«Το σπουδαιότερο», γράφει ο Ροντέν στη διαθήκη που απευθύνει προς τους νέους καλλιτέχνες, «είναι να συγκινείσαι, να αγαπάς, να ελπίζεις, να πάλλεσαι, να ζεις».
Με μια μεγάλη έκθεση, την πρώτη που επικεντρώνεται στη σημασία του γύψου στο έργο του, η Tate τιμά τον ανανεωτή της γλυπτικής που δουλεύοντας στα τέλη του 20ού αιώνα, «παραβίασε» τους κανόνες της κλασικής γλυπτικής για να δημιουργήσει μια εικόνα του ανθρώπινου σώματος που αντικατοπτρίζει τις ρήξεις, τις πολυπλοκότητες και τις αβεβαιότητες της σύγχρονης εποχής.
Αν και ο Ροντέν είναι γνωστός για τα χάλκινα και μαρμάρινα γλυπτά του, ο ίδιος δούλεψε ως μοντελιστής που συνέλαβε την κίνηση, το φως και τον όγκο σε εύκαμπτα υλικά όπως ο πηλός και ο γύψος.
Η έκθεση στην Tate που θα ξεκινήσει στις 18 Μαΐου ανακαλεί την ατμόσφαιρα που επικρατούσε μέσα στο στούντιό του. Οι γύψοι σε όλα τα μεγέθη δείχνουν πως πειραματίζεται συνεχώς με τον κατακερματισμό, την επανάληψη και την ένωση υπαρχόντων τμημάτων με μη συμβατικούς τρόπους. Μερικά από τα πιο γνωστά έργα του επηρεάστηκαν από αυτήν τη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των The Burghers of Calais, το οποίο παρουσιάζεται στην έκθεση με αποκατεστημένο τον αρχικό του γύψο.
Ο Ροντέν, πατριάρχης της σύγχρονης γλυπτικής, ζούσε μέσα σε ένα εργαστήριο και η ικανότητά του ήταν μοναδική στο να χειρίζεται πήλινα, χάλκινα, μαρμάρινα στερεά που μεταφέρουν κίνηση και συναίσθημα.
Τα διακόσια έργα, που προέρχονται από τη συλλογή του μουσείου Ροντέν στο Παρίσι και δεν έχουν ποτέ εκτεθεί εκτός Γαλλίας, δείχνουν όχι μόνο τη διαδικασία αλλά και την περίπλοκη δυναμική του εργαστηρίου και τις σχέσεις του με την Camille Claudel, τη Γιαπωνέζα ηθοποιό Ohta Hisa και τη Γερμανίδα αριστοκράτισσα Helene Von Nostitz.
Ο Ροντέν, πατριάρχης της σύγχρονης γλυπτικής, ζούσε μέσα σε ένα εργαστήριο και η ικανότητά του ήταν μοναδική στο να χειρίζεται πήλινα, χάλκινα, μαρμάρινα στερεά που μεταφέρουν κίνηση και συναίσθημα. Ακόμα και σήμερα πλήθος καλλιτεχνών μελετούν την ανώτερη ποιότητα και τη μοναδική εκτέλεση του έργου του. Γιατί οι πειραματισμοί του, που σηματοδοτούν προσεγγίσεις και νοήματα, προκαλούν πάντα τη μέγιστη συναισθηματική ένταση, με τα έργα του να μεταδίδουν τη δύναμη της κίνησης και της έκφρασης με ρεαλισμό, προσδίδοντας φυσικότητα στην ανθρώπινη μορφή.
Ακόμα και στα έργα από γύψο ο Ροντέν, ένας πολυτάλαντος και ακούραστος εργάτης της τέχνης, καταφέρνει να αποδώσει τη σκιά και το φως με απαράμιλλη αρμονία και πλαστικότητα.
Ο Ροντέν γεννήθηκε το 1840 στο Παρίσι όπου και μεγάλωσε. Από παιδί έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και μόλις στα δέκα του χρόνια παίρνει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής. Δεκατεσσάρων σπουδάζει στο «École Impériale de Dessin» αλλά απορρίπτεται από την «École des Beaux-Arts» (Σχολή Καλών Τεχνών) στην οποία διακαώς επιθυμούσε να εισαχθεί. Δεν απογοητεύεται, ανακαλύπτει την κλίση του στη γλυπτική και κείνη η αποτυχία του ήταν η ώθηση που τον διαμόρφωσε σε πρωτοποριακό, εξαιρετικό γλύπτη.
Δεκαοκτώ ετών αρχίζει να εργάζεται για να συντηρήσει την οικογένειά του και συγχρόνως κατασκευάζει τα πρώτα του έργα. Ο θάνατος της αγαπημένης του αδερφής Μαρί, τέσσερα χρόνια αργότερα, θα τον τραυματίσει ψυχικά και θα τεθεί σε θεραπευτική αγωγή. Με την ενθάρρυνση του πατέρα του, που πιστεύει στο ταλέντο του, συνεχίζει.
Στα 24 του (1864) συναντά τη Ροζ Μπερέ που γίνεται μούσα και σύντροφός του ποζάροντας σε αρκετά έργα του. Το 1866 εκείνη θα μείνει έγκυος και θα γεννηθεί ο γιος τους, τον οποίο δεν αναγνώρισε ποτέ.
Το 1875 για πρώτη φορά εκτίθεται έργο του στο Σαλόν του Παρισιού. Ταξιδεύει στην Ιταλία και επηρεάζεται σημαντικά από την οπτική και το έργο του Μιχαήλ Άγγελου. Συνεχίζει να παίρνει μέρος στο Σαλόν με έργα του μεγάλων διαστάσεων, σμιλευμένα. Αναγνωρίζεται από όλους πλέον η υψηλή αισθητική του, όμως οι κριτικοί της εποχής τον κατηγορούν πως χρησιμοποιεί καλούπι, γιατί δεν μπορούν να πιστέψουν στο ταλέντο του και τη ρεαλιστική απόδοση των έργων του.
Το 1880, στην ηλικία των σαράντα, αρχίζει να δημιουργεί τις περίφημες «Πύλες της Κολάσεως» βασιζόμενος στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, που αποτέλεσαν τη βάση για τα δημοφιλέστερα έργα του, όπως ο «Σκεπτόμενος» και το «Φιλί».
Διδάσκει γλυπτική και τότε γνωρίζεται με τη δεκαοκτάχρονη Καμίλ Κλοντέλ, που γίνεται πηγή έμπνευσης, μαθήτρια, μοντέλο, ερωτική σύντροφος και συνεργάτης του μέχρι το 1898 που διακόπτεται η σχέση τους, χωρίς όμως ποτέ να εγκαταλείψει τη Ροζ Μπερέ.
Η αρχή του 20ού αιώνα τον βρίσκει καταξιωμένο και αναγνωρισμένο, με μερικές δεκάδες βοηθών-μαθητών γύρω του για να μπορεί να αντεπεξέρχεται στον όγκο των παραγγελιών που του ανατίθενται.
Το 1908 μετακομίζει στην καρδιά της πόλης, στο Hôtel Biron, ένα υπέροχο αρχοντικό χτισμένο στα 1720, κρυμμένο πίσω από τον επιχρυσωμένο τρούλο του Les Invalides, με μεγάλες τζαμαρίες που εκτείνονται από το δάπεδο μέχρι την οροφή, αφήνοντας να πλημμυρίζουν τα δωμάτια με φως και επιτρέποντας να απολαμβάνει τη θέα ενός από τους καλύτερους κήπους της πόλης.
Ο Ροντέν το χρησιμοποίησε ως εργαστήρι για χρόνια. Το δώρισε στο γαλλικό κράτος με τα έργα του, και μαζί με τη συλλογή του από πίνακες ζωγραφικής μετατράπηκε σε μουσείο Ροντέν, εκεί που υπάρχει συγκεντρωμένη ολόκληρη η σημαντική δουλειά του, ακριβώς στους χώρους όπου μεγαλούργησε.
Ενώ έχει ξεσπάσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος καταφεύγει στο Μεντόν, όπου βρίσκεται το εξοχικό του, και συνεχίζει να εργάζεται.
Τον Ιανουάριο του 1917 παντρεύεται την πιστή σύντροφό του Ροζ Μπερέ, η οποία πεθαίνει μετά από δύο εβδομάδες. Λίγους μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του 1917, θα πεθάνει και ο ίδιος και θα ταφεί εκεί.