιλόσοφος. Ήταν πιστός καθολικός, αλλά ενδιαφερόταν και για τον μυστικισμό. Κατά τη διάρκεια της μακράς παραμονής του στο Παρίσι, δεν εγκατέλειψε ποτέ το όνειρό του να γίνει ιστορικός ζωγράφος και να εικονογραφήσει τα επιτεύγματα των σλαβικών λαών της Ευρώπης. Ολοκλήρωσε τα σχέδιά του για το «Σλαβικό Έπος» το 1908 και το 1909. Το 1910 ανέλαβε τη διακόσμηση της αίθουσας υποδοχής του δημαρχείου της Πράγας. Σχεδίασε μια σειρά από μεγάλης κλίμακας τοιχογραφίες για τη θολωτή οροφή και τους τοίχους: αθλητικές μορφές σε ηρωικές πόζες που απεικονίζουν τη συμβολή των Σλάβων στην ευρωπαϊκή ιστορία ανά τους αιώνες και τη σλαβική ενότητα.
Το «Το Σλαβικό Έπος» αποτελείται από 20 καμβάδες μεγάλων διαστάσεων που απεικονίζουν την ιστορία και τον πολιτισμό του σλαβικού λαού. Από τη σύλληψη της ιδέας το 1899 έως την τελική ολοκλήρωσή της το 1926, ο Mucha αφιερώθηκε σε αυτό έργο που υπήρξε σύμβολο της αφοσίωσής του στον πολιτισμό και στους ανθρώπους. Η σειρά δόθηκε στο κράτος το 1928, κατά τη δέκατη επέτειο της ανεξαρτησίας της Τσεχοσλοβακίας από την Αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας. Για την προετοιμασία του έργου ταξίδεψε σε όλες τις σλαβικές χώρες, από τη Ρωσία και την Πολωνία μέχρι τα Βαλκάνια, κάνοντας σκίτσα και φωτογραφίζοντας. Κατά την πολιτική αναταραχή της δεκαετίας του 1930 το έργο του παραμερίστηκε. Ωστόσο, το 1936 πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Παρίσι στο μουσείο Jeu de Paume με 139 έργα, συμπεριλαμβανομένων τριών καμβάδων από το «Σλαβικό Έπος».
Ο Χίτλερ και η ναζιστική Γερμανία άρχισαν να απειλούν την Τσεχοσλοβακία τη δεκαετία του 1930. Ο Mucha ξεκίνησε μια νέα σειρά, ένα τρίπτυχο που απεικόνιζε την Εποχή της Λογικής, της Σοφίας και της Αγάπης, την οποία δούλεψε από το 1936 έως το 1938, αλλά δεν ολοκλήρωσε ποτέ.
Στις 15 Μαρτίου 1939 ο γερμανικός στρατός προέλασε στην Πράγα και ο Χίτλερ ανακήρυξε εδάφη της πρώην Τσεχοσλοβακίας σε τμήμα του Μείζονος Γερμανικού Ράιχ. Ο ρόλος του Mucha ως Σλάβου εθνικιστή και τέκτονα τον έκανε πρωταρχικό στόχο. Συνελήφθη, ανακρίθηκε για αρκετές ημέρες και αφέθηκε ελεύθερος. Μέχρι τότε η υγεία του είχε διαλυθεί. Προσβλήθηκε από πνευμονία και πέθανε το 1939, έναν μήνα πριν από το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αν και οι δημόσιες συγκεντρώσεις είχαν απαγορευτεί, τεράστιο ήταν το πλήθος που παρακολούθησε την ταφή του στο Μνημείο Slavín στο νεκροταφείο Vyšehrad που προορίζεται για αξιόλογες προσωπικότητες του τσέχικου πολιτισμού.