Στις 7 Μαΐου πήρα το αεροπλάνο από την Αθήνα για Βενετία. Πρόκειται για μια πολύ μικρή απόσταση, αφού η απευθείας πτήση διαρκεί μόνο δύο ώρες, αλλά τελικά η μετάβαση ήταν περιπετειώδης. Από αυτές τις περιπέτειες που σε κάνουν να αλλάξεις αντιλήψεις μια για πάντα. Έφτασα στο αεροδρόμιο σχετικά νωρίς, γεμάτη, ας πούμε, χαρά και ανυπομονησία να συναντήσω συνεργάτες και φίλους και να δω την έκθεση, αλλά όλα κόπηκαν μαχαίρι όταν μου ανακοίνωσαν ευγενικά στο γκισέ του check-in ότι η πτήση ήταν overbooked και ότι θα έπρεπε να περιμένουμε για να δούμε τι θα γίνει. Έγινα πυρ και μανία, μου φαινόταν αδιανόητο, εφόσον είχα κλείσει το εισιτήριο έξι μήνες πριν. Προσπάθησα να πείσω το προσωπικό εδάφους, λέγοντάς τους, μέσα στον παροξυσμό της ανοησίας μου, ότι ως επαγγελματίας ήταν για μένα «θέμα ζωής και θανάτου» να πετάξω. Δεν ήξερα όμως τι θα συναντούσα, αργότερα…
Όλοι οι εργαζόμενοι φαίνονταν ήρεμοι και καθησυχαστικοί, λες και επρόκειτο για καθημερινή ρουτίνα. Δεν πήρα καμία ουσιαστική απάντηση, μέχρι που έφτασα στην πύλη της αναχώρησης. Λίγα λεπτά πριν αρχίσουν οι επιβάτες να ανεβαίνουν στο αεροπλάνο, η μάνατζερ του προσωπικού προσπάθησε ευγενικά να δώσει τέλος στην αγωνία μου: «Τους βλέπετε όλους αυτούς;» μου είπε δείχνοντάς μου διακριτικά την ουρά των ανθρώπων που περίμεναν να επιβιβαστούν. «Τουλάχιστον καμιά δεκαριά από αυτούς δεν θα ταξιδέψουν, γιατί τα διαβατήριά τους θα αποδειχτούν πλαστά. Είναι ο κανόνας πια σε πτήσεις που φεύγουν από Ελλάδα για άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η αεροπορική εταιρεία το ξέρει και γι' αυτό κάνει διπλοκρατήσεις. Καθίστε και σε λίγο θα σας φωνάξω». Το αίμα μου πάγωσε. Μου πήρε κάποιον χρόνο να συνειδητοποιήσω τι γινόταν. Το ζωντανό και πολύχρωμο σύνολο τουριστών και «εραστών» της τέχνης μετατράπηκε, για ένα κλάσμα δευτερολέπτου, σε ένα «πλήθος υπόπτων».
Είναι καιρός να αναζητήσουμε διαφορετικές επιλογές ανάμεσα στον κυνισμό, στο σκοτάδι (στο οποίο μαζοχιστικά βυθιζόμαστε), τη στείρα ρητορική και τις ψευδείς λύσεις.
Η ιστορία είχε τραγική κατάληξη. Τουλάχιστον δεκαπέντε άνθρωποι έμειναν πίσω διαδοχικά, καθώς οι υπόλοιποι επιβιβάζονταν κανονικά. Ανάμεσά τους και μια οικογένεια με δύο παιδιά –τα οποία είχαν τρελαθεί μέχρι τότε στο παιχνίδι– και ένα βρέφος. Δεν ήθελα να πετάξω πια, προσφέρθηκα να μείνω εάν η θέση μου μπορούσε να δοθεί… Μέσα σε λίγα λεπτά η ελπίδα μετατράπηκε σε αγωνία, τα γέλια σε κρυφά δάκρυα και η αξιοπρέπεια σε ταπείνωση. Όλοι υπέφεραν διακριτικά και σιωπηρά: οι άνθρωποι που, βίαια εκτοπισμένοι από τον τόπο τους, προσπαθούσαν να βρουν διέξοδο σε ένα καλύτερο μέλλον, το προσωπικό εδάφους, που ήταν αναγκασμένο να τους σταματήσει – ακόμα και οι αστυνομικοί έμοιαζαν συντετριμμένοι. Η μόνη που βγήκε κερδισμένη από την υπόθεση ήταν η ισπανική εταιρεία charter, η οποία, γνωρίζοντας τη γεωπολιτική κατάσταση, πουλάει περισσότερες θέσεις από αυτές που μπορεί να διαθέσει συνολικά κάθε αεροπλάνο της που φεύγει από την Αθήνα. Έπος κυνισμού! Το αεροπλάνο πέταξε με μικρή καθυστέρηση και κανένας επιβάτης δεν κατάλαβε τίποτα. Ήταν γεμάτο από το σινάφι μας, την ελληνική σκηνή της τέχνης. Φτάσαμε στη Βενετία νωρίς το βράδυ και είχε σκοτεινιάσει ήδη. Τι ευλογία θα ήταν εάν είχαν ταξιδέψει όλοι όσοι το είχαν σχεδιάσει – το αεροδρόμιο ήταν τελείως έρημο.
Με τι τρόπο μπορεί να γράψει κανείς μια πετυχημένη κριτική ανασκόπηση για μια οργάνωση όπως η Μπιενάλε της Βενετίας, που περιλαμβάνει ταυτόχρονα μια τεραστίου μεγέθους διεθνή έκθεση καλλιτεχνών απ' «όλο» τον κόσμο και παράλληλα μια σειρά ξεχωριστών εθνικών αντιπροσωπεύσεων; Οι οποίες, σημειωτέον, φιλοξενούνται σε ξεχωριστούς χώρους/περίπτερα, μερικά από τα οποία μένουν βαθιά ριζωμένα για πάντα, ενώ άλλα εμφανίζονται και εξαφανίζονται από τον εκθεσιακό χάρτη, ανάλογα με την τρέχουσα πολιτική κατάσταση.
Από ποια πλευρά να πιάσεις και να αναλύσεις αυτήν τη διπλή δέσμευση (κατά τον όρο της ψυχολογίας double bind) του όλου εγχειρήματος για έναν κόσμο βασισμένο σε ίσα δικαιώματα, χωρίς σύνορα και διαχωρισμούς και μαζί για έναν κόσμο «προστατευμένο» και κατακερματισμένο σε εθνικά κράτη, τα οποία χαίρουν προνομίων ανάλογα με τον πλούτο, τη γεωπολιτική θέση και τη σημασία τους στη γενικότερη Ιστορία του πλανήτη;
Κάτι τέτοιο είναι πάντα μια μεγάλη πρόκληση. Πόσο μάλλον σε μια εποχή που ο κόσμος βρίσκεται ξανά σε (σχετική) αναταραχή.
Σε διλήμματα όπως αυτό, το μικρό βιβλίο με τη μεγάλη σημασία «Τέχνη και Κριτική» του Όσκαρ Ουάιλντ αρχίζει να στέλνει σήματα από το ράφι. Αν και γραμμένο το 1881, υποστηρίζει διαχρονικές αλήθειες που ενίοτε ξεχνιούνται, σχετικά με την «κριτική», την οποία ο Ουάιλντ θεωρεί, εκτός των άλλων, μια αφήγηση ψυχής ή ακόμη και έναν πολιτισμένο τρόπο αυτοβιογραφίας του/της κειμενογράφου. Εν ολίγοις, η πάσης φύσεως υποκειμενικότητα είναι αναπόφευκτη, και επίσης θεμιτή, στα κριτικά κείμενα. Το ότι μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για το ίδιο μέγα-γεγονός φαίνεται να είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, θέμα προοπτικής. Όχι απαραίτητα μόνο μιας άμορφης προσωπικής προοπτικής βασισμένης στο προσωπικό γούστο, τα επαγγελματικά συμφέροντα ή την επίκαιρη αισθητική, αλλά και μιας προοπτικής που πηγάζει από τα γενικότερα προνόμια, τη γεωγραφική θέση, την τοπική κουλτούρα και γενικά την ευρύτερη «κατά τόπους διεθνικότητα».
Μοιάζει τώρα, περισσότερο από ποτέ, ο τόπος επιβίβασης κάποιας/κάποιου με προορισμό τη Βενετία να είναι καθοριστικός για τον τρόπο με τον οποίον θα κατανοήσει την Μπιενάλε. Αυτή η ποικιλομορφία των σημείων αναχώρησης (των συμμετεχόντων και των θεατών) δημιουργεί πολλαπλούς τρόπους θέασης, πρόσληψης και μνήμης, υπονομεύοντας έτσι τις ασυμμετρίες που υπάρχουν στην Ιστορία της Τέχνης. Θα πρέπει να αρχίσουμε να αξιολογούμε εξίσου όλες αυτές τις ποικίλες προοπτικές, καθώς αλληλοσυμπληρώνονται και ορίζουν ισάξια πια την ιστορική σημασία κάθε έκδοσης της Μπιενάλε.
Το επόμενο πρωί ξεκίνησα την περιήγηση στην Μπιενάλε από το Αρσενάλε, έναν από τους δύο κεντρικούς χώρους. Το πολυσυζητημένο και πραγματικά παντελώς ανούσιο Barca Nostra (2018-19), έργο του Christoph Büchel, δεν χωνευόταν εύκολα, κυρίως μετά απ' όλα όσα μου είχαν συμβεί την προηγούμενη μέρα. Το έργο, δηλαδή ο σκελετός απ' ό,τι είχε διασωθεί μετά το ναυάγιο ενός αλιευτικού σκάφους στο οποίο έχασαν τη ζωή τους χιλιάδες άτομα τη νύχτα της 18ης Απριλίου 2015, δεν κατάφερε να λειτουργήσει ούτε ως συμβολικό ερείπιο αυτής της ανθρώπινης τραγωδίας ούτε ως μνημείο της σύγχρονης μετανάστευσης. «Αγκυροβολημένο» ή, μάλλον, εγκατεστημένο στην ξηρά όπως ήταν, γειτνιάζοντας με ένα από τα κεντρικά καφέ της έκθεσης, χρησίμευσε τελικά ως το πιο δημοφιλές φόντο για τις selfies των πιο αναίσθητων από το σύνολο των θεατών. Δυστυχώς, ήταν πολλοί/-ές, όπως φαίνεται από αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, αυτοί που φωτογραφήθηκαν πίνοντας το Spritz τους εκεί μπροστά. Αυτό που με συγκλόνισε δεν ήταν η χυδαιότητα της χειρονομίας του Büchel να φέρει το πλωτό αυτό ερείπιο στην Μπιενάλε –και του επιμελητή, φυσικά, να το δεχτεί– αλλά ο τρόπος που αυτό λειτούργησε τέλεια ως μέρος του «εμπορευματοποιημένου» θεάματος της σύγχρονης τέχνης. Business as usual.
Όχι πολύ μακριά από κει, το περίπτερο της Χιλής μετρίασε την απογοήτευσή μου. Η καλλιτέχνις Voluspa Jarpa παρουσίασε ένα βιντεο-έργο με τίτλο The Emancipating Opera, στην οποία ακούγονται «ηγεμονικές» και «υποδεέστερες» φωνές να τραγουδούν μαζί. Το ενδιαφέρον παράξενο θέαμα των βοσκών που εμφανίζονται να περιφέρονται στις αχανείς κοιλάδες της Χιλής, τραγουδώντας τη δική τους «πολιτισμική ταυτότητα» με τον ευρωπαϊκό, άρα αποικιοκρατικό-οπερετικό τρόπο, λειτούργησε πολύ καλυτέρα, κατά τη γνώμη μου, από ένα άλλο οπερατικό έργο, το Sun & Sea Marina2019 της Lina Lapelytė Rugilė Barzdžiukaitė, και το Vaiva Grainytė στο λιθουανικό περίπτερο. Τι σημαίνει σήμερα το να βλέπεις ένα σύνολο αποκλειστικά λευκών ανθρώπων να τραγουδούν τις ανησυχίες τους για την καταστροφή του περιβάλλοντος, ενώ βρίσκονται σε διακοπές και ξαπλώνουν στην παραλία; Ίσως ότι το ανθρώπινο είδος βυθίζεται σε παρακμή, καταδικασμένο.
Μια ακόμη ωδή στον κυνισμό είναι το έργο της διάσημης Laure Prouvost παυ αντιπροσώπευσε τη Γαλλία. Με τίτλο «Deep see blue surrounding you / Vois ce bleu profond te fondre», το έργο παρουσιάζει μια ομάδα «περιπλανώμενων» χίπστερ και καταγράφει το ταξίδι τους από τη Γαλλία μέχρι τη Βενετία προκειμένου να αγοράσουν και να φτιάξουν διάφορα ακριβά αντικείμενα από γυαλί Murano, τα οποία και αποτέλεσαν μια εγκατάσταση που σχολιάζει επίσης την περιβαλλοντική καταστροφή. Ποιο το νόημα; Γιατί όλο αυτό; Μόνο και μόνο επειδή μπορούν, σε αντίθεση με τόσους άλλους ανθρώπους σήμερα.
Σε αυτό το κλίμα κινήθηκε όλη η κύρια έκθεση, παρά τον αριθμό αξιόλογων καλλιτεχνών που συγκέντρωσε. Πιθανόν μιμούμενος το επιτυχημένο εκθεσιακό παράδειγμα «αντικατοπτρισμού» της Documenta 14, όπου καλλιτέχνες κλήθηκαν να επισκεφτούν, να δημιουργήσουν και αργότερα να παρουσιάσουν έργα σε δύο πολύ διαφορετικές «ευρωπαϊκές» τοπογραφίες ταυτόχρονα, την Αθήνα και το Κάσελ της Γερμανίας, ο καλλιτεχνικός διευθυντής Ralph Rugoff προσκάλεσε καλλιτέχνες να παρουσιάσουν έργα ταυτόχρονα στο Giardini και στο Arsenale (τους δύο κυρίως χώρους της Μπιενάλε της Βενετίας, που απέχουν δέκα λεπτά μεταξύ τους). Ωστόσο, δυστυχώς, σε αυτήν τη δεύτερη περίπτωση οι ανησυχίες μοιάζει να είναι αποκλειστικά φορμαλιστικές και χωρικές, όχι εννοιολογικές και κοινωνικοπολιτικές.
Αυτό που με συγκλόνισε δεν ήταν η χυδαιότητα της χειρονομίας του Büchel να φέρει το πλωτό αυτό ερείπιο στην Μπιενάλε –και του επιμελητή, φυσικά, να το δεχτεί– αλλά ο τρόπος που αυτό λειτούργησε τέλεια ως μέρος του «εμπορευματοποιημένου» θεάματος της σύγχρονης τέχνης. Business as usual.
Η απουσία κάποιου συνδετικού πλαισίου «ιστορικής» αφήγησης ή σοβαρού διαλόγου μεταξύ των έργων, η έλλειψη ουσιαστικής συσχέτισης με το πραγματικό κοινωνικοπολιτικό εδώ-και-τώρα της χώρας όπου φιλοξενείται η Μπιενάλε (αλλά και του πλανήτη γενικότερα) και, τέλος, η απόφαση να προσκληθούν αποκλειστικά καλλιτέχνες, οι οποίοι όχι μόνο είναι ιδιαίτερα γνωστοί και ανερχόμενοι στον ευρύτερο χώρο της αγοράς αλλά κατοικούν σχεδόν αποκλειστικά στα μητροπολιτικά κέντρα της σύγχρονης τέχνης, κάνει το γενικότερο σύνολο να μοιάζει με το προσωπικό showroom μιας ιδιωτική συλλογής. Όχι ότι δεν μου αρέσουν οι ιδιωτικές συλλογές, αλλά μια μπιενάλε πρέπει να έχει διαφορετικό ρόλο. Κάποιοι άνθρωποι ενώνονται κάτω από την τρωτότητα που προκύπτει από τις κοινές ανησυχίες, τους κοινούς αγώνες και τις κοινές ελλείψεις, ενώ άλλοι κάτω από την υπαρξιακή πλήξη και την παρακμή της αφθονίας. Η κύρια έκθεση του καλλιτεχνικού διευθυντή Ralph Rugoff μοιάζει περισσότερο με μια παράσταση «διεθνισμού», σκηνοθετημένη αποκλειστικά από τις «αγορές της τέχνης» στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο, στο Λος Άντζελες και στο Βερολίνο.
Πολύ καλύτερα ήταν τα πράγματα φέτος στα εθνικά περίπτερα. Εδώ ο χορός και γενικότερα η κινησιολογική περφόρμανς υπερείχε. Ο χορός ως μέσο αντίστασης στην καταπίεση των αδυνάτων και περιθωριοποιημένων και επιπλέον ως μέσο έκφρασης της ανισότητας ανάμεσα στα πολλαπλά φύλα και τη δυσαρέσκεια για κυβερνητικές πολιτικές με έκανε να σκεφτώ ότι το «σώμα» μοιάζει να είναι ένα από τα τελευταία οχήματα αντίστασης που δεν έχουν καταχτηθεί ακόμα από το γενικότερο σύστημα. Μια τέτοια τελετουργία είχε στηθεί και στο ελληνικό περίπτερο, για το οποίο νιώθω εθνικά υπερήφανη (ίσως όχι τόσο για την οργάνωση της εκτέλεσης του όλου εγχειρήματος αλλά για την επιλογή και το περιεχόμενο του έργου των συμμετεχόντων).
Κατά τη διάρκεια των ημερών των εγκαινίων ο Πάνος Χαραλάμπους παρουσίασε μια περφόρμανς στην οποία χόρευε σε τακτά χρονικά διαστήματα στον ρυθμό της γλυκιάς θλίψης και της ηττημένης χαράς πάνω σε ένα πάτωμα φτιαγμένο από ποτήρια. Στον ίδιο χώρο, οι ταινίες της Εύας Στεφανή, ένα ανασυντεθειμένο σύνολο από το προσωπικό της αρχείο, έδιναν «εξουσιοδότηση» σε άνδρες αποκλειστικά να διηγηθούν την καθημερινότητα της «αποτυχίας τους» και ήταν πραγματικά συγκινητικό, ενώ ο Ζάφος Ξαγοράρης φώτισε μια σκοτεινή περίοδο της ελληνικής ιστορίας, τα ταραγμένα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, με την παρουσίαση αρχειακού υλικού σχετικά με την ενοικίαση του ελληνικού περιπτέρου το 1948. Οι τότε Αρχές νοίκιασαν το περίπτερο στην Peggy Guggenheim για να παρουσιάσει το κίνημα τέχνης De Stijl, τη στιγμή που μεγάλο ποσοστό Ελλήνων καλλιτεχνών κρατούνταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ελλάδα. Η κάλυψη της πρόσοψης του περιπτέρου (μέρος της όλης εγκατάσταση του Ξαγοράρη) με «σκηνικό» που προσομοιάζει στην όψη που είχε το 1948 λειτούργησε αποτελεσματικά και με ώθησε να δώσω μεγαλύτερη προσοχή στο εγκαταλελειμμένο αυτήν τη χρονιά περίπτερο της Βενεζουέλας. Ένα αριστούργημα του αρχιτέκτονα Carlo Scarpa, στρατηγικά χτισμένο μεταξύ του ελβετικού και του ρωσικού, που ήταν διπλοκλειδωμένο λόγω της πολιτικής κατάστασης στη χώρα. Δυστυχώς, αυτή η ακούσια χειρονομία αποτελεί μία από τις δυνατότερες και ακριβέστερες αφηγήσεις στην 58η Μπιενάλε εν έτει 2019.
Άλλο αξιοσημείωτο περίπτερο ήταν εκείνο της Αλβανίας. Μέσα από το πολύ καλό βιντεο-έργο με τίτλο Maybe the Cosmos is not so extraordinary, ο νεαρός καλλιτέχνης Drien Zeneli επαναδιερευνά τους κώδικες της αποτυχίας, της ουτοπίας και των ονείρων, παρουσιάζοντάς τους ως πιθανά μέσα αλλαγής. Φαντάζομαι πόσο διαφορετικά θα μπορούσε να είχε διαβαστεί ολόκληρη η Μπιενάλε αν είχε αυτόν τον τίτλο αντί για την ersatz κινεζική κατάρα May You Live in Interesting Times. Τι θα συνέβαινε, άραγε, αν είχα πει στους ανθρώπους που πιάστηκαν με πιθανώς πλαστά έγγραφα στο αεροδρόμιο της Αθήνας ότι η δυσχερής κατάστασή τους ήταν αποτέλεσμα μιας «ενδιαφέρουσας εποχής» και όχι μιας «άκρως επικίνδυνης εποχής», σύμφωνα με μια ανάγνωση αυτού του εκθεσιακού τίτλου, όπως προτάθηκε από το ίδιο τον διευθυντή, τον Rugoff (ο οποίος την επινόησε κιόλας);
Επίσης, εκπληκτική παρουσία είχε και το περίπτερο της Κύπρου, όπου φιλοξενήθηκε η δουλειά του αείμνηστου Χριστόφορου Σάββα (1924-1968), την οποία δεν είχε τύχει να δω ποτέ μέχρι σήμερα. Μέσα από αυτήν η ανάγκη επανεξέτασης του μοντερνισμού ως καθολικού κινήματος, πέρα από τον δυτικό κανόνα σκέψης, μοιάζει να είναι ακόμα πιο επιτακτική. Άραγε, πόσοι εναλλακτικοί μοντερνισμοί, έτσι όπως διαμορφώθηκαν σε κράτη που ήταν αποικίες των Μεγάλων Δυνάμεων, παραλήφθηκαν από τον γενικότερο ορισμό της νεωτερικότητας;
Μία από τις αγαπημένες μου στιγμές συνέβη στο περίπτερο του Καναδά. Η παρουσίαση εκεί μας έκανε να σκεφτούμε τι πραγματικά έχει ακόμα νόημα στη ζωή. Η πρώτη εταιρεία παραγωγής Inuit (ιθαγενών) του Καναδά, που ιδρύθηκε από τους Zacharias Kunuk, Paul Apak Angilirq και Norman Cohn στο Igloolik του Nunavut, παρουσίασε μια online ταινία που είναι επίσης προσβάσιμη από απομακρυσμένες κοινότητες Inuit μέσω δικτύου τοπικών servers. Σε ένα σημείο της ταινίας ένας από τους κύριους χαρακτήρες, o γηραιότερος άντρας Inuit, ρωτάει:
«Για τι πράγμα είναι, τελικά, καλά τα λεφτά; Τι θα τα χρειαστώ;»
Η ερώτησή του απευθύνεται σε έναν κυβερνητικό υπάλληλο του Καναδά, ο οποίος του προσφέρει τη δυνατότητα του μηνιαίου εισοδήματος –γι' αυτόν και την οικογένειά του– αν αφήσουν τη «γη τους» και μεταβούν σε καταυλισμούς στην πόλη.
Ποιος είναι ο πραγματικός ρόλος της τέχνης, όπως διαμορφώνεται τελικά; Σε ποιους απευθύνεται; Τέχνη αποκλειστικά για χάρη της Τέχνης ή Τέχνη για την ευρύτερη κοινωνία;
Παρ' ότι η απάντηση στις στερεοτυπικές αυτές ερωτήσεις δεν πρέπει να είναι ξεκάθαρη, δεν θα πρέπει να αποτελεί ούτε και μια «διπλή δέσμευση» (με την έννοια του ψυχολογικού double bind). Είναι προφανές ότι οποιαδήποτε μορφή καλλιτεχνικής και πνευματικής επιδίωξης –έρευνα, δημιουργία, παραγωγή– εμπεριέχει εγγενή διλήμματα και αντικρουόμενες απαιτήσεις. Το ζήτημα, όμως, είναι ο τρόπος με τον οποίο επιβάλλονται και ποιος (ή τι) επιβάλλει αυτές τις απαιτήσεις στο «υποκείμενο» (τον θεατή, την κοινωνία). Η πολυπλοκότητα εγείρει ερωτήματα, αλλά μπορεί επίσης να είναι η πιο αποτελεσματική μορφή ηγεσίας, καθώς εμπεριέχει όλα τα διαφορετικά σενάρια και επομένως εξαλείφει την κριτική και την αντίσταση. Υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα, αλλά, δυστυχώς, πολύ λίγες μέχρι στιγμής.
Είναι καιρός να αναζητήσουμε διαφορετικές επιλογές ανάμεσα στον κυνισμό, στο σκοτάδι (στο οποίο μαζοχιστικά βυθιζόμαστε), τη στείρα ρητορική και τις ψευδείς λύσεις. Η ουσιαστική διασταύρωση απόψεων πρέπει να είναι το επόμενο βήμα. Ελπίζω να μην αφήσουμε ένα μέρος του πληθυσμού να κάνει όλη τη «σκατοδουλειά» για τη σωτηρία του πλανήτη. Ήρθε ο καιρός οι γηραιές εκθέσεις, όπως και η γηραιές ήπειροι, οι οποίες βρίσκονται σε κατάσταση σήψης, να ανοίξουν τα παράθυρα ώστε να μπει καθαρός αέρας και ήλιος. Διότι, όσο περισσότερο παραμένουν στο σκοτάδι, τόσο πιο γρήγορα θα πεθάνουν.