Χρυσοί ηλιόσποροι πέφτουν από τα καμένα ηλιοτρόπια σαν σταγόνες από τον χρυσό ουρανό, από τα μαύρα σχεδόν μεσογειακά νερά ξεπροβάλλει λαμπρός ο βράχος της Cosenza στην Καλαβρία, εκεί, στην έδρα μίας από τις παλαιότερες ακαδημίες φιλοσοφικών και λογοτεχνικών σπουδών στην Ιταλία και την Ευρώπη. Ένας γυάλινος βωμός προστατεύει μέσα σε χρυσά φύλλα και ηφαιστειακή πέτρα την «ignis sacer», την ιερή φωτιά. Ένα χρυσό πουλί στέκεται σαν φύλακας πάνω από το τοπίο στο οποίο κρύβεται ο Nehebkau, ο αρχέγονος θεός των φιδιών. Και σε έναν θολωτό τάφο η μυθική μορφή της Δανάης φυλακισμένης, προτού ο θεός εραστής της κινήσει τα νήματα του πεπρωμένου, ενώ φυσά ο αέρας και σταγόνες από κίτρινα σπάρτα και άγρια λουλούδια λούζουν τον κάμπο και ψιθυρίζουν την απρόσμενη αναγέννηση μέσα από μια μεταμόρφωση λουσμένη στο χρυσάφι.
Σε δυο ορόφους της γκαλερί Gagosian έξι νέα και πρόσφατα έργα του Άνσελμ Κίφερ, πίνακες, γλυπτά και φωτογραφικά έργα σηματοδοτούν την πρώτη του ατομική έκθεση στην Ελλάδα, που εγκαινιάζεται στις 21 Ιουνίου.
Ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή καλλιτέχνες και ίσως ο μεγαλύτερος μεταπολεμικός καλλιτέχνης της Γερμανίας παρουσιάζει τα αποκαλυπτικά τοπία του, μια συγχώνευση φθοράς και αναγέννησης, καταστροφής και δημιουργίας, με υλικά τη στάχτη, την άμμο, τον μόλυβδο και τον χρυσό, που, όπως λέει, μέσα τους κρύβουν ένα πνεύμα που εκείνος φανερώνει και κάνει ορατό.
O Κίφερ εξερευνά με ακλόνητη δύναμη το σκοτεινό παρελθόν και τις απραγματοποίητες επιθυμίες, σύμβολα που κρύβει στα έργα του σε κλίμακες συγκρουσιακές. Αναζητά πρόσωπα της ιστορίας και των μύθων, τόπους σχεδόν ξεχασμένους για να κωδικοποιήσει την ατέρμονη αναζήτηση των μυστηρίων του σκότους και τους φωτός, της ζωής και του θανάτου.
Από τότε που ο νεαρός Κίφερ είδε την πόλη του να γίνεται συντρίμμια στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε την πρώτη ύλη για δημιουργία, για να εξερευνήσει τη μεταπολεμική ταυτότητα, την Ιστορία και τη μυθολογία κατά τη διάρκεια της καριέρας του, εντάσσοντας την υλικότητα και τη δύναμη της γης στην πρακτική του. Παχιές πινελιές, ένα χρώμα που ξεπηδά ελεύθερα και αγκαλιάζει την οργανική ύλη, μέταλλο και μόλυβδος, νεκρά λουλούδια στην καμένη γη, απομεινάρια από γάζα. Με τα ερείπια κάθε ύλης δημιουργεί νέες ιδέες. Είναι τα σύμβολα μιας αρχής που στις τεράστιες εικόνες του σε στοιχειώνουν με την επιβλητική τους σωματικότητα.
O Κίφερ εξερευνά με ακλόνητη δύναμη το σκοτεινό παρελθόν και τις απραγματοποίητες επιθυμίες, σύμβολα που κρύβει στα έργα του σε κλίμακες συγκρουσιακές. Αναζητά πρόσωπα της ιστορίας και των μύθων, τόπους σχεδόν ξεχασμένους για να κωδικοποιήσει την ατέρμονη αναζήτηση των μυστηρίων του σκότους και τους φωτός, της ζωής και του θανάτου.
Σε αυτόν τον κύκλο έργων τα πρόσωπα που τον εμπνέουν σημαίνουν ζωή και θάνατο, την αναγέννηση και την καταστροφή μέσα σε τοπία όπου κυριαρχούν το μεγαλείο της φύσης και το βάρος της Ιστορίας. Κρύβονται μέσα στα εκ πρώτης όψεως ζοφερά τοπία με τα σκούρα χώματα και βάφονται σε χρυσαφένιο φως, μια αλληγορία για την αξία του μετάλλου, την ιερότητά του και τη χρήση του σε λατρευτικές εικόνες, στην υλοποίηση του ιδανικού μιας ουτοπικής «χρυσής εποχής». Τον εμπνέει η Δανάη, όπως ενέπνευσε τον Τιτσιάνο, τον Ρέμπραντ και τον Γκούσταβ Κλιμτ. Tην τοποθετεί σε έναν αρχαίο θολωτό τάφο που συνάντησε στην Ελλάδα, όπου την απεικονίζει να δέχεται στωικά τη μοίρα της: ο πατέρας της, ο βασιλιάς του Άργους, την κρατά φυλακισμένη, για να μην εκπληρωθεί ο χρησμός πως το παιδί που θα γεννούσε θα τον σκότωνε. Την ερωτεύεται, όμως, ο Δίας και σαν χρυσή βροχή εισχωρεί από μια χαραμάδα, πέφτει πάνω της και από την ένωσή τους γεννιέται ο Περσέας. Ο Κίφερ υμνεί αυτήν τη μεταμόρφωση σε χρυσή βροχή σε έναν ακόμα πίνακα, τον δεύτερο για τη Δανάη, παρουσιάζοντας μια σειρά από μαύρα ηλιοτρόπια που οι χρυσοί τους σπόροι πέφτουν στο έδαφος.
Από την αιγυπτιακή μυθολογία τον εμπνέει ο Nehebkau, φύλακας του Κάτω Κόσμου, θεός της ταφής που σχετίζεται με τη μεταθανάτια ζωή και το ka, το πνευματικό μέρος ανθρώπου ή του θεού που επιζεί μαζί με την ψυχή μετά θάνατον. Στο γλυπτό του «Ignis sacer», που στη μυθολογία του Μεσαίωνα ονομαζόταν «Φωτιά του αγίου Αντωνίου», τα στάχυα του στέκουν ασάλευτα, μολυσμένα από την ερυσίβη, έναν μύκητα που προσβάλλει τα σιτηρά, προκαλεί μανία και παραισθήσεις και έστειλε στον θάνατο χιλιάδες ανθρώπους στην κοιλάδα του Ρήνου. Η φύση που μας τρέφει εδώ φαντάζει απειλητική. Ο Κίφερ μας προκαλεί να δούμε την πολυπλοκότητα της σχέσης της ανθρωπότητας με τη φύση, η οποία συγχρόνως υποστηρίζει και απειλεί τη ζωή.
Ανάμεσα στα μεγάλης κλίμακας έργα του Κίφερ, μια φωτογραφία τυπωμένη σε επιχρυσωμένο πάνελ δείχνει το γλυπτό ενός βυθισμένου πλοίου του Ναυτικού – τραβήχτηκε στο στούντιό του στη Γαλλία. Τιτλοφορείται «Spes Vana» (Μάταιη ελπίδα) και αντλεί έμπνευση από τον «μάγο του ρομαντισμού» Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, τον πιο μοναχικό των μοναχικών ζωγράφων του ρομαντισμού που στην ανυπέρβλητη αρκτική σκηνή του «Das Eismeer» («Η Θάλασσα του Πάγου», 1823-24) αναζητούσε, όπως ο Κίφερ σήμερα, να αναδείξει τη σχέση ανθρώπου και φύσης.
Ο Κίφερ, με τον ποιητικό τρόπο του προσεγγίζει τον μύθο, την Ιστορία και τον φυσικό κόσμο, εφιστά την προσοχή μας στην ιστορία του κόσμου, στην παρούσα κατάσταση και τις μελλοντικές δυνατότητες. Μας τοποθετεί σε ένα πρόθυρο, απ’ όπου μπορούμε να αισθανθούμε τις δυνατότητες της αμφισημίας χάρη στα μνημειώδους εμβέλειας προκλητικά και υπαινικτικά έργα του. Με το έργο του κρατά ζωντανή την ικανότητα της τέχνης να θέτει τις «υπέρτατες ερωτήσεις». Ο πιο σημαντικός καλλιτέχνης των τελευταίων δεκαετιών πιστεύει στην ευθύνη και στην ικανότητα της τέχνης να απαντά σε θρησκευτικά και πνευματικά ερωτήματα που εξακολουθούν και σήμερα να βρίσκονται στο επίκεντρο της ανθρώπινης εμπειρίας. Ο κόσμος που πλάθει εξερευνά την πνευματικότητα και την υπερβατικότητα και εμβαθύνει στις αλήθειες της ζωής. Με το έργο του επιβεβαιώνει την ύπαρξη της πνευματικής πίστης στην εποχή μας.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την εικαστική έκθεση εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.