Η γυναίκα τραγουδίστρια, η εργατική συνθήκη των μουσικών και των αγροτών στους ρυθμούς κάθε εποχής, το αγροτικό τοπίο, η πλατεία, το τρακτέρ, το πότισμα, το καρούλι, το χωράφι, η αφίσα, η κασέτα, το φαγητό, ο χορός, το δέντρο, η μετακίνηση, τα παιδιά, η βροχή, το ηλεκτρικό ρεύμα, η ενίσχυση του ήχου, το χώμα, το βαμβάκι, το τσιμέντο, η οικονομία του πανηγυριού. Ποια είναι η νοηματική αφετηρία και πώς από την προσωπική σύλληψη οργανώθηκε και αναπτύχθηκε μια συλλογική παραγωγή;
Ο Θανάσης Δεληγιάννης ήταν αυτός που έφερε τον Νοέμβριο του 2021 με τη site specific εγκατάσταση-παράσταση «ΕΝΑ – ΕΝΑ» τα κλαρίνα και τη συνθήκη των πανηγυριών της υπαίθρου στο -1 της Στέγης. Πλαστικές καρέκλες, μπίρες, κλαρίνα και ταμπούρλα, κορίτσια στο πάλκο, μουσικές που ξεσηκώνουν την αγροτιά, οι μουσικές μνήμες που αποζητούν όσοι έχουν μεταναστεύσει στην πρωτεύουσα.
Όλη αυτή η έρευνα έγινε από έναν καλλιτέχνη, δημιουργό διαμεσικών έργων και συνθέτη, που ζει εκτός Ελλάδας, αλλά οι μνήμες του από τη γενέθλια πόλη της Λάρισας, όπου μεγάλωσε, μέσα σε μια μουσική οικογένεια, τον έκαναν να επιστρέψει και να ξεκινήσει μια έρευνα για τη μουσική παράδοση του τόπου του.
Η περίπτωση της Μαργαρώνη έγινε η αφετηρία για ένα πρότζεκτ που ξεπερνούσε τη μουσική και το τραγούδι, ένα σύμπαν που άξιζε να το ανακαλύψουν και να διεισδύσουν σε αυτό, αποκωδικοποιώντας τη ζωή στην ύπαιθρο, στο χωράφι, στην ελληνική επαρχία· ονομάστηκε Margaroni Residency.
Στο νέο του πρότζεκτ-ανάθεση του Onassis Culture, που μετράει ήδη κάποια χρόνια, έχει συνοδοιπόρο του τον φιλόλογο και δραματουργό Γιάννη Μιχαλόπουλο. Στην πορεία προστέθηκαν κι άλλοι συνεργάτες, φτιάχνοντας ένα δημιουργικό team. Αυτό που τους ενεργοποίησε ήταν η μορφή και η ιδιαίτερη φωνή μιας τραγουδίστριας των πανηγυριών παλιότερων δεκαετιών, της Κικής Μαργαρώνη. Όταν ξεκινούσαν το φιλόδοξο σχέδιό τους δεν ήξεραν καν αν ζούσε.
«Ξεκινήσαμε ένα ψάξιμο για εκείνη από τη δεκαετία του ’70 και μετά, πού τραγούδησε, πώς τη θυμάται ο κόσμος. Αρκετοί θυμήθηκαν πώς ένιωθαν όταν την άκουγαν στα πανηγύρια», εξηγεί ο Δεληγιάννης σήμερα. «Ήταν πολύ επαγγελματίας, δεν ανεχόταν πειράγματα. Μαζί με τους οργανοπαίκτες, επί οκτώ ώρες, έκανε σοβαρά τη δουλειά της στο πατάρι. Όπου πήγαμε όλοι μας είπαν πόσο ξεχωριστή ήταν και ότι τη θυμούνται δίδυμο με τον «πατριάρχη του κλαρίνου», τον Βαγγέλη Σούκα. Συνεργάστηκε και με τον Κώστα Ζαφειρόπουλο. Ήταν ενεργή περί τα 30 χρόνια, μέχρι και το 2000», συμπληρώνει.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ανακάλυψαν ότι εξακολουθεί να ζει, αλλά μια σειρά από παράγοντες δεν τους επέτρεψαν να τη συναντήσουν από κοντά· δεν το έβαλαν κάτω. Η περίπτωσή της έγινε η αφετηρία για ένα πρότζεκτ που ξεπερνούσε τη μουσική και το τραγούδι, ένα σύμπαν που άξιζε να το ανακαλύψουν και να διεισδύσουν σε αυτό, αποκωδικοποιώντας τη ζωή στην ύπαιθρο, στο χωράφι, στην ελληνική επαρχία· ονομάστηκε Margaroni Residency. Τόπος εκκίνησης η περιοχή Ξηρόμερο Αιτωλοακαρνανίας, όπου ακόμα και σήμερα πραγματοποιούνται άπειρα πανηγύρια και ο κόσμος έχει μια σχεδόν τελετουργική σχέση με τη μουσική και τον χορό – αυτά παίρνουν μυθικές διαστάσεις για τον επισκέπτη λόγω της ιδιαίτερης σχέσης των ντόπιων με αυτά.
Η πρώτη επαφή των δημοσιογράφων και φίλων των συντελεστών με το όλο εγχείρημα έγινε έναν χρόνο πριν. Η πρόσκληση ήταν στο παλιό παροπλισμένο εργοστάσιο της οδού Λεγάκη στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, μια Κυριακή βράδυ. Ο αχανής χώρος θύμιζε λίγο κινηματογραφικό στούντιο. Διάσπαρτες μικρές «σκηνογραφίες» εδώ κι εκεί μέσα στο σκοτάδι, με υποφωτισμένη τη «σκηνή», δημιουργούσαν απρόσμενη ατμόσφαιρα. Μια ορχήστρα που αποτελούνταν από ένα βιολί, ένα μπάσο και ένα κλαρίνο επάνω σε μια πλατφόρμα-πατάρι, ένα ντεκ ήχου, ένα τεράστιο ποτιστικό καρούλι, από αυτά που χρησιμοποιούν οι αγρότες για να ποτίσουν τα χωράφια, μια κορνίζα στολισμένη με γαρίφαλα σαν «αγιογραφία» της θρυλικής τραγουδίστριας. Και μια οθόνη όπου προβάλλονταν φλουταρισμένες εικόνες, περισσότερο κάποια φωτεινά χρώματα αρχικά, και αποσπασματικές εικόνες από τη ζωή στην ύπαιθρο αργότερα.
Πρώτα μας ζητήθηκε να επισκεφθούμε τον χώρο των παλιών γραφείων, όπου επάνω σε έναν πάγκο εργασίας εξέθεταν το υλικό της εκτενούς έρευνας που η ομάδα είχε κάνει για το παραδοσιακό τραγούδι της Κεντρικής Ελλάδας. Φωτογραφίες καλλιτεχνών που ανήκουν στην πρόσφατη ιστορία της δημοτικής μουσικής, αφίσες που διαφημίζουν συναυλίες και πανηγύρια, άλμπουμ βινυλίου παλιότερων δεκαετιών, κασέτες, βιβλία και άλλα τεκμήρια μιας ερευνητικής εργασίας που όριζε το πλαίσιο αυτού που επρόκειτο να δούμε.
Οι Δεληγιάννης και Μιχαλόπουλος ήδη εργάζονταν από τον Ιούνιο του 2022 με άξονα το Margaroni Residency, του οποίου στόχος είναι η μελέτη του μουσικού πολιτισμού στην ελληνική περιφέρεια αλλά και μια νέα κατανόηση της εξέλιξης και της πρόσληψής του τις δεκαετίες του '70 και του '80, εστιάζοντας στη ζωή της παραδοσιακής τραγουδίστριας Κικής Μαργαρώνη ως case study, και κάνοντας μια αναδρομή στην πορεία της μέσα στα χρόνια κυρίως στη Θεσσαλία, στην Αιτωλοακαρνανία και στην Πρέβεζα. Έτσι, απ’ ό,τι φαίνεται, κατάφεραν να ολοκληρώσουν μια συλλογή πολυμεσικών υλικών.
Έκαναν μια σειρά από ταξίδια στο Ξηρόμερο και στη Θεσσαλία, όπου ηχογράφησαν, κινηματογράφησαν και έψαξαν να βρουν απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με τη γυναίκα, την εργασία σε ρυθμούς εποχικούς, το αγροτικό τοπίο της επαρχίας. «Στο πρόσωπό της βλέπουμε όλους αυτούς τους μουσικούς που το πλατύ κοινό δεν τους ξέρει, που εργάστηκαν πολύ σκληρά όλα αυτά τα χρόνια για να κάνουν όλους να γλεντάνε, να κλαίνε, να διασκεδάζουν. Εξαιρετικοί μουσικοί που η κυρίαρχη ιδεολογία τούς βύθισε σε μια άγνοια και τους υποτίμησε. Στο πρόσωπο της Κικής Μαργαρώνη βλέπουμε όλους εκείνους που από κλαρινατζίδικο σε πανηγύρι και από πανηγύρι σε γάμο φτιάχνουν τη δημοτική μουσική που εμείς δεν βλέπουμε λαογραφικά αλλά ως έναν ζωντανό οργανισμό που δεν εμπίπτει σε καμία κατηγορία», λένε σήμερα σχετικά με όσα είχαμε δει σε εκείνη την πρώτη παρουσίαση, και συνεχίζονται σε ένα in progress πρότζεκτ.
Η δημιουργική τους ομάδα μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε δουλέψει μεθοδικά μέσα στο αχανές κτίριο της Λεγάκη, προσπαθώντας να κατατάξει και να εξερευνήσει το υλικό που είχε συλλέξει. Όταν τελικά καθίσαμε στον κεντρικό χώρο για να παρακολουθήσουμε τη δράση, μια «παράσταση» κάπως αλλόκοτη και ίσως όχι τόσο σαφή ακόμα σ’ αυτά που ήθελε να πει, στη μνήμη όσων είχαμε τη τύχη να παρευρεθούμε σ' εκείνη τη βραδιά εντυπώθηκε μια σειρά από δυνατές εικόνες. Μια νέα γυναίκα καθισμένη να ραντίζει, με τη μεγάλη κουλούρα να προχωράει και να ξετυλίγεται μέσα από τα χέρια των ερμηνευτών απ' άκρη σ' άκρη, η περιφορά του πορτρέτου-«αγιογραφίας» της τραγουδίστριας, και όλα αυτά να συνοδεύονται από λαϊκά τραγούδια που ερμήνευε μια νεαρή τραγουδίστρια. Ήταν σαν να ξεπετάγονταν μέσα στο σκοτάδι, σαν κινηματογραφικά φλασμπάκ στον χρόνο και στον τόπο – μια αδιόρατη νοσταλγία. Η δράση ολοκληρώθηκε με τη φωταγώγηση των εκφάνσεων της σκληρής ζωής και επιβίωσης του τόπου ενός νέον γαλακτερού χρώματος των εκφάνσεων της σκληρής ζωής και επιβίωσης του τόπου.
Στη συνέχεια οδηγηθήκαμε στον επόμενο όροφο, έναν ακόμα μεγαλύτερο άδειο χώρο, όπου απλώνονταν βίντεο συνεντεύξεων, φωτογραφίες, ηχογραφήσεις πεδίου, χάρτες, βιβλία, δίσκοι, κασέτες, δομικά υλικά, μεγάλες βιντεο-εγκαταστάσεις, οι οποίες προβάλλονταν σε γιγαντοοθόνες, αποκαλύπτοντας τη ζωή στον αγροτικό κόσμο, π.χ. μετανάστες-εργάτες γης να πλένονται με νερό ημίγυμνοι μέσα στο κατακαλόκαιρο, στατικές φωτογραφίες σε streaming από πανηγύρια, π.χ. παιδιά και γυναίκες Ρομά να πουλάνε λουλούδια, σκηνογραφική ανάπλαση χώρων της υπαίθρου, μια εικαστική εγκατάσταση με γαρίφαλα και γενικότερες εικόνες από πανηγύρια.
Στο υπόγειο του κτιρίου υπήρχε μία ακόμα τεραστίων διαστάσεων εγκατάσταση: χίλιες πλαστικές μολυβί καρέκλες στραμμένες προς ένα βίντεο που έδειχνε μια διαδρομή σε κάποιο επαρχιακό τοπίο της Ελλάδας. Πληροφορήθηκα πως αναφερόταν σε μια συναυλία του ΛεΠα, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και έμειναν όλα όπως είχαν στηθεί. Κάπου στο βάθος, πίσω από την οθόνη, ένας νεαρός άντρας καθισμένος στο ημίφως έπαιζε κλαρίνο. Υποβλητική στιγμή.
«Έχει ενδιαφέρον που δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμία κατηγορία, γιατί ούτε παράσταση ήταν, ούτε ντοκιμαντέρ, ούτε συναυλία, ούτε παρουσίαση. Είχε πολλές μουσικές, πολλά βίντεο, πολλές απαντήσεις και πολλές ερωτήσεις», λέει ο Θανάσης για την αρχική εκδοχή. Η έρευνα συνεχίστηκε και μετά την πρώτη παρουσίαση της Λεκάκη σε ένα παροπλισμένο εργοστάσιο παπουτσιών στην Καλλιθέα, πρώην εργασιακό χώρο με 130 εργάτριες και ως εκ τούτου τόπο συνάντησης επί δεκαετίες του λαϊκού πολιτισμού της υπαίθρου με την πόλη. Πρόκειται για μια εξελικτική διεργασία της οποίας οι δημιουργοί εξακολουθούν να μην μπορούν να την κατατάξουν σε κάποια κατηγορία.
Εν τέλει η συνολική έρευνα, μαζί με τις διάφορες μουσικές, εικαστικές και σκηνικές δράσεις του Margaroni Residency που αποτέλεσαν τα βασικά υλικά για την ανάπτυξη εκείνης της υβριδικής εικαστικής εγκατάστασης, πήρε τον τίτλο «Ξηρόμερο/Dryland» και θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 60ή Μπιενάλε της Βενετίας. Μια μεγάλης κλίμακας εγκατάσταση που θα καλύψει τα 250 τ.μ. του ελληνικού περιπτέρου τον Απρίλιο του 2024. Εθνικός επίτροπος είναι το ΕΜΣΤ και επιμελητής της ελληνικής συμμετοχής ο Πάνος Γιαννικόπουλος
Παρόλο το δημιουργικό όραμα όλων, που ακόμα δεν είναι βέβαιο ποια θα είναι η τελική του μορφή –θα τη μάθουμε μόνο όταν ανοίξει τις πύλες του στη Βενετία–, υπάρχει ένα ουσιαστικό στοιχείο που συνδέει την πραγματικότητα της υπαίθρου και της ζωής στα χωράφια και στα πανηγύρια με το «Ξηρόμερο/Dryland», κι αυτό είναι το νερό! Και είναι λογικό, αφού το ποτιστικό είναι το πιο χαρακτηριστικό εργαλείο στον Θεσσαλικό Κάμπο, αυτό που επέτρεψε την ανάπτυξη της μονοκαλλιέργειας, όλων των εκφάνσεων της σκληρής ζωής και επιβίωσης του τόπου, και την οικονομική ανάπτυξη των αγροτών – σήμερα η πλειονότητα των εργασιών γίνεται από οικονομικούς μετανάστες. Ωστόσο το νερό ακολουθεί τον δικό του κύκλο, καθώς με το πότισμα επιστρέφει στο χώμα.
Μια εικόνα που μας μετέφερε ο Δεληγιάννης κατά την παρουσίαση εν όψει της Μπιενάλε ήταν το πώς ακούγεται μέσα στο σκοτάδι το ποτιστικό που αφήνουν ανοιχτό να δουλεύει όταν πάνε να χορέψουν στο πανηγύρι. Αν καταφέρουν να μεταφέρουν αυτή την Ελλάδα στη Βενετία, τη σχέση των ανθρώπων με τη γη και τη μουσική, θα έχουν συνθέσει ένα αυθεντικό έργο τέχνης που θα κρύβει όλη την ελληνική ψυχή από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Λίγα λόγια για το Margaroni Residency
Ανάμεσα στο πανηγύρι και το χωράφι, την αγροτική αποθήκη και την εκκλησία, βρίσκονται οι ζωές, οι φωνές και η φαντασία των δημοτικών μουσικών αλλά και ενός ολόκληρου κόσμου που συμπορεύεται μαζί τους.
Ο δημιουργός διαμεσικών έργων και συνθέτης Θανάσης Δεληγιάννης και ο δραματουργός και φιλόλογος Γιάννης Μιχαλόπουλος, μετά την καλλιτεχνική τους έρευνα με τίτλο Margaroni Residency, ανάθεση του Onassis Culture, που μπαίνει στον τρίτο χρόνο της, παρουσιάζουν την πορεία της δουλειάς τους. Υστέρα από δύο μεγάλου μεγέθους υβριδικές site specific εγκαταστάσεις σε βιομηχανικά κτίρια της Αττικής ετοιμάζουν τα νέα στάδια μιας μεγάλης κλίμακας παραγωγής στην Αθήνα.
Ποια είναι η νοηματική αφετηρία και πώς από την προσωπική σύλληψη οργανώθηκε και αναπτύχθηκε μια συλλογική παραγωγή; Από τη συγκρότηση της ομάδας που συνεχώς διευρύνεται και τις αποστολές για επιτόπια έρευνα μέχρι τις σκηνικές δοκιμές, τις ανοιχτές συζητήσεις, τα εργαστήρια, και τη διαμεσική σύνθεση μοιράζονται πρακτικές, συμπεράσματα και ερωτήματα γύρω από το πανηγύρι και την εξέλιξή του, τον αγροτικό χώρο και την παρουσία της γεωργικής μηχανής, τους τρόπους με τους οποίους αυτή η έρευνα γεννά υλικά που οδηγούν σε in-progress καλλιτεχνικά αποτελέσματα.
Το έργο συνυπογράφουν η video artist και εικαστικός Έλια Καλογιάννη, ο φωτογράφος και κινηματογραφιστής Γιώργος Κυβερνήτης, ο ηχολήπτης και sound designer Κώστας Χαϊκάλης και ο εικαστικός και αρχιτέκτονας Φώτης Σαγώνας. Καλλιτεχνικοί συνεργάτες του πρότζεκτ είναι η ηθοποιός Φωτεινή Παπαχριστοπούλου και το Studio Precarity (Βασιλική-Mαρία Πλαβού και Μάριος Σταμάτης).
Θανάσης Δεληγιάννης και Γιάννης Μιχαλόπουλος: Margaroni Residency | Ίδρυμα Ωνάση (onassis.org)