Δεν μπορούν πολλές γυναικείες φωνές να ακουμπήσουν τη μουσική του Κουρτ Βάιλ και να μην επιχειρήσουν έστω και λίγο να μιμηθούν τη χροιά της άπιστης, θυελλώδους μούσας και συζύγου του, Λότε Λένια, που με τον χαρακτήρα που έβαλε στις δύσκολες συνθέσεις του, τις έκανε ακόμη πιο δυσπρόσιτες. Κι ακόμη κι αν έσπαγε το καλούπι και προέκυπτε τραγουδίστρια με περσόνα και φωνητικές δυνατότητες, οι μελωδίες του Βάιλ παρέμεναν απόλαυση για λίγους, όσους αρέσκονται σ' αυτό το είδος σκοτεινής μουσικής γραφής, υπόκρουσης κατάλληλης για καμπαρέ ή για πολεμικές καταστάσεις, υπαγορευμένης ως επί το πλείστον από τα πολιτικά κείμενα του Μπέρτολντ Μπρεχτ.
Με την Ute Lemper, τα πράγματα ήταν διαφορετικά από την πρώτη στιγμή. Είχε το ύφος, τη θεατρικότητα, το νεύρο να πατήσει με σιγουριά πάνω στις λεπτές ισορροπίες της μουσικής του Βάιλ -η επανεκτέλεση του θαύματος που λέγεται "Όπερα της Πεντάρας" ήταν μια τέτοια απόδειξη- και να πλάσει τη δική της ερμηνευτική προσωπικότητα, χωρίς ούτε στιγμή να κακοποιήσει τη δουλειά του υμνητή του Μεσοπολέμου από το Ντεσάου.
Στην Ελλάδα άρχισε να γνωρίζεται με το κοινό στα τέλη της δεκαετίας του '90 μέσα από τον προσωπικό της δίσκο "Punishing Kiss". Δεν ήταν εύκολο album, μέχρι που το ευαίσθητο στους στακάτους ρυθμούς αυτί των DJs στις μιλόνγκες της Αθήνας αγάπησε το "The case continues", το πιο δημοφιλές τραγούδι εκείνου του δίσκου, γεμάτο από αισθησιασμό και στίχους απροκάλυπτα σέξι, ό,τι έπρεπε, δηλαδή, για όσους ήθελαν κάτι περισσότερο από ένα πιο θυμωμένο τάνγκο. Εν τω μεταξύ, η Lemper, ήδη τότε με καριέρα 15 ετών, είχε προλάβει να δώσει το καλύτερο της: από μελοποιημένη βερολινέζικη ποίηση και βουτιές στα άδυτα της Jazz, μέχρι συνεργασίες με θεατρικούς και κινηματογραφικούς μουσικοσυνθέτες που έβρισκαν στη φωνή της όλη εκείνη την παγωμένη δύναμη των καμπαρέ του Μεσοπολέμου, που είχαν να αισθανθεί η μουσική βιομηχανία ήδη από την εποχή της -συγκριτικά και τελικά- επιπόλαιης προσέγγισης της Λάιζα Μινέλι.
Με τη μουσική του Βάιλ και την ποίηση του Μπρεχτ ήρθε σε επαφή στα 17 της. Μεγαλωμένη σε μια Γερμανία που μάθαινε να διορθώνει τα εγκληματικά λάθη της, ήταν κάτι επαναστατικό, κάτι που της άλλαξε τη ζωή.
Θα πρωταγωνιστήσει σε ιστορικές παραστάσεις και παραγωγές στο Broadway και στο West End, θα κάνει δικό της το βραβείο Moliere καλύτερης ηθοποιού για την ερμηνεία της στο "Cabaret" και θα συνεχίσει με τα βραβεία "Laurence Olivier" και "American Theatre Award" για την ερμηνεία της στο "Chicago". Ως χορεύτρια θα συνεργαστεί με τους κορυφαίους του είδους, μεταξύ των οποίων ο Μορίς Μπεζάρ και η Πίνα Μπάους.
Την έχουν πει αναρχοντίβα, την έχουν συγκρίνει με τη Μάρλεν Ντίτριχ (καμία σχέση), έχουν υμνήσει φωνή, σκηνική παρουσία και ευρηματικότητα σε ΗΠΑ και Ευρώπη, αλλά η φαινομενικά ψυχρή καλλιτέχνις δεν φαίνεται να συγκινείται απ' όλα αυτά. Περισσότερο θυμίζει καλλιτεχνική μηχανή με συναίσθημα και μία εγκυκλοπαίδεια τεχνών "φορτωμένη" στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Στην Αθήνα έρχεται για δεύτερη φορά -είχε προηγηθεί ένα εξαιρετικό live της την άνοιξη του '15- στις 4 Φεβρουαρίου υποσχόμενη όλο αυτό το πακέτο Κουρτ - Βάιλ, όλη αυτή την αισθητική που σπανίως αποδίδεται σωστά, αν κρίνει κανείς από τις άνευρες κι άπειρες απόπειρες που κατά καιρούς έχουν επιχειρηθεί και από Έλληνες καλλιτέχνες, σε μικρά (κι αθόρυβα) σχήματα, ευτυχώς. Κατά τα λοιπά:
1.
Έχει κάπως βαρύ γερμανικό χιούμορ και είναι τέρας ειλικρίνειας. Έχει χαρακτηρίσει τη Madonna θαρραλέα γυναίκα, αλλά αισχρή τραγουδίστρια, που κακοποίησε την "Evita" με κάθε πιθανό τρόπο. Τη Σελίν Ντιόν αδιάφορη και τις "Spice Girls" εκπροσώπους ενός μουσικού είδους που θα έπρεπε να εξαφανιστεί από την ιστορία της μουσικής.
2.
Δεν πιστεύει στην άνοδο του εθνικισμού στη Γερμανία, ακριβώς επειδή θεωρεί ότι η ιστορία έδωσε ένα μεγάλο μάθημα στο γερμανικό έθνος. Ωστόσο, όπως επίσης έχει δηλώσει, δεν θέλει να νιώθει τη Γερμανία γύρω της. Αγαπά, τα Haribo, τις καραμέλες - αρκουδάκια. Τρώει δυο σακούλες μαζεμένες κάθε φορά που επιστρέφει στη γενέτειρα της. (Είπαμε, γερμανικό χιούμορ).
3.
Δεν θέλει να θυμάται τα παιδικά της χρόνια στο Münster της Δυτικής Γερμανίας. Θεωρεί ότι είναι το πιο βαρετό μέρος στον κόσμο. Παρ' όλα αυτά στη μητέρα της, Ελφρίντα, τραγουδίστρια της όπερας, οφείλει τη μασίφ μουσική παιδεία της. Στο γεγονός ότι αυτή η γυναίκα δεν είχε καμία προσωπική φιλοδοξία, οφείλει τη δική της μανία να ξεχωρίσει, για όλους τους σωστούς λόγους.
4.
Με τη μουσική του Βάιλ και την ποίηση του Μπρεχτ ήρθε σε επαφή στα 17 της. Μεγαλωμένη σε μια Γερμανία που μάθαινε να διορθώνει τα εγκληματικά λάθη της, ήταν κάτι επαναστατικό, κάτι που της άλλαξε τη ζωή.
5.
Δεν θεωρεί εαυτόν σπουδαία τραγουδίστρια. "Δεν είμαι. Όμως, μελετώ και μελετώ ξανά. Και εξασκούμαι. Και αγαπώ να τραγουδάω. Και ξέρω ότι έχω ισχυρή αίσθηση της μελωδίας. Ξέρω ότι με την ίδια ευκολία μπορώ να κινηθώ στις αθώες χαμηλές νότες και μετά να τις κάνω μπάσες, υποβλητικές, πανίσχυρες", δήλωνε το 2011 ήδη με 4-5 βραβεία στο ράφι της.
Info:
Θέατρο Παλλάς
4/2/2017, 21:00
Εισ.:32-65€
Στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Ημέρες Μπρεχτ στην Αθήνα»
σχόλια