«ΕΙΝΑΙ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ ΤΙ ΜΠΟΡΕΙΣ να κάνεις με χαμηλό βαθμό στα καλλιτεχνικά, μια διεστραμμένη φαντασία και ένα αλυσοπρίονο». Με αυτά τα λόγια, ο Damien Hirst – τότε ένας αυθάδης 30χρονος με μαλλιά μέχρι τον ώμο – παρέλαβε το βραβείο Turner του 1995 μπροστά σε ένα μεγάλο πλήθος στην Tate Gallery. Πολλοί απ’ όσους ενηλικιώθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, θυμούνται τον ενθουσιασμό που προκάλεσαν ο Hirst και οι συνάδελφοί του, οι επιλεγόμενοι Young British Artists (YBAs) καθώς αναζωογόνησαν με τα έργα τους τη βρετανική κουλτούρα. Και ο ετήσιος αγώνας για το βραβείο Turner ήταν ο τρόπος και το μέσο με τον οποίο το μεγαλύτερο μέρος του κοινού ασχολήθηκε με τα προκλητικά δρώμενα της σύγχρονης τέχνης.
Καθώς το βραβείο, που φέτος συμπληρώνει την 40η του επέτειο, πλησιάζει στη μέση ηλικία, αυτή η μεθυστική αίσθηση του επείγοντος που είχε κάποτε μοιάζει να ξεθωριάζει με γοργούς ρυθμούς. Αν η δεκαετία του 1990 ήταν τα συναρπαστικά χρόνια της θρασύτατης και τολμηρής εφηβείας του –η περίοδος των διαμελισμένων πτωμάτων ζώων του Hirst που αιωρούνται σε φορμαλδεΰδη, του λαμπρού House (1993) της Rachel Whiteread και των εκθαμβωτικών έργων του Chris Ofili– το βραβείο, φαίνεται να βιώνει τώρα μια κρίση μέσης ηλικίας.
Η πανδημία δεν βοήθησε, καθώς οι διαδοχικές κριτικές επιτροπές, ελλείψει πολλών εκθέσεων, προσπαθούσαν να διατηρήσουν τα πράγματα σε εξέλιξη. Το 2020 δεν υπήρξε νικητής – αντίθετα, μοιράστηκαν 10 υποτροφίες. Την επόμενη χρονιά, πέντε καλλιτεχνικές κολεκτίβες (αλλά κανένας μεμονωμένος καλλιτέχνης) ήταν υποψήφιες σε μια απόπειρα αντανάκλασης μιας αίσθησης κοινότητας μετά τα λουκέτα. Στην πραγματικότητα, τα ζητήματα μέσης ηλικίας και κόπωσης του θεσμού ήταν ήδη εμφανή πριν από τον Covid, όπως καταδεικνύεται από το χάος που επικράτησε το 2019. Κατόπιν αιτήματος των ίδιων, η κριτική επιτροπή διαμοίρασε το βραβείο μεταξύ των υποψηφίων καλλιτεχνών, οι οποίοι είχαν σχηματίσει μια νεοσύστατη κολεκτίβα. Η πρώτη κολεκτίβα που πήρε το βραβείο ήταν η Assemble τέσσερα χρόνια νωρίτερα, το 2015, μια επίσης αμφιλεγόμενη επιλογή καθώς επρόκειτο για μια ομάδα αρχιτεκτόνων και σχεδιαστών, όχι καλλιτεχνών.
Αν ο σκοπός του βραβείου ήταν να κερδίσει η σύγχρονη τέχνη την προσοχή του κοινού, αυτή η αποστολή είχε σίγουρα εκπληρωθεί, αν λάβουμε ως ένδειξη τα πλήθη που συνέρρεαν στην Tate Modern (η οποία άνοιξε το 2000) και στην έκθεση τέχνης Frieze στο Regent's Park (που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2003).
Τα τελευταία δύο χρόνια, τα πράγματα έχουν επανέλθει στην «κανονικότητα», δηλαδή, ένας μεμονωμένος καλλιτέχνης, που επιλέγεται από μια βραχεία λίστα υποψηφίων, κερδίζει το έπαθλο αξίας 25.000 λίρες για «μια εξαιρετική έκθεση του έργου του» (μια επιταγή της παρηγοριάς αξίας 10.000 λιρών πηγαίνει σε καθένα από τους υπόλοιπους υποψήφιους). Η φετινή λίστα ακολουθεί την ίδια διαδικασία και περιλαμβάνει την Jasleen Kaur, η οποία αντλεί έμπνευση από την ανατροφή της σε ένα Σιχ νοικοκυριό στη Γλασκώβη, και την Ρομά εικαστικό Delaine Le Bas. Παρότι όμως υπάρχουν πολλές ενδιαφέρουσες περιπτώσεις μεταξύ των περσινών και φετινών υποψηφιοτήτων, στις μέρες μας το βραβείο μοιάζει να στερείται του δυναμισμού των προηγούμενων δεκαετιών. Η απουσία μεγάλου εταιρικού χορηγού φέτος μπορεί επίσης να είναι σημάδι της μειωμένης πολιτισμικής ισχύος του βραβείου.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το βραβείο Turner αντιμετωπίζει δυσκολίες. Ο θεσμός ιδρύθηκε για να ενισχύσει το ενδιαφέρον του κοινού για τη σύγχρονη τέχνη, αλλά δυσκολεύτηκε να καθιερώσει μια επιτυχημένη φόρμουλα στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του. Αρχικά, μπορούσαν να προταθούν καλλιτέχνες οποιασδήποτε ηλικίας, αλλά αυτό σήμαινε ότι προκρίνονταν διακεκριμένες προσωπικότητες, σαν να επρόκειτο για κάποιο βαρετό βραβείο «συνολικής προσφοράς». Ο Lucian Freud, για παράδειγμα, προτάθηκε δύο φορές (το 1988 και το 1989), ενώ είχε περάσει προ πολλού τα 60 του.
Μετά από έξι ανεπιτυχείς εκδόσεις του, όταν οι ίδιοι προβλέψιμοι καλλιτέχνες (Tony Cragg, Richard Deacon, Howard Hodgkin, Richard Long) συνέχιζαν να εμφανίζονται ξανά και ξανά, δημιουργώντας την αίσθηση ότι το βραβείο ήταν ένα κλειστό κύκλωμα, ο θεσμός ανεστάλη. Ένα χρόνο αργότερα όμως, το 1991, επέστρεψε με νέο χορηγό το Channel 4, το οποίο, σε μια απόφαση εξαιρετικά κρίσιμη για την τύχη του βραβείου, συμφώνησε να μεταδώσει τηλεοπτικά την τελετή, φέρνοντας τη σύγχρονη τέχνη στα σαλόνια ενός μεγάλου κοινού που, μέχρι τότε, δεν έδινε ιδιαίτερη προσοχή στη σύγχρονη τέχνη. Οι κανόνες άλλαξαν επίσης, έτσι ώστε να μπορούν να λαμβάνονται υπόψη μόνο καλλιτέχνες κάτω των 50 ετών.
Παρά την έντονη έως εξωφρενική δημοσιότητα που κέρδισε το βραβείο στα χρόνια που ακολούθησαν, αρκετοί επιφανείς καλλιτέχνες, όπως η Sarah Lucas και ο Julian Opie, αρνήθηκαν ακόμη και τις υποψηφιότητες. Ωστόσο, το «πανηγύρι» αξιοποιήθηκε αποτελεσματικά από άλλους διάσημους εικαστικούς όπως ο Hirst ή η Tracey Emin, η οποία ήταν υποψήφια το 1999 αλλά δεν κέρδισε (αν και ο κόσμος συχνά υποθέτει ότι κέρδισε, λόγω της φήμης του διαβόητου έργου της My Bed, το οποίο επέδειξε εκείνη τη χρονιά).
Ήδη από το 2007 όμως, ο Grayson Perry – που το είχε κερδίσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα– δήλωνε ότι η «χρυσή εποχή» του βραβείου είχε περάσει ενώ ο Jeremy Deller, που το είχε κερδίσει ένα χρόνο μετά τον Perry, σχολίαζε ότι η σημασία του θεσμού είχε μειωθεί. Αν ο σκοπός του βραβείου ήταν να κερδίσει η σύγχρονη τέχνη την προσοχή του κοινού, αυτή η αποστολή είχε σίγουρα εκπληρωθεί, αν λάβουμε ως ένδειξη τα πλήθη που συνέρρεαν στην Tate Modern (η οποία άνοιξε το 2000) και στην έκθεση τέχνης Frieze στο Regent's Park (που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2003). Στη συνέχεια, πάρθηκε η απόφαση να καταργηθεί το όριο ηλικίας, ώστε να μπορούν να ληφθούν υπόψη καλλιτέχνες άνω των 50 ετών, κάτι που ισχύει από το βραβείο του 2017. (Εκείνη τη χρονιά, η Lubaina Himid έγινε η γηραιότερη καλλιτέχνης που κέρδισε το βραβείο, στα 63 της χρόνια - ένα ρεκόρ που καταρρίφθηκε το 2022 από τη Veronica Ryan, που τότε ήταν 66 ετών).
Μήπως πρέπει τελικά το βραβείο Turner να βγει σε μια πρόωρη συνταξιοδότηση; Από την άλλη όμως, οτιδήποτε καθιστά τις εικαστικές τέχνες μέρος της δημόσιας συζήτησης, δεν μπορεί παρά να έχει θετικό πρόσημο. Ο θεσμός όμως έχει ανάγκη από νέα δυναμική και ενέργεια, χρειάζεται μια μετα-πανδημική επανεκκίνηση, έτσι ώστε να μοιάζει λιγότερο με μια εσωτερική υπόθεση, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια.
Με στοιχεία από The Telegraph