ΙΣΩΣ ΛΟΓΩ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ σχετικής απομόνωσης που ευνοούν και μια περίσκεψη παραπάνω αλλά και επειδή έπεσε στρογγυλή φέτος η επέτειος της δολοφονίας του Τζον Λένον (πριν από 40 χρόνια και λίγες μέρες πριν προλάβει να κλείσει τα 40 του χρόνια) στις 8 Δεκεμβρίου, τον σκέφτηκα περισσότερο από άλλες φορές, αφού πρώτα κατάφερα να χωνέψω το γεγονός ότι είμαι ήδη μια δεκαετία μεγαλύτερος από εκείνον όταν πέθανε. Φοβερό μου φαίνεται, επειδή τότε που συνέβη, στα μάτια ενός δεκάχρονου έμοιαζε «προχωρημένη» η ηλικία του. Ούτε να υποθέσω δεν θέλω τι θα είχα σκεφτεί αν είχε φτάσει τα πενήντα.
Πέρα από το σοκ που είχαν προκαλέσει οι γκροτέσκες σχεδόν μέσα στην βίαιη τραγικότητά τους, περιστάσεις του θανάτου του (ένας τρελός θαυμαστής του, του ζήτησε αυτόγραφο έξω από το σπίτι του στη Νέα Υόρκη και μετά τον πυροβόλησε θανάσιμα), το ροκ ήταν σχετικά πρόσφατο (μιας 25ετίας το πολύ) φαινόμενο και δεν είχε συνηθίσει ακόμα ο κόσμος στις συχνές απώλειες επιφανών ροκ σταρ, όπως στις μέρες μας που νεκρολογούμε κατά μέσο όρο έναν την βδομάδα. Η πρώτη γενιά του rock & roll ήταν μόλις μεσήλικες (εκτός από τον Έλβις που είχε ήδη αποχαιρετήσει) και πολλοί από τους εκπροσώπους της δεύτερης, αυτής που έθεσε στη δεκαετία του '60 τις βάσεις του είδους που ισχύουν σε μεγάλο βαθμό μέχρι και σήμερα, ήταν μέχρι και αρκετά χρόνια κάτω από τα σαράντα. Νέοι δηλαδή, με τα σημερινά στάνταρ (όχι τα δικά μου, της τρέχουσας κουλτούρας).
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη (αυτ)απάτη από την ιδέα ότι οι πλούσιοι και διάσημοι είναι ίδιοι με εμάς. Οι πλούσιοι και οι διάσημοι είναι σε σημαντικό βαθμό ίδιοι μεταξύ τους, ακόμα κι αν ο ένας είναι ευαίσθητος (πλην "ευπώλητος") καλλιτέχνης και ο άλλος ψυχρός μεγιστάνας.
Θυμάμαι που είχα γυρίσει εκείνη την χειμωνιάτικη μέρα από το σχολείο και άκουσα μετά το φαγητό στο ραδιόφωνο τον Πετρίδη (που εσχάτως τότε είχαμε ανακαλύψει) να βρίσκεται σε κατάσταση σοκ ζωντανά στον αέρα, καθώς προσπαθούσε να αρθρώσει τα στοιχεία της είδησης και συγχρόνως να συγκαλύψει την βαθιά συντριβή του. Τις επόμενες μέρες και μέχρι τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά ακολούθησαν περίπου ένα εκατομμύριο μνημόσυνα και αφιερώματα στις εκπομπές του, προκαλώντας μου ένα είδους ψυχαναγκασμού: Έλεος, τον κλάψαμε, καταλάβαμε πόσο σημαντικός ήταν, μπορούμε ν' ακούσουμε τίποτα άλλο τώρα; Χριστούγεννα είναι! (Από μέσα μου όλα αυτά, εννοείται).
Ήταν μια πρόωρη εισαγωγή στις τελετουργίες πένθους των μεγάλων όταν πρόκειται για την απώλεια επιφανούς και αγαπημένου προσώπου (θυμάμαι χαρακτηριστικά στις αρχές εκείνης της ίδιας χρόνιας, την γνήσια θλίψη που είχε σκορπίσει ο θάνατος του Νίκου Ξυλούρη) που είναι σα να υπήρχε από πάντα στην ζωή τους, ως σπέσιαλ γκεστ σταρ. Και βέβαια τότε ακόμα, την δοξολογία δεν ακολουθούσε νομοτελειακά η αποκαθήλωση, όπως στις μέρες μας που δεν προλαβαίνουμε να κλάψουμε κάποιον επώνυμο και να αναλογιστούμε ίσως την όποια σημασία του έργου του ούτε για ένα 24ωρο πριν πιάσει δουλειά η αρμόδια «σήμανση» αναζητώντας κηλίδες, μικρές και μεγάλες, στον βίο και την πολιτεία του. (Και είχε αρκετές τέτοιες κι ο Λένον παρά τα στρογγυλά γυαλιά και τις επικλήσεις στην αγάπη, την ειρήνη και τον λαό).
Έχω την εντύπωση ότι μέχρι και πρόσφατα σχετικά, μπορεί να είχαν άλλα στραβά οι άνθρωποι, δεν διακατέχονταν όμως από αυτήν την ιδέα που έχουν επιβάλλει τα σύγχρονα media, σύμφωνα με την οποία όλοι οι πρωτοκλασάτοι επώνυμοι οφείλουν να είναι καλοί, σεμνοί και ταπεινόφρονες, σαν κι εμάς – ιδέα που αρμέχτηκε σε γελοίο βαθμό με το lockdown και τις εκατομμύρια εικόνες των celebrities με τις πιζάμες τους στο σπίτι. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη (αυτ)απάτη από την ιδέα ότι οι πλούσιοι και διάσημοι είναι ίδιοι με εμάς. Οι πλούσιοι και οι διάσημοι είναι σε σημαντικό βαθμό ίδιοι μεταξύ τους, ακόμα κι αν ο ένας είναι ευαίσθητος (πλην "ευπώλητος") καλλιτέχνης και ο άλλος ψυχρός μεγιστάνας.
Λίγους μήνες πριν κοπεί με τόσο άγριο και αναπάντεχο τρόπο το νήμα της ζωής του (πάνω ακριβώς που ξεκινούσε μια νέα δημιουργική φάση στη ζωή του μετά από μια πενταετία αναχωρητισμού, και έδειχνε πραγματικά ευτυχισμένος), ο Τζον Λένον είχε αναγνωρίσει, σε μια συνέντευξή του, ότι δεν είχε νόημα να παριστάνει τον κοινό θνητό. Όταν ρωτήθηκε αν του είχε λείψει η πολιτιστική ζωή εκεί έξω στη Νέα Υόρκη κατά την μακρά περίοδο που είχε περάσει εσώκλειστος στους πάνω ορόφους του κτιρίου Ντακότα στο Σέντραλ Παρκ, είχε απαντήσει ως εξής: «Νομίζετε ότι ο Πικάσο πήγαινε στα μουσεία ή στα ατελιέ να δει τους άλλους να ζωγραφίζουν; Όχι. Ζωγράφιζε ο ίδιος, έτρωγε και έκανε σεξ. Ζούσε εκεί που ζούσε και πήγαιναν οι άλλοι να δουν εκείνον. Το ίδιο έκανα κι εγώ...».