ΚΑΤ’ ΑΡΧΑΣ ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΜΕ και γράφουμε για τους CAN (κατά δήλωσή τους τα τρία γράμματα “C”, “A” και “N” σήμαιναν “Communism”, “Anarchism” και “Nihilism”), μιλάμε και γράφουμε για ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα της ιστορίας του ροκ. Όχι μόνον του γερμανικού ροκ, ούτε του krautrock, αλλά του ροκ γενικότερα.
Οι CAN, που σχηματίστηκαν στα μέσα του 1968 στην Κολωνία, και που παρέμειναν μαζί, στην πρώτη και κύρια φάση τους, έως και τα τέλη των σέβεντις, έπαιξαν ένα προχωρημένο ροκ, ανακατεμένο, μέσα σ’ εκείνη την δεκαετία, με πολλά ψυχεδελικά, progressive, jazz, space, avant, experimental, electronic, ethnic, noise, funk, dub, reggae, ακόμη και disco στοιχεία, δημιουργώντας μία σειρά από άλμπουμ, που θεωρούνται σήμερα κλασικά και εν πολλοίς αξεπέραστα.
Λέμε π.χ. για τους δίσκους “Tago Mago” (1971), “Ege Bamyasi” (1972), “Future Days” (1973) και “Soon Over Babaluma” (1974) –για να αναφέρουμε μόνον τέσσερις–, όλους σε ετικέτα United Artists, που θα αποδεικνύονταν τα μετέπειτα χρόνια εντελώς καθοριστικοί για την εξέλιξη της ευρείας ποπ.
Μέσα στις πολλές δραστηριότητες των CAN οι μουσικές για ταινίες και για σίριαλ ήταν αποφασιστικές, για την δική τους καλλιτεχνική υπόσταση και συγκρότηση. Και εννοούμε με αυτό πως τα μέλη του γκρουπ λειτουργούσαν άψογα, ως επαγγελματίες, μέσα από το καθεστώς της «παραγγελίας», ετοιμάζοντας καταπληκτικές μουσικές για πλήθος ταινιών (κυρίως γερμανικής παραγωγής).
Εννοούμε με αυτό πως οι CAN έπαιξαν punk, post-punk και new wave, όπως και άλλα πολλά «ανακατέματα», πολύ πριν αυτά τα στυλ αναδειχθούν μέσα από τα αγγλικά και τα αμερικάνικα γκρουπ, επηρεάζοντας, στην διαδρομή, πλήθος καλλιτεχνών και συγκροτημάτων.
Να μερικά ονόματα που... έπιναν και πίνουν νερό στο όνομα των CAN: Brian Eno, John Lydon (Sex Pistols, Public Image Limited), Cabaret Voltaire, Pete Shelley (Buzzcocks), The Fall, Wire, The Stranglers, Julian Cope, Siouxsie and The Banshees, The Defunct, This Heat, DAF, David Byrne, Eurythmics, Red Hot Chili Peppers, Radiohead και δεκάδες άλλα.
Μέσα στις πολλές δραστηριότητες των CAN οι μουσικές για ταινίες και για σίριαλ ήταν αποφασιστικές, για την δική τους καλλιτεχνική υπόσταση και συγκρότηση. Και εννοούμε με αυτό πως τα μέλη του γκρουπ λειτουργούσαν άψογα, ως επαγγελματίες, μέσα από το καθεστώς της «παραγγελίας», ετοιμάζοντας καταπληκτικές μουσικές για πλήθος ταινιών (κυρίως γερμανικής παραγωγής).
Και κάπως έτσι, από πολύ νωρίς, από το 1970 ήδη, οι CAN θα κυκλοφορούσαν ένα άλμπουμ υπό τον τίτλο “Soundtracks” [Liberty], συγκεντρώνοντας σ’ έναν δίσκο, μερικά από τα ωραιότερα κομμάτια που έγραψαν ποτέ (για γερμανικές, βασικά, ταινίες). Εδώ θα μας απασχολήσει έντονα το LP “Soundtracks”, αλλά όχι μόνον αυτό, ούτε θα ξεκινήσουμε από ’κει...
Οι πρώτες απόπειρες
Η πρώτη επαφή των CAN με τον κινηματογράφο, τοποθετείται στην αρχή κιόλας της διαδρομής τους, το καλοκαίρι του 1968, όταν ακόμη λέγονταν Inner Space και αφορά στο σάουντρακ μιας κάπως αναρχικής πολιτικής σάτιρας, που ήταν σκηνοθετημένη από κάποιον Peter F. Schneider. Τίτλος της; “Agilok & Blubbo” (1969).
Η μουσική είναι γραμμένη στην Κολωνία και σε πρώτο χρόνο είχε τυπωθεί μόνον ένα 45άρι με τα κομμάτια “Agilok & Blubbo (Thema: No. 1) / Kamera-song” [Vogue, 1968].
Πολλά χρόνια αργότερα, το 2009, η ισπανική εταιρεία Wah-Wah θα κυκλοφορούσε ολόκληρο το σάουντρακ, στο οποίο ακούγονταν οι Holger Czukay μπάσο, Jaki Liebezeit ντραμς, Irmin Schmidt φωνή, φλάουτο, κιθάρες και Rosy Rosy φωνή, ενώ ηχολήπτης ήταν ο David Johnson (πρωταρχικό μέλος των CAN).
Ενδιαφέρουσα οπωσδήποτε μουσική με πολλά pop-rock, freaky-folk και πειραματικά στοιχεία, ενταγμένα άπαντα σ’ ένα κάπως ψυχεδελικό περιβάλλον, αλλά κάπως μακριά ακόμη από το βασικό ηχητικό αμπαλάζ των κατοπινών δουλειών των μεγάλων Γερμανών.
Ένα δεύτερο σάουντρακ από την ίδιαν εποχή αφορούσε στην ταινία του Kobi Jaeger “Kamasutra / Vollendung der liebe” (1969).
Η μουσική ηχογραφείται τον Νοέμβριο του ’68 και σε πρώτο χρόνο τυπώνεται ξανά, μόνον ένα 45άρι με τα κομμάτια “Kamasutra / I’m hiding my nightingale” [Metronome, 1969].
Και σ’ αυτή την περίπτωση η συνολική μουσική θα κυκλοφορούσε πολλά χρόνια αργότερα (2009) σ’ ένα 2LP της γερμανικής εταιρείας Crippled Dick Hot Wax!, κάτω από τα ονόματα Irmin Schmidt / Inner Space Production.
Να πούμε πως στις σημειώσεις του gatefold υπάρχουν στοιχεία για την ταινία (βασικά παρακολουθούμε δύο ζευγάρια, ένα ινδικό, την Nanda και τον Dilip κι ένα γερμανικό, την Anke και τον Mike, στην πορεία τους προς την ερωτική ολοκλήρωση), αλλά σχεδόν τίποτα για τη μουσική της. Και βασικά το… ποιοι συμμετείχαν σ’ εκείνες τις ηχογραφήσεις.
Φυσικά, δεν θέλει πολύ κάποιος για να καταλάβει πως στην “Kamasutra” ακούγονται οι CAN, καθώς εύκολα μπορείς να αντιληφθείς τα παιξίματα των Jaki Liebezeit ντραμς, Michael Karoli κιθάρες, Holger Czukay μπάσο και ακόμη την φωνή του Malcolm Mooney – ενώ ακούγεται και φλάουτο, που λογικώς ανήκει στον David Johnson.
Να πούμε πως απ’ όλα αυτά τα ονόματα (και πέραν του Schmidt) στο gatefold αναγράφονται μόνον ο Mooney και η τραγουδίστρια Margarete Juvan (η φωνή στο “I’m hiding my nightingale”), με τους υπόλοιπους να τους… τρώει η μαρμάγκα.
Η μουσική στην “Kamasutra” είναι άλλοτε ηλεκτρική και άλλοτε ακουστική (στο παραδοσιακό ινδικό ύφος), αν και χωρίς σιτάρ, μόνο με (ακουστική) κιθάρα, τάμπλες και με το φλάουτο (του Johnson) αντί για μπανσούρι (ινδικό φλάουτο).
Φυσικά, στα ηλεκτρικά κομμάτια (σε ένα απ’ αυτά ακούγεται και σιτάρ) έχουμε πλήρη ροκ αφήγηση και μπάντα (τους CAN, το ξαναλέμε), που παίζει άλλοτε αργά και… ψυχεδελικά, όπως στο “Im temple”, και άλλοτε πιο… σπιντάτα, όπως στο “In Kalkutta III” (αμφότερα τα tracks από το πρώτο LP).
Το δεύτερο βινύλιο του διπλού δίσκου (Side C) ανοίγει μ’ ένα κάπως περίεργο έως και αλλοπρόσαλλο blues-rock (“Mundharmonika beat”), που εξελίσσεται κατά τον τρόπο των CAN, κάπως μονότονα δηλαδή όσον αφορά στο ρυθμικό τμήμα (γιατί η κιθάρα κάνει καλή… τζαζ δουλειά), ενώ από την τελευταία πλευρά το κομμάτι που ξεχωρίζει είναι το “In Kalkutta II”, που επίσης είναι μονότονα υποχθόνιο, έχοντας με τρόπο ενταγμένα στη ροή του τα διάφορα ακουστικά εφφέ.
Όπως με την περίπτωση του “Agilok & Blubbo” (το 2009), έτσι και με την έκδοση του “Kamasutra / Vollendung der Liebe” (ξανά το 2009) έχουμε μιαν αναπάντεχη κυκλοφορία, που σίγουρα θα άφησε τότε, και αφήνει και σήμερα, απολύτως ικανοποιημένους τους φίλους της μουσικής των CAN.
Irmin Schmidt & The Inner Space (CAN) - In Kalkutta III
Οι (The) CAN όπως πλέον λέγονται, έχουν ήδη κυκλοφορήσει το πρώτο επίσημο άλμπουμ της, το “Monster Movie” [Music Factory], τον Αύγουστο του 1969, με την σύνθεση Holger Czukay μπάσο, Irmin Schmidt πλήκτρα, Jaki Liebezeit ντραμς, Michael Karoli κιθάρες και Malcolm Mooney φωνή, όταν ηχογραφούν τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς το “Thief”, για το σάουντρακ της ταινίας “Kuckucksei im Gangsternest” (1969) του Franz-Josef Spieker, με τους Herbert Fux, Rainer Basedow και Hanna Schygulla.
Η Χάνα Σιγκούλα θα πρωταγωνιστούσε την ίδιαν εποχή στον «Έλληνα Γείτονα» (1969) του Rainer Werner Fassbinder, ενώ τους άλλους δύο ηθοποιούς, τον Herbert Fux και τον Rainer Basedow, θα τους βλέπαμε (και τους δυο μαζί) στην ταινία του Χρήστου Κεφάλα «Η Κρουαζιέρα του Τρόμου» (1971), δίπλα στους Ανδρέα Μπάρκουλη, Ann Smyrner, Karin Schubert κ.ά.
Η “Kuckucksei im Gangsternest” περιγράφεται στην βάση IMDb ως μία comedy / crime / fantasy ταινία, με το “Thief” των CAN να ηχεί καταπληκτικά, στο ύφος των πιο γνωστών δουλειών τους από τα late 60s-early 70s.
Σε πρώτο χρόνο το κομμάτι αυτό θα ακουγόταν στην γερμανική συλλογή (double LP) “Electric Rock / Idee 2000” [Liberty, 1970], μαζί με tracks των Canned Heat, Warren Zevon, Amon Düül II, The Groundhogs, Johnny Winter, Krokodil κ.ά., σε μια εξάλεπτη εκδοχή, ενώ θα συμπεριλαμβανόταν και στο μεταγενέστερο LP των CAN “Delay 1968” [Spoon, 1981], αλλά ένα λεπτό συντομότερο και σε άλλο mix.
Το άλμπουμ “Soundtracks” των CAN
Τα επόμενα σάουντρακ των CΑΝ θα γίνονταν πασίγνωστα, αφού θα συναποτελούσαν την ύλη του δεύτερου άλμπουμ τους (LP), που θα ονομαζόταν “Soundtracks” [Liberty] και που θα κυκλοφορούσε τον Σεπτέμβριο του 1970 (μετά απ’ αυτό το άλμπουμ θα έφευγε και το “The” μπροστά από το όνομά τους).
Το “Soundtracks” περιείχε μουσικές του γκρουπ από πέντε ταινίες του γερμανικού κινηματογράφου, γραμμένες στον Πύργο Nörvenich (κοντά στην Κολωνία), στο διάστημα Νοέμβριος 1969-Αύγουστος 1970 – μάλλον οι τέσσερις ήταν γερμανικές, ενώ η μία ήταν αγγλο-γερμανική παραγωγή.
Με την σειρά, με την οποία είναι καταγραμμένες στον δίσκο, οι ταινίες αυτές ήταν οι: “Deadlock” (1970) του Roland Klick, “Cream / Schwabing Report” (1971) του Leon Capetanos (ως Leonidas Capitanos αναγράφεται στο LP), “Mädchen mit Gewalt” (1970) του Roger Fritz, “Deep End” (1970) του Jerzy Skolimowski και “Ein Großer Graublauer Vogel” (1970) του Thomas Schamoni (ως “Bottom” αναγράφεται στο LP).
Εκείνο που θα πρέπει να επισημάνουμε είναι πως όλοι οι προαναφερόμενοι γερμανοί σκηνοθέτες είναι παντελώς άγνωστοι στην Ελλάδα. Ο γερμανικός κινηματογράφος του ’60-’70 γενικότερα, είναι παντελώς άγνωστος στη Ελλάδα, αν εξαιρέσεις μερικά ονόματα (Rainer Werner Fassbinder, Volker Schlöndorff, Werner Herzog, Wim Wenders, Hans-Jürgen Syberberg, Robert van Ackeren, Margarethe von Trotta, Alexander Kluge) και βασικά μερικές ταινίες από τα συγκεκριμένα ονόματα.
Γνωρίσαμε αρκετά καλά το γαλλικό και ιταλικό φιλμ, ακόμη και το βρετανικό ή και το σκανδιναυικό σ’ ένα μέρος του, αλλά με το γερμανικό υπήρχαν και υπάρχουν μεγάλα κενά.
Γενικώς στα σίξτις-σέβεντις δεν παίζονταν γερμανικές ταινίες στην Ελλάδα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Ούτε ιδιαίτερα κείμενα γράφονταν, που θα έκαναν τον «νέο γερμανικό κινηματογράφο», πιο προσιτό στο ελληνικό σινεφίλ κοινό.
Θυμόμαστε, τώρα, ένα άρθρο, που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» (τεύχος #22, Αύγουστος 1972) και το οποίον είχε τίτλο «Νέες τάσεις στον σύγχρονο γερμανικό κινηματογράφο».
Το κείμενο εκείνο αποτελούσε μετάφραση μιας πολύ κατατοπιστικής διάλεξης του Heinz Rathsack, διευθυντή της ταινιοθήκης του τότε Δυτικού Βερολίνου, στο Goethe-Institut της Αθήνας, τον Ιούνιο του ’72 και από το οποίο θα μπορούσες να πληροφορηθείς για τις βασικές τάσεις τού τότε γερμανικού σινεμά (ακόμη και για το γερμανικό underground).
Και ίσως να ήταν τότε (ίσως λέμε) η πρώτη φορά στην Ελλάδα, που γράφονταν, σε κάποιο έντυπο, τα ονόματα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, του Βέρνερ Χέρτζογκ και του... Βικ Βέντες (έτσι είχε ακούσει τον Βιμ Βέντερς ο μεταφραστής). Αντιλαμβάνεστε το μέγεθος της άγνοιας...
Στο ίδιο κείμενο γινόταν λόγος και για τα αδέλφια (σκηνοθέτες) Πέτερ Σαμόνι (Peter Schamoni) και Ούλριχ Σαμόνι (Ulrich Schamoni), αλλά όχι και για τον Thomas Schamoni, σε ταινία του οποίου είχαν ήδη γράψει μουσική οι CAN.
Για τον Peter Schamoni πάντως είχε γράψει στις «ΕΙΚΟΝΕΣ» του ’66 η Ροζίτα Σώκου, ως ανταποκρίτρια τού τότε 16th Berlin International Film Festival (24 Ιουνίου-5 Ιουλίου 1966). Η ταινία του Peter Schamoni “Schonzeit für Füchse” (είχε μεταφραστεί ως «Πέρασε ο Καιρός για το Κυνήγι της Αλεπούς») είχε τιμηθεί με «ασημένια άρκτο» (έκτακτο βραβείο της κριτικής επιτροπής).
To LP “Soundtracks” των CAN ξεκινά με τρία θέματα από την ταινία “Deadlock” (1970) του Roland Klick, ηχογραφημένα τον Αύγουστο του 1970.
Μια εικόνα. Σε μιαν έρημη περιοχή με παλιά μεταλλεία, κάπου στο πουθενά, τρεις απελπισμένοι άντρες μάχονται για μια βαλίτσα γεμάτη με λεφτά...
Υπάρχουν δύο τραγούδια, που είναι καταπληκτικά, εδώ, το “Deadlock” και το “Tango whiskyman”, με τον Ιάπωνα Damo Suzuki στη φωνή –που είχε αντικαταστήσει εν τω μεταξύ τον Αφροαμερικανό Malcolm Mooney από τις αρχές του ’70–, όπως υπάρχει κι ένα πιο σύντομο instrumental (ξανά το “Deadlock”).
Όσον αφορά στην υπόλοιπη line-up του γκρουπ; Εκείνη θα παρέμενε σταθερή (Irmin Schmidt, Holger Czukay, Jaki Liebezeit και Michael Karoli ή και Caroli, όπως διαβάζουμε εδώ).
Deadlock - The Can
Το επόμενο track είναι το “Don’t turn the light on, leave me alone” από την ταινία “Cream / Schwabing Report” (1971) του Leon Capetanos (Leonidas Capitanos), ηχογραφημένο τον Ιούνιο του 1970.
Μπορεί τώρα να πορεύεται περισσότερο ως συγγραφέας ο Ελληνοαμερικανός Leon Capetanos (“The Time Box”), αλλά στα έιτις ήταν ένα επιτυχημένος σεναριογράφος του Hollywood, συνεργαζόμενος κυρίως με τον σκηνοθέτη Paul Mazursky στις ταινίες “Tempest” (1982) με John Cassavetes, Gena Rowlands, “Moscow on the Hudson” (1984) με Robin Williams, “Down and Out in Beverly Hills” (1986) με Nick Nolte, Bette Midler και “Moon Over Parador” (1988) με Richard Dreyfuss, Raul Julia, ενώ στα σέβεντις είχε σκηνοθετήσει κιόλας δύο αμερικάνικες ταινίες και μία γερμανική – με την γερμανική να είναι εκείνη που μας ενδιαφέρει, τώρα, λόγω CAN.
Στην μαύρη κωμωδία “Cream / Schwabing Report” ένας ιταλός φοιτητής, ο Φράνκο, έρχεται στο Μόναχο για να κερδίσει χρήματα, προκειμένου να βοηθήσει την οικογένειά του, στην Ιταλία. Γνωρίζει διάφορα κορίτσια και ανάμεσα έναν νέο φίλο, τον Τζορτζ, που είναι παραγωγός ταινιών σεξ...
Το τραγούδι των CAN είναι εξαιρετικό, με έξοχο drumming από τον Jaki Liebezeit, ο οποίος παίζει και φλάουτο, δυνατό ρυθμικό παίξιμο στην κιθάρα από τον Michael Caroli, μπασογραμμή που «πετάει» από τον Holger Czukay και με τον Damo Suzuki να τραγουδά τελείως νωχελικά και αποστασιοποιημένα, στο γνώριμο, θα πούμε, στυλ του.
Η πρώτη πλευρά του δίσκου θα ολοκληρωνόταν με το τραγούδι “Soul desert” από το σάουντρακ της ταινίας “Mädchen mit Gewalt” (1970) του Roger Fritz, που είναι ηχογραφημένο τον Δεκέμβριο του 1969, όταν στους CAN ήταν ακόμη τραγουδιστής o Malcolm Mooney.
Εδώ έχουμε μια βίαιη περιπέτεια, με δύο άντρες και μια γυναίκα, που βρίσκονται σ’ ένα έρημο λατομείο, το οποίο εν μέρει έχει καλυφθεί από νερά, δημιουργώντας μια τεχνητή λίμνη. Από ’κει και πέρα ξεκινάει η ωμότητα και ο εφιάλτης...
Φήμες λένε πως αυτή την ταινία είχε ζητήσει να την δει ο Sam Peckinpah, ενώ ετοίμαζε το περιβόητο “Straw Dogs” (1971) (Αδέσποτα Σκυλιά), με τον Dustin Hoffman. Ποιος ξέρει...
Το τραγούδι των CAN είναι μονότονο και υποχθόνιο, πάντως, και φαίνεται πως ταιριάζει με το σκοτεινό κλίμα του “Mädchen mit Gewalt”.
Η δεύτερη πλευρά του άλμπουμ “Soundtracks” των CAN περιλαμβάνει μόλις δύο κομμάτια, με το πρώτο εξ αυτών, το περίφημο “Mother Sky”, να διαρκεί σχεδόν 15 λεπτά.
Το κομμάτι αυτό είναι ηχογραφημένο τον Ιούλιο του 1970 και προοριζόταν για την ταινία “Deep End” του πολωνού σκηνοθέτη Jerzy Skolimowski, στην οποία και ακούστηκε για πρώτη φορά (1 Σεπτεμβρίου 1970).
«Ο 15χρονος Μάικ (John Moulder-Brown) εγκαταλείπει το σχολείο και προσλαμβάνεται στα άθλια λουτρά του Νιούφορντ, στην περιφέρεια του Λονδίνου. Η Σούζαν (Jane Asher), μια όμορφη, προκλητική και σεξουαλικά απελευθερωμένη κοπέλα, λίγο μεγαλύτερή του, του δείχνει τη δουλειά. Ο Μάικ, ντροπαλός και αφελής, την ερωτεύεται, αλλά εκείνη επιδεικνύεται αυτάρεσκα με τον φίλο της Κρις (Christopher Sandford), και τον περιπαίζει. Όταν ο Μάικ αντιλαμβάνεται ότι η Σούζαν έχει διάφορους εραστές στα λουτρά, ζηλεύει και αρχίζει να τον παρακολουθεί παντού: στον κινηματογράφο, στο δρόμο, στα κακόφημα νυχτερινά κέντρα του Σόχο...». [Από το βιβλίο “Jerzy Skolimowski” των εκδόσεων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, από το 2000]
Το “Mother Sky”, που ακούγεται στην φάση της περιπλάνησης του ήρωα στα κλαμπ του Soho, ξεχώρισε από την αρχή, ιδίως στο γερμανικό κοινό (η ταινία ήταν αγγλο-γερμανικής παραγωγής), κάνοντας «επιτυχία».
Όπως γράφουν οι Pascal Bussy & Andy Hall στο βιβλίο τους “The CAN book” [SAF Publishing, 1989] το τραγούδι ήταν νούμερο 1 για εβδομάδες στο Βερολίνο (προφανώς σε κάποιο τοπικό top), ενώ παιζόταν κιόλας συνεχώς στις ντισκοτέκ.
Το “Mother Sky” ξεκινά σε πολύ γρήγορο τέμπο, με το σήμα κατατεθέν «καμπανωτό» μπάσο του Holger Czukay, το μονότονο drumming του Jaki Liebezeit και το καταιγιστικό παίξιμο στην κιθάρα από τον Michael Caroli, με τα γεμίσματα από τα πλήκτρα του Irmin Schmidt και την ιδιότυπη φωνή του Damo Suzuki να δένουν καταπληκτικά, δημιουργώντας ένα μνημείο του krautrock.
Η ταινία, τώρα, του Jerzy Skolimowski ήταν κατά πάσα πιθανότητα η μοναδική, απ’ όλες τις προαναφερόμενες (από το LP “Soundtracks), που παίχτηκε στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια (Νοέμβριος 1972), με τον παραπλανητικό τίτλο «Η Πρώτη Επαφή ενός Πρωτάρη».
Φυσικά η ταινία ήταν ένα ερωτικό δράμα, που σχετιζόταν με την ερωτική αφύπνιση ενός εφήβου και την οδυνηρή, εν τέλει, γνωριμία του με την πιο σκληρή πλευρά της σεξουαλικής ζωής του, δίχως να διαθέτει κανένα γαργαλιστικό στοιχείο «μαλακού πορνό» ας πούμε (όπως άφηνε να εννοηθεί, για ξεκάθαρους εμπορικούς λόγους, ο ελληνικός τίτλος).
Επιπλέον, στην σχετική ελληνική διαφημιστική καταχώρηση υπήρχε αναφορά και στην μουσική της ταινίας, και βασικά στον Cat Stevens, που τον ακούμε, στους τίτλους αρχής, στο “But I might die tonight” – με το τραγούδι να υπάρχει στο LP τού Cat Stevens “Tea for the Tillerman” [Island, 11/1970], που είχε ήδη κυκλοφορήσει εκείνη την εποχή και στη χώρα μας.
Φυσικά, ουδεμία αναφορά δεν θα μπορούσε να γίνει στους Γερμανούς CAN, οι οποίοι ήταν άγνωστοι, τότε, στο εγχώριο μουσικόφιλο κοινό (μπορεί να είχαν υπάρξει κάποιες δημοσιογραφικές νύξεις, για παράδειγμα στα «Επίκαιρα» ή στην εφημερίδα «Μουσική Γενιά», αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι, από την στιγμή που δεν κυκλοφορούσαν τραγούδια τους σε ελληνική εκτύπωση).
Deep End • Jerzy Skolimowski (CAN)
Το LP “Soundtracks” των CAN θα ολοκληρωνόταν με το τραγούδι “She brings the rain”, που προερχόταν από το σάουντρακ της ταινίας “Ein Großer Graublauer Vogel” (1970) του Thomas Schamoni (“Bottom” διαβάζουμε στο εξώφυλλο του LP) και που ήταν ένα από τα ωραιότερα του δίσκου. Ηχογράφηση από τον Νοέμβριο του 1969, όταν ήταν ακόμη μέλος του γκρουπ ο τραγουδιστής Malcolm Mooney.
Η “Ein Großer Graublauer Vogel” ήταν μία παράξενη ταινία, που συνδύαζε στοιχεία αστυνομικού θρίλερ και επιστημονικής φαντασίας.
Ο ποιητής Tom-X μαθαίνει από τον Belotti, έναν ανενεργό επιστήμονα, πως εκείνος και τέσσερις άλλοι συνάδελφοί του είχαν επεξεργαστεί μια φόρμουλα, για να κυριαρχήσουν στον κόσμο, δημιουργώντας μια μηχανή, που θα είχε την ικανότητα να παρεμβαίνει και να διαμορφώνει κατά το δοκούν το χωροχρονικό συνεχές. Οι πέντε επιστήμονες είχαν κωδικοποιήσει την λειτουργία της εφεύρεσής τους μέσω ενός ποιήματος, με τέτοιο τρόπο ώστε ο καθένας απ’ αυτούς να γνωρίζει μόνον ένα στίχο (του ποιήματος). Κάποια στιγμή ο Belotti δολοφονείται και η κατάσταση αρχίζει να περιπλέκεται...
Στο δίκτυο διαβάζεις πως η ταινία ήταν εμπνευσμένη από το ποίημα “Bottom” του Αρθούρου Ρεμπώ.
Το “She brings the rain”, τώρα, είναι ένα θαυμάσιο τραγούδι, μια jazzy μπαλάντα, που δείχνει την αληθινή τραγουδοποιητική δύναμη των CAN, με την κιθάρα να πρωταγωνιστεί σε δύο επίπεδα, ταυτοχρόνως. (Στο δεύτερο, στην αρχή τουλάχιστον, την ακούς σαν τσέλο).
She Brings the Rain
Άλλες ταινίες και σίριαλ με μουσικές των CAN
Οι CAN έγραψαν, επίσης, πολλές μουσικές για τηλεοπτικές παραγωγές – σίριαλ και τηλεταινίες.
Το 1970 μουσικές τους ακούγονται στην τηλεταινία “Das Millionenspiel” του Tom Toelle, με guests στο φλάουτο τον David Johnson και στο σαξόφωνο τον τζαζίστα Gerd Dudek.
To 1971 γράφουν μουσική για το τηλεοπτικό western “Carlos” (1971) του Hans W. Geissendörfer και για την μίνι-σειρά (τρία επεισόδια) “Das Messer” (1971) του Rolf von Sydow – τελείως προχωρημένο rock, με πολλά μινιμαλιστικά (επαναληπτικά) και dub στοιχεία.
Την επόμενη χρονιά (1972) ντύνουν με μουσικές τους ένα επεισόδιο της διάσημης γερμανικής αστυνομικής σειράς “Tatort”, που είχε τίτλο “Tote Taube in der Beethovenstraße” και που ήταν σκηνοθετημένο από τον σπουδαίο Αμερικανό Samuel Fuller.
Το 1974 γράφουν μουσική για την τηλεταινία της Helma Sanders-Brahms “Die Letzten Tage von Gomorrha”, ενώ το 1975 γράφουν μουσική για ένα επεισόδιο της αστυνομικής σειράς “Der Kommissar” (το “Sturz aus Großer Höhe”, σε σκηνοθεσία Michael Braun), όπως και για τα έξι επεισόδια της επίσης αστυνομικής σειράς “Eurogang”, σε σκηνοθεσία των Eberhard Pieper, Heinz Schirk και Michael Braun.
Περιττό να το πούμε... όλες οι μουσικές τους είναι έξω από τα καθιερωμένα, τελείως «προχωρημένες», πειραματικές αλλά με νόημα, που ακούγονται «σημερινές» ακόμη και τώρα.
Αφήσαμε για λίγο πριν από το τέλος ίσως την πιο διάσημη συνεργασία των CAN στο πλαίσιο του τότε «νέου γερμανικού κινηματογράφου», την μουσική, εννοούμε, που έγραψαν για το υπαρξιακό road-movie του Wim Wenders “Alice in den Städten” (1974), γνωστό και αγαπητό, αργότερα, και στην Ελλάδα ως «Η Αλίκη στις Πόλεις».
Ένας γερμανός δημοσιογράφος είναι με αποστολή στην Αμερική, προκειμένου να ολοκληρώσει κάποιο θέμα με κείμενα και φωτογραφίες, αλλά, επειδή τον βασανίζουν διάφορα, δεν μπορεί να γράψει και τελικά απολύεται (από απόσταση). Καθώς ετοιμάζεται να επιστρέψει στην Γερμανία, οικονομικά διαλυμένος και ψυχικά ταλαιπωρημένος, γνωρίζει, την ώρα της κράτησης του εισιτηρίου, μία γερμανίδα μητέρα με την κόρη της, που θέλουν κι εκείνες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Τελικά η μητέρα δεν ακολουθεί την πτήση, για κάποιο δικό της λόγο, αφήνοντας την εννιάχρονη κόρη της να την συνοδεύσει ο δημοσιογράφος, μέχρι το Άμστερνταμ και από εκεί στην Γερμανία. Μόνο που τα ίχνη της μητέρας θα χαθούν, με το κορίτσι να μην γνωρίζει ή να μην θυμάται τα τι και πώς της επιστροφής, και με τον δημοσιογράφο στην αρχή αναγκαστικά, αλλά στην πορεία με ιδιαίτερη στοργή να προσεγγίζει την μικρή Αλίκη, σ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας.
Καταπληκτική, ασπρόμαυρη ταινία, που για πολλούς και διαφόρους λόγους δεν θα μπορούσε να γυριστεί σήμερα.
Για την «Αλίκη στις Πόλεις» λοιπόν θα συναντηθούν οι CAN με τον Wim Wenders, γράφοντας λίγη, αλλά ωραία μουσική, γι’ αυτό το πολύ ιδιαίτερο φιλμ.
Να συμπληρώσουμε μόνον πως αποσπάσματα από τα περισσότερα, από τα προαναφερόμενα, σάουντρακ, υπάρχουν καταγραμμένα στην μνημειακή έκδοση πέντε δίσκων βινυλίου (ή τρία CD) “CAN / The Lost Tapes” της Spoon Records, που είχε κυκλοφορήσει το 2012.
Can - The Lost Tapes ( Alice/Alice in The Cities Soundtrack)
Οι CAN μπορεί να διαλύθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70, αλλά με διάφορες αφορμές ξαναφτιάχτηκαν, τα επόμενα είκοσι χρόνια (έως και τις αρχές των 00s δηλαδή), για κάποια πολύ σύντομα διαστήματα, και για ορισμένους πολύ συγκεκριμένους λόγους.
Και κάπως έτσι τους ξανασυναντάμε, το 1991, με τετραμελή σύνθεση (Schmidt, Liebezeit, Mooney, Karoli – χωρίς τον Czukay δηλαδή), να γράφουν ένα τραγούδι για το σάουντρακ μιας άλλης γνωστής ταινίας του Wim Wenders, της “Bis ans Ende der Welt” (ε.τ. Μέχρι το Τέλος του Κόσμου), με τον William Hurt και την Solveig Dommartin. Κι αυτό ωραίο και ιδιαίτερο κομμάτι – και από τα tracks που ξεχώριζαν σ’ ένα σάουντρακ με πολλές συμμετοχές (Talking Heads, Lou Reed, R.E.M., Elvis Costello κ.ά.).
Και τούτο. Σήμερα από την βασική τετράδα των CAN ζει μόνον ο 85χρονος Irmin Schmidt, καθώς έχουν φύγει από την ζωή ο Michael Karoli (2001), ο Jaki Liebezeit (2017) και ο Holger Czukay (2017). Φυσικά, αθάνατη παραμένει και θα παραμένει η μουσική τους.
Millionspiel