Στα μέσα της δεκαετίας του '60 ο εμβληματικός Κύπριος καλλιτέχνης Χριστόφορος Σάββα δημιούργησε μια σειρά έργων σε υπόγειο κτιρίου στα Βαρώσια. Για 46 ολόκληρα χρόνια κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα πως οι δημιουργίες του Σάββα ήταν ακόμα εκεί. Μέχρι τον Οκτώβριο του 2020, οπότε δύο νεαρές γυναίκες, μια τολμηρή φωτογράφος και μια αποφασισμένη ερευνήτρια, επέλεξαν να αναμετρηθούν με τη λήθη.
Το άνοιγμα των Βαρωσίων, κατά παράβαση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, βρέθηκε στο επίκεντρο της επικαιρότητας στα τέλη της περασμένης χρονιάς. Η κίνηση, που προκάλεσε την καταδίκη της διεθνούς κοινότητας, έφερε στο φως της δημοσιότητας εικόνες από την περίκλειστη πόλη που έως και την εισβολή του 1974 αποτελούσε την αιχμή του δόρατος του κυπριακού τουρισμού.
Οι εικόνες αυτές, σε συνδυασμό με τις αφηγήσεις των κατοίκων που μπήκαν ξανά στην πόλη –ως επισκέπτες και όχι για να μείνουν στις περιουσίες τους–, επιβεβαιώνουν τη σε μεγάλο βαθμό καθιερωμένη άποψη για την περιοχή. Το καλοκαίρι του 1974 η περιοχή της Αμμόχωστου βρισκόταν σε πρωτόγνωρη ακμή.
Μια σειρά από δημόσια κτίρια, όπως η Δημοτική Βιβλιοθήκη και η Δημοτική Πινακοθήκη, μαζί με τον εντυπωσιακής αρχιτεκτονικής κινηματογράφο «Ηραίον», αποτελούν μερικά από τα αδιάψευστα στοιχεία της πνευματικής ζωής του τόπου, ενώ οι όγκοι των ερειπωμένων ξενοδοχείων μαρτυρούν την ύπαρξη μιας νέας τότε οικονομικής δραστηριότητας, του τουρισμού. Υπολογίζεται πως έως και το 1974 το 45% των ξενοδοχειακών κλινών της Κύπρου βρισκόταν στα Βαρώσια.
Σαν μια ειρωνεία της Ιστορίας, σχεδόν μισό αιώνα μετά την ακμή τους ως τουριστικού προορισμού, τα Βαρώσια επανατουριστικοποιούνται ως ghost town, δηλαδή το αντίθετο αυτού που υπήρξαν.
Σαν μια ειρωνεία της Ιστορίας, σχεδόν μισό αιώνα μετά την ακμή τους ως τουριστικού προορισμού, τα Βαρώσια επανατουριστικοποιούνται ως ghost town, δηλαδή το αντίθετο αυτού που υπήρξαν.
«Το Βαρώσι έφερε τον τουρισμό. Άνθησαν οι εμπορικές συναλλαγές, υπήρχε μια εξωστρέφεια. Ήταν η αφρόκρεμα των τεχνών, εκεί όπου συναντούσες όλη την πνευματική ελίτ» είχε δηλώσει στη LiFO η αρχαιολόγος και ιστορικός τέχνης Άννα Μαραγκού.
Στο πλαίσιο αυτής της άνθησης, το 1965 ο μοντερνιστής αρχιτέκτονας Σταύρος Οικονόμου αναθέτει στον επιφανή καλλιτέχνη Χριστόφορο Σάββα, τον άνθρωπο που εισήγαγε στην κυπριακή σκηνή τον μοντερνισμό και την αφηρημένη τέχνη, τη δημιουργία τσιμεντογραφιών σε υπόγειο χώρο του κτιρίου μεικτών χρήσεων Esperia. Εκεί θα αναπτυσσόταν το διάσημο κέντρο διασκέδασης «Perroquet», μια καινοτόμος χρήση χώρου για τα δεδομένα της εποχής.
Ο Σάββα, όπως γράφει ο αναπληρωτής καθηγητής και κοσμήτορας της σχολής Καλών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου, Αντώνης Δανός, «πρωτοστάτησε στην εισαγωγή σύγχρονων ρευμάτων, τα οποία έφερε σε ουσιαστικό διάλογο με τις ντόπιες παραδόσεις, συνιστώντας έτσι και τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης γενιάς καλλιτεχνών, ενώ αποτέλεσε σημείο αναφοράς και για νεότερους».
Παράλληλα, στη σύντομη ζωή του υπήρξε «πρωτεργάτης και στον ευρύτερο πολιτιστικό εκσυγχρονισμό του τόπου, συσπειρώνοντας δημιουργούς από διάφορους τομείς με την ίδρυση οργανώσεων και τη δημιουργία χώρων που στέγασαν σημαντικές, συχνά πρωτοποριακές δραστηριότητες».
Ανύπαρκτα τεκμήρια, αμφίβολη ύπαρξη
To 1965, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του σε ηλικία 44 ετών, o Σάββα δούλεψε «απόλυτα αφοσιωμένος» για κάποιους μήνες πάνω στα έργα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιδιοκτήτη του «Perroquet». Ο καλλιτέχνης διανυκτέρευε εκεί και ξεκινούσε τη δουλειά στις 6. Μετά την ολοκλήρωσή τους, τα έργα, βασικά στοιχεία του χώρου, ήταν εκτεθειμένα στα μάτια των χιλιάδων επισκεπτών του Perroquet καθ' όλη τη διάρκεια της αναλαμπής των Βαρωσίων. Η τέχνη του Σάββα αφορούσε, άλλωστε, ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων.
Τον Ιούλιο του 1974 η ζωή της πόλης διακόπηκε βίαια και οι ανέμελες βραδιές στο υπόγειο του κτιρίου Esperia άρχισαν να σβήνουν από τη μνήμη όσων τις έζησαν, όπως τα χνάρια των διάσημων επισκεπτών στην περιφραγμένη πια παραλία.
Έκτοτε και μέχρι το δημοσίευμα στο πολιτιστικό ένθετο της εφημερίδας «Πολίτης», «Παράθυρο», που υπογράφουν η φωτογράφος και δημοσιογράφος Ελένη Παπαδοπούλου και η ιστορικός τέχνης Μαρίνα Χριστοδουλίδου, κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν οι τσιμεντογραφίες του Σάββα ήταν ακόμα εκεί.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει στο LiFO.gr η Μαρίνα Χριστοδουλίδου, η οποία ήταν μέλος της ερευνητικής ομάδας για το Κυπριακό Περίπτερο στην 58η Μπιενάλε Βενετίας ‒που ήταν αφιερωμένο στον καλλιτέχνη‒ και πραγματοποίησε εκτεταμένη έρευνα για το έργο του, μόνο τα σχέδια του αρχιτεκτονικού γραφείου και μια ασπρόμαυρη διαφήμιση του «Perroquet» μαρτυρούσαν την ύπαρξη των έργων. Ως αποτέλεσμα της κατοχής της Αμμοχώστου, ελάχιστα τεκμήρια είχαν απομείνει «από την εποχή της μοντερνιστικής ευδαιμονίας των Βαρωσίων». Σύντομα, μαζί με την Ελένη Παπαδοπούλου, η οποία είχε δώσει ήδη τα πρώτα της ρεπορτάζ από τα Βαρώσια, θα μπουν στο υπόγειο του Esperia για να αναζητήσουν τα έργα.
Επανατουριστικοποίηση ως «ghost town»
«Ήθελες να μπεις, να δεις, να εξερευνήσεις τι υπάρχει μέσα» μας λέει η κ. Παπαδοπούλου, η οποία επισκέφτηκε τα Βαρώσια πολλές φορές με τη δημοσιογραφική της ιδιότητα. Αυτό που έβλεπε, πέρα από το φράγμα, και αυτό που είδε, όταν τελικά το πέρασε, έγιναν ένα. Μη έχοντας μνήμες από την εισβολή η ίδια, μας λέει ότι ξεκίνησε να γνωρίζει την πόλη όταν άκουσε τις ιστορίες αυτών που την έζησαν.
Οι συνομιλήτριές μας μάς αποκαλύπτουν πως τα Βαρώσια περιγράφονται, με κάποιον δισταγμό, ως ένα «theme park». Μπήκε ωράριο στην παραλία, τοποθετήθηκαν φρουροί και γλάστρες στα πεζοδρόμια, ασφαλτοστρώθηκαν δρόμοι, υπάρχουν σημεία όπου η πρόσβαση επιτρέπεται και σημεία όπου απαγορεύεται, ενώ ο κόσμος βγάζει selfies μπροστά από τα κτίρια. Σαν μια ειρωνεία της Ιστορίας, σχεδόν μισό αιώνα μετά την ακμή τους ως τουριστικού προορισμού, τα Βαρώσια επανατουριστικοποιούνται ως ghost town, δηλαδή το αντίθετο αυτού που υπήρξαν.
Μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό, στην πόλη των θραυσμάτων που καλείται να δώσει απαντήσεις και στα ερωτήματα των γενιών που ήρθαν μετά την εισβολή, έψαξαν τα έργα του Σάββα. «Δεν ήμασταν σίγουρες για τις συνέπειες των πράξεών μας» εξομολογείται η κ. Παπαδοπούλου, ενώ περιγράφει την κάθοδο στο υπόγειο του Esperia. Είναι, τελικά, παράνομη η είσοδος σε κτίριο μιας κατειλημμένης περιοχής;
Ένας τεράστιος ιβίσκος απλώνεται στην είσοδο του Esperia. «Σκέφτεσαι γρήγορα και το κάνεις». Στο υπόγειο κέντρο κυριαρχεί η σκόνη. «Προσπαθούμε να φέξουμε με τα κινητά μας για να βγουν οι φωτογραφίες όσο καλύτερα γίνεται». Τα έργα του Σάββα είναι εκεί. Και είναι από τα τελευταία στοιχεία που θυμίζουν τη λάμψη του Perroquet, καθώς τα περισσότερα αντικείμενα λείπουν από τον χώρο. Τα φλας ανάβουν, οι φωτογραφίες βγαίνουν, η κατάσταση των τσιμεντογραφιών σήμερα τεκμηριώνεται.
Πρωτόγνωρες δημιουργίες σε αναπάντεχο χώρο
Η συνεργασία των Οικονόμου και Σάββα ξεκίνησε γύρω στο 1961 και διήρκεσε μέχρι τον θάνατο του καλλιτέχνη. Επιτοίχια γλυπτά του Σάββα ενσωματώθηκαν τόσο σε κατοικίες όσο και σε ξενοδοχεία. Της παρέμβασης στο Esperia είχε προηγηθεί εκείνη σε ξενοδοχείο της Λεμεσού.
Σύμφωνα με την κ. Χριστοδουλίδου, «στον εσωτερικό χώρο του Perroquet, δεξιά της ορχήστρας και αριστερά της εισόδου, ως φόντο προτάθηκε το κυρίως έργο τέχνης. Το έργο είναι 6 μέτρα επί 2 και υπήρχαν κι άλλα επιτοίχια πίσω από τα χτιστά καθιστικά που όριζαν την περιοχή για το εστιατόριο».
Το κύριο έργο είναι σε συνάφεια με τη χρήση του χώρου, καθώς πρόκειται «για μια σύνθεση με προκυβιστικές φιγούρες που απεικονίζουν την ορχήστρα στο αριστερό μέρος, ενώ στο δεξί παρατηρούμε γυναικείες φιγούρες εν ώρα αναψυχής».
Στον χώρο του εστιατορίου διακρίνονται γεωμετρικές συνθέσεις μικρότερης κλίμακας, όπου ο καλλιτέχνης «φαίνεται να επηρεάζεται από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό», ενώ «οι συνθέσεις με τις ανθρώπινες φιγούρες και τη νεκρή φύση στις κολόνες αποτελούν παραπληρωματικά στοιχεία που συμβάλλουν σε μια ενιαία εικονική αφήγηση στον χώρο».
Τι κάνει, όμως, τα έργα του Χριστόφορου Σάββα σημαντικά; Σύμφωνα όσα γράφει η κ. Χριστοδουλίδου, τα μοντέρνα φορμαλιστικά στοιχεία στις τσιμεντογραφίες του Σάββα λειτουργούν ως ανασύνθεση της μοντέρνας κυπριακής τέχνης και κατ' επέκταση της κυπριακής ιστορίας της τέχνης. «Πρόκειται για έργα που προσδίδουν πρωτογενή στοιχεία στην κυπριακή καλλιτεχνική ιστοριογραφία, μορφοπλαστικό λεξιλόγιο, αφομοίωση χρωμάτων και την εισήγηση ενός απροοπτικού χώρου».
Christoforos Savva (1924-1968)
Αβέβαιο το μέλλον
Η περίπτωση των δημιουργιών του Χριστόφορου Σάββα, ωστόσο, δεν είναι η μοναδική. Ενδεικτικά, μια σειρά από τοιχογραφίες εξακολουθεί να διακρίνεται στην παραθαλάσσια οικία του ζωγράφου Πολ Γεωργίου (1901-1972), ενώ ένα μεγάλων διαστάσεων επιτοίχιο του κεραμίστα Βαλεντίνου Χαραλάμπους (1929), το οποίο ο καλλιτέχνης δημιούργησε στη Βαγδάτη και μετέφερε σε κομμάτια στην Κύπρο, βρίσκεται ακόμη, παρά τις φθορές, στο εσωτερικό του ξενοδοχείου «Ασπέλια».
Σημειώνεται πως 219 έργα τέχνης που εντοπίστηκαν στην Αμμόχωστο επιστράφηκαν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα το 2019, στο πλαίσιο μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, ωστόσο το ερώτημα για το μέλλον των έργων που βρίσκονται ακόμα στα Βαρώσια παραμένει. Η κ. Παπαδοπούλου με σειρά άρθρων της έφερε στο φως τα έργα των Κύπριων δημιουργών, όπως αυτά είναι σήμερα, και οι αναγνώστες αντιδρούν θετικά, με τις μνήμες να αναμοχλεύονται και τη διάσωσή τους να προτάσσεται.
Θεσμικές κινήσεις για την προστασία των έργων έγιναν και προς το παρόν φαίνεται πως διασφαλίζεται η ακεραιότητά τους.
Πέρα από τις θεσμικές κινήσεις στη μετά Ακιντζί εποχή, όμως, μια σειρά από ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν. Πού ανήκουν τα έργα; Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα ή στο κτίριο για το οποίο εξαρχής σχεδιάστηκαν; Πού πρέπει να βρίσκονται; Αποσπασμένα σε ένα μουσείο ή στο υπόγειο του Esperia, από την αρχιτεκτονική του οποίου επηρεάστηκαν; Πρέπει να αποκολληθούν από τον χώρο, από τη στιγμή που αυτός δεν έχει κατεδαφιστεί, ή πρέπει να παραμείνουν εκεί και να συνεχιστεί η κοινή τους πορεία;
Μέχρι να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, τα έργα του Χριστόφορου Σάββα, ενός καλλιτέχνη που πέθανε στο απόγειο της δημιουργικότητάς του, θα παραμένουν σε μια πόλη, στην οποία η ζωή σταμάτησε στην ακμή της.
* Ευχαριστούμε θερμά την Ελένη Παπαδοπούλου για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς την άδεια της φωτογράφου και της ερευνήτριας.
σχόλια