«ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ» ήταν το προσωνύμιο που είχε δώσει στον Λου Ριντ ο Ντέιβιντ Μπόουι, ένας εμμονικός θαυμαστής των Velvet Underground, ο οποίος έσωσε την άνευρη σόλο καριέρα του Ριντ, ως παραγωγός του Transformer, του άλμπουμ που του χάρισε τη μεγαλύτερη επιτυχία του, το Walk on the Wild Side.
Είναι επίσης ο τίτλος της σχολαστικής και ταυτόχρονα ζωηρής νέας βιογραφίας του Will Hermes, της πρώτης που βασίζεται στο αρχείο που δώρισε στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης η χήρα του Λου Ριντ, Λόρι Άντερσον. Όπως και στο βιβλίο του Love Goes to Buildings on Fire του 2011, το οποίο εξερευνούσε το μουσικό τοπίο της Νέας Υόρκης στα μέσα της δεκαετίας του '70, ο Hermes αναπαριστά με δεξιοτεχνία τις διαφορετικές σκηνές στις οποίες βρέθηκε ο Ριντ, τοποθετώντας τον ανάμεσα σε ένα λαμπρό καστ συνεργατών, φίλων και εραστών.
Υπάρχει η αίσθηση ότι το βιβλίο επικαιροποιεί τον Λου Ριντ για μια νέα γενιά, ιδίως ως προφήτη της queer απελευθέρωσης και της μη συμμόρφωσης με τα έμφυλα στερεότυπα. Ένα από τα καλύτερα τραγούδια του άλλωστε, το Candy Says του 1969, είναι μια οδυνηρή επίκληση της έμφυλης δυσφορίας, μεταξύ άλλων. Σε ένα άλλο κομμάτι του, το Make Up του 1972, τρία χρόνια μετά τις εξεγέρσεις του Stonewall, υπάρχει η διακήρυξη: «Τώρα βγαίνουμε από τις ντουλάπες μας και ξεχυνόμαστε στους δρόμους». Από το 1974 έως το 1977 επίσημη σύντροφος του Λου Ριντ ήταν η τρανς Ρέιτσελ Χάμφρις.
Η «μεγάλη ιδέα» που είχε πάντα ήταν να «απαλλάξει το rock & roll από την ποπ φόρμα και να το κάνει μουσική για ενήλικες, με την ανάλογη θεματολογία».
Ο Λου Ριντ υπήρξε μια πολύπλοκη φιγούρα, ένα βαθιά αμήχανο είδωλο. Καθώς ο Hermes καταγράφει την πορεία του από τα προάστια του Λονγκ Άιλαντ προς την πρωτοπορία του κέντρου, μέσω του Πανεπιστημίου Syracuse και της κηδεμονίας του ποιητή Ντέλμορ Σβαρτς, καταγράφει επίσης την επιδείνωση των ψυχικών τραυμάτων του.
Ο Τζον Κέιλ, η άλλη μουσική ιδιοφυΐα των Velvet Underground, πίστευε ότι η συχνά αποκρουστική συμπεριφορά του Ριντ είχε τις ρίζες της στους φόβους του για την ψυχική του υγεία που τον οδηγούσαν στο να «προσπαθεί σκόπιμα [να] κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για να κάνει τους άλλους να νιώσουν αμήχανα. Αυτό τον έκανε να αισθάνεται ότι είχε τον έλεγχο, αντί να ζει σε μια κατάσταση μόνιμης αβεβαιότητας ή παράνοιας. [Αναζητούσε] διαρκώς ένα είδος πλεονεκτήματος για τον εαυτό του, προκαλώντας τις χειρότερες αντιδράσεις στους ανθρώπους».
Η ίδια ανασφάλεια που του έδινε μια αδυσώπητη δημιουργική ορμή –να αποδείξει στον Σβαρτς ότι ήταν κι αυτός ένας σπουδαίος ποιητής, να δείξει στους γονείς του ότι δεν ήταν η βαριά παθολογική περίπτωση που εκείνοι φοβόντουσαν– τον έκανε επίσης αφόρητα εγωιστή, ακόμη και βίαιο. «Αν ήσουν η γυναίκα στη ζωή του», έλεγε η πρώτη του σύζυγος Μπέτι Κρόνσταντ, «ήσουν αναπόσπαστο κομμάτι του, όπως ένα χέρι ή ένα πόδι, και θα σου φερόταν με τον ίδιο σεβασμό αλλά και με την ίδια κακομεταχείριση που φερόταν στον εαυτό του».
Ο Ριντ συνέθεσε το απαράμιλλο Perfect Day για ένα ραντεβού που είχαν βγει οι δυο τους: Ο συγγραφέας αυτής της βιογραφίας το περιγράφει με ακρίβεια ως το σκίτσο μιας «ασταθώς ευτυχισμένης σκηνής που τρεμόπαιζε με αυτο-οίκτο».
Παρότι ήταν εκείνος που είχε γράψει το Heroin των Velvet Underground, ο Λου Ριντ υπήρξε κυρίως εραστής της αμφεταμινών, εν μέρει επειδή ήταν εύκολα διαθέσιμες από τους γιατρούς και εν μέρει επειδή ενίσχυαν την παραγωγικότητα. Σε κάθε περίπτωση, η παράνοια και ο αυτο-εξευτελισμός που του προκαλούσαν διοχετεύονταν απευθείας στις συνθέσεις του.
Εξάλλου, η «μεγάλη ιδέα» που είχε πάντα ήταν να «απαλλάξει το rock & roll από την ποπ φόρμα και να το κάνει μουσική για ενήλικες, με την ανάλογη θεματολογία». Όταν τελικά ξεκίνησε σοβαρά τις θεραπείες απεξάρτησης, ο Λου Ριντ εντάχθηκε στους Narcotics Anonymous. Όπως γράφει στο ο Hermes στο βιβλίο, σε μια συνεδρία στη Νέα Υόρκη, ήρθε αντιμέτωπος με έναν εθισμένο ο οποίος του φώναξε: «Πώς τολμάς να βρίσκεσαι εδώ – εσύ είσαι ο λόγος που πήρα ηρωίνη!».
Αλλά αν έγινε διάσημος ως ο ροκ ποιητής που αντανακλούσε στο έργο του τον σκιώδη εαυτό, είτε τον δικό του είτε της κοινωνίας, ήταν στην υπηρεσία μιας αληθινής ομορφιάς. Στο συγκινητικό τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Hermes περιγράφει τις τελευταίες μέρες του Ριντ το 2013 – το σώμα του είχε απορρίψει το μεταμοσχευμένο συκώτι και ήξερε ότι πέθαινε. «Είμαι τόσο επιρρεπής στην ομορφιά αυτή τη στιγμή», έλεγε, καθώς οι φίλοι του έπαιζαν Shangri-Las, Nina Simone, Frank Ocean και Radiohead ενώ εκείνος επέπλεε στη θερμαινόμενη πισίνα του. Στην πραγματικότητα, πάντα ήταν.
Με στοιχεία από The Guardian