Επίσκεψη στην Άνδρο για το ετήσιο ραντεβού του Ιδρύματος Βασίλης και Ελίζας Γουλανδρή με έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής παραστατικής (ρεαλιστικής) ζωγραφικής, τον Χρόνη Μπότσογλου (1941-2022). Έναν καλλιτέχνη, συγγραφέα και ποιητή, ο οποίος πορεύτηκε παράλληλα με την ιστορία της Ελλάδας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Έχοντας αφιερώσει όλη του την ύπαρξη στην καθημερινή καλλιτεχνική δημιουργία, αποτελεί έναν από εκείνους τους ξεχωριστούς ανθρώπους των οποίων η τέχνη αντανακλά, εκτός από την όψη ενός τόπου, την ψυχογραφία ενός λαού σε σταθερή εξέλιξη.
Μόλις έναν χρόνο μετά τον θάνατο του, η αναδρομική έκθεση που μόλις εγκαινιάστηκε στη νέα πτέρυγα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης με τις ολόλευκες και απαστράπτουσες αίθουσες συγκεντρώνει περισσότερα από εκατό έργα του, τα οποία αναδεικνύουν το μέγεθος της παραγωγής αλλά και την ποικιλία των ενδιαφερόντων και ερεθισμάτων του ζωγράφου. Με κυρίαρχη την εμμονή του στον άνθρωπο και τις αλήθειες του, που μόνο η γενιά όλων όσοι έζησαν τη φτώχεια της προσφυγιάς (οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη ερχόμενοι από τη Θράκη), τον πόλεμο (γεννήθηκε το 1941) και το άλλο μεγάλο τραύμα, τον Εμφύλιο (τα πρώτα του βιώματα, λόγω ενός εξόριστου θείου), διέθετε, με απολύτως αυθεντικά αισθήματα για τον αγώνα της επιβίωσης και της ζωής.
Μια εξαιρετική επιλογή που περιλαμβάνει σχέδια με μολύβι, παστέλ, ελαιογραφίες, ακουαρέλες, μπρούντζινα, ορειχάλκινα και γύψινα, τα οποία καλύπτουν την περίοδο από το 1953 έως το 2018, εξήντα πέντε χρόνια μιας εξαιρετικά γόνιμης καλλιτεχνικής διαδρομής.
Ο τίτλος της έκθεσης, «Η αδιάλλακτη ειλικρίνεια της ενσυναίσθησης», όχι μόνο τιμά τη μνήμη του αλλά αποδίδει με ακρίβεια την προσωπικότητα και τη στάση του απέναντι σε γονείς, συγγενείς, σύζυγο, παιδιά, φίλους, συνοδοιπόρους, συναδέλφους, ζώντες και μη «δασκάλους» της τέχνης του. Από τα πρώτα του σκαριφήματα, όπως ένα σχέδιο με μολύβι όπου αποτύπωσε το φτωχικό προσφυγικό σπίτι του γύρω στα 15 του, μαθητής ακόμα του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης, μέχρι τα πλέον ώριμα έργα του λίγο πριν από το τέλος, η παρουσίαση όλων των φάσεων του σημαντικού καλλιτέχνη προσφέρει μια πληρέστατη καταγραφή της εξελικτικής δύναμης της δημιουργικότητάς του.
Μια εξαιρετική επιλογή που περιλαμβάνει σχέδια με μολύβι, παστέλ, ελαιογραφίες, ακουαρέλες, μπρούντζινα, ορειχάλκινα και γύψινα, τα οποία καλύπτουν την περίοδο από το 1953 έως το 2018, εξήντα πέντε χρόνια μιας εξαιρετικά γόνιμης καλλιτεχνικής διαδρομής, πάντα με επίκεντρο τον άνθρωπο. Δεκάδες είναι οι αυτοπροσωπογραφίες και τα πορτρέτα των γονιών του, συχνά με έναυσμα τη φωτογραφία –από τους πρώτους ζωγράφους που εμπιστεύτηκαν το μέσο–, όπως ο εμβληματικός «Συνταξιούχος», μια σύνθεση εικόνων από τη ζωή του πατέρα του, της αγαπημένης του συζύγου Ελένης, αλλά και φίλων και συνεργατών.
Στον πρώτο όροφο του μουσείου, τον μόνο χώρο που λούζεται από το φυσικό φως του νησιού και έχει θέα στη θάλασσα και στα βουνά του, εκτίθενται τα καταπληκτικά τοπία του, μια εκπληκτική γκάμα έργων που παραπέμπουν στον «μεγάλο» δάσκαλο Σεζάν, η ζωγραφική του οποίου και οι ιδέες αποτέλεσαν για χρόνια τη μεγάλη επιρροή του Μπότσογλου.
Αντιθέτως, στα δύο υπόγεια του μεγάρου ξεδιπλώνονται όλα εκείνα τα έργα που άλλοτε μπορεί να ξεκίνησαν ως τολμηροί πειραματισμοί και άλλοτε ως έργα μεγάλης αυτοκυριαρχίας του προσωπικού και αναγνωρίσιμου συντακτικού του εικαστικού, στο σύνολό τους όμως αποκαλύπτουν έναν καλλιτέχνη παθιασμένο, παραγωγικότατο και ευφάνταστο, αντάξιο μιας γενιάς που πίστεψε σε μια νέα Ελλάδα, περισσότερο ανθρώπινη και αυθεντική. Σε μία από τις λεζάντες διαβάζουμε τα λόγια του: «Δουλεύεις κολλημένος σε διάφορα σημεία και καμία λύση δεν σε ευχαριστεί, γιατί δεν εκφράζει εκείνο που σε βασανίζει και ζητάς να πάρει μορφή».
Έχοντας φοιτήσει καταρχάς στην ΑΣΚΤ και αργότερα στο Παρίσι και έχοντας δει τους μεγάλους ζωγράφους της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, δεν σταμάτησε να τον απασχολεί η τέχνη του και να παιδεύεται καθημερινά να πετύχει όλα όσα οραματιζόταν, όλα όσα ήθελε να αποδώσει μέσα από τη δική του αντίληψη της πραγματικότητας. Τα «εικαστικά κεφάλαια» της πορείας του και της τέχνης του αποδίδονται μέσα στη μεγαλειώδη αυτή έκθεση με σεβασμό και μεθοδικότητα, προσφέροντας οπτική απόλαυση ακόμα και στον ανύποπτο επισκέπτη. Γιατί αυτό είναι αποτέλεσμα της «ειλικρίνειας» για την οποία αγωνιζόταν μια ολόκληρη ζωή, τόσο στην καθημερινότητα, μέσω της ενσυναίσθησης, όσο και στις επαγγελματικές του σχέσεις.
Περιηγούμαστε στα έργα του 1972, στις μεγαλουπόλεις, π.χ. σε εικόνες από το μετρό του Παρισιού και του Λονδίνου (τότε, λόγω της δικτατορίας, ζούσε εκτός Ελλάδας), σε εικόνες που με τόση αγάπη ξεπήδησαν μέσα από τη δεκαετή παρουσία του σε ένα παλιό και παροπλισμένο ελαιοτριβείο στο Πετρί της Λέσβου, όπου έζησε σαν ασκητής από το 1978, στο χωριό της γυναίκας του Ελένης, σε απεικονίσεις του ατελιέ του στην Αθήνα που έπρεπε να εγκαταλείψει μετά τον σεισμό του 1999, αλλά αρνούνταν, συνεχίζοντας να δίνει το «παρών» καθημερινά («Αντίο, Ατελιέ»), στα ερωτικά του, σε ώριμη ηλικία πια, μετά το 1986, που εξέπληξαν τους πάντες και ο ίδιος, με το ιδιότυπο χιούμορ του, ομολογούσε ότι ήταν σχεδόν πορνογραφικά (συχνά ποζάρει και ο ίδιος γυμνός), στα δύο εκπληκτικά γλυπτά του (η μητέρα του σε προχωρημένη ηλικία) που αναδεικνύουν την επιδεξιότητά του και σε αυτόν τον τομέα. Αλλά, πάνω απ' όλα, βλέπουμε τη σχέση του με την ηλικιωμένη μητέρα του, που για 25 χρόνια ζούσε στη δίνη του Αλτσχάιμερ και που εκείνος δεν εγκατέλειψε ποτέ, κάτι που φυσικά επηρέασε και την κοσμοθεωρία του. Πολιτικοποιημένος από νωρίς, ήταν, μαζί με τη γυναίκα του, στους κόλπους του ΕΚΚΕ για ένα διάστημα.
Κι αν μέχρι ενός σημείου η έκθεση αποκαλύπτει έναν ταπεινό καλλιτέχνη, περνώντας στην προσωπική Νέκυια του καλλιτέχνη (εμπνευσμένη από τη ραψωδία λ της «Οδύσσειας»), αναγνωρίζεις έναν υπερβατικό ζωγράφο που έβαλε στόχο ζωής ένα επικών διαστάσεων κύκλο τον οποίο ολοκλήρωσε με βαθιά πίστη στον άνθρωπο και βεβαιότητα στην τέχνη του. Είκοσι έξι μεγάλου μεγέθους έργα με πρώτο τον ίδιο ως Νεκρομάντη και όλους τους αγαπημένους του που έφυγαν (από τη μητέρα και τον πατέρα του μέχρι συναδέλφους και φίλους, όπως η λαογράφος Άλκη Νέστορος, ο Νίκος Παραλής και ο Λευτέρης Κανάκης ως «Ψαράς της Σαντορίνης» κ.ά.) με μεικτή τεχνική. Στις νεανικές φιγούρες όσων απεικονίζει αντιπαραβάλλει τους ίδιους σε προχωρημένη ηλικία ή με την ιδιότητα που εκείνος τους αποδίδει. Ένας κύκλος έργων που έπρεπε να αγοραστεί ολόκληρος, σαν να είναι ενιαίος· πράγματι αγοράστηκε και παρουσιάστηκε πρώτη φορά από τον συλλέκτη Σωτήρη Φέλιο στην αίθουσα 16 Φωκίωνος Νέγρη. Στην έκθεση παρουσιάζονται και τα 13 πορτρέτα.
Η έκθεση ολοκληρώνεται με ένα κεφάλαιο που αποδεικνύει τη μεγάλη γενναιοδωρία του Μπότσογλου. Μια σειρά έργων με τίτλο «Αναφορές», με όσους θεωρεί μεγάλους δασκάλους και επιρροές του, από τον Γιαννούλη Χαλεπά και τον Γιώργο Μπουζιάνη μέχρι τον Βίνσεντ βαν Γκογκ, τον Φράνσις Μπέικον, τον Τζιακομέτι, τον Σεζάν και τον Χαΐμ Σουτίν. Και πού εστιάζουν όλα αυτά τα πορτρέτα; Στα χέρια, στα μαγικά εργαλεία όλων αυτών των σπουδαίων ζωγράφων. Έτσι, με τον χρωστήρα του ο Χρόνης Μπότσογλου, με την ανθρωποκεντρική οπτική και την αδιαμφισβήτητη ελληνοκεντρικότητά του χάρισε στην ελληνική τέχνη μια σημαντική παρακαταθήκη. Μια επίσκεψη στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στην Άνδρο αποδεικνύει την απέραντη και πολύτιμη συμβολή του.
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Άνδρος
Επιμέλεια έκθεσης: Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau
Σχεδιασμός έκθεσης: Παρασκευή Γερολυμάτου, Ανδρέας Γεωργιάδης
Έως 1/10
Τετ-Κυρ. 11:00-15:00 & 18:00-21:00, Δευ. 11:00-15:00, Τρ. κλειστά