Πριν από λίγο καιρό η ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια Ελισάβετ Πλέσσα μου μίλησε για μια ζωγράφο που το έργο της είναι μέχρι σήμερα στη σκιά. Τώρα, κρατώ στα χέρια μου τον τόμο της έκδοσης «Ρίκα Πανά | Προς το φως», έναν τίτλο που με κάνει να σκέφτομαι με χαρά ότι η 94χρονη σήμερα ζωγράφος με το λαμπερό βλέμμα, που καθόλου δεν υπολείπεται των ανδρών ομοτέχνων της γενιάς της, θα τον κρατήσει στα χέρια της, ενώ χαίρομαι και για όσους/ες από εμάς ενδιαφέρονται για τα θραύσματα της ιστορίας της σύγχρονης ελληνικής τέχνης και τα άγνωστα πολύτιμα πετράδια της που έμειναν σκεπασμένα από τον χρόνο και τη λήθη, τις ιδιαίτερες περιπτώσεις που δεν έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο ωστόσο υπήρξαν, πολλές φορές δυναμικά, στο τότε προσκήνιο, αυτές που πολλές φορές δεν μπόρεσαν να νικήσουν τις προκαταλήψεις της εποχής τους, την επιφυλακτικότητα των κριτικών τέχνης και του κοινού.
Η εικαστική γλώσσα της Ρίκας Πανά, οι σχηματικές φιγούρες της, η αφαίρεση από την οποία επηρεάζεται, το ανθρώπινο βίωμα που εκφράζει με δυναμικά σχήματα και αδρές πινελιές, η σύνδεση με τα γεγονότα της εποχής της στα οποία αναστοχάζεται διαρκώς, επιμένοντας και προβάλλοντας την υπαρξιακή της αγωνία, είναι σήμερα αυτό που θα λέγαμε «μοντέρνο» όσοι δεν είμαστε ιστορικοί τέχνης και μας αρέσουν οι ιστορίες που συγκρότησαν αυτό που σήμερα αποκαλούμε «σύγχρονη ελληνική τέχνη», αναζητώντας τους αφανείς, τους αθόρυβους ήρωες μιας χώρας σε διαρκή κρίση.
Μέσα στα έργα της βλέπεις κολόνες και ερείπια και μάνες που θρηνούν και μοναξιές που απλώνονται σε φανταστικά και αλληγορικά τοπία. Πιστεύω σήμερα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα από όσο πριν από μισό αιώνα τα έργα της και την αισθητική τους ποιότητα και να ακούσουμε δίπλα σε αυτά, αλληλένδετα, τη συναρπαστική ιστορία της ζωής της.
«Στην προσπάθειά της να αποδώσει την ουσία της ανθρώπινης ερημιάς, όπως τη βιώνει μέσα στα χρόνια της χούντας, καταφεύγει στην αφαίρεση. Δεν εγκαταλείπει σχεδόν ποτέ όμως τα ίχνη της ανθρώπινης φιγούρας, την οποία απεικονίζει ανάμεσα σε εκρηκτικές διαδρομές του πινέλου πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, αποτυπώνοντας εν τέλει μια τεταμένη ψυχική κατάσταση που πηγάζει από το σώμα», γράφει η κ. Πλέσσα.
Η Ρίκα Πανά τονίζει περήφανα πως δεν πούλησε ποτέ της ούτε ένα έργο, παρά μόνο χάρισε, γιατί το κίνητρό της ήταν αποκλειστικά «η ζωγραφική αναπαράσταση της ανθρώπινης ερημιάς αλλά και της έντονης διαμαρτυρίας», γράφει ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου.
Η ίδια αφιερώνει το βιβλίο της «Στους νέους της Ελλάδας» και γράφει: «Οι άνθρωποι, αυτοί που ζωγράφισα κι ένιωσα την πίκρα τους για τη ζωή και τις χαμένες τους ελπίδες, αυτοί που πίστεψαν στα όνειρα και στα ιδανικά, είναι οι άνθρωποι που κουβαλώ μέσα μου, αυτοί που μιλώ ζωγραφίζοντας μαζί τους, που προσπαθώ να βγάλω στο φως με το χρώμα και την ελπίδα να βρουν τον δρόμο να γίνουν ένα με το φως, με τη ζωή, σε μια πραγματικότητα έξω από το σκοτάδι και το χάος».
Η Ρίκα Πανά γεννήθηκε ως Αδαμαντία Λαζάνη, τέταρτο παιδί μιας αστικής οικογένειας στου Γκύζη. Ο πατέρας της, Γεώργιος Λαζάνης, είχε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων, ενώ έχτισε και ίδρυσε τον κινηματογράφο «Γρανάδα», στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στη θέση που σήμερα βρίσκεται το θέατρο Λαμπέτη. Ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας πέθανε μέσα στην Κατοχή από επιπλοκές της φυματίωσης, ενώ ο πατέρας της την ίδια περίοδο, στη μεγάλη πείνα της Αθήνας, δημιούργησε συσσίτιο στους χώρους της αντιπροσωπείας για εκατοντάδες άτομα που κυριολεκτικά λιμοκτονούσαν.
Η νεαρή Ρίκα μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον εγγράμματων ανθρώπων, με ανησυχίες καλλιτεχνικές και αίσθημα κοινωνικής ευθύνης. Εκπαιδεύτηκε κατ' οίκον αφότου ασθένησε με φυματίωση στα 11 της χρόνια. Απομονωμένη ακόμα και μέσα στο ίδιο το σπίτι της, περνούσε τις ώρες της διαβάζοντας και αντιγράφοντας έργα τέχνης από λευκώματα, ενώ παράλληλα ζωγράφιζε τον χώρο της απομόνωσής της – το υπνοδωμάτιό της. Στα τέλη της δεκαετίας του '40 ταξιδεύει μόνη της για ιατρικούς λόγους στην Αγγλία και τη Γαλλία, ενώ αργότερα ταξιδεύει στην Ιταλία και τη Γαλλία και περνά ώρες μέσα σε μουσεία και γκαλερί. Αν και πολύ νέα, ταλαιπωρείται από προβλήματα υγείας που την ακολουθούν σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, αλλά δεν στέκονται ικανά να την εμποδίσουν να ακολουθήσει το όνειρό της και να γίνει ζωγράφος.
Η φυματίωση τής απαγορεύει την επαφή με διαλυτικά και χρώματα, αλλά εκείνη βάζει στόχο να μπει στην Καλών Τεχνών. Προετοιμάζεται στο περίφημο φροντιστήριο του Σαραφιανού με συμφοιτητές τον Φασιανό και τον Σωτήρη Σόρογκα και το 1956 περνάει δεύτερη στην ΑΣΚΤ, όπου φοίτησε στο ακαδημαϊκό έτος 1956-1957 με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη. Μια επιπλοκή της ασθένειας δεν της επιτρέπει να περάσει τις εξετάσεις για το πρώτο έτος της ΑΣΚΤ, αφού νοσηλεύεται για μήνες στο νοσοκομείο «Σωτηρία» και αναρρώνει σε απομόνωση στην Κηφισιά. Όταν βελτιώθηκε η υγεία της είχε περάσει το όριο των 26 ετών που ίσχυε τότε στην ΑΣΚΤ και δεν μπορούσε να συνεχίσει τις σπουδές της.
Στο σπίτι της –έχει εν τω μεταξύ παντρευτεί με τον Μίλτο Παναγιωτόπουλο– διαμορφώνει ένα από τα δωμάτια σε εργαστήριο και ζωγραφίζει αδιάκοπα, κυρίως με σκόνες και κόλλα, για να μην επιβαρύνει τους πνεύμονές της. Την πορεία της δουλειάς της παρακολουθούν τόσο ο Σαραφιανός όσο και ο Μόραλης. Παρακολουθεί την καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας και το 1962 υποβάλλει με επιτυχία έργα της σε δύο σημαντικές ομαδικές εκθέσεις, στις «Νέες Μορφές» και στη Β' Πανελλαδική Έκθεση Νέων, που διοργανώνει στο Ιταλικό Ινστιτούτο ο Σύνδεσμος Νεολαίας και Σπουδαστών «Πρωτοπορία». «Προσπάθησα να δω τι σημαίνει ζωή και τι σημαίνει άνθρωπος» λέει όταν τη ρωτά ο Άγγελος Προκοπίου τι σκεφτόταν όταν ζωγράφιζε.
Τα αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου εκφράζονται στα έργα της με παχιές γραμμές που στροβιλίζονται ή και κατακερματίζονται. Οι επιρροές των δασκάλων της δεν την εμποδίζουν από το να κατακτήσει το δικό της ύφος.
Η χούντα των συνταγματαρχών το 1967 τη συγκλονίζει, η λογοκρισία και τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονται οι αντιφρονούντες φίλοι της την οδηγούν στο να ζωγραφίζει αδιάκοπα με την ελπίδα τα έργα της να εκφράζουν μια σθεναρή διαμαρτυρία. Οραματίζεται μια έκθεση αντίστασης εκτός Ελλάδος και καταφέρνει να ταξιδέψει στο Λονδίνο όπου ζουν στενοί της φίλοι. Οι πόρτες των μεγάλων γκαλερί είναι κλειστές σε μια πρωτοεμφανιζόμενη Ελληνίδα, αλλά δεν πτοείται και με τα έργα της υπό μάλης φτάνει στην περίφημη Redfern Gallery, στην οποία εξέθεταν διάσημοι καλλιτέχνες με διεθνή φήμη. Σύμφωνα με την Dorothy Searle, συνδιευθύντρια της Redfern, τα έργα της θυμίζουν Pierre Soulages, αλλά έχουν και ανθρωπιά, όμως η Redfern παρουσιάζει μόνο καλλιτέχνες που έχουν πάρει μέρος σε Μπιενάλε. Τη συστήνουν στην Drian Galleries της Βρετανοπολωνής Halima Nalecz. Η ζωγράφος αλλάζει το όνομά της από Ρίκα Παναγιωτοπούλου σε Ρίκα Πανά και εκθέτει εκεί το 1969, έχοντας φυγαδεύσει κάποια έργα της και έχοντας να αντιμετωπίσει τον έλεγχο της λογοκρισίας στα σύνορα.
Η έκθεσή της σημείωσε επιτυχία, η προσέλευση του κόσμου ήταν μεγάλη και οι κριτικές που απέσπασε ήταν θετικές. «Σε αυτά τα σκοτεινά έργα σκοτεινών καιρών κυριαρχεί μια έντονα χειρονομιακή πινελιά που προδίδει την ψυχή και την κίνηση του χεριού εκείνης που τα ζωγράφισε. Το λιγοστό χρώμα –κόκκινο, μπλε, ώχρα– και το ακόμα πιο λιγοστό λευκό συνδιαλέγονται σαν αμυδρές ελπίδες με άμορφες ανώνυμες φιγούρες, εγκλωβισμένες σε μαύρα πλέγματα φυλακών, μυστικών συναντήσεων, σιωπηλών αναμονών» γράφει η Ελισάβετ Πλέσσα.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, οι πόρτες των γκαλερί είναι κλειστές, τα έργα θυμίζουν και αναφέρονται στο σκότος του καθεστώτος. Όμως το Βρετανικό Συμβούλιο αποτελούσε τότε ξένο έδαφος, μια προέκταση της Βρετανικής Πρεσβείας. Καταφέρνει να τα εκθέσει εκεί το 1970. Για λόγους προστασίας αφαιρεί τους τίτλους και δίνει τον αόριστο τίτλο «Σύνθεση». Παρά το πλήθος κόσμου που συνέρρευσε, οι κριτικοί βρίσκουν το έργο της καταθλιπτικό και άνευρο.
«Στην προσπάθειά της να αποδώσει την ουσία της ανθρώπινης ερημιάς, όπως τη βιώνει μέσα στα χρόνια της χούντας, καταφεύγει στην αφαίρεση. Δεν εγκαταλείπει σχεδόν ποτέ όμως τα ίχνη της ανθρώπινης φιγούρας, την οποία απεικονίζει ανάμεσα σε εκρηκτικές διαδρομές του πινέλου πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, αποτυπώνοντας εν τέλει μια τεταμένη ψυχική κατάσταση που πηγάζει από το σώμα» γράφει η κ. Πλέσσα.
Η Πανά πραγματοποιεί άλλη μια έκθεση στο Λονδίνο, στην Drian Galleries, το 1971. Η εικονογραφία της είναι εμπνευσμένη από τα μνημεία της Ακρόπολης. Ονομάζει αυτή την ενότητα των έργων «Η διάβρωση του πολιτισμού», προεκτείνοντας το θέμα της προηγούμενης δουλειάς της, με την αποσάθρωση του πνεύματος και του πολιτισμού εξαιτίας της στέρησης της ελευθερίας.
«Κατόρθωσε εν τέλει να δημιουργήσει εικόνες διεισδυτικές και ασυνείδητα σύγχρονες: διάτρητοι αρχαίοι ναοί στηρίζονται από αποκαμωμένες ανθρώπινες κολόνες ή, αντίστροφα, οι ναοί προφυλάσσουν τις ανθρώπινες μορφές από την κατάρρευση, αφού ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς πολιτισμό και ο πολιτισμός χωρίς τον άνθρωπο. Όλες οι μορφές –κτίρια και άνθρωποι– περιορίζονται αυστηρά στο περίγραμμά τους, που όμως περικλείει περιοχές ζωγραφισμένες με όγκο, μοιάζοντας με ενθέσεις, σαν κολάζ τοποθετημένα πάνω σε επίπεδο μονοχρωματικό φόντο. Αποδίδεται έτσι στα έργα αυτά η αίσθηση μιας ανησυχαστικής ασυνέχειας, μια θραυσματική εικόνα του πολιτισμού και του αποκομμένου από το περιβάλλον του ανθρώπου» γράφει η κ. Πλέσσα.
Ο φίλος της, Τίτος Πατρίκιος, έχει μιλήσει για εκείνη όταν ήταν στη Ρώμη στην γκαλερί Schneider της via Mignarelli. Τελικά η φίλη της, Άννα Φωκά, μεσολαβεί στην γκαλερί Albatros της via del Babuino. Η Ρίκα Πανά παρουσιάζει εκεί είκοσι δύο έργα που επιλέγει από τις δύο ατομικές εκθέσεις της στην Drian Galleries του Λονδίνου το 1972.
Τα σκοτεινά έργα της περιόδου 1967-1969 συναδιαλέγονται με τα πλακάτα χρώματα και τις ανθρώπινες κολόνες που στηρίζουν διάτρητα αετώματα των ετών 1970-1971. Για άλλη μια φορά, αυτό που ενδιέφερε τη Ρίκα Πανά πάνω απ’ όλα ήταν η ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης γύρω από την κατάσταση στην Ελλάδα. Κλείνει έτσι στη Ρώμη, την άνοιξη του 1972, ένας μεγάλος κύκλος δημιουργίας για τη Ρίκα Πανά.
«Για τη ζωγράφο, η πραγματικότητα που έχει ανάγκη από αναπαράσταση δεν μπορεί να κομματιάζεται σε σκέτα επίπεδα χρωμάτων και γραμμών. Μολονότι αποδέχεται την αφαίρεση σαν έγκυρο επίπεδο για να πλησιάσει τον κόσμο και χρησιμοποιεί στοιχεία αυτής της αφαίρεσης, από ιδιοσυγκρασία δεν είναι σε θέση να απεικονίσει την πραγματικότητα με έναν καθολικά αφηρημένο τρόπο. Τα αφηρημένα επίπεδα, από όπου η πραγματικότητα μπορεί να γίνει αισθητή, συγκεντρώνονται και κατορθώνουν γι’ αυτήν μια ενοποίηση μέσα από τις αντιλήψεις και τις καταστάσεις, τις συνθήκες των ανθρώπων. Νιώθουμε το σύνολο, στις χονδρές του γραμμές, και εκείνη δημιουργεί ταυτόχρονα ολοκληρωμένα και σε αδρές γραμμές. Αυτά που άλλοι βλέπουν σαν κομμάτια μιας στατικής πραγματικότητας, στους πίνακές της γίνονται γεγονότα, γεγονότα μάλιστα που ασκούν δύναμη και επιρροή πάνω στις συνθήκες ζωής των ανθρώπων, που τόσο άγρια βαραίνουν πάνω τους. Η κατάσταση αυτή πρέπει να προκαλέσει συγκίνηση. Και η ζωγράφος την αναλύει σε χρώματα και γραμμές πάνω στον καμβά μόνο και μόνο για να ανασυντεθεί στη σκέψη του θεατή και να βρει ανταπόκριση» γράφει για τα έργα της Ρίκας Πανά το 1969 η Cornelia Navari, μέχρι το 2005 καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham.
Σήμερα, κοιτάζοντας τα χρώματα στο φόντο των έργων της, τα πράσινα, τα μπλε, τα κεραμιδί, τα χρώματα της ελιάς, της θάλασσας, των μελανόμορφων αγγείων με τα μαύρα απομεινάρια ναών κι ανθρώπων, συντρίμμια μιας Ελλάδας βαθιά πληγωμένης, να εμφανίζονται ξανά και ξανά, κάνουμε τις ίδιες σκέψεις με τη Ναβάρι. Τα έργα της γίνονται γεγονότα.
Η Ρίκα Πανά εξέθεσε άλλες πέντε φορές στην Drian Galleries στο Λονδίνο, στην Πανελλήνιο Καλλιτεχνική Έκθεση το 1975 στην Αθήνα και στην γκαλερί Ροτόντα την ίδια χρονιά. Έργα της υπάρχουν στις συλλογές του ΥΠΠΟ, του Εθνικού Μουσείου της Πολωνίας στο Gdańsk, καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στο Ήνωμένο Βασίλειο, στις ΗΠΑ και στον Καναδά.
Η έκδοση «Ρίκα Πανά | Προς το φως» κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Μέλισσα.