Τρεις μόνο ολοκληρωμένους δίσκους τραγουδιών είχε κάνει σε όλη του τη ζωή ο Γιάννης Σπάθας, και τους τρεις με τη φωνή του Βασίλη Λέκκα. Τιμώντας τον συνθέτη του οποίου υπήρξε η αγαπημένη φωνή, ο Λέκκας ετοιμάζει μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο στις 4 Σεπτεμβρίου. Με αυτή την αφορμή τον κάλεσα να μιλήσουμε για τον Γιάννη Σπάθα, τον συνθέτη, τον ενορχηστρωτή, το ιδρυτικό μέλος των Socrates, τον αξεπέραστο κιθαρίστα με τον πιο αναγνωρίσιμο ήχο, μα, πάνω απ’ όλα, τον φίλο του.
— Σας πρωτοάκουσα μαζί και τους δύο στα μισά του ’90 στο Καφέ Παράσταση της Βαλτετσίου. Θυμάμαι, ο όγκος της μουσικής που έβγαινε από μία μόνο κιθάρα ήταν τεράστιος για ένα τόσο μικρό μαγαζί.
Εγώ αυτό το μαγαζί το έλεγα Καφέ Συμπαράσταση, γιατί δεν υπήρχαν οι ιδανικές συνθήκες για να παίξουμε από πλευράς ήχου, κι όμως ο κόσμος λειτουργούσε πολύ ενωτικά εκεί. Ήταν κι αυτός ο τεράστιος μουσικός... Να σου πω, ίσως αυτή να είναι η πιο δύσκολη συνέντευξη που μου έχει ζητηθεί να δώσω, να μιλήσω για τον Γιάννη τον Σπάθα. Είναι ιερό πρόσωπο για μένα ο Γιάννης. Δεν ξέρω πού να τον κατατάξω, πώς να τον ερμηνεύσω. Προσπαθούσα να γράψω ένα δελτίο Τύπου γι’ αυτήν τη συναυλία και δεν μπορούσα. Συνεχώς έσβηνα και ξεκινούσα ξανά. Δε μπορούσα να συντάξω κάτι που να με ικανοποιεί, να είναι λιτό, περιεκτικό και να περιγράφει αυτό το πρόσωπο. Με ξεπερνάει το καλλιτεχνικό του μέγεθος, η σχέση μας, η φιλία μας, όλο αυτό που έζησα στη σκηνή αλλά και όλη αυτή η αποδοχή που είχε από τους μύθους της ελληνικής μουσικής, τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι, που τον είχαν σε βαθιά εκτίμηση και συνεργάτη τους. Τη δεκαετία του ’80 υπήρχε ο διαχωρισμός: από δω ακούμε ροκ, από κει τους λαϊκούς μας συνθέτες, τους έντεχνους. Οι ίδιοι οι μουσικοί δεν είχαν καμία εμπλοκή σ’ αυτό το θέμα. Φαντάσου τώρα τους Socrates στην κοινή ορχήστρα Θεοδωράκη - Χατζιδάκι. Το πιο απίστευτο, κάρμα που λένε, είναι ότι στην πρώτη μου συναυλία με το Μάνο Χατζιδάκι, 2 Απριλίου του ’80 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, μέσα εκεί, στο κοινό, ήταν κι ο Σπάθας. Είχε έρθει γιατί γνώριζε τη Μαρία Φαραντούρη. Και σε λίγο καιρό μου λέει η Μαρία να πάμε μια περιοδεία στην Ευρώπη και ότι θα ’ναι μαζί μας και οι Socrates. Έμεινα κάγκελο όταν μου το ’πε, γιατί είχα πολλή αγάπη γι’ αυτό το συγκρότημα από μικρό παιδί.
Διάβασα διάφορα άρθρα όταν έφυγε. Τον είπαν «θρύλο της κιθάρας», «ήρωα της κιθάρας». Ήταν ένας γλυκός άνθρωπος. Δεν έχω ακούσει ποτέ κακή κουβέντα για τον Γιάννη. Είχε την εκτίμηση ολωνών.
— Τους είχες δει ποτέ ζωντανά;
Ναι, βέβαια! Τους είχα δει στο Κύτταρο, σκαστός, πιτσιρικάς, χωρίς να επιτρέπεται να το κάνω, λόγω ηλικίας. Γιατί πήγα και τους είδα; Δεν ξέρω. Αλλά όταν είδα μια φωτογραφία του Γιάννη στο «Ποπ και Ροκ» αυτό το πρόσωπο μού είχε φανεί άγιο. Ήμουν μικρό παιδί, μα μου έκανε εντύπωση αυτή η φυσιογνωμία. Και το ’φερε έτσι η ζωή ώστε να ζήσω πολλές εμπειρίες μαζί του.
— Μίλησες πριν για τη δυσκολία αυτής της συνέντευξης και είναι λογικό. Πολλοί συνεργάστηκαν μαζί του, αλλά εσύ ήσουν ουσιαστικά η φωνή του.
Οι μουσικοί που συνεργάστηκαν μαζί του, είτε λαϊκοί είτε παροδοσιακοί, αισθάνονταν ένα δέος, έναν σεβασμό τεράστιο, επίσης είναι τοτέμ για όσους έχουν παίξει ροκ. Αυτός ο άνθρωπος ανακατευόταν σε πολλά είδη και ισορροπούσε τα πράγματα. Είτε ενορχήστρωνε είτε έπαιζε σε μια ορχήστρα, ήταν μια κεντρική κολόνα. Αυτή η αγάπη του, αυτός ο σεβασμός του για το ότι ανεβαίνει στη σκηνή να παίξει μουσική μού έδινε τεράστια τροφή και μια σιγουριά. Βγαίναμε δυο άνθρωποι, όπως μας έχεις δει κι εσύ, και αισθανόμουν ότι δεν μου λείπει τίποτα. Αυτό το πράγμα με δονούσε.
Όταν κάναμε τις περιοδείες με τη Φαραντούρη, ηχογραφήσαμε live τον «Κεμάλ» του Χατζιδάκι, για πρώτη φορά με τους ελληνικούς στίχους του Γκάτσου, με τον Γιάννη στην κιθάρα. Τον «Κεμάλ», παρεμπιπτόντως, ήταν να τον βάλουμε στη «Ρωμαϊκή Αγορά», αλλά τον ξεχάσαμε! Κάποια στιγμή, κάπου στο ’83, μου λέει ο Γιάννης: «Μπιλόνι, έχω κάτι τραγούδια που δεν είναι για Socrates, τα ’χω χρόνια, γουστάρεις να τα κάνουμε;». Και του λέω: «Ρε συ Γιάννη, με ρωτάς;».
— Ήταν τα «Σύντομα Όνειρα»;
Ναι, τα συζητάγαμε από τότε, αρχίσαμε να τα δουλεύουμε σε τακτά χρονικά διαστήματα και τα υλοποιήσαμε το ’89.
— Θες να μου πεις για τη σχέση Σπάθα - Αρανίτση; Αν εσύ είσαι η φωνή του Σπάθα, ο Σπάθας είναι ο συνθέτης του Αρανίτση, αφού δεν τον έχει μελοποιήσει κανείς άλλος.
Ο Αρανίτσης ήταν φίλος μου. Στην προσπάθειά μας να βρούμε στιχουργό για τα τραγούδια...
— Άρα ο Σπάθας είχε μόνο τις μελωδίες, όχι έτοιμα τραγούδια.
Ναι, μόνο τη μουσική. Και του λέω κάποια στιγμή: «Γιάννη, να γράψει ο Ευγένιος». Ο Ευγένιος είναι Κερκυραίος, Παξινός ο Σπάθας, με το που βρέθηκαν, τα βρήκανε. Κι άρχισε να γράφει ο Ευγένιος και βγάλαμε τους δύο δίσκους: τα «Σύντομα Όνειρα» το ’89 και τα «Κλασικά Εικονογραφημένα» το ’92. Παίξαμε πάρα πολύ μετά, αφού είχαμε τους δίσκους παραμάσχαλα.
— Η μετακίνηση του Σπάθα απ’ τον αγγλικό στον ελληνικό στίχο σήμαινε κάτι;
Όταν αρχίσαμε να συζητάμε για το θέμα των τραγουδιών, το αγγλόφωνο δεν μας πέρασε καν απ’ το μυαλό.
— Όταν συνεργαστήκατε στα «Σύντομα Όνειρα», εσύ ήσουν ακόμα παιδί του Χατζιδάκι. Ο Σπάθας σε πήγε κάπου αλλού;
Ερεθίσματα είναι αυτά. Όταν έχεις μπροστά σου έναν ήχο, έναν ρυθμό, μια άλλη μελωδία, σε αυτά τα ερεθίσματα ενστικτωδώς ανταπαντάς.
— Τελευταία μάς φανέρωσες και το «Παιχνίδι», ένα ανέκδοτο τραγούδι τους, που υπήρχε όμως χωρίς λόγια στον ορχηστρικό δίσκο του Σπάθα «Τα μυστικά του δρόμου».
Το είχε γράψει ο Ευγένιος και είχαμε σκοπό να το ηχογραφήσουμε κάποια στιγμή. Δεν το κάναμε όμως και τώρα το παίζουμε με τον γιο του, τον Νίκο. Σαν να έπεσε το μήλο κάτω από τη μηλιά. Εξαιρετικός μουσικός ο Νίκος, με τη δική του πένα.
Βασίλης Λέκκας - Το παιχνίδι
— Και δεκαπέντε χρόνια μετά τα «Κλασικά Εικονογραφημένα» ξαναβρεθήκατε στον «Σπινθήρα».
Έγινε όμως ενδιάμεσα το «Ασίκικο Πουλάκη» του Μίκη, όπου ο Γιάννης έκανε την ενορχήστρωση, και συνεχίζαμε και τις συναυλίες μας. Εξάλλου ήμασταν και γείτονες. Πρώτα ήρθε αυτός στην Ανθούσα και μετά εγώ. Και κάποια στιγμή είπαμε να κάνουμε νέο δίσκο. Βγήκε το 2007, αλλά τον δουλεύαμε χρόνια.
— Πάλι με τον ίδιο τρόπο, πρώτα οι μελωδίες του και μετά οι στίχοι της Νικολακοπούλου;
Ναι. Στον δίσκο αυτό ο Γιάννης πέρασε ενστικτωδώς και κάνα δυο πράγματα απ’ το «Ασίκικο». Υπάρχει ένα απτάλικο, τα «Μεγάλα μου τα λάθη», και η «Κόλαση» και το «Ούζο», που έχουν μια λαϊκή διάσταση. Είναι παράσταση ολόκληρη ο «Σπινθήρας», ανοίγει μέτωπα πολλά. Υπάρχει το αφηγηματικό-θεατρικό στοιχείο, έχει τον ηλεκτρικό αλλά και τον λαϊκό ήχο, με ωραία καταβολή. Ο Γιάννης είχε αυτήν τη νότα, τη blues, και ήξερε πού να τη βάλει. Γίνονται προσπάθειες από μουσικούς να παντρέψουν το blues με το ρεμπέτικο, γιατί και τα δύο για τους ίδιους λόγους φτιάχτηκαν. Ο Γιάννης μπορούσε να τα ισορροπήσει τέλεια, με μια νότα. Κάποια στιγμή οι Socrates βρέθηκαν στη φυλακή στην Ολλανδία, επειδή παίζανε σε κάποιο κλαμπ χωρίς να έχουν κάρτα εργασίας. Στη φυλακή, λοιπόν, ήταν ένας νέγρος κι ο Γιάννης του μάθαινε blues! Φαντάσου!
— Τι πιστεύεις ότι βρήκε στη δική σου φωνή;
Δεν το πολυσυζητάγαμε. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ να κάνει δίσκο με κάποιον. Εμείς είχαμε επαφή γιατί παίζαμε μαζί κι είχαμε ένα ακροατήριο. Το να δώσουμε έναν δίσκο, καλό ήταν. Ερχόταν αβίαστα, από μόνο του. Είχαμε βρει τα πατήματά μας. Δουλεύεις σαν γκρουπ από ένα σημείο και μετά. Η σχέση, μέχρι που έφυγε ο Γιάννης, ήταν όπως όταν ξεκίνησε. Είχαμε στενή επαφή και ήταν φυσικό επακόλουθο το ότι δουλέψαμε μαζί.
— Παρότι ήταν σπουδαίος μουσικός, έγραψε πολύ λίγα τραγούδια. Για ποιον λόγο; Τον κάλυπτε περισσότερο το παίξιμο, η ενορχήστρωση;
Ο Γιάννης έγραφε αργά. Φαντάσου, τον δίσκο του τον ορχηστρικό μπορεί να του πήρε και μια δεκαετία να τον τελειώσει. Πήγαινε στο στούντιο, έγραφε, έσβηνε. Αλλά αυτός ο δίσκος είναι διαμάντι. Τον ακούς τώρα και δεν πετάς τίποτα, ούτε νότα.
Είναι μοναδική περίπτωση ο Γιάννης. Τρία χρόνια πριν από την πανδημία βρέθηκα στο Παρίσι και γνώρισα για πρώτη φορά τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Ξεκινήσαμε να μιλάμε στις δέκα το βράδυ και τελειώσαμε στις δέκα το πρωί ‒ ο Παπαθανασίου ζούσε αυτήν τη ζωή, η νύχτα ήταν η δημιουργία του, οι επαφές του, οι συναναστροφές του. Και πιάσαμε το κεφάλαιο Σπάθας. Άμα βλέπεις από έναν άνθρωπο σαν τον Παπαθανασίου τέτοια εκτίμηση και τέτοιο θαυμασμό για τον Σπάθα, τι περισσότερο να πεις; Ο Μίκης, όταν κάναμε το «Ασίκικο», ήταν μες στη χαρά. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος και από την προσωπικότητά του, και απ’ το χιούμορ του, και απ’ την αντίληψή του, και από το πώς, πράγματα που κατά κάποιον τρόπο τα ’χε αφήσει στα χέρια του, ο Γιάννης τα πήρε και τα τακτοποίησε. Αυτός ο άνθρωπος ήταν πίσω από το παραβάν ως νοοτροπία και ως φήμη, δεν ήταν μπροστά, δεν τον απασχολούσε καν αυτό το πράγμα. Αλλά και όλοι οι Socrates είχαν μια αθώα σχέση με τη μουσική, τους κάλυπτε τόσο το ότι μπορούσαν να φτιάχνουν αυτήν τη μουσική, που όλα τα άλλα δεν είχαν χρόνο να τα σκεφτούν και δε μπορούσαν καν να τα αντιληφθούν. Όταν τους φώναξαν από τη Virgin να πάνε στην Αμερική να κάνουν καριέρα, αποφάσισαν να μην πάνε. Ο Γιάννης δεν ήθελε ν’ αφήσει τον ήλιο της Ελλάδας, τους Παξούς.
Εδώ δυσκολευτήκαμε να βρούμε μια καλή φωτογραφία του Γιάννη για να κάνουμε αφίσα. Και είχαμε το άγχος να φτιάξουμε μια αφίσα που να μην είναι απλώς αναγνωρίσιμος αλλά να μπορέσουμε και να τη μεγεθύνουμε.
— Κι όμως, ο Σπάθας έχει τον πιο αναγνωρίσιμο ήχο. Από τους λίγους μουσικούς που ακούς μια ηχογράφηση και καταλαβαίνεις αμέσως ποιος παίζει.
Μα αυτό σου λέω! Πώς είναι ο Ζαμπέτας και γνωρίζεις την πενιά του; Πολλά παιδιά έχουν προσπαθήσει να αντιγράψουν τον ήχο του. Καταλαβαίνω την πρόθεσή τους να πάρουν από τον ήχο του και μου αρέσει αυτό, μου αρέσει που έχουν τέτοια ερεθίσματα. Φαντάζομαι και για τον ίδιο τον Γιάννη θα ήταν συγκινητικό. Ο ίδιος είχε λατρεία για τον μπαρμπα-Τάσο Χαλκιά. Αυτός και ο Χέντριξ τον είχαν επηρεάσει αφάνταστα. Το είχε αναφέρει πολλές φορές.
Ακούς το «Mountains» και κουβαλάει δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Αυτό το βίωμά του το ακουστικό ξαφνικά το παίρνει και το αναπαράγει με την κιθάρα και βλέπεις τη νεολαία να ανατριχιάζει με κάτι που είναι βαθιά ελληνικό, αλλά, επειδή έχουμε μεγάλο πρόβλημα να επικοινωνήσουμε με την παράδοση, ξαφνικά νομιμοποιείται αυτή η σχέση μέσα από τον ήχο της κιθάρας, μεταφέρεται μ’ αυτόν τον τρόπο στο ακροατήριο και γίνεται μέθεξη. Θεωρώ ότι το «Mountains» έπρεπε να είχε θέση στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
— Είναι εντυπωσιακό το ότι η μόνη συναυλία του Σπάθα, με τον ίδιο πρώτο όνομα, έγινε μετά τον θάνατό του, στο Παλλάς, με τη Συμφωνική της ΕΡΤ. Κι αυτή που ετοιμάζεις θα είναι η δεύτερη.
Όχι, μια φορά είχαμε πάει στους Παξούς, στον τόπο του. Ήθελε ο δήμος να του κάνει μια βραδιά. Του κάνανε, λοιπόν, πρόταση να κάνει μια συναυλία με Socrates και Λέκκα. Ο Γιάννης είχε πολύ άγχος που θα ’παιζε στους δικούς του ανθρώπους, στον τόπο του, και αισθανόταν πολύ μεγάλη ευθύνη. Μετά τη συναυλία κάτσαμε κάπου και κάποια στιγμή λιποθύμησε. Τόσο άγχος είχε.
— Η συναυλία στο Παλλάς δεν σε κάλυψε;
Ήταν μια άλλη άποψη, που δεν τη διαχειρίστηκα εγώ, ήταν πρωτοβουλία του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Ήταν πολύ ωραία συναυλία. Τώρα θέλω να περάσω τον ήχο του Σπάθα.
— Τι θα έχει το πρόγραμμα;
Στο πρώτο μέρος θα είναι η συνθετική πλευρά του Γιάννη, από τους τρεις δίσκους μας, με μια οκταμελή ορχήστρα, και στο δεύτερο ένα μέρος από το ρεπερτόριο των Socrates, με την επιμέλεια του Νίκου Σπάθα και μέλη της τελευταίας σύνθεσης του συγκροτήματος. Θα είναι και ο Άκης Γκολφίδης, που ήταν ηχολήπτης όταν κάναμε τα «Σύντομα Όνειρα». Βλέπω ένα κλίμα φορτισμένο, τους μουσικούς και τους τεχνικούς συγκινημένους.
Θέλω πολύ να το κάνω αυτό. Και για την καλλιτεχνική του αξία αλλά και για συναισθηματικούς λόγους προφανώς. Του έγραψα κι ένα τραγούδι, εγώ που δεν γράφω ποτέ. Η μουσική δική μου και οι στίχοι της Μαρίας Παπαδάκη. Μια όμορφη ηλεκτρική μπαλάντα. Θα το πω στο Ηρώδειο.
Διάβασα διάφορα άρθρα όταν έφυγε. Τον είπαν «θρύλο της κιθάρας», «ήρωα της κιθάρας». Ήταν ένας γλυκός άνθρωπος. Δεν έχω ακούσει ποτέ κακή κουβέντα για τον Γιάννη. Είχε την εκτίμηση ολωνών. Στεκόταν όρθιος στη σκηνή, ακούνητος, προσηλωμένος εκεί. Άκουγες την ουσία της μουσικής και όλη την επικοινωνία την έπαιρνες μέσα απ’ τη νότα, όχι απ’ το στυλ. Η μουσική όσο πιο γυμνή, τόσο πιο ουσιαστική είναι.
«Standing Proud Forever», συναυλία - αφιέρωμα στο Γιάννη Σπάθα, 4 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο.