Ήταν 1953, όταν η Ιπτάμενη Παράγκα και ο Σίμος ο Υπαρξιστής (Σίμος Τσαπνίδης) απασχολούσαν όλη την Αθήνα.
Ο θόρυβος που είχαν προκαλέσει οι θαμώνες της Παράγκας με τα κατορθώματά τους υπήρξε μεγάλος –δεν επρόκειτο δηλαδή για κάτι το περιθωριακό– και τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός πως είχε γραφτεί, ανάμεσα σε άλλα, και ολάκερο λαϊκό τραγούδι και μάλιστα από πρώτα πρόσωπα, το οποίον είχε ερμηνευτεί από ακόμη πιο πρώτα ονόματα.
Ήταν μια σύνθεση του Μπάμπη Μπακάλη, στηριγμένη σε στίχους του Κώστα Βίρβου, που είχε τίτλο «Υπαρξιστής θα γίνω» – ένα τραγούδι που είχαν αποδώσει η Σωτηρία Μπέλλου, μαζί με τον Σπύρο Ζαγοραίο και τον Γιάννη Σταμούλη (ή Μπιρ Αλλάχ) στα σιγόντα.
Ο υπαρξισμός στην πένα του λαϊκού στιχουργού μοιάζει αρχικά να ταυτίζεται με μιαν αδιαφορία, εκ πρώτης, για το σύνολο των καταστάσεων, και με μιαν ανεμελιά, ενώ ανιχνεύεται, συγχρόνως, κι ένα σπέρμα πρόκλησης προς το κοινώς αποδεκτό, βασικά μέσω της εξωτερικής εμφάνισης των υπαρξιστών.
Ο υπαρξισμός στην πένα του λαϊκού στιχουργού μοιάζει αρχικά να ταυτίζεται με μιαν αδιαφορία, εκ πρώτης, για το σύνολο των καταστάσεων, και με μιαν ανεμελιά, ενώ ανιχνεύεται, συγχρόνως, κι ένα σπέρμα πρόκλησης προς το κοινώς αποδεκτό, βασικά μέσω της εξωτερικής εμφάνισης των υπαρξιστών.
Όμως, στην πορεία τού τραγουδιού, ο υπαρξισμός παρουσιάζεται ως ένας χαλαρός τρόπος αντιμετώπισης της καθημερινότητας (του στυλ «έξω φτώχεια και καλή καρδιά»), που βοηθά ν’ απαλλαγείς από τα βάρη της συμβατικής και σύνθετης ζωής, δημιουργώντας μιαν απλούστερη καινούρια. Ορίστε και οι στίχοι τού Κώστα Βίρβου:
Υπαρξιστής θα γίνω / και φράγκο δεν θα δίνω / το σύμπαν κι αν καεί.
Θα στήσω μια παράγκα / και θα περνώ ρε μάγκα / μποέμικη ζωή.
E ρε κόσμε πω πω πω πω πω / θα το ρίξω στον υπαρξισμό.
Με μούσι και μουστάκι / και παρδαλό σακάκι / στους δρόμους θα γυρνώ.
Στην πλάκα θα το ρίξω / τις πίκρες μου να πνίξω / να πάψω να πονώ.
E ρε κόσμε πω πω πω πω πω / θα το ρίξω στον υπαρξισμό.
Τι κέρδισα ως τώρα / που κλαίω κάθε ώρα / μεσ’ στη παλιοζωή;
Υπαρξιστής θα γίνω / και φράγκο δεν θα δίνω / το σύμπαν κι αν καεί.
E ρε κόσμε πω πω πω πω πω / θα το ρίξω στον υπαρξισμό.
Ταυτόχρονα με το τραγούδι τα κατορθώματα τού Σίμου είχαν απασχολήσει και τον κινηματογράφο, καθώς οι Υπαρξιστές και η Ιπτάμενη Παράγκα τους πρωταγωνιστούσαν στην ταινία τού Κώστα Δρίτσα «Ο Καπετάν Σοροκάδας» (1953), μαζί με τους Ράλλη Αγγελίδη, Θάνο Τζενεράλη, Μπέμπα Κυριακού και άλλους. Δυστυχώς η ταινία αυτή θεωρείται πλέον χαμένη, κι έτσι χάθηκε μαζί της κι ένα μοναδικό οπτικό ντοκουμέντο όλων εκείνων που συνέβαιναν στο στέκι των Υπαρξιστών.
Υπάρχουν, όμως, διαθέσιμα άλλου είδους τεκμήρια, κι ένα τέτοιο θα σας παρουσιάσουμε στη συνέχεια...
Καμία μαρτυρία λοιπόν, καμία σύγχρονη προφορική μαρτυρία εννοούμε, δεν μπορεί να αποτυπώσει καλύτερα το κλίμα της Ιπτάμενης Παράγκας του Σίμου απ’ όσο ένα επιτόπιο ρεπορτάζ, που θα ξετυλιγόταν «ζωντανά», φυσικά, την πιο κατάλληλη στιγμή.
Το κείμενο που θα διαβάσετε στη συνέχεια δημοσιεύθηκε κατά πρώτον στην εφημερίδα Εμπρός την Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 1953 και είναι υπογραμμένο από τον δημοσιογράφο Κώστα Αβραμόπουλο.
Τα τυπογραφεία τής Εμπρός βρίσκονταν στην Ρήγα Παλαμήδη, στου Ψυρρή (εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το ελεύθερο, αυτοδιαχειριζόμενο, θέατρο Εμπρός), πολύ κοντά στην Σαρρή 29 (η διεύθυνση της Παράγκας) και ο Αβραμόπουλος φαίνεται πως ήταν ένας από τους πρώτους που είχαν μυριστεί τα καθέκαστα, αφού αυτά εξελίσσονταν στην γειτονιά του.
Έτσι, στο φύλλο εκείνης της Πέμπτης περιγράφει όσα είχε ζήσει κατά το δεύτερο υπαρξιστικό πάρτι στην Ιπτάμενη Παράγκα λίγες ημέρες νωρίτερα (το Σάββατο της 7ης Φεβρουαρίου 1953).
Ο Αβραμόπουλος είχε παρακολουθήσει και το πρώτο «υπαρξιστικό πάρτι», που είχε οργανωθεί το Σάββατο της 24ης Ιανουαρίου 1953 και ήταν εκείνος που είχε δώσει την ονομασία Ιπτάμενη Παράγκα στο ετοιμόρροπο τής οδού Σαρρή, η οποία (ονομασία) υιοθετήθηκε αμέσως από τον Σίμο και τους Υπαρξιστές του.
ΕΖΗΣΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΝΥΧΤΑ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΥΠΑΡΞΙΣΤΑΣ / ΣΤΗΝ ΘΡΥΛΙΚΗ «ΙΠΤΑΜΕΝΗ ΠΑΡΑΓΚΑ» ΤΗΣ ΣΥΝΟΙΚΙΑΣ ΨΥΡΡΗ
Στο προηγούμενο ρεπορτάζ έγραφα ότι οι μουσάτοι υπαρξισταί και σουρρεαλισταί τού αρχηγού Σίμου χοροπηδούσαν μέσα στην Ιπτάμενη Παράγκα τής οδού Σαρρή 29 μέχρι τα χαράματα, χωρίς να κατορθώσουν να την γκρεμίσουν!
Φαίνεται όμως ότι οι έξαλλοι αυτοί άνθρωποι έχουν αποφασίσει όχι μόνο να γκρεμίσουν την παράγκα αλλά να εξαφανίσουν και μένα από το πρόσωπο της Γης.
Γι’ αυτό, τη νύχτα του Σαββάτου προς την Κυριακήν, έκαμαν και δεύτερο «πάρτυ» και με εκάλεσαν «τιμητικώς» με μια πηχυαία πρόσκληση από χοντρό χαρτόνι, που για να την κρατήσω αναγκάστηκα να την καταχωρίσω στο ντοσιέ μου!
Επήρα λοιπόν την πρόσκλησι υπό μάλης και επήγα αφού πρώτα αυτοπαρηγορήθηκα ότι ο αρχισυντάκτης μου θα μου έκανε ευχαρίστως μια εννιάστηλη νεκρολογία!!
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΚΑΣ ΚΑΙ Η ΑΜΥΝΑ ΤΟΥ ΣΙΜΟΥ!
Όταν όμως έφθασα στην οδόν Σαρρή 29 αντί να ευρεθώ στην παράγκα, ευρέθηκα προ πρωτοφανούς διαδηλώσεως πλήθους! Χιλιάδες άντρες, γριές, νέες, κοπέλλες και πιτσιρίκια πολιορκούσαν με σάπια μήλα και με λεμονόκουπες τη μετέωρη παράγκα τού Σίμου ξεφωνίζοντας «Θέ-λου-με τον αρ-χη-γό! Τη Δευτέρα στη Βουλή!».
Ο «αρχηγός» όμως κρυμμένος πίσω από ένα μουσαμά ησχολείτο με το μάζεμα των σάπιων μήλων και των λεμονιών, που έμπαιναν από τα υποθετικά παράθυρα. Ήταν βλέπετε γι’ αυτόν τα μοναδικά όπλα αμύνης εκείνη την κρίσιμη στιγμή! Τα εμάζευε σε ένα καλάθι που είχε μπροστά στο «παράθυρο» και αφού τα ράντιζε με γιαούρτη επρόβαλλε ύστερα το μούσι του στη γωνία ενός τσίγκου και τα εκσφενδόνιζε με λύσσα κατά των πολιορκητών, ωρυόμενος ταυτοχρόνως και κατά των αστυφυλάκων που δεν κατόρθωναν να τους διαλύσουν με τα κλομπ.
Κάπου-κάπου, όταν τα έβρισκε πολύ σκούρα άρπαζε το μηχάνημα τής οξυγονοκολλήσεως και έρριχνε, κρυμμένος πίσω από το λούκι, ολόκληρη βροχή από σπινθήρες προς το δρόμο!
Τέλος πάντων συνωθούμενος, ωθούμενος και προωθούμενος ανάμεσα σε υψωμένες γροθιές, σε γουρλωμένα μάτια και σκουπόξυλα κατάφερα να φθάσω στην είσοδο.
Στη μέση της κινητής και αιωρούμενης ανεμόσκαλας, που είχα περιγράψει, και από την οποία ώφειλα να σκαρφαλώσω στην αίθουσα της δεξιώσεως, δύο «ιππόται» φιμωμένοι με τούλια και κουνουπιέρες και στεφανωμένοι με παντζαρόφυλλα και μανταρινόφλουδες κρατούσαν κάτι σκουριασμένα σπαθιά και τα χτυπούσαν άγρια επάνω σε μια τρύπια κατσαρόλα –που κρεμόταν πάνω από τη σκάλα– φωνάζοντας.
– Τουρλουμουδούρου… Σουρλουμουντούρου!! πράγμα το οποίον εσήμαινε ότι ή εγώ δεν ήμουν καλά ή οι «ιππόται»!
Παρ’ όλη την ακεφιά που είχα έβγαλα την τεράστια χαρτονένια «πρόσκλησι» από το ντοσιέ και τους την έδειξα. Όταν όμως την είδαν εβούτηξαν αμέσως τις άκρες των σπαθιών τους σε μία καρδάρα με γιαούρτη τα ύψωσαν και άρχισαν να ξιφομαχούν επάνω από το κεφάλι μου, χτυπώντας ό,τι συμπράγκαλο εκρεμόταν από τη σκάλα!
Επήγε να μου έρθη νταμπλάς γιατί σε τέτοιου είδους απειλητικές υποδοχές δεν είχα ειδικευθή. Ο ένας όμως από τους «ιππότες» μόλις αντελήφθη ότι ετοιμαζόμουν να το βάλω στα πόδια άπλωσε μία πλεξούδα από σκόρδα με γάντζωσε από το λαιμό και μου είπε: «Πιστεύετε ότι ο Νείλος πηγάζει από την… γαρδούμπα;». Έμεινα εμβρόντητος. Δεν μπορούσα να πω «ναι» ούτε γι’ αστείο…
Τέλος πάντων με τη βοήθεια τού πολυεύσπλαχνου σουρρεαλισμού και με τη βοήθεια των χτύπων της καρδιάς μου κατόρθωσα να παραδεχθώ την επείγουσα εκείνη συγγένεια γαρδούμπας και Νείλου ποταμού και να συνεχίσω την κατηφορική άνοδό μου στην ανεμόσκαλα! Τώρα δεν ξέρω πως τα ξεχαρβαλωμένα σκαλιά της μετέωρης εκείνης σκάλας μου εθύμιζαν το τρομακτικό πρόσωπο κάποιου φίλου μου χειρούργου!
ΤΟ ΜΟΥΣΙ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΤΗΝ ΠΕΝΙΚΙΛΛΙΝΗ!!
Πατώντας σε άλλο ένα «τέλος πάντων» σκαλί βρέθηκα σκαλωμένος στο τελευταίο, σαν κουρνιασμένη κόττα χωρίς να πέσω! Φαίνεται πως η απόπειρα αυτοκτονίας που έκαμα ήταν καλής μορφής! Από κείνο το σκαλί γονάτισα και «εισήλθα» στην ιπτάμενη «αίθουσα» μπουσουλώντας και σέρνοντας με τις άκρες τού πανωφοριού μου μία τροκάνα προβατίνας και κάτι εξαρτήματα ποδηλάτου, που εκρέμοντο γύρω από την ανεμόσκαλα.
Και πάλι τέλος πάντων έκανα να σηκωθώ με την ιδέα ότι ο αρχηγός θα άπλωνε την «υπαρξιστική» ταβανόβουρτσα και θα με ξεσκόνιζε –όπως και το προπερασμένο Σάββατο– από απόστασι τριών μέτρων.
Πριν σηκώσω όμως τα μάτια για να τον ιδώ ακούω πάνω από το κεφάλι μου κάτι δυνατά τσαγκρανίσματα, σαν να εγκρεμίζοντο κατσαρόλες! Εγύρισα τότε να ιδώ και τι αντικρύζω; Ένα νέο γυμνό έως τα σύνορα της δημοσίας αιδούς κατάμαυρον από τηγανόσκονη να χτυπάη με μια γύφτικη βαρειά ένα τηγάνι και να ωρύεται σαν Μάου-Μάου!
Ο δράστης «οικοδεσπότης», ντυμένος με σκισμένο και καταματωμένο πουκάμισο «πειρατής», στεκόταν πλάι σ’ αυτόν τον Αθηναίο ζουλού και όταν άκουγε το χτύπημα τού τηγανιού άρπαζε ένα φυσερό από εκείνα που θειαφίζουν τις κληματαριές και αφού το φύσαγε προς το πρόσωπο τού «εισερχομένου», τρεις φορές, ανήγγειλε το όνομά του σε μια «αγγλική» διάλεκτο, που έμοιαζε καταπληκτικά με τα αράπικα!
Εμένα όμως μου έκανε ξεχωριστή τιμή. Επήρε ένα καλάμι, το βούτηξε σε ένα γουδί με σαπουνάδα κι’ έκαμε τρεις «υπαρξιστικές» σαπουνόφουσκες φωνάζοντας:
– Εσείς κύριε λογοτέχνα τής ποιήσεως ή κύριε «Εμπρός», που βαφτίσατε πρώτος στο αξιότιμο ρεπορτάζ σας την βίλλα μου με το ευπρόσδεκτο όνομα «Ιπτάμενη Παράγκα», μπορείτε να μου κάνετε τώρα αμέσως ένα υπαρξιστικό ρητό, για να το έχω ως «έμβλημα» της πρακτικής θεωρίας μου;
– Μπορώ, αλλά μόνον έξω από την παρεξήγησι, του είπα.
– Δείξε λοιπόν τη δύναμί σου, μου φώναξε.
– …Το μούσι θεραπεύει την πενικιλλίνη! του ψιθυρίζω διστακτικά έχοντας τον νου μου και στον αράπη, που κρατούσε το τηγάνι επάνω από το κεφάλι μου.
– Αυτό είναι! φωνάζει έξαλλος ο Σίμος και με μια κιμωλία τρέχει και το γράφει στο καδρόνι τού περιστερώνα, που έχει στήσει για να κοιμάται.
Η ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ
Ύστερα από την «βάπτισι» των μουσιών ανέβηκα στον περιστερώνα αυτό, για να βλέπω ολόκληρο το πλήρωμα της Ιπτάμενης Παράγκας. Εκάθισα, αναγκαστικά, επάνω σε μια πήλινη σουπιέρα και άρχισα να λογαριάζω πόσους νεκρούς και πόσους τραυματίες θα προσέφερε στους συναδέλφους μου η παράγκα, αν γκρεμιζόταν. Μα οι μουσικές και τα ξεφωνητά δεν με άφηναν.
Στη μια άκρη τής παράγκας ένα βραχνό πικάπ έπαιζε τα «πεταλάκια», στην άλλη ένα άλλο «αγκομαχούσε» το «μπιντιμπόμ» και στη μέση ο γλύπτης και βιολίστας αντι-υπαρξιστής κ. Ν. Παπασάββας, μαζί με τον ηλεκτρολόγο ακορντενίστα Κοβαίο, προσπαθούσε να ανακαλύψει μια νότα της «κομπαρσίτας»!
Δύο άλλοι μουσικοί, άμουσοι, καθισμένοι επάνω σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο πιάνο, που ήταν απ’ έξω από τα όρια(;) του παταριού, ηγωνίζοντο και αυτοί να ανακαλύψουν πού επήγαινε η «μουσική» που έπαιζαν με ένα μονόχορδο σαντούρι γεμάτο γιαούρτη!
Συνέχεια και αποκορύφωσι τού αγώνα των αποτελούν δύο χοντρές κυρίες «υπερ-υπαρξίστριες», των οποίων το παρουσιαστικό εκυμαίνετο μεταξύ Κάστρου και Ρας Ταφάρι! Διότι οι μουσάτες αυτές «υπερ-υπαρξίστριες», ενώ έρριχναν όλο το βάρος τους με ένα γουδοχέρι επάνω σε μια κατσαρόλα, αλληλοερωτώντο, συνεχώς, ποιο τραγούδι έπαιζε η μία και ποιο η άλλη!..
ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Μέσα σ’ αυτή τη «μουσική» χάβρα οι υπαρξισταί χοροπηδούσαν επάνω στο μισοβουλιαγμένο πάτωμα, πατώντας τις πορτοκαλόφλουδες και τα λαχανόφυλλα που έρριπταν κάτω, πηδώντας κουβάδες και σπασμένα καροσερί αυτοκινήτων, που εκοίτοντο μέσα στην παράγκα, σαν λάφυρα ιστορικής μάχης!
Ανάμεσα σε αυτά τα λάφυρα ο δράστης οικοδεσπότης Σίμος εκυκλοφορούσε με το επιβλητικό μούσι του, σαν ξεπεσμένος Τσάρος, κομματιάζοντας με χέρια και δόντια ολόκληρους ωμούς μπακαλιάρους, ολόκληρα κουνουπίδια και ρέγγες και ομιλών γαλλικά ιδικής του εφευρέσεως!
Πρέπει να επαναλάβω, δια όσους δεν διάβασαν το προηγούμενο ρεπορτάζ μου, ότι η τραπεζαρία, από την οποία ο αρχηγός και οι οπαδοί άρπαζαν τα φαγητά και τα εσέρβιραν στο πέτο τους, δεν απετελείτο από τραπέζια αλλά από 18 ραπτομηχανές Σίγγερ. Επάνω σ’ αυτές τις ραπτομηχανές αντί για πιάτα και πετσέτες υπήρχαν λαδωτήρια μηχανών, καρδάρες με γιαούρτη, πασατέμπος τηγανιτός, κρεμμυδόφλουδες αλλειμένες πετιμέζι και βιολέτες αλλειμένες ταραμοσαλάτα.
Εκτός, όμως, από αυτούς τους σουρρεαλιστικούς μεζέδες υπήρχαν, χάριν του υπαρξισμού, και ιπτάμενοι τοιούτοι μάρκας «Σπιρτ!.. φάι!». Δηλαδή: πάνω από τις «χαρμόσυνες» ραπτομηχανές εκρέμοντο από το ταβάνι τού ταβανιού, δεμένοι με κορδόνια παπουτσιών, ολόκληροι μπακαλιάροι πασπαλισμένοι με λουκουμόσκονη, ρέγγες αλειμμένες πετιμέζι, ολόκληρες αγκινάρες, πλεξούδες σκόρδο βουτηγμένες σε σαλέπι, κρεμμύδια και κουνουπίδια, ωμά, φλιταρισμένα με μακαρονόζουμο!!
Κατά την διάρκεια του χορού οι υπαρξίστριες ντάμες φορούσαν καπέλα από διάφορα λαχανικά, είχαν ρέγγα στο αυτί τους και μασούσαν σκόρδα, ενώ οι «αζευγάρωτοι» υπαρξίζοντες, που εχάζευαν ξαπλωμένοι επάνω σε σαμπρέλλες, σαν αληθινοί ναυαγοί, έψαλλαν το τροπάριο της Κασσιανής!
Από εκεί οι υπαρξιστές και υπαρξίζοντες χορευταί έκοβαν ολόκληρα σκόρδα και κρεμμύδια, και τα μασούσαν, χορεύοντας τις εναλλασσόμενες ντάμες των!!
Κατά την διάρκεια του χορού οι υπαρξίστριες ντάμες φορούσαν καπέλα από διάφορα λαχανικά, είχαν ρέγγα στο αυτί τους και μασούσαν σκόρδα, ενώ οι «αζευγάρωτοι» υπαρξίζοντες, που εχάζευαν ξαπλωμένοι επάνω σε σαμπρέλλες, σαν αληθινοί ναυαγοί, έψαλλαν το τροπάριο της Κασσιανής!!
Μέσα σε όλον αυτό τον κυκεώνα των γούστων, των «μοντέρνων» ιδεών και των «αυτοδιαθέσεων», ο υπασπιστής τού μουσάτου «αρχηγού» Σάββας ανέβηκε στον περιστερώνα, όπου κοιμάται ο Σίμος, και απήγγειλε σουρρεαλιστικά ποιήματα σαν και τούτο:
«Ω ιπτάμενες ρέγγες του πρησμένου κεφτέ, το ζουμί της ανύπαντρης κιθάρας παίζει μπερλίνα πίσω από τα Ιμαλάια, διότι έρχεται ο Άη-Βασίλης. Τώρα που ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι άρξατε πυρ, προχωρείτε στο διάδρομο τού διαδρόμου και σκοτώστε τη με λουκουμόσκονη».
Ύστερα από αυτές τις σουρρεαλιστικές αναγγελίες έπιασε μια ελαφρά βροχή μέσα στην παράγκα και τα πάντα άλλαξαν όψι. Ο Σίμος ξεκρέμασε από το ταβάνι μια τεράστια ομπρέλλα θαλασσίων λουτρών και περιφέρετο στο πατάρι κάπως στενοχωρημένος! Έτσι, κάτω από την τεράστια ομπρέλλα και με το μούσι εφάνταζε σαν τον Χαϊλέ Σελασιέ.
Σε λίγο όμως οι υπασπισταί του Αλέκος και Σάββας έφεραν μερικές ομπρέλλες και έτσι η κυκλοφορία μέσα στην ανεμίζουσα παράγκα επανεύρε τον ρυθμό της.
Τότε οι μουσάτοι άρχισαν να χορεύουν με ομπρέλλα, ενώ ο Σίμος είχε ανεβή επάνω σ’ έναν κουβά και «ανέλυε» το υπαρξιστικό διαιτολόγιο, προσπαθών να πείσει τους οπαδούς του ότι οι κρεμμυδόφλουδες είναι δυναμωτικές «γιατί περιέχουν ηλιακές ακτίνες και καυστικόν σίδηρον»!
Μία άλλη, όμως, μουσοφόρος υπαρξίστρια έκανε αντιπροπαγάνδα υπέρ των γαλακτερών, τρώγοντας επιδεικτικά με τα δάχτυλα γιαούρτη μέσα από την τσάντα της.
Παρ’ όλα αυτά, όπως και στο προηγούμενο πάρτυ, προσωπικότητες του καλλιτεχνικού κόσμου καθώς οι διαπρεπείς Ιταλοί σκηνοθέται και οπερατέρ Ορφανέλλη και Σαλάμα, ο Γάλλος υπαρξιστής ποιητής και υιός του στρατιωτικού ακολούθου της Γαλλικής Πρεσβείας κ. Πατρίκ, οι Έλληνες σκηνοθέται και οπερατέρ Λουίς Χεπ, Χρ. Αποστόλου, Κ. Δρίτσας, Φ. Ηλιάδης, Μάχη Σταυράκου, Αθανασιάδης και άλλα 200 εκλεκτά μέλη της κοινωνίας χοροπηδούσαν –επαναλαμβάνω– μέσα στην παράγκα μέχρι τα χαράματα, χωρίς όμως να κατορθώσουν να την γκρεμίσουν!
Αυτό ήταν τουλάχιστον το μόνο κατόρθωμά τους…