Το ανακάτεμα –δεν λέω fusion, επειδή το fusion έχει μια πολύ συγκεκριμένη σημασία στην ιστορία της μουσικής και την εξέλιξη της τζαζ– είναι μια σταθερά στο χώρο της ηχογραφημένης μουσικής, που έχει νόημα και στην εποχή μας. Η λέξη «ανακάτεμα» δεν αναφέρεται στις επιρροές, που μπορεί να είναι έντεχνα καλυμμένες μέσα στα ορχηστρικά κομμάτια ή τα τραγούδια, αλλά στις πολύ πιο φανερές μείξεις, οι οποίες, ακουστικά, «βγάζουν μάτι».
Αν η λέξη fusion συνδέεται ιστορικά, και σε πρώτη φάση, με την ανάμειξη της τζαζ με το ροκ, και την δημιουργία του τζαζ-ροκ, το ανακάτεμα μπορεί να περιλαμβάνει τα πάντα. Όλους τους ήχους και όλες τις μουσικές από οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου, όσο ακραίες ή εύληπτες μπορεί αυτές να είναι. Φυσικά, και λόγω της παγκοσμιοποίησης, τα τελευταία 35 χρόνια, το ανακάτεμα είναι η βάση της παραγόμενης μουσικής. Ακόμη και στην εμπορική πλευρά της ποπ (εκείνη των charts), μα και στην αποκαλούμενη underground.
Στην Ελλάδα το νοιώθουμε αυτό στα σύγχρονα δημοτικά τραγούδια π.χ., που μπορεί να ανακατεύονται με τα λαϊκά, το ροκ ή και με την τραπ (και αμφίδρομα βεβαίως με βάση την ίδια την τραπ), οπωσδήποτε σε συγκροτήματα της τζαζ, που ανακατεύουν «μουσικές του κόσμου» παλαιόθεν και βεβαίως σε hits σαν το “ZARI” της Μαρίνας Σάττι, που αποτελεί τον ορισμό μιας σύγχρονης ποπ μείξης.
Φυσικά, το ανακάτεμα δεν είναι κάτι εύκολο, ούτε κάτι που μπορεί να το επιχειρήσει ο καθείς, νομίζοντας πως έτσι παραδίδει τέχνη. Θέλει μεγάλο ταλέντο, μαζί με βιώματα και ακούσματα, και φυσικά καλλιτεχνική ψυχή – κάτι που μπορεί να καλλιεργηθεί ως ένα βαθμό, αλλά η βάση θα είναι πάντα έμφυτη.
Το πρώτο που κάνει τη διαφορά, πριν καν ακούσεις, είναι ο τίτλος “Rebeta Nova”, o οποίος είναι πανέξυπνος επί της ουσίας, και γενικά καταπληκτικός, καθώς συνδυάζει μια προσαρμοσμένη εκδοχή της λέξης «ρεμπέτικο» με το δεύτερο συνθετικό της bossa nova, που το 1964 ήταν ένας τοπ χορευτικός ρυθμός σε παγκόσμιο επίπεδο.
Μεγάλα ανακατέματα, υψηλής αισθητικής, με τεράστια συνεισφορά στην ελληνική μουσική, διαχρονικά, έκανε ας πούμε ο Διονύσης Σαββόπουλος, στον «Μπάλλο» και «Το Βρώμικο Ψωμί», στα πρώτα χρόνια του ’70, όταν έφερε σε επικοινωνία ροκ, τζαζ, λαϊκούς ρυθμούς, δικούς μας παραδοσιακούς, βαλκανικούς, μαζί με Dylan-ικό φολκ, blues και δεν ξέρω τι άλλο ακόμη, παρουσιάζοντας ένα δικό του πρότυπο, βαρύ και αρραγές, με συγκεκριμένη ταυτότητα, και όχι κάποιο είδος ασυνάρτητου patchwork.
Υπάρχουν λοιπόν μερικά τέτοια ανακατέματα, που θεωρούνται σημαδιακά και ξεχωριστά μέσα στα χρόνια, ασχέτως αν θα αποκτούσαν στον καιρό τους, ή πιο μετά, την αξία που τους έπρεπε. Ίσως, ορισμένες φορές, αυτά τα ανακατέματα να ήταν πολύ πρόωρα και μπροστά από την εποχή τους (όπως λέμε), να μην προσέχθηκαν σε πρώτο χρόνο, από τα μίντια και τον Τύπο, να μην κατάλαβαν εγκαίρως οι μουσικο-γραφιάδες και ο κόσμος το καινοτόμον του πράγματος.
Υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις, και βεβαίως υπάρχουν πάντα οι ευκαιρίες για νέες ματιές – για να αποδώσει κάποιος τα δέοντα στους αληθινά πρωτοπόρους, έστω και κατόπιν εορτής. Συμβαίνει αυτό στο διάβα του χρόνου, και καλό είναι που συμβαίνει, γιατί η ιστορία δεν σταματά ποτέ να γράφεται, αφού συμπληρώνεται και αναθεωρείται συνεχώς.
Ο Γεράσιμος Λαβράνος (1935-2015) υπήρξε ένας μουσικός, συνθέτης, τραγουδοποιός, ενορχηστρωτής και band leader μεγάλου διαμετρήματος – αν και για πολλά χρόνια η προσφορά του στη μουσική ήταν αγνοημένη, επειδή ο ίδιος, λόγω πεποιθήσεων, είχε αποτραβηχτεί από τα πράγματα, από πολύ νωρίς (ουσιαστικά από την αρχή της δεκαετίας του ’70), με αποτέλεσμα το έργο του να καταχωνιαστεί, παραμένοντας για χρόνια αγνοημένο.
Υπήρξαν και υπάρχουν άνθρωποι που μπέρδευαν ή και μπερδεύουν ακόμη τον Γεράσιμο με τα αδέλφια του –τους επίσης σπουδαίους μουσικούς Νίκο Λαβράνο (1933-2019) και Γιώργο Λαβράνο–, καθώς οι δίσκοι του είχαν σταματήσει να κυκλοφορούν από δεκαετίες, ενώ και όσοι τον θυμούνταν, από τα μεγάλα χρόνια του, στη διασκέδαση των σίξτις, είχαν πια ξεθωριασμένες αναμνήσεις. Και τι απέμενε λοιπόν; Μόνο εκείνο το «Χάλλυ γκάλλυ» από τη «Σωφερίνα» του ’64 με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, που ακουγόταν κάθε φορά που προβαλλόταν η ταινία τού Σακελλάριου από την τηλεόραση, κομμάτι που θα το έκανε ξανά επιτυχία η Αλέξια το 1993.
Το έργο του Γεράσιμου Λαβράνου, ένα μέρος του τουλάχιστον, ίσως το πιο σημαντικό, θα παρέμενε ακόμη και σήμερα κρυφό για τους πολλούς, αν δεν είχε υπάρξει εκείνη η μνημειακή έκδοση του περιοδικού «Jazz & Tζαζ» (τεύχος #169), τον Απρίλιο του 2007, με τα κείμενα, τη συνέντευξη και το CD, που είχα την τιμή να επιμεληθώ σε συνεννόηση με τον μαέστρο – CD, που περιλάμβανε το θρυλικό άλμπουμ του «Χορέψτε με τον Γεράσιμο Λαβράνο και την Ορχήστρα του» [Polydor, 1965] και μαζί, κάπως σαν bonus tracks, τα τέσσερα κομμάτια από την πρώτη “Rebeta Nova” [Polydor, 1964].
Τι ήταν λοιπόν εκείνη η “Rebeta Nova” και γιατί είναι τόσο σημαντική, για την ιστορία του μουσικού ανακατέματος στη χώρα μας;
Το πρώτο που κάνει τη διαφορά, πριν καν ακούσεις, είναι ο τίτλος “Rebeta Nova”, o οποίος είναι πανέξυπνος επί της ουσίας, και γενικά καταπληκτικός, καθώς συνδυάζει μια προσαρμοσμένη εκδοχή της λέξης «ρεμπέτικο» με το δεύτερο συνθετικό της bossa nova, που το 1964 ήταν ένας τοπ χορευτικός ρυθμός σε παγκόσμιο επίπεδο.
Εκμεταλλεύεσαι, δηλαδή, κάτι ελληνικό και ταυτόχρονα κάτι παγκόσμιο, για να περιγράψεις εκείνο που κάνεις με όρους προχωρημένου μάρκετινγκ. Έχεις βρει, εννοώ, τίτλο που «τα σπάει» με το πρώτο. Η φράση “Rebeta Nova” υποδηλώνει αμέσως το ανακάτεμα, και αν θέλετε κάτι εξωτικό ή και συναρπαστικό συνάμα, αφού ενοποιεί τελείως διαφορετικά μουσικά στυλ εις σάρκαν μία. Παρότι στην πράξη το πράγμα θα λειτουργούσε διαφορετικά, ήταν ο τίτλος που θα σ’ έμπαζε αμέσως στο κόλπο.
Λέω «διαφορετικά», γιατί τα κομμάτια που θα επέλεγε για να διασκευάσει ο Γεράσιμος Λαβράνος με την Ορχήστρα του δεν ήταν ρεμπέτικα, μα λαϊκά. Δεν θα μπορούσε όμως η λέξη «λαϊκό» να ταιριάξει ωραία με τη λέξη “nova”, η οποία επίσης δεν ανταποκρινόταν στο άπαν, καθώς οι διασκευές δεν ήταν όλες στο ύφος της μποσανόβα. Ο τίτλος, λοιπόν, μπορεί να μην ήταν απολύτως περιγραφικός, σε σχέση με το άκουσμα, ήταν όμως εξόχως εύστροφος και εμπορικά προχωρημένος.
Ήταν άραγε τότε, το 1964, η πρώτη φορά, στην Ελλάδα, όπου κάποια λαϊκά τραγούδια θα ντύνονταν με τα δυτικά ηχοχρώματα της εποχής; Σίγουρα όχι. Ας πω λοιπόν πως είχε προηγηθεί, από το 1959, τόσο παλιά(!), ένα 45άρι της χορευτικής ορχήστρας του διακεκριμένου συνθέτη και μαέστρου Ζακ Ιακωβίδη, το “Gonna get canned to night / Give me a light, baby” [Odeon], στο οποίο μετατρεπόταν σε cha-cha το «Άναψε το τσιγάρο», το περίφημο τσιφτετέλι του Γεράσιμου Κλουβάτου (σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη), που είχε πρωτοπεί ο Σπύρος Ζαγοραίος το 1958, για να το κάνει τεράστια επιτυχία η Καίτη Γκρέυ σχεδόν αμέσως μετά. Το “Give me a light, baby” είναι το «Άναψε το τσιγάρο» και είναι καταπληκτικό, και εντελώς προχωρημένο ηχητικά, και σαν δισκογραφική κίνηση, για το 1959. Μήπως, όμως, υπήρχε και κάτι άλλο ακόμη πιο πριν; Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με τη δισκογραφία, που είναι χαοτική...
Ανεξαρτήτως αυτού τα δισκάκια του Γεράσιμου Λαβράνου “Rebeta Nova”, από τα mid-sixties, παραμένουν πάντα «φάροι», γι’ αυτού του τύπου τα ανακατέματα και σαν πιο ολοκληρωμένες και συγκεντρωτικές προτάσεις (καθώς λέμε για οκτώ κομμάτια συνολικά), μα και επί της ουσίας, αφού στους ήχους, που θα έφερνε σε επικοινωνία ο Λαβράνος, δεν θα είχαν θέση μόνο τα λάτιν ηχοχρώματα (merengue, cha cha κ.λπ.), μα και το ροκ.
Το πρώτο “Rebeta Nova”, το “Rebeta Nova Νο 1”, που ήταν ένα 4-tracks EP, κυκλοφορεί τον Ιούλιο του 1964, σχεδόν 60 χρόνια πριν, και περιλάμβανε τα κομμάτια «Όσο αξίζεις εσύ» (Απόστολος Καλδάρας), «Το ’πες και το ’κανες» (Στέλιος Μακρυδάκης), «Άμα θες να φύγης, φύγε» (Καλδάρας) και «Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις» (Καλδάρας), που αποδίδονταν από την ορχήστρα του Λαβράνου σε «μοντέρνα διασκευή» (όπως διάβαζες στο οπισθόφυλλο).
Το πρώτο track, το «Όσο αξίζεις εσύ», είναι μποσανόβα, ενώ διαθέτει και «πονηρά» breaks από μπουζούκι, μαζί με όλο το υπόλοιπο οπλοστάσιο της ορχήστρας (τα διάφορα πνευστά, όπως σαξόφωνα, τρομπέτες και φλάουτα, μαζί με το ισχυρό ρυθμικό τμήμα, το αποτελούμενο από κιθάρα, πιάνο, μπάσο, ντραμς και κρουστά). Κομμάτι «αέρας» και ό,τι έπρεπε για ξεκίνημα.
Ακολουθεί το «Το ’πες και το ’κανες», που ροκάρει ζεστά, καθώς έχουμε να κάνουμε μ’ ένα χορευτικότατο σέικ, στο οποίο συναντιούνται μπουζούκια με ηλεκτρικές κιθάρες και τρομπέτες με σαξόφωνα, με την δεύτερη πλευρά να διαθέτει πολύ λάτιν χρώμα, με τις διασκευές στα «Άμα θες να φύγης, φύγε» και «Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις» να είναι και αυτές ευφάνταστες και χορευτικότατες.
Γεράσιμος Λαβράνος και η ορχήστρα του - Το'πες Και Το'κανες (1964).
Είχαν ακουστεί, τότε, αυτά τα κομμάτια; Όχι και τόσο. Μάλλον απαρατήρητα είχαν περάσει. Γι’ αυτό, και για χρόνια, δεν θα έγραφε κανείς γι’ αυτά. Είχαν κάνει, όμως, οι «Μοντέρνοι Ρυθμοί» ένα μονόστηλο στην εποχή τους (τεύχος #19, Νοέμβριος ’64), στο οποίο διάβαζες:
«Είναι γνωστές, πολύ γνωστές στον κόσμο της μοντέρνας μουσικής οι επιτυχίες του Γεράσιμου Λαβράνου. Πρώτα με το συγκρότημά του και ύστερα με την ορχήστρα του, ενθουσίασε πολλές φορές την ελληνική νεολαία στα διάφορα κλαμπ και τα κοσμικά κέντρα της Αθήνας. Τώρα ο Γεράσιμος Λαβράνος θέλει να δώσει ένα καινούργιο στυλ στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Για να συμβαδίσουν και τα λαϊκά μοτίβα με τους ρυθμούς της εποχής, πήρε τα ωραιότερα απ’ αυτά και δημιούργησε τον δίσκο “Ρεμπέτα νόβα”».
Ένα βασικό, που μας λέει αυτό το κομματάκι, έχει να κάνει με τη σημασία της ορχήστρας του Γεράσιμου Λαβράνου στη νυχτερινή διασκέδαση της Αθήνας, καθώς αυτή (η ορχήστρα) θα εμφανιζόταν στα καλύτερα κέντρα της εποχής, όπως στο Ξενοδοχείον Πάρνηθος / Night Club Mont Parnes, στο Coronet, στ’ Αστέρια, στην Αθηναία κ.λπ. Γεράσιμος Λαβράνος, τότε, σήμαινε σούπερ διασκέδαση, με μουσικές που κάλυπταν τα πάντα, από τους λάτιν ρυθμούς και τις μποσανόβες, μέχρι το ροκ και τη σόουλ.
Τώρα, διαβάζοντας στο εξώφυλλο του δίσκου... “Rebeta Nova No 1” κάπου αναμένεις να υπάρχει και το νούμερο 2 –και όντως–, με το δεύτερο EP λογικά να ηχογραφείται την ίδια εποχή, ασχέτως αν αυτό θα κυκλοφορούσε την επόμενη χρονιά (1965).
“Rebeta Nova... No 2 με τον Γεράσιμο Λαβράνο και την Ορχήστρα του» λοιπόν, κι ένα ακόμη 4-tracks EP, στην Polydor ξανά, με την ίδια πρωτότυπη προσέγγιση σε κλασικά λαϊκά τραγούδια – με την πρώτη πλευρά να περιλαμβάνει, τώρα, τα «Κάθε λιμάνι και καϋμός» (Γιώργος Κατσαρός) και «Συννεφιασμένη Κυριακή» (Βασίλης Τσιτσάνης) και με την δεύτερη «Τα καβουράκια» (Τσιτσάνης) και «Hully-gully στην Αθήνα» (το μοναδικό πρωτότυπο, από τα οκτώ κομμάτια των “Rebeta Nova”, σύνθεση του Λαβράνου προφανώς).
Στο πρώτο, στο «Κάθε λιμάνι και καϋμός», το ανακάτεμα θα μπορούσε να αφορά ακόμη και το bluebeat / ska, με το πνευστό section να κάνει φοβερή δουλειά, ενώ απίστευτη θα χαρακτήριζα, γενικά, την σουινγκάτη διασκευή της «Συννεφιασμένης Κυριακής», που προσδίδει στο κλασικό αυτό λαϊκό κομμάτι αδιανόητα τζαζ χορευτικά χαρακτηριστικά. Πολύ χαριτωμένα είναι και τα «Καβουράκια», που κυλάνε σε γρήγορο τέμπο και με την μελωδία εδώ να αποτυπώνεται στο όργανο, ενώ και το «Hully-gully στην Αθήνα» από τη μια μεριά μπορεί να εκμεταλλεύεται την επιτυχία του κομματιού από τη «Σωφερίνα», από την άλλη, όμως, δίχως τα φωνητικά, κολλάει μια χαρά με τα υπόλοιπα τρία.
Γεράσιμος Λαβράνος - Συννεφιασμένη Κυριακή (Βασίλη Τσιτσάνη)
Το λάθος μου, όταν κάναμε το CD με τον Γεράσιμο Λαβράνο στο «Jazz & Τζαζ», ήταν το ότι φύλαξα τα κομμάτια της δεύτερης “Rebeta Nova”, για να τα βάλω, ως bonus ξανά, σ’ ένα δεύτερο δίσκο, που λέγαμε τότε να κάνουμε με τον μαέστρο, με άλλες συνθέσεις του, τραγούδια του κ.λπ. Το δεύτερο CD δεν έγινε ποτέ, κι έτσι η “Rebeta Nova Νο 2” δεν υπάρχει ακόμη ούτε στη φόρμα του compact disc (κάτι, που μάλλον δεν θα συμβεί ποτέ), ούτε φυσικά και σε κάποια άλλη βινυλιακή επανέκδοση. Έπρεπε, θέλω να πω, να είχα «χώσει» και την δεύτερη “Rebeta Nova” σ’ εκείνο το CD του «Jazz & Τζαζ», ώστε να υπήρχε κι αυτή κάπου. Το καλύτερο, βεβαίως, θα ήταν κάποια στιγμή να κυκλοφορήσει ένα LP (δεν λέω δεκάιντσο, γιατί αυτό το μεσαίο μέγεθος δεν το συμπαθώ και τόσο), με τέσσερα και τέσσερα κομμάτια ανά πλευρά, με ωραίο ένθετο κ.λπ., ώστε να απολαύσει ο κόσμος όπως πρέπει και την δεύτερη “Rebeta Nova”.
Ποιοι αποτελούσαν τότε, στα δύο αυτά EP, την ορχήστρα του Γεράσιμου Λαβράνου; Δύσκολο να το πεις με ακρίβεια – αν και ο μαέστρος θυμόταν κάποια ονόματα, όταν τον είχα ρωτήσει. Κιθαρίστας πρέπει να ήταν ο Τίτος Καλλίρης ή Κώστας «Καράλης» Καραγιαννόπουλος, στο μπουζούκι ήταν ο Αλέκος Αναστασιάδης (τον βλέπουμε και στη φωτογραφία του εξωφύλλου με τα άσπρα), ενώ δεν θα ήταν άστοχο αν γράφαμε και για τους μουσικούς, που θα συμμετείχαν στο LP της ορχήστρας της επόμενης χρονιάς, δηλαδή τους Νίκο Λαβράνο ντραμς, Γιώργο Λαβράνο κρουστά, Μανώλη Μικέλη πιάνο, vibes, Wally Besser τρομπέτα, Νίσο Πανταζή μπάσο, Ρήγα Σαριτζιώτη φλάουτο ή ακόμη και για τον Ισπανό Hugo Heredia σε σαξόφωνα και φλάουτο επίσης. Μπορεί να μην παίζουν όλοι αυτοί στα δύο “Rebeta Nova”, παίζουν όμως οι περισσότεροι. Μεγάλοι σολίστες, σπουδαία κομμάτια...
Γεράσιμος Λαβράνος - Όσο αξίζεις εσύ