Πριν από αρκετά χρόνια ένας σπάνιος ελληνικός δίσκος βινυλίου έπεσε στα χέρια μου. Επρόκειτο για το άλμπουμ ''Κάψαμε τα καράβια μας'' (1977) της συνθέτριας Ρίκας Δεληγιαννάκη, μια παραγωγή του Μάνου Χατζιδάκι για το label του, ''Πολύτροπον'', όχι πια στη Lyra, αλλά στην EMIAL. Ο δίσκος αυτός ήταν μια έκπληξη πραγματική και σήμερα ελάχιστες πληροφορίες μπορεί να βρει κανείς στο διαδίκτυο. Δυσκολευόμουν, λοιπόν, να τον κατατάξω σε ένα συγκεκριμένο είδος τραγουδιού: λίγο μετα-νεοκυματικός, λίγο χατζιδακικός (κυρίως απ' την άποψη της ενορχήστρωσης), λίγο συγγενής προς την καθ'ημάς νησιώτικη παράδοση.
Με μία κλήση στο 11880 σε τρία λεπτά είχα βρει το νούμερο της Ρίκας Δεληγιαννάκη στην Κρήτη. Η πρώτη μου ερώτηση ήταν πως θα χαρακτήριζε η ίδια τη μουσική της. Από την άλλη άκρη της γραμμής, η απάντηση της 79χρονης συνθέτριας ήταν η εξής: ''Μια ζωή αποφεύγω τους χαρακτηρισμούς.Θα έλεγα όμως ότι για εκείνον τον δίσκο ισχύουν όλα αυτά που λέτε συν κάποια ευδιάκριτα φολκλορικά στοιχεία στις μελωδίες μου. Καλύτερα πείτε με μουσικά ανένταχτη''. Επομένως, ορθώς ο Φώντας Τρούσας σε ένα παλιότερο post στο ''Δισκορυχείον'' του, είχε χαρακτηρίσει τη Δεληγιαννάκη ''folkist συνθέτρια'', άποψη που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο σήμερα, ακούγοντας και ξανακούγοντας το αγαπημένο αυτό δισκογραφικό ντεμπούτο της.
Σύμφωνα πάλι με την ίδια τη δημιουργό, αυτή τη φορά από το οπισθόφυλλο της έκδοσης, ''τα τραγούδια γράφτηκαν το καλοκαίρι του ΄72 στο Ηράκλειο της Κρήτης κι αφού πέρασαν μια μικρή Οδύσσεια, πήραν την άνοιξη του ΄77 στην Αθήνα τη μουσειακή μορφή του δίσκου''. Κι αμέσως μετά, η Δεληγιαννάκη αυτοπροσδιορίζεται ως συνθέτρια: ''Στην τέχνη κινούμαι περισσότερο από ένστικτο. Μ' αρέσει να παίζω με λέξεις, νότες και εικόνες, δε μ' αρέσει ν' αναλύω ότι κάνω. Γράφω, για ν'ακονίζω το ροδάνι του νου και ν'αποκοιμίζω τη φθορά του καθημερινού...'' Η ποιητική διάθεση της δημιουργού είναι εμφανής.
Και τα δώδεκα τραγούδια, άλλωστε, ήταν σε ποίηση του συντοπίτη της, Ηρακλειώτη ποιητή Μηνά Δημάκη (1913 - 1980), παρ' όλο που η λέξη ''Ποίηση'' αντικαταστάθηκε από το ''Στίχοι'' στο εξώφυλλο, στο ένθετο και στο οπισθόφυλλο της έκδοσης, υποβιβάζοντας λίγο - κατά την ταπεινή μου άποψη - την εργασία του. Μιλάμε για έναν σημαντικό πολυμεταφρασμένο ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που τα χρόνια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ, που το 1957 τιμήθηκε με το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του, ''Σκοτεινό Πέρασμα'' και τέσσερα χρόνια αργότερα με το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή ''Το ταξίδι'' και που το 1960 εγκαταστάθηκε από την Κρήτη στην Αθήνα ως υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο Δημάκης αυτοκτόνησε στις 13 Ιουλίου του 1980, σε ηλικία 67 ετών, πέφτοντας στο κενό από την πολυκατοικία που διέμενε επί 20 χρόνια στο Κολωνάκι.
Ένα απόσπασμα από το ποίημα του με τίτλο ''Άσε με ήσυχο'', από τη συλλογή ''Σκοτεινό Πέρασμα'' (1956), είναι ενδεικτικό της απέραντης ευαισθησίας, της νιχιλιστικής διάθεσης, αλλά και του λυρισμού του:
Είσαι ο δέκατος έκτος μεγάλος μου έρωτας
Ο έσχατος
Για σκέψου αν σκέπτεσαι
Αλλ' ας σκεφθούμε
Τώρα ν' αυτοκτονήσεις ή ν' αυτοκτονήσω
Θάταν λίγο αστείο
Βέβαια ξενύχτησα μπροστά στην πόρτα σου τελευταία
Περισσότερο από νευρικότητα
Αλλά πάλι να με κυνηγάς ενώ σε κυνηγούνε!
Με κείνα τα περίφημα εικοσιδυό σου χρόνια
Τα μάτια σου που θυμίζουν θάλασσες
Κι άλλοτε βαθιές καταxνιές
Το στόμα σου
Λες δεν υπάρxει πιο όμορφο στόμα;
Το σώμα σου
Αυτό που φθείρεται ανεπανόρθωτα
Τρέξε λοιπόν να προλάβεις
Η ποιητική συλλογή ''Κάψαμε τα καράβια μας'' του Μηνά Δημάκη, αποσπάσματα της οποίας μελοποίησε η Ρίκα Δεληγιαννάκη, κυκλοφόρησε στα 1946 και χαρακτηρίστηκε από μία απέλπιδα αναζήτηση της αγάπης και μία έντονη μεταφυσική αγωνία εκ μέρους του ποιητή, ο οποίος έμοιαζε να βιώνει από τότε τα προσωπικά υπαρξιακά του αδιέξοδα.
Η αρχική σκέψη μελοποίησης του Δημάκη προέκυψε από ένα περιστατικό που συνέβη τις Απόκριες του 1969 εν μέσω χούντας: Η 33χρονη τότε Ρίκα Δεληγιαννάκη είχε συμμετάσχει σε χορό στο ''Ατλαντίς'' όπου μη ξέροντας πως να πρωτοτυπήσει στην αποκριάτικη φορεσιά της, έφτιαξε ένα κατακόκκινο φόρεμα με υφάσματα από κουρτίνες, πάνω στο οποίο είχε κολλήσει σήματα της ειρήνης. Τη φώναξε, όμως, το γκαρσόνι και της είπε ότι αυτό το σήμα απαγορεύεται. Την επόμενη έλαβε ένα τηλεφώνημα από την Ασφάλεια, όπου την καλούσαν για ανάκριση. Πήγε, δήλωσε ότι είχε δει το σήμα της ειρήνης σε σκουλαρίκια τουριστριών στην Κρήτη και της άρεσε, αλλά τελικά χρειάστηκε να βάλει μέσον για να αποφύγει το κατηγορητήριο. Ως αντίδραση, έπιασε στα χέρια της την ποιητική συλλογή ''Κάψαμε τα καράβια μας'' και άρχισε να τη μελοποιεί. Την ενδιέφερε που χωρίς να είναι αμιγώς πολιτική η ποίηση του Δημάκη, εξέφραζε όλη αυτή την απαισιοδοξία τού να είσαι καλλιτέχνης μεσούσης μιας δικτατορίας.
Όταν τα τραγούδια πήραν την οριστική μορφή τους το 1972, η συνθέτρια κινήθηκε μόνη της για την ηχογράφηση τους. Βρήκε τον Γιώργο Μούτσιο και την Ευγενία Συριώτη που την είχαν συγκινήσει, κυρίως μέσω των συνεργασιών τους με τον Μάνο Χατζιδάκι, οι οποίοι, πράγματι, τα τραγούδησαν με την ενορχηστρωτική επιμέλεια του Βασίλη Τενίδη. Ήταν αρκετά δύσκολη, όμως, για μία άγνωστη δημιουργό η εξεύρεση δισκογραφικής εταιρείας κι έτσι, ακόμη και με το υλικό ηχογραφημένο από δύο σημαντικούς ερμηνευτές, ουδείς ενδιαφερόταν να το εκδώσει.
Ο Χατζιδάκις άκουσε το υλικό και ενθουσιάστηκε, τόσο με τις μουσικές της Δεληγιαννάκη, όσο και με τους στίχους του Δημάκη. Η συνθέτρια θυμάται έντονα εκείνη την πρώτη ακρόαση με τον Χατζιδάκι να τραβάει γραμμές και να κρατάει σημειώσεις δίπλα από τους στίχους που του άρεσαν ιδιαιτέρως.
Μέχρι που ένας κοινός γνωστός τους - ενδεχομένως ο Βασίλης Τενίδης που τότε συνεργαζόταν στενά με τον Μάνο Χατζιδάκι στο ''Πολύτροπον'' - της έκλεισε ραντεβού μαζί του. Ο Χατζιδάκις άκουσε το υλικό και ενθουσιάστηκε, τόσο με τις μουσικές της Δεληγιαννάκη, όσο και με τους στίχους του Δημάκη. Η συνθέτρια θυμάται έντονα εκείνη την πρώτη ακρόαση με τον Χατζιδάκι να τραβάει γραμμές και να κρατάει σημειώσεις δίπλα από τους στίχους που του άρεσαν ιδιαιτέρως.
Απ' την πρώτη στιγμή, όμως, της έκανε σαφές πως ειδικά η αντρική φωνή, αυτή του Μούτσιου, δεν ταίριαζε στα τραγούδια της. Έτσι, της επέβαλλε ως ερμηνευτή τον Ευτύχιο Χατζηττοφή, για τη φωνή του οποίου μόλις είχε γράψει το έργο ''Χωρίον ο Πόθος'', ενώ για γυναικεία φωνή η ίδια η Δεληγιαννάκη επέλεξε τη Φερενίκη Βαλαρή, επίσης συνεργάτιδα του Χατζιδάκι. ''Και οι δύο ήταν συμπαθέστατα παιδιά'' θυμάται η δημιουργός, ''αλλά εγώ ήθελα ειδικά τη Βαλαρή που είχε μουσική παιδεία συγκριτικά με τον Χατζηττοφή που ήταν ένας εξαιρετικός αυτοδίδακτος τραγουδιστής''.
Ο δίσκος βγήκε το 1977 σε μία εκ νέου ενορχήστρωση του Βασίλη Τενίδη, ο οποίος έπαιξε κλασική κιθάρα μαζί με τους Νίκο Γκίνο (κλαρινέτο - φλάουτο), Τάσο Διακογιώργη (σαντούρι - μαρίμπα - μεταλλόφωνο), Κίμωνα Βασιλά (τσέμπαλο - μαρίμπα - βιμπράφωνο) και Ανδρέα Ροδουσάκη (κοντραμπάσο). Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν παρουσιάστηκε στο στούντιο παρά μόνο για να διευθύνει τους δύο τραγουδιστές, κάτι που μέχρι σήμερα η Ρίκα Δεληγιαννάκη αναπολεί με συγκίνηση. Στο δε εξώφυλλο του δίσκου μπήκε ένας υπερρεαλιστικός πίνακας του Θωμά Φανουράκη από το 1973, του ζωγράφου που γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης κι αυτός το 1915 και έζησε μέχρι το θάνατο του το 1993.
Ο μουσικός Τύπος της εποχής μεσ'στον ορυμαγδό του πολιτικού τραγουδιού, αντιμετώπισε μάλλον παράξενα μια τέτοια ιδιαίτερη δουλειά. Κάποια σχόλια που γράφτηκαν, θύμιζαν - τηρουμένων των αναλογιών - εκείνα για τον ''Μεγάλο Ερωτικό'' του Χατζιδάκι, όταν ο συνθέτης είχε επιστρέψει από τις ΗΠΑ. Φυσικά, ο Χατζιδάκις στήριξε το δίσκο από το Τρίτο Πρόγραμμα (δικό του ''προϊόν'' ήταν, άλλωστε) και παρουσίασε τα τραγούδια την επόμενη χρονιά στο Ηράκλειο με ερμηνευτές κάποιους ταλαντούχους μαθητές της Δεληγιαννάκη: Τον Κωστή Ρασιδάκη που σήμερα διαπρέπει στη Εθνική Λυρική Σκηνή και τον Κώστα Κανακάκη που εργάζεται ως ψυχίατρος στη Γενεύη και που σκοπεύει να ηχογραφήσει τα πιανιστικά κομμάτια της συνθέτριας. Εκείνο ακριβώς το διάστημα η Δεληγιαννάκη και ο Χατζιδάκις συνδέθηκαν με στενή φιλία: ''Όποτε ερχόταν ο Μάνος στην Κρήτη'' λέει η Δεληγιαννάκη, ''μας ξενυχτούσε και όταν μου πρότεινε να συνεργαστούμε με την ίδρυση της Μουσικής Ακαδημίας εγώ του αντιπρότεινα να δουλέψει καλύτερα με τον αδερφό μου τον Γιώργο, βιολιστής πολύ καλός και χημικός στο επάγγελμα. Έτσι και έγινε''.
Το 1979 γιορτάστηκε για πρώτη φορά παγκοσμίως το Έτος της Γέννησης του Παιδιού. Στο πλαίσιο αυτό, η Μαρίζα Κωχ έδωσε μία συναυλία στο Ηράκλειο της Κρήτης συνεργαζόμενη με τη Ρίκα Δεληγιαννάκη (σ.σ. Ο δίσκος ''Κάψαμε τα καράβια μας'' έφτασε στα χέρια μου από το αρχείο της Κωχ με ιδιόχειρη αφιέρωση της Δεληγιαννάκη). ''Ήθελα πολύ να κάναμε κάτι με τη Μαρίζα, της πήγαιναν τα τραγούδια μου'' θυμάται η δημιουργός, ''αλλά εκείνο τον καιρό ήταν δεσμευμένη με συμβόλαιο και βασιζόταν σε ηλεκτρικό ήχο, στοιχείο που δεν υπήρχε στη δική μου μουσική. Γενικά, μέχρι τώρα δεν τα πάω καλά με τον ηλεκτρισμό, τα μηχανήματα, τους κομπιούτερς και το ίντερνετ''!
Όλα τα επόμενα χρόνια η Ρίκα Δεληγιαννάκη κράτησε επαφές εξ αποστάσεως με τον Μάνο Χατζιδάκι, ασχολούμενη με πολλές άλλες δραστηριότητες: συγγραφή βιβλίων μουσικής διδασκαλίας, ποίησης και βασικά συνθέσεις καινούργιων έργων, συνεργαζόμενη με μουσικούς σαν τον Τάσο Καρακατσάνη, τη Σόνια Θεοδωρίδου, τη Στέλλα Γαδέδη, τον Βαγγέλη Μπουντούνη κ.α. Όταν το 2005 στην έκδοση ''Ο Καθρέφτης του Βορρά'' από το Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι του Αεράκη αποφάσισε να εντάξει, μεταξύ άλλων εργασιών της, και τις αρχικές εγγραφές του ''Κάψαμε τα καράβια μας'' με τη Συριώτη και τον Μούτσιο πού'χε ακούσει ο Χατζιδάκις, τό'κανε για ένα και μόνο λόγο: ''Είχα αισθανθεί άσχημα τότε που ο δίσκος κυκλοφόρησε με άλλους τραγουδιστές και θέλησα μετά από τόσα χρόνια να αποκατασταθούν κι εκείνες οι πρώτες εκτελέσεις''. Παρεμπιπτόντως, στον ''Καθρέφτη του Βορρά'' αποκαταστάθηκαν μόνο τα οχτώ από τα δώδεκα κομμάτια του έργου.
Το "Κάψαμε τα καράβια μας" ήταν ένας εξαιρετικός δίσκος, ουσιαστικά ο μοναδικός που αξιώθηκε να εκδώσει η Ρίκα Δεληγιαννάκη με τις ευλογίες του Μάνου Χατζιδάκι. Κυκλοφόρησε αποκλειστικά σε βινύλιο και σε κασέτα χωρίς ποτέ να επανεκδοθεί σε CD. ''Σας ευχαριστώ πολύ γι'αυτή τη συνομιλία. Είστε καλά εσείς;'' ρωτάω τη συνθέτρια. ''Αν και κάποιας ηλικίας, ξέρετε, καλά είμαι'' μου απαντάει ''χαμογελαστά''. ''Να είστε πάντα καλά'' της λέω και κλείνουμε το τηλέφωνο.
σχόλια