Πρωτοείδα σκίτσα του σε underground έντυπα κι αφίσες της δεκαετίας του '80 και με εντυπωσίασε εξαρχής το δυνατό και περίτεχνο σχέδιο, οι λακωνικοί αλλά μεστοί νοήματος διάλογοι, η ρετρό και ταυτόχρονα φουτουριστική προοπτική, οι ριζοσπαστικές πολιτικές αναφορές, το άλλοτε αγωνιστικό, άλλοτε ζοφερό, άλλοτε πάλι παιγνιώδες κλίμα που ήξερε να δημιουργεί. Το 1989 κυκλοφόρησε ένα (εξαντλημένο σήμερα) άλμπουμ του στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Απόπειρα, με τίτλο «Τι λέγαμε για την Οικολογία; » – ακόμα το έχω φυλαγμένο.
Η οικολογική καταστροφή και η περιβαλλοντική υποβάθμιση ήταν εξάλλου στην κορφή των ενδιαφερόντων του ήδη από τη δεκαετία του '60 –υπήρξε μάλιστα ο σχεδιαστής της σημαίας του «πράσινου» κινήματος– όπως επίσης ο πόλεμος του Βιετνάμ στον οποίο βρέθηκε κιόλας ένα διάστημα ως κληρωτός αλλά όχι σε μάχιμη θέση, η πυρηνική απειλή, ο ρατσισμός, ο μιλιταρισμός, η αστυνομοκρατία, τα πολιτικά δικαιώματα και συνολικά το κίνημα αμφισβήτησης που βρισκόταν τότε στο απόγειό του και του οποίου σύντομα θα γινόταν «μέντορας».
Tα «ακτιβιστικά» του σκίτσα μοιάζουν να σχεδιάστηκαν μόλις χτες και το ίδιο επίκαιρα θα είναι, θαρρώ, και στον επόμενο αιώνα, εκτός και η ιστορία φανεί εντέλει υπερβολικά γενναιόδωρη με το είδος μας.
Καθώς ο ίδιος αναφέρει στην προσωπική του ιστοσελίδα roncobb.net, η σχεδιαστική καριέρα του ξεκίνησε όταν επισκέφθηκε με έναν φίλο του τα γραφεία της πρωτοποριακής εναλλακτικής έκδοσης Los Angeles Free Press το 1965. Εκεί δέχθηκαν ενθουσιωδώς να δημοσιεύσουν μια σειρά πολιτικά σκίτσα του, τα οποία είχε λογοκρίνει το Playboy, όπου είχε αρχικά αποταθεί – λίγα χρόνια αργότερα, το διάσημο περιοδικό του Χιου Χέφνερ θα του έκανε υμνητικό πορτρέτο.
Πολύ γρήγορα ο Cobb έγινε περιζήτητος και δεκάδες έντυπα της αντικουλτούρας στις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Ασία, την Αυστραλία ακόμη συναγωνίζονταν ποιο θα φιλοξενούσε πρώτο δουλειές του.
Παρά όμως τη μεγάλη φήμη που απέκτησε από νωρίς ως κορυφαίος σχεδιαστής πολιτικού κόμικ, με έργα του να κοσμούν αφίσες, πόστερ και μπροσούρες σε πολλά μέρη του κόσμου, ελάχιστα χρήματα κέρδιζε από αυτό, ίσα να συντηρείται – περισσότερο τον ενδιέφερε η δουλειά του καθαυτή παρά το οικονομικό, κι όχι επειδή το είχε λυμένο αλλά επειδή είχε υιοθετήσει πλήρως το αντισυμβατικό, δοτικό, μη κερδοσκοπικό πνεύμα του χιπισμού. Σχεδίασε μάλιστα, μεταξύ άλλων, το εξώφυλλο του θρυλικού άλμπουμ των Jefferson Airplane «After Bathing at Baxter's» (1967).
Ακόμα λαμπρότερη και οικονομικά σίγουρα προσφορότερη υπήρξε η δουλειά του στο σινεμά, παρότι ούτε εκεί κυνήγησε τα τρελά λεφτά, αν και είχε τις ευκαιρίες. Λιτός και ολιγαρκής από πεποίθηση, δεν είχε υψιπετείς φιλοδοξίες, του αρκούσε να κάνει το κέφι του και να εξασφαλίζει μια στοιχειωδώς άνετη ζωή για τον ίδιο και βασικά για την οικογένειά του.
Είχε ήδη παντρευτεί την Αυστραλέζα Robin Love και είχαν αποκτήσει έναν γιο. Με δική της μάλιστα παρότρυνση ήδη πριν από τον γάμο τους μετανάστευσε μόνιμα στη «χώρα των καγκουρό» το 1972. Χάρη στην αλλαγή περιβάλλοντος και τη συνδρομή της Love κατάφερε να ξεπεράσει μια δημιουργική κρίση που τον βασάνιζε για καιρό, σε συνδυασμό με τον εθισμό που είχε αποκτήσει στις αμφεταμίνες – εντέλει ξαναβρήκε την όρεξη και την έμπνευσή του, ενώ αποφάσισε ότι το καλό κρασί του ταίριαζε καλύτερα από το «σπιντ» και ήταν σίγουρα πιο υγιεινό.
Αν και η πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση ως σχεδιαστής συνέβη στην «Ωραία Κοιμωμένη» της Disney το 1959, σε ηλικία μόλις 18 ετών, το επίσημο «βάπτισμά» του στην 7η τέχνη γίνεται το 1973 με την cult ταινία επιστημονικής φαντασίας «Σκοτεινό Αστέρι» του Νταν Ο' Μπάνον – δική του έμπνευση ήταν το διαστημόπλοιο των γυρισμάτων.
Η επόμενη ταινία επιστημονικής φαντασίας για τα σκηνικά της οποίας συνεργάζεται με τον H.R. Giger, το «Dune» του Χοντορόφσκι, μένει ανολοκλήρωτη, θα πιάσει όμως την «καλή» με τη συμμετοχή του στον «Πόλεμο των Άστρων» του Τζορτζ Λούκας (1977), μια από τις εμπορικότερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου – εκείνος εμπνεύστηκε πολλά από τα εξωγήινα πλάσματα που «παρελαύνουν» σε αυτή.
Σημαντική συνεισφορά είχε όμως στα κοστούμια και τα σκηνικά και άλλων διάσημων ταινιών επιστημονικής φαντασίας όπως τα «Alien» (από κοινού τον H. R. Giger, ο Cobb σχεδίασε το μητρικό διαστημόπλοιο Nostromo και τους εσωτερικούς του χώρους, το κλουβί της γάτας επίσης, όντας και μέγας γατόφιλος, ενώ δική του ιδέα ήταν το τοξικό αίμα του εξωγήινου τέρατος), «Λεβιάθαν», «Γυρίστε τον Γαλαξία με Οτοστόπ», «Η Άβυσσος» (υποβρύχια πλατφόρμα και σκάφανδρα), «Ολική Επαναφορά» (η αρειανή αποικία, τα ορυχεία, τα οχήματα κ.λπ.), «Επιστροφή στο Μέλλον» (δικό του το αμάξι-μηχανή του χρόνου) κ.ά.
Συμμετείχε επίσης σχεδιαστικά στο ψευδοϊστορικό έπος των Τζον Μίλιους-Όλιβερ Στόουν «Κόναν ο Βάρβαρος» (1982). Στα γυρίσματα της ταινίας αυτής που γίνονταν στο ίδιο στούντιο όπου ο Στίβεν Σπίλμπεργκ γύριζε τον «Ιντιάνα Τζόουνς», ο Cobb γνωρίζεται με τον Σπίλμπεργκ, για τον οποίο θα σχεδιάσει το αεροσκάφος των ναζί στους «Κυνηγούς της Χαμένης Κιβωτού».
Γοητευμένος με τον Cobb, ο Σπίλμπεργκ του προτείνει να σκηνοθετήσει ο ίδιος αντ' αυτού μια ταινία που είχε κατά νου, το «Night Skies», όμως η παραγωγή αντιμετώπισε στην πορεία διάφορα προβλήματα και η ιδέα εγκαταλείφθηκε. Βάσει εκείνης της ιδέας ο Σπίλμπεργκ θα δημιουργήσει τον «E.T.», όπου ο Cobb αρκέστηκε σε ένα «πέρασμα» ως κομπάρσος –ένας από τους γιατρούς στην «υποδοχή»– και σε ένα γερό «μπόνους» 400.000 δολαρίων, πολύ περισσότερα από όσα είχε ζητήσει.
Ποτέ δεν παραπονέθηκε που έχασε την ευκαιρία να ξεκινήσει μια νέα και πιο υποσχόμενη καριέρα, ενώ βρήκε τον «E.T.», όταν τον είδε, «μάλλον χλιαρό» για τα γούστα του – προτιμούσε πιο σκοτεινές ιστορίες. Θα κάνει εντέλει μια και μόνη σκηνοθετική απόπειρα και μάλιστα σε κωμωδία, το «Garbo» (1992), πάντα στην Αυστραλία, όπου εξέδωσε σε βιβλία και τις περισσότερες κόμικ δουλειές του τη δεκαετία του '70.
Δήλωνε πάντως ευτυχής για τους δημιουργικούς ορίζοντες που του άνοιξε το σινεμά, για τις διαρκώς νέες προκλήσεις που του έθετε και κυρίως για τη διασκέδαση που του πρόσφερε όλο αυτό.
Στο Σίδνεϊ, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη γενέτειρά του, το Λος Άντζελες, θα τον βρει στις 21 Σεπτεμβρίου το μοιραίο, την ίδια συμπτωματικά ημερομηνία στην οποία γεννήθηκε 83 χρόνια πριν.
«Ποτέ δεν μπορείς να προβλέψεις το μέλλον βασισμένος στα δεδομένα του παρόντος... φτάνει μόνο να δεις πόσο έξω είχαν πέσει πολλοί μελλοντολόγοι του προηγούμενου αιώνα! Εντάξει, υπάρχουν ορισμένες σταθερές, οι άνθρωποι λ.χ. πάντα θα ερωτεύονται και θα τεκνοποιούν, πάντοτε επίσης, πιθανότατα, θα εγκληματούν, όμως το σε τι κοινωνικό, οικονομικό και τεχνοεπιστημονικό περιβάλλον θα συμβαίνει αυτό, τι ιδεολογήματα, και τι ήθη θα επικρατούν σε 100, 200 ή 500 χρόνια, είναι νομίζω μια πολύ παρακινδυνευμένη πρόβλεψη» είχε πει ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε για τις επιδόσεις του στην επιστημονική φαντασία.
Δεν ξέρω πόσο μοντέρνες θα φαντάζουν μελλοντικά οι φουτουριστικές του σχεδιαστικές εμπνεύσεις, αν πάντως υπάρχει ένα διαχρονικό στοιχείο στο έργο του, αυτό είναι σίγουρα το πολιτικό του κόμικ – τα «ακτιβιστικά» του σκίτσα μοιάζουν να σχεδιάστηκαν μόλις χτες και το ίδιο επίκαιρα θα είναι, θαρρώ, και στον επόμενο αιώνα, εκτός και η ιστορία φανεί εντέλει υπερβολικά γενναιόδωρη με το είδος μας.