O Ροντέν γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου του 1840 στο Παρίσι και ήταν γόνος εργατικής οικογένειας. Οι επιδόσεις του στο σχολείο ήταν εξαιρετικά κακές και όταν το εγκατέλειψε σε ηλικία 14 ετών δυσκολευόταν ακόμα και να διαβάσει. Ο ίδιος δεν φαίνεται να ενοχλούνταν ιδιαίτερα, καθώς υποστήριζε ότι «τα ορθογραφικά λάθη δεν είναι χειρότερα από τα σχεδιαστικά λάθη που κάνουν όλοι οι άλλοι». Το 1854 γράφεται στην Αυτοκρατορική Σχολή Σχεδίου και Μαθηματικών με την επιφυλακτική συναίνεση του πατέρα του, ενώ δύο χρόνια αργότερα επιδιώκει να εισαχθεί στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά αποτυγχάνει τρεις φορές. Αρχίζει να επισκέπτεται μουσεία και να μελετά τα αρχαιοελληνικά γλυπτά, ενώ ανακαλύπτει ταυτόχρονα ότι έχει κλίση στη γλυπτική. Μετά από οικογενειακές πιέσεις, αρχίζει, σε ηλικία 18 ετών, να εργάζεται ως βοηθός σε ατελιέ και εργαστήρια καλλιτεχνών, δημιουργώντας παράλληλα και δικά του έργα. Ο θάνατος της αδελφής του, Μαρί, τέσσερα χρόνια αργότερα, έχει ως αποτέλεσμα να τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν σταματά να ασχολείται με τη γλυπτική, κάνοντας τελικά τον πατέρα του να πιστέψει στο ταλέντο του. Το 1864 γνωρίζει τη Ροζ Μπερέ, η οποία, ενώ εργαζόταν ως μοντέλο του, θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει τον γιο τους το 1866. Ο γλύπτης δεν θα τον αναγνωρίσει ποτέ, η Μπερέ ωστόσο θα μείνει δίπλα του σε όλη της τη ζωή – θα τη παντρευτεί στις 29 Ιανουαρίου 1917, μόλις δύο εβδομάδες πριν από τον θάνατό της και ενώ εκείνη είναι κατάκοιτη.
To 1865 αποπειράται να εκθέσει στο Ετήσιο Σαλόν του Παρισιού το γλυπτό «Ο άντρας με τη σπασμένη μύτη», που ο ίδιος θεωρεί ότι πρόκειται για το πρώτο του σημαντικό έργο, η επιτροπή όμως το απορρίπτει δύο φορές ως «μη ολοκληρωμένο». «Το γλυπτό διακρίνεται για τον έντονο ρεαλισμό του, μια προκλητική άποψη για την εποχή εκείνη. Αγνοεί την καθιερωμένη έννοια της ομορφιάς, παρουσιάζοντας ένα προκλητικό κεφάλι, όπου το πρόσωπο είναι ασύμμετρο και με φυσικές παραμορφώσεις» αναφέρει ο ιστορικός τέχνης, Κρίστοφ Μπέκερ. Ο Ροντέν δεν θα σταματήσει να το δουλεύει και, σμιλεμένο σε μάρμαρο και με τον τίτλο «Πορτρέτο Ρωμαίου», θα είναι το πρώτο έργο του που θα εκτεθεί στο Σαλόν, δέκα χρόνια αργότερα. Το 1875 ταξιδεύει στην Ιταλία για να μελετήσει τα γλυπτά της Αναγέννησης και ο Μιχαήλ Άγγελος τον επηρεάζει ιδιαίτερα. «Το ταξίδι στην Ιταλία θα αποδειχτεί ζωτικής σημασίας για τη δουλειά του και θα τον οδηγήσει στη μεγαλύτερη καινοτομία του: άρχισε να κατακερματίζει το ανθρώπινο σώμα, δηλώνοντας ότι ο κορμός είναι μια αυτόνομη γλυπτική φόρμα» εξηγεί ο Μπέκερ. Δημιουργεί το πρώτο του γυμνό –που αργότερα θα ονομαστεί «Εποχή του Χαλκού»–, έναν μπρούντζινο μυώδη άντρα τόσο ρεαλιστικό που, όταν εκτέθηκε στο Σαλόν το 1877, οι κριτικοί τον κατηγόρησαν ότι έφτιαξε το καλούπι πάνω σε ζωντανό μοντέλο. Ο ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε θα γράψει για το γλυπτό: «Κάθε σημείο του ήταν ένα στόμα που μίλαγε τη δική του γλώσσα».
Η αυξανόμενη συζήτηση γύρω από το όνομά του είχε ως αποτέλεσμα να του ανατεθεί από το υπουργείο Καλών Τεχνών η κατασκευή μιας μνημειώδους πόρτας για το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών, το οποίο θα γινόταν στο Παρίσι – έργο που εγκαταλείφθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1880. Ο Ροντέν, αντλώντας έμπνευση από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη αλλά και από «Τα άνθη του κακού» του Μποντλέρ, ξεκίνησε να δουλεύει τις «Πύλες της Κολάσεως» – το έργο ωστόσο αποδείχτηκε ιδιαίτερα φιλόδοξο και μολονότι το επεξεργαζόταν σε όλη του ζωή, δεν το ολοκλήρωσε ποτέ. Για τις «Πύλες» σχεδίασε περίπου διακόσιες μορφές κολασμένων, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ξανά αποτελώντας ανεξάρτητα έργα – ανάμεσά τους το «Φιλί», που αναπαριστά τον Πάολο και τη Φραντσέσκα, το παράνομο ζευγάρι του Δάντη που ανταλλάσσει το μοναδικό του φιλί, αλλά και το πιο διάσημο γλυπτό του, ο «Σκεπτόμενος», που ξεκίνησε ως απεικόνιση του Δάντη και για τον οποίο ο καλλιτέχνης είχε πει: «Αυτό που κάνει τον "Σκεπτόμενό" μου να σκέφτεται είναι το ότι σκέφτεται όχι μόνο με το μυαλό του, με το πλεκτό μέτωπό του, τα διεσταλμένα ρουθούνια του και τα συμπιεσμένα χείλη, αλλά με κάθε μυ από τα χέρια του, την πλάτη και τα πόδια, με σφιγμένη τη γροθιά του και πιάνοντας τα δάχτυλα των ποδιών».
Το 1882, ενώ αναπλήρωνε έναν δάσκαλο γλυπτικής, ο Ροντέν γνωρίζει τη δεκαοκτάχρονη μαθητευόμενη Καμίλ Κλοντέλ και εντυπωσιασμένος από τις ικανότητες και την ευφυΐα της δεν θα αργήσει να την κάνει μούσα, συνεργάτιδα και ερωτική του σύντροφο, χωρίς, ωστόσο, να εγκαταλείψει τη Ροζέ Μπερέ. Το ζευγάρι θα συζήσει στην εξοχή μέχρι το 1898, οπότε και θα χωρίσει. Την εποχή που ο Ροντέν δούλευε ακόμη τις «Πύλες της Κολάσεως» η φήμη του άρχισε να γίνεται όλο και μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα να του αναθέσουν τη δημιουργία αρκετών δημόσιων μνημείων, ανάμεσά τους και την προτομή του Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Για την προτομή ο γλύπτης εργάστηκε επτά χρόνια, όταν όμως παρουσιάστηκε δημόσια το 1898 ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Μετά από χαρακτηρισμούς όπως «παχύσαρκο τέρας», «άμορφος όγκος» και «γιγάντιο έμβρυο», ο Ροντέν «καταχώνιασε» την προτομή στο εργαστήριό του και δεν επέτρεψε, πλέον, τη δημόσια έκθεσή της – αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι για τον Μπρανκούζι είναι το έργο που θεμελίωσε τον μοντερνισμό στη γλυπτική.
Στην αυγή του εικοστού αιώνα ο Ροντέν έχει καταξιωθεί και οι Γάλλοι τον βλέπουν πια ως εθνικό θησαυρό, ενώ ένα τμήμα της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού είναι αφιερωμένο στα γλυπτά του. Συνεχίζει να εργάζεται έχοντας πληθώρα βοηθών –κατηγορήθηκε μάλιστα ότι ανέθετε εξολοκλήρου το σμίλευμα σε εκείνους– και δημιουργεί όλο και πιο συχνά αποσπασματικές μορφές που έχει εμπνευστεί από ελληνικά και ρωμαϊκά γλυπτά. Το 1908 μετακομίζει στο Hôtel Biron, έξω από το Παρίσι, και όταν η κυβέρνηση αποφασίζει να το γκρεμίσει, το σώζει δωρίζοντας στο γαλλικό κράτος όλα του τα έργα, με απώτερο σκοπό να στεγαστεί στο κτίριο το Μουσείο Ροντέν – όπως και έγινε. Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο γλύπτης κατέφυγε στο εξοχικό του στο Μεντόν, όπου συνέχισε να εργάζεται μέχρι τον Ιούλιο του 1916, οπότε και υπέστη εγκεφαλικό. Θα πεθάνει και θα ταφεί εκεί τον Νοέμβριο του 1917, λίγους μήνες μετά τον θάνατο της πιστής μέχρι το τέλος Ροζ Μπερέ. Οι τεχνικές του, που ήταν πρωτοποριακές για την εποχή του, επηρέασαν ιδιαίτερα σπουδαίους καλλιτέχνες του εικοστού αιώνα – ανάμεσά τους συγκαταλέγονται και ο Τακάσι Μουρακάμι, ο Τζεφ Κουνς, ο Ντέμιαν Χερστ. , όπως αναμένεται να συμβεί και στη σπουδαία έκθεση που ξεκινάει στο Γκραν Παλαί.Σήμερα, τα ρεαλιστικά γλυπτά του, που εκφράζουν τα ανθρώπινα συναισθήματα αλλά και τις αδυναμίες, εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα δημοφιλή και να συγκεντρώνουν πλήθη φιλότεχνων όπου και αν εκτίθενται.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 14.3.2017