Στα ελληνικά ο όρος «μεγάλοι ζωγράφοι» έχει εδώ και αρκετά χρόνια επικρατήσει ως απόδοση του αγγλικού «old masters», που κατά λέξη σημαίνει «παλαιοί μετρ», δηλαδή ζωγράφοι που η Ιστορία της Τέχνης έχει αναγνωρίσει τη μεγάλη αξία του έργου τους και την επιρροή που αυτό είχε στον καιρό τους και στις εποχές που ακολούθησαν. Για τον λόγο αυτό ο κανόνας είναι να θεωρούνται «old masters» καλλιτέχνες που όχι απλώς δεν βρίσκονται εν ζωή αλλά έχουν παρέλθει αιώνες από τον θάνατό τους.
Παρ’ όλα αυτά, τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του στον αγγλόφωνο Τύπο που εξειδικεύεται στα εικαστικά θέματα ο παράδοξος και αιφνιδιαστικός όρος «modern old masters», που στα ελληνικά θα σήμαινε «παλαιός μετρ του μοντερνισμού». Είναι ένας όρος που αυθαιρέτως, απροειδοποίητα και κάπως αόριστα τοποθετεί ένα χρονικό όριο στη σύγχρονη τέχνη, όπως αυτή νοείται από το 1945 και μετά, το οποίο θα διέκρινε μια εποχή παλαιότερη, που θα βρισκόταν πριν από το όριο αυτό, και μια νεότερη, που θα ξεκινούσε από το όριο αυτό και θα έφτανε μέχρι σήμερα.
Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, οι δεκαετίες του 1950 και του 1960, που είναι οι «παλαιές» του μεταπολεμικού μοντερνισμού και οι αμιγώς «προγονικές» του τώρα της σύγχρονης τέχνης, είναι οριστικά και αμετάκλητα καταξιωμένες από την Ιστορία.
Θα έλεγε κάποιος ότι το ατελιέ του Μάρντεν «αναβλύζει ελληνικότητα» παλαιού τύπου, εκείνου του είδους που οι ξένοι, οι οποίοι αγαπούν την Ελλάδα, έχουν μια ιδιαίτερη κλίση και ικανότητα να αναδεικνύουν.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ένα έγκριτο πρόσφατο άρθρο παρουσίασε τον ογδοντατετράχρονο σήμερα Brice Marden, έναν από τους μεγαλύτερους εν ζωή, καλλιτεχνικά και ηλικιακά, Αμερικανούς ζωγράφους ως «modern old master».
Είναι ελάχιστοι οι καλλιτέχνες που, ενόσω ζουν, βιώνουν μια επιπρόσθετη και αποθεωτική αναγνώριση όλων των αναγνωρίσεων που έχουν βιώσει προοδευτικά κατά τη μακρόχρονη διάρκεια της καλλιτεχνικής πορείας τους. Πρόκειται για ένα γεγονός που υπογραμμίζει κι αυτό με τη σειρά του πόσο ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο Marden, του οποίου το έργο συνιστά ειδικό κεφάλαιο της Ιστορίας της Τέχνης, επειδή υπήρξε τόσο ετεροειδές και αυτόνομο μέσα στους καιρούς που το διαμόρφωσαν.
Κι αν έπρεπε να προστεθεί ακόμα μια υπερβολή στα παραπάνω, αυτή μάλλον θα ήταν ότι ο Brice Marden είναι ο «πιο Έλληνας» Αμερικανός modern old master. Όχι λόγω κάποιας σχέσης ή καταγωγής από την Ελλάδα ούτε επειδή ο ίδιος θα αυτοπροσδιοριζόταν ποτέ ως «κατ’ επιλογήν Έλληνας» αλλά επειδή η Ελλάδα γενικότερα και η Ύδρα πολύ περισσότερο υπήρξαν στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σταθερή πηγή έμπνευσης για εκείνον.
Ο ίδιος έχει αναφέρει, σχετικά πρόσφατα και ως παράδειγμα, ότι ο απέραντος ελαιώνας της Ιτέας, όπως φαίνεται από ψηλά, καθώς κατεβαίνει κάποιος οδικώς από τους Δελφούς προς τη θάλασσα, του πρόσφερε μια συγκλονιστική αίσθηση των γκριζοπράσινων χρωμάτων που αντανακλούσαν τα δέντρα της ελιάς, η οποία τον οδήγησε σε μια άκρως αφαιρετική σειρά μονόχρωμων καμβάδων ή καμβάδων χωρισμένων σε δύο ή περισσότερες «χρωματικές κοιλάδες» ‒ σε αυτήν τη σειρά οι ειδικοί αναλυτές αναγνώρισαν συγγένειες του προσωπικού του στυλ με τον μινιμαλισμό.
Ωστόσο μια τέτοια συνάφεια με τον μινιμαλισμό θα περιόριζε τελικά τη δύναμη και την τόλμη της αφαιρετικής ζωγραφικής του, όπως επίσης και τους ορίζοντες που θα άνοιγε σε έναν θεατή το έργο του.
Ο Brice Marden ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης και συνέχισε σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο Tμήμα Καλών Τεχνών και Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου Yale, απ’ όπου αποφοίτησε το 1963. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Σ’ εκείνο το πρώιμο στάδιο της καριέρας του ταξίδεψε στο τόσο πλούσιο σε καλλιτεχνικά ερεθίσματα Παρίσι και δούλεψε για ένα διάστημα ως βοηθός του σπουδαίου Robert Rauschenberg, για τον οποίο, όπως και για τον φυσικό και ανεπιτήδευτο τρόπο με τον οποίο υπήρξε μια καλλιτεχνική ιδιοφυΐα, μιλά με θαυμασμό.
Το 1972 έκανε το πρώτο ταξίδι του στην Ύδρα. Η σύζυγός του Helen Marden, η οποία είναι επίσης καλλιτέχνις, είχε επισκεφθεί πρώτη το νησί και έφερε σ’ αυτό τον Brice. Εκείνος είχε κάνει τότε την πρώτη του έκθεση και έχοντας πια κάποια χρήματα αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην Ύδρα. Έτσι βρέθηκαν με ένα δικό τους σπιτάκι ψηλά στο βουνό, στην άκρη ενός μοναδικού και αμφιθεατρικού παραδοσιακού οικισμού. Το επέλεξαν επειδή τους άρεσαν οι ήχοι που προέρχονταν από τη φύση και τα ζώα – δηλαδή, κυρίως από τα μουλάρια και τα γαϊδούρια που, ως γνωστόν, είναι πάντα το βασικό μεταφορικό μέσο στο νησί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και για τον Brice και για την Helen Marden το βασικό σημείο εκκίνησης όλων των έργων τους είναι κάποιο ερέθισμα που τους παρέχει η φύση. Η Ύδρα, λοιπόν, μπήκε στη ζωή τους κάπως ανέμελα και παρορμητικά, χωρίς πολλή σκέψη και διαβούλευση, προτού αποφασίσουν να μείνουν εκεί. Πέρασαν κάμποσους χειμώνες εκεί ψηλά, μόνο με μια σομπίτσα να τους ζεσταίνει.
Οι δύο κόρες τους μεγάλωναν στο νησί, μέχρι που κάποια στιγμή, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αποφάσισαν να μετακινηθούν από εκείνο το σημείο και αγόρασαν ένα ιστορικής σημασίας αρχοντικό, χαμηλά, στο κέντρο του οικισμού, στο οποίο περνούν έκτοτε τα καλοκαίρια τους. Πρόκειται για ένα σπίτι που χτίστηκε περί το 1750, με υπέροχα βενετσιάνικα πλακάκια εκείνης της εποχής στα δάπεδα, παλιές στέρνες στην αυλή και περίκλειστο κήπο. Έκαναν ελάχιστες αλλαγές, ακολουθώντας τις συμβουλές ενός εμπνευσμένου Έλληνα αρχιτέκτονα, του Χρήστου Παπούλια, ο οποίος είχε την ευαισθησία να καταλάβει ότι οι πελάτες του αντιμετώπιζαν το οικοδόμημα ως μνημείο αρχιτεκτονικής και επιθυμούσαν τις λιγότερες δυνατές επεμβάσεις, με μόνο σκοπό να αντιμετωπιστούν λειτουργικά ζητήματα, προκειμένου να καλύπτονται οι πολύ βασικές σύγχρονες απαιτήσεις διαβίωσης.
Εσωτερικά οι τοίχοι και τα ταβάνια είναι βαμμένοι παντού με το ίδιο απαλό χρώμα που λέγεται «μπλε του περιστεριού». Παντού στο σπίτι υπάρχουν έργα τέχνης Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, καθώς και αντικείμενα που οι Marden έχουν φέρει από ταξίδια τους στις Ινδίες και την Άπω Ανατολή. Τους ενδιαφέρουν πάρα πολύ όσα έπιπλα έχουν κάτι το «πριμιτίφ», το αρχέγονο.
Επιπλέον, το σπίτι τους αποτελεί φιλόξενη φωλιά για την καλλιτεχνική κοινότητα της Ύδρας. Παρ’ όλα αυτά, η παρουσία του ζεύγους Marden στο νησί είναι πολύ διακριτική. Ο κόσμος μέχρι πολύ πρόσφατα δεν γνώριζε πόσο γνωστός και αναγνωρισμένος καλλιτέχνης είναι ο Brice Marden, ενώ ίσως να υπάρχουν και σήμερα ντόπιοι γείτονές του οι οποίοι, λόγω του παρουσιαστικού του και μόνο, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι είναι κάποιος σταρ του Χόλιγουντ.
Το πιο εντυπωσιακό σημείο του περίφημου σπιτιού των Marden στην Ύδρα είναι ο επάνω όροφος, όπου βρίσκεται το ατελιέ του. Μια στενή πέτρινη σκάλα, εντελώς «δωρικού χαρακτήρα», οδηγεί από την αυλή ως εκεί. Είναι ο χώρος όπου τα παλιά χρόνια επισκευάζονταν τα ιστία και ράβονταν τα σχισμένα πανιά των καραβιών των ιδιοκτητών του σπιτιού. Είναι εξαιρετικά απλός και με απροσδόκητο ύψος, το οποίο σίγουρα υπερβαίνει τα τέσσερα μέτρα. Η επίπλωσή του είναι ελάχιστη. Δύο τραπέζια εργασίας, δύο πλαστικές καρέκλες, ένα ή δύο βοηθητικά τραπεζάκια για να ακουμπά τις μπογιές. Πρόκειται για ένα πανέμορφο και υποβλητικό αρχέτυπο ασκητικού περιβάλλοντος.
Θα έλεγε επίσης κάποιος ότι «αναβλύζει ελληνικότητα» παλαιού τύπου, εκείνου του είδους που οι ξένοι, οι οποίοι αγαπούν την Ελλάδα, έχουν μια ιδιαίτερη κλίση και ικανότητα να αναδεικνύουν. Πάνω σε ένα από τα τραπέζια υπάρχουν κλαδιά τα οποία ο Brice Marden μαζεύει κατά τους περιπάτους του στη φύση και τα οποία χρησιμοποιεί αντί για πινέλα. Θεωρεί ότι μια «ζωτική ενέργεια» μεταφέρεται στον καμβά χάρη σε ένα τέτοιο κλαδί ή κάποια ρίζα από την οποία προκύπτει μια βέργα πρόσφορη για να ζωγραφίζει.
Γενικότερα, στο έργο του η φύση «υπάρχει» με κάθε τρόπο. Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τα κομμάτια υδραίικων μαρμάρων τα οποία επιζωγραφίζει και συνιστούν μια πολύ σημαντική ενότητα της δουλειάς του.
Στην τωρινή έκθεσή του στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, που θα ξεκινήσει στις 20 Μαΐου και θα διαρκέσει έως τις 28 Αυγούστου, περιλαμβάνονται τρία νέα έργα του σε μάρμαρο που έφτιαξε ειδικά για την έκθεση. Για πρώτη φορά θα παρουσιαστεί επίσης μια άλλη ενότητα έργων του που έχει προκύψει ξεκινώντας από τα ερεθίσματα που του προσφέρει ο κυματισμός των νερών του θαλάσσιου «καναλιού» μεταξύ Ύδρας και Πελοποννήσου.
Στα έργα του όμως, όσο κι αν όλα ξεκινούν από ερεθίσματα που του παρέχει η φύση, κανένα από αυτά δεν αναπαρίσταται. Για παράδειγμα, όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Καραϊβική, ήθελε να συμπεριλάβει στις συνθέσεις του το ερέθισμα που του πρόσφεραν τα φοινικόδεντρα, τα οποία είναι τελικά παρόντα στις συνθέσεις του, αλλά τίποτα σε αυτές δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναγνώριση της φυσικής μορφής τους.
Σε αυτά τα πιο αφηρημένα συστήματα παραγωγής ενός έργου ξεκινά κατά κανόνα από τη σημασία που έχει για κείνον η χειρονομία, δηλαδή η κίνηση του χεριού πάνω στον καμβά, το να δουλεύει και να ξαναδουλεύει μια γραμμή. Κάθε φορά που το στοιχείο αυτό ολοκληρώνει έναν κύκλο επεξεργασίας του, τότε εκείνος περνά από τη γραμμή στο χρώμα. Κι αφού το χρώμα φτάσει κι αυτό σε ένα επίπεδο, επιστρέφει ξανά στη γραμμή. Αυτή είναι μια εντελώς σχηματική περιγραφή των διαδικασιών και η εμπειρία του τού έχει αποδείξει ότι όσο περισσότερο δουλεύει τη γραμμή, τόσο πιο αργά καταλήγει να τη σχεδιάζει.
Ένας θεατής που ατενίζει έργα του δεν θα έπρεπε να παρερμηνεύει την πρόθεση του Marden να ανάγονται τα φυσικά ερεθίσματα σε μοτίβα αφηρημένης ζωγραφικής. Κάθε απόπειρα από την πλευρά του θεατή να ταυτίσει σε ένα έργο του κάποιες μορφές της σύνθεσης με φυσικά ερεθίσματα, από τα οποία αυτές προέρχονται, θα οδηγούσε πρωτίστως σε έναν περιορισμό της δύναμης του έργου.
Συχνά ο Brice Marden ξεκίνα ένα έργο, δημιουργώντας έναν κάνναβο στον καμβά, ο οποίος θα μπορούσε να μην είναι καθόλου αισθητός στην τελική εικόνα. Ο κάνναβος δεν προκύπτει υποχρεωτικά με τον κλασικό τρόπο διαχωρισμού της επιφάνειας του καμβά με οριζόντιες και κάθετες γραμμές. Μπορεί να προκύπτει από άλλα ανομοιογενή και ακανόνιστα στοιχεία, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση της σειράς έργων του με ασιατικά ιδεογράμματα.
Όταν ο κάνναβος είναι πια έτοιμος, αρχίζει να ενώνει σημεία των στοιχείων που τον απαρτίζουν. Αυτή η σύνδεση των επιμέρους στοιχείων γίνεται διαισθητικά. Κάποιες φορές το αποτέλεσμα είναι να προκύψει ένας νέος κάνναβος από τη σύνδεση στοιχείων που όριζαν τον αρχικό κάναβο. Δεν υπάρχει τίποτα τελικά που να δημιουργείται εκ προθέσεως σε αυτό που παράγεται. Όλα προκύπτουν από πολλές επιμέρους αυθόρμητες κινήσεις, τις οποίες υπαγορεύει μια διαίσθηση.
Μέσα από τα έργα του Brice Marden ένας θεατής συνειδητοποιεί εύκολα πόσο πολύ ενδιαφέρθηκε ο μοντερνισμός να πετύχει την αναίρεση του βάθους μιας εικόνας. Να καταργήσει κατά έναν τρόπο τη ζωγραφική απεικόνιση της τρίτης διάστασης. Και αυτό συνέβαινε σε ολοένα και πιο ακραίο βαθμό, που στη δική του περίπτωση κατέληξε στη μονοχρωματική και πλακάτη απόδοση ενός επιπέδου, στα θεωρούμενα μινιμαλιστικά έργα του.
Για εκείνους που έχουν γενικότερα επιλέξει να κοιτάζουν τη ζωγραφική ως ένα όχημα που θα τους μεταφέρει σε ένα άλλο επίπεδο αντίληψης των πραγμάτων, σε έναν άλλον «τόπο», τα αφηρημένα έργα του Marden είναι πολύ πιο «ανοιχτά» ως προς το πού θα ήταν ικανά να μεταφέρουν τον θεατή. Ο ίδιος έχει πει ότι αυτή η ελευθερία που παρέχουν τα έργα αφηρημένης ζωγραφικής γενικότερα είναι το μεγαλύτερο δώρο που προσφέρει η τέχνη στον θεατή. Φυσικά, σχεδόν ολόκληρη η ζωγραφική σχετίζεται με την αντίληψη του φωτός. Η ίδια η ύλη με την οποία παράγεται η ζωγραφική υπάρχει για να συλλαμβάνει και να προβάλλει το φως, για παράδειγμα τα χρώματα.
Ο ίδιος έχει πει σε μια συνέντευξή του σχετικά με όλα αυτά: «Στη ζωγραφική και ειδικότερα στην αφηρημένη, αναζητάς και βρίσκεις πάντα μια ιδέα για το φως που σε περιβάλλει. Εγώ όμως δεν προσπαθώ να μείνω σε μια αναπαραγωγή του φωτός που αντιλαμβάνομαι. Ως θεατής, θα περίμενα από ένα έργο να με μεταφέρει σε έναν τόπο. Να με οδηγήσει κάποια στιγμή στον παράδεισο. Ας είναι και μια πολύ μικρής διάρκειας στιγμή, το σημαντικό είναι ότι στη διάρκειά της συμβαίνει μια μεταφορά, μια μετάβαση σε κάτι άλλο. Κι αυτό το κάτι άλλο θα μπορούσε να είναι ο παράδεισος. Και προσωπικά, προτιμώ σταθερά την ιδέα μιας μεταφοράς μέσω της αφηρημένης ζωγραφικής στον παράδεισο».
Brice Marden και Ελληνική Αρχαιότητα
Νέα έκθεση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (Νεοφύτου Δούκα 4, 210 7228321-3)
20 Μαΐου έως 29 Αυγούστου 2022