Ο Γιώργος Κουμεντάκης με υποδέχεται στην είδοσο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για έναν περίπατο στους χώρους της. Το μέρος μοιάζει με πολύβουο μελίσσι, όλοι είναι σε φάση προετοιμασίας για την πιο φιλόδοξη χρονιά της εθνικής μας όπερας που μέσα στα χρόνια της θητείας του ως καλλιτεχνικού διευθυντή μετακινήθηκε σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον.
Η μεταστέγαση αυτή της επιφύλαξε πολλές δοκιμασίες, ωστόσο αντεπεξήλθε στην περίοδο της πανδημίας και σήμερα έχει πολλά στοιχήματα κερδισμένα. Παρά τις δυσκολίες και τη διαχείριση μιας περίπλοκης καθημερινότητας, οι προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος και το αποτύπωμα που αφήνει κάθε μέρα στη ζωή της πόλης η Λυρική είναι αυτά που τον απασχολούν περισσότερο, τον πεισμώνουν και τον κάνουν πιο αισιόδοξο και πιο μαχητικό.
— Ολοκληρώνετε σε λίγους μήνες τη δεύτερη θητεία σας. Ας γυρίσουμε για λίγο πίσω, να δούμε τι έγινε στο διάστημα αυτό.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η δεύτερη θητεία μου ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2020, είναι προφανές ότι σε μεγάλο βαθμό συμπορεύθηκε με τον Covid. Δηλαδή ήταν μια θητεία κατά την οποία όλα ανατράπηκαν, αλλά ταυτόχρονα και μια περίοδος που κληθήκαμε να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας. Η αλήθεια είναι ότι πλέον, με τη χρονική απόσταση που μεσολάβησε, δεν το βλέπω τόσο δραματικά όσο τα δύο πρώτα χρόνια της πανδημίας κι αυτό γιατί πιστεύω ότι καταφέραμε πολλά μέσα στην πρωτόγνωρη αυτή συνθήκη.
Το πιο σημαντικό απ’ όλα ήταν ότι δείξαμε αντανακλαστικά που ούτε οι ίδιοι ξέραμε ότι διαθέταμε και από την πρώτη στιγμή που έκλεισαν τα θέατρα αρχίσαμε να σχεδιάζουμε τον νέο τρόπο ύπαρξής μας.
Έτσι, από τον Μάρτιο του 2020 κιόλας ξεκινήσαμε τις online μεταδόσεις των παραστάσεων που είχαμε μαγνητοσκοπήσει, τη δημιουργία των διαδικτυακών μας φεστιβάλ με αναθέσεις νέων έργων και στη συνέχεια σχεδιάσαμε και αναπτύξαμε και την GNO TV, το δικό μας κανάλι, όπου έως και σήμερα παρουσιάζουμε παραγωγές οι οποίες έχουν μαγνητοσκοπηθεί με πολυκάμερο σύστημα και υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές εικόνας και ήχου.
Από τον Ντον Τζοβάνι και την Μπατερφλάι έως τις επετειακές παραγωγές του 2021 της Κεντρικής και Εναλλακτικής μας Σκηνής, η GNO TV έγινε η καινούργια ψηφιακή μας σκηνή που μας κράτησε σε επαφή με τους θεατές μας εντός Ελλάδας και σύστησε το έργο και την καλλιτεχνική μας ταυτότητα στους φίλους της όπερας σε όλο τον κόσμο.
Τις επόμενες εβδομάδες, μάλιστα, θα ανέβουν σε αυτήν o Οθέλος σε σκηνοθεσία του Μπομπ Ουίλσον και τα Μαγικά Μαξιλάρια, η όπερα για όλη την οικογένεια, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά.
Κάτι ακόμα που επιτύχαμε μέσα στα χρόνια της πανδημίας ήταν να προσφέρουμε στο ελληνικό κοινό τη δυνατότητα να δει και να ακούσει σπουδαίους καλλιτέχνες της όπερας. Για πρώτη φορά μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα είχαμε μαζί μας για συναυλίες και παραστάσεις τους μεγαλύτερους σταρ της όπερας διεθνώς: Άννα Νετρέμπκο, Γιόνας Κάουφμαν, Σόνια Γιόντσεβα, Ερμονέλα Γιάχο, Ανίτα Ρατσβελισβίλι, Μαρσέλο Άλβαρες, Μαρία Αγκρέστα κ.ά.
Οι βασικοί στόχοι που αφορούν το καλλιτεχνικό πρόγραμμα επετεύχθησαν: Η διεύρυνση του ρεπερτορίου της όπερας, οι διεθνείς συμπαραγωγές, η αιχμηρή ματιά και ο σύγχρονος προβληματισμός πάνω στα κλασικά έργα της όπερας, οι αναθέσεις σε Έλληνες συνθέτες, η σύμπραξη των τεχνών.
— Και σε προσωπικό επίπεδο; Πώς προχώρησε η δική σας δουλειά;
Σε προσωπικό επίπεδο, αυτά τα έξι χρόνια νομίζω ότι ήταν τα πιο δύσκολα της ζωής μου. Θα τολμούσα να πω ότι ήταν –και είναι– πιο δύσκολα και από την περίοδο που προετοιμάζαμε τις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών του 2004.
Η Λυρική είναι ένας πολύ μεγάλος οργανισμός με πολυεπίπεδες δυσκολίες, μεγάλες παθογένειες δεκαετιών, απαρχαιωμένους νόμους, μεγάλες δυσκολίες στην οικονομική διαχείριση και μνημονιακές διατάξεις που δημιούργησαν τεράστια προβλήματα, π.χ. το ενιαίο μισθολόγιο δημιούργησε εργαζόμενους διαφορετικών ταχυτήτων, αδικώντας κατάφωρα το τεχνικό μας προσωπικό. Θα πρέπει να σας πω ότι για όλα τα παραπάνω καταφέραμε να βρούμε έναν τρόπο διαχείρισης και επίλυσης των προβλημάτων.
Δεν σας κρύβω όμως ότι το πιο δύσκολο απ’ όλα είναι να καταφέρει κανείς να διαχειριστεί τον ψυχισμό των καλλιτεχνών. Ίσως το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα αυτά τα χρόνια είναι ότι όσο καλό και να κάνεις σε κάποιον, όσο και να ικανοποιείς κάθε επιθυμία του ή καλλιτεχνική του ανάγκη, θα έρθει πολύ γρήγορα η στιγμή που θα τα ξεχάσει όλα και θα αρχίσει να σε διαβάλλει, να διαμαρτύρεται, να σε εκθέτει κ.λπ. Υπήρξαν καλλιτέχνες στους οποίους δόθηκαν πολύ μεγάλες ευκαιρίες να δοκιμαστούν σε νέα πράγματα και με την πρώτη διαφωνία τα ξέχασαν όλα.
— Τι οραματιστήκατε να γίνει όταν ήρθατε και πόσα από αυτά πραγματοποιήθηκαν;
Θεωρώ πως σε μεγάλο βαθμό οι βασικοί στόχοι που αφορούν το καλλιτεχνικό πρόγραμμα επετεύχθησαν: η διεύρυνση του ρεπερτορίου της όπερας, οι διεθνείς συμπαραγωγές, η αιχμηρή ματιά και ο σύγχρονος προβληματισμός πάνω στα κλασικά έργα της όπερας, οι αναθέσεις σε Έλληνες συνθέτες, η σύμπραξη των τεχνών, η στόχευση στην εκπαίδευση και στην κοινωνία, η εξωστρέφεια.
Αισθάνομαι γεμάτος και ευγνώμων καταρχάς απέναντι στο κοινό που έδειξε ότι μπορεί να αποδεχτεί το καινούργιο που προτείναμε αλλά και στην ελληνική πολιτεία, στο ΥΠΠΟΑ και στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος που μας στηρίζουν και, φυσικά, στη Λυρική που προσαρμόζεται και ανταποκρίνεται στις προκλήσεις.
— Τι θα θέλατε να αλλάξει και τι δεν άλλαξε;
Υπάρχουν κάποια προβλήματα, τα οποία, ενώ έχουμε δουλέψει πολύ, ακόμα δεν έχουν λυθεί. Θα μπορούσα να αναφέρω ενδεικτικά τα ακόλουθα: δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε λύση για το συνταξιοδοτικό ζήτημα του Μπαλέτου, δεν έχει εγκριθεί ακόμα το νέο μας οργανόγραμμα, δεν έχει λυθεί το κυκλοφοριακό πρόβλημα γύρω από το ΚΠΙΣΝ και δεν έχουμε αναπτύξει όσο θα θέλαμε το πρόγραμμα των περιοδειών που σχεδιάζουμε στο εξωτερικό.
Είναι προβλήματα που δεν εξαρτώνται από τη δική μας θέληση και τη συστηματική δουλειά που κάνουμε εντός της ΕΛΣ αλλά από άλλους παράγοντες, όπως οι μνημονιακοί νόμοι, οι γειτονικοί μας δήμοι, οι συνέπειες της πανδημίας κ.λπ.
— Ποιο είναι αυτό στο οποίο θα επιμείνετε;
Η αλήθεια είναι ότι από τη φύση μου δεν αφήνω εκκρεμότητες. Δεν αντέχω να έχω αναπάντητα emails και θέματα άλυτα που χρονίζουν. Ακόμα και τα ζητήματα που ανέφερα πιο πάνω βρίσκονται πάντα στις καθημερινές μου προτεραιότητες.
Σε οικονομικό-διοικητικό επίπεδο είναι τόσες οι δυσκολίες σε καθημερινή βάση που, θέλοντας και μη, η επιμονή είναι η μόνη εναλλακτική που έχουμε. Σε καλλιτεχνικό επίπεδο με ενδιαφέρει να γινόμαστε ακόμα πιο τολμηροί, να ξεπερνάμε τις προκαταλήψεις, να αφήνουμε πίσω τις συντηρητικές απόψεις και να ανοίγουμε συζητήσεις με το μεγάλο κοινό. Θεωρώ πως κάτι τέτοιο έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τη μονοδιάστατη επίσημη κριτική, η οποία συνήθως έχει τη δική της ατζέντα.
Είναι μεγάλο θέμα η κριτική στην τέχνη και η άποψή μου είναι ότι, εκτός εξαιρέσεων, διαχρονικά η κριτική στην Ελλάδα δεν βοήθησε στην εξέλιξη της τέχνης γενικώς και της μουσικής ειδικώς – σε αντίθεση με το εξωτερικό.
— Ήρθατε κατευθείαν εδώ, στις νέες εγκαταστάσεις, με όλες τις δυσκολίες της μεταστέγασης. Τι συνέβη στο εσωτερικό του οργανισμού;
Πράγματι, το 2017 που ανέλαβα έπεσα πάνω στη διαδικασία της μεταστέγασης. Κοιτώντας πίσω και κάνοντας την αυτοκριτική μου, βλέπω ότι καταφέραμε να βρούμε τους ρυθμούς μας γρήγορα εδώ στο ΚΠΙΣΝ, μάλιστα το τεχνικό προσωπικό μας έδειξε γρήγορα αντανακλαστικά. Δυστυχώς, υπάρχουν ακόμα κάποιοι εντός του οργανισμού που μοιάζει να έμειναν πίσω, στην προηγούμενη εποχή, την εποχή της μικρής κλίμακας, του συντηρητισμού, της φοβίας απέναντι σε καθετί καινούργιο.
Δεν απογοητεύομαι, βέβαια, γιατί οι άνθρωποι χρειαζόμαστε χρόνο και πολλές φορές αμυνόμαστε απέναντι στις αλλαγές της ζωής. Ίσως κι εμείς να ανεβάσαμε περισσότερο τις ταχύτητες για να οδηγηθούμε στη νέα εποχή και κάποιοι να μην είχαν την αναγκαία πίστωση χρόνου για να αφομοιώσουν όλη αυτή την κατάσταση. Είμαι αισιόδοξος ότι η Λυρική αρχίζει να πατάει γερά στη νέα εποχή, χωρίς ενοχές, χωρίς φόβο, αλλά με τόλμη και επιθυμία για ρίσκο.
Είναι σημαντικό εδώ να αναφέρω ότι αυτό το μεγάλο θαύμα που συνέβη στις δύο νέες μας σκηνές στο ΚΠΙΣΝ αλλά και στα εκπαιδευτικά και κοινωνικά μας προγράμματα δεν θα ήταν εφικτό σε καμία περίπτωση χωρίς τη σπουδαία στήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και του Ανδρέα Δρακόπουλου. Αν δεν είχαμε λάβει τη δωρεά των 20 εκατομμυρίων ευρώ, θα ήμασταν ακόμα ένα μικρό επαρχιακό θέατρο που απλώς θα είχε μεταφερθεί σε ένα νέο κτίριο.
Οι τομές που επιτύχαμε, τα ρίσκα που πήραμε, τα μεγάλα ανοίγματα που κάναμε έγιναν χάρη στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το οποίο κατανόησε απολύτως τους στόχους μας και εκτίμησε τα επιτεύγματά μας. Μέσα σε αυτά τα χρόνια αγωνιστήκαμε και βοηθήσαμε να δημιουργηθεί μια νέα γενιά καλλιτεχνών, μαέστρων, συνθετών και κυρίως μονωδών, οι οποίοι τροφοδοτούν αυτήν τη στιγμή κι άλλους φορείς σε Αθήνα και περιφέρεια.
— Τι συνέβη με το καλλιτεχνικό προϊόν, με την παραγωγή σας; Πόσο άλλαξε;
Πιστεύω ότι δεν άλλαξε απλώς αλλά πέρασε σε νέα εποχή. Θυμηθείτε τη Λυρική πριν από το 2017 και τη Λυρική μετά το 2017. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί τη Λυρική να έχει σε μία μόνο σεζόν στο πρόγραμμά της, μεταξύ άλλων, τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς, τον Μπομπ Ουίλσον, μια όπερα για την τρίτη ηλικία, ένα κινηματογραφικό πρότζεκτ του Γιώργου Λάνθιμου, τον Κάουφμαν και τη Γιόντσεβα, ένα τριήμερο φεστιβάλ λατρευτικής μουσικής στην Πλάκα, χορογραφίες του Ναχαρίν και του Κίλιαν, τη μετάδοση τριών παραστάσεών της σε όλο τον κόσμο από το Mezzo, ένα δικό της διαδικτυακό κανάλι και πολλά άλλα;
— Ας μιλήσουμε για το κοινό. Yπήρχε δυσπιστία αρχικά, ο φόβος της απόστασης για παράδειγμα. Σήμερα πού έχετε φτάσει;
Πολύ γρήγορα οι φόβοι μας αναφορικά με το αν το κοινό θα μας ακολουθούσε στο νέο μας σπίτι στο ΚΠΙΣΝ εξαλείφθηκαν. Η ανταπόκριση του κόσμου στις παραστάσεις μας είναι θεαματική.
Για μένα έχει πολύ ενδιαφέρον η νέα σύνθεση του κοινού που έρχεται, η αλλαγή του μέσου όρου των ηλικιών αλλά και οι πολλοί ξένοι θεατές που συμπεριλαμβάνουν την ΕΛΣ πλέον στο πρόγραμμα των ταξιδιών τους στην Αθήνα. Πολλοί από αυτούς, για παράδειγμα, προτιμούν να δουν τη Λουτσία στην Αθήνα παρά στο Λονδίνο με εισιτήριο τρεις και τέσσερις φορές φθηνότερο από αυτό της Royal Opera House.
— Το άνοιγμα που κάνατε σε σκηνοθέτες τι αποτέλεσμα είχε;
Όπως σε όλο τον κόσμο, πλέον οι σκηνοθέτες της όπερας είναι αυτοί που λειτουργούν ως πόλος έλξης για το μεγάλο κοινό των παραστατικών τεχνών. Υπάρχουν εμπνευσμένοι σκηνοθέτες, διαβασμένοι, με ωραίες ιδέες, αλλά υπάρχουν και ανέμπνευστοι και βαρετοί συνάδελφοί τους. Κάθε δουλειά κρίνεται από το αποτέλεσμά της, όχι από τις προθέσεις ή τις προηγούμενες δουλειές του σκηνοθέτη. Η πλειονότητα των σκηνοθετών που έχουμε καλέσει έκανε πολύ ωραίες δουλειές. Υπήρξαν κι άλλες, που θα προτιμούσαμε να μην έχουν ανέβει.
— Αυτό το άνοιγμα ωφέλησε και τη συζήτηση γύρω από το ποιοι μπορούν να κάνουν όπερα;
Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν μπορούν να κάνουν όλοι όπερα. Ειδικά οι σκηνοθέτες του θεάτρου που δεν ξέρουν από μουσική πολλές φορές πνίγονται στα ορμητικά κύματα της όπερας και αδυνατούν να προσαρμοστούν στον τρόπο δουλειάς της.
Όμως υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις. Τα δύο πιο πρόσφατα παραδείγματα της προηγουμένης καλλιτεχνικής περιόδου είναι ο Νίκος Καραθάνος, ο οποίος έκανε σπουδαία δουλειά στη Μέσα Χώρα και ελπίζω να δουλέψουμε ξανά μαζί στο άμεσο μέλλον, και η Κατερίνα Ευαγγελάτου, η οποία έδειξε ότι η όπερα είναι ένα είδος που της ταιριάζει, το κατανοεί – αυτό αποδείχτηκε στον Ριγκολέτο, που ήταν μια εξαιρετική παράσταση.
— Το κοινό τι θέλει να ακούει και να βλέπει; Πόσο έχει μετακινηθεί κι αυτό με τη σειρά του;
Έχω την αίσθηση ότι το κοινό αγαπάει τις νέες προτάσεις έργων, συντελεστών, ανεβασμάτων, αλλά την ίδια στιγμή απολαμβάνει χωρίς ενοχές και την κλασική και ακαδημαϊκή προσέγγιση στην όπερα. Στο πλαίσιο αυτής της ισορροπίας κινείται και ο δικός μας προγραμματισμός.
— Αντέχει το ελληνικό κοινό να δει θεάματα πρωτογενή, ελληνικά και ας το πούμε «προχωρημένα» ή περιμένουμε τη γραμμή από την Ευρώπη;
Το ελληνικό κοινό είναι πλέον εξαιρετικά ενημερωμένο και με άποψη. Δεν θέλει να βλέπει αντιγραφές του Ουίλσον, τολμάει να ανακαλύπτει έργα που δεν έχει ακούσει ποτέ – δεν είναι τυχαία η επιτυχία που σημείωσαν έργα του εικοστού αιώνα, όπως ο Βότσεκ, η Γενούφα κ.ά.
— Τι όφελος και τι αποτύπωμα άφησαν οι αναθέσεις και πόση σημασία έχει το αποτέλεσμα; Καταφέρνουν να απευθυνθούν σε μεγαλύτερο κοινό;
Θεωρώ πως οι αναθέσεις νέων έργων είναι το πιο σημαντικό έργο υποδομής που οφείλει να κάνει ένας μουσικός οργανισμός και κυρίως μια όπερα. Πολλά από τα έργα της όπερας που σήμερα θεωρούμε κλασικά χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να αναγνωριστούν και να γίνουν γνωστά και δημοφιλή.
Θέλω να πω ότι οι αναθέσεις επιβάλλεται να γίνονται ακόμα και αν θεωρούμε ότι τα νέα έργα δεν αναγνωρίζονται όπως θα θέλαμε ή δεν έχουν μεγάλη εισπρακτική επιτυχία. Η τέχνη της όπερας αλλά και της μουσικής γενικότερα πρέπει να διατηρηθεί ζωντανή και να έχει συνέχεια και ο μόνος τρόπος είναι η στήριξη της νέας δημιουργίας.
— Μπορεί η ελληνική όπερα να αφορά το διεθνές κοινό; Πού βρισκόμαστε σε σχέση με τα ευρωπαϊκά θέατρα;
Πιστεύω ότι τα τελευταία έξι χρόνια με το νέο μας σπίτι στο ΚΠΙΣΝ και τη νέα καλλιτεχνική μας ταυτότητα έχουμε μπει στον ευρωπαϊκό χάρτη της όπερας. Οι παραγωγές μας συζητιούνται, όλο και περισσότεροι ξένοι δημοσιογράφοι και κριτικοί θέλουν να έρθουν να τις δουν και να γράψουν γι’ αυτές και το ξένο κοινό μάς βάζει στην ατζέντα του.
Μέσω και των πολύ θετικών δημοσιευμάτων που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια για την ΕΛΣ, αλλά κυρίως μέσω του καλλιτεχνικού μας έργου και των συνεργασιών μας, η Λυρική αρχίζει να ακούγεται με θετικό τρόπο στο εξωτερικό. Το πιο πρόσφατο δημοσίευμα της «Figaro» για την ΕΛΣ είναι ενδεικτικό και έχει προκαλέσει μεγάλη αίσθηση στη Γαλλία και όχι μόνο.
— Όταν λέμε «εξωστρέφεια» τι εννοούμε και τι έχει γίνει;
Εξωστρέφεια είναι η στόχευση προς τα έξω, είναι η Ανίτα Ρατσβελισβίλι στη Ρωμαϊκή Αγορά, η Νετρέμπκο στο Καλλιμάρμαρο, ο Κάουφμαν στο Ηρώδειο, ο Ντον Τζοβάνι μας που μετά την Αθήνα ταξιδεύει σε Κοπεγχάγη και Γκέτεμποργκ, οι Έλληνες τραγουδιστές που διαπρέπουν διεθνώς, ο σπουδαίος μας αρχιμουσικός Βασίλης Χριστόπουλος που μόλις έκανε το ντεμπούτο του στην Αμερική και στην όπερα του Σαν Φρανσίσκο, το δίκτυο των συμπαραγωγών μας σε Ευρώπη και Αμερική, το πρότζεκτ του Λάνθιμου που θα ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, είναι οι χιλιάδες θεατές των οnline παραστάσεών μας στην GNO TV από Ευρώπη και Αμερική. Είναι όλες εκείνες οι μικρές τελείες που ενώνονται για να μεταφέρουν το μήνυμα της ΕΛΣ σε όλο τον κόσμο.
— Ποιο είναι το πιο ελπιδοφόρο πράγμα που έχει συμβεί αυτά τα χρόνια και ποιο το πιο απογοητευτικό;
Νομίζω ότι το πιο ελπιδοφόρο είναι πως σκεφτόμαστε με ανοιχτό μυαλό, προγραμματίζουμε χωρίς στεγανά, αποφεύγοντας τα κλισέ, και πολύ συνειδητά δίνουμε χώρο στο διαφορετικό. Το πιο απογοητευτικό είναι ότι κάποια μυαλά εξακολουθούν να μένουν κολλημένα, κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να εκτιμήσουν τίποτα θετικό και δεν μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους, την ώρα που ο κόσμος τρέχει με χίλια.
— Πάμε σε ένα θέμα των ημερών. Από το φιλί της Ρουσάλκα μέχρι τη Στρέλλα τι έχει μεσολαβήσει στον πυρήνα του οργανισμού;
Νομίζω ότι πλέον η Λυρική έχει αποδείξει πως είναι ένας οργανισμός που ζει στην εποχή του και αντιλαμβάνεται πλήρως τα κοινωνικά ζητήματα. Δεν ήταν τυχαία η επιλογή της Στρέλλας ούτε η προηγούμενη επιλογή του Σπιρτόκουτου – και ας διάλεξε τελικά άλλη στέγη. Και τα δύο ήταν στο πλαίσιο του κύκλου δημιουργίας έργων μουσικού θεάτρου με βάση εμβληματικές ελληνικές ταινίες, αντίστοιχου με τον κύκλο σύγχρονης όπερας βασισμένης σε σημαντικά λογοτεχνικά έργα.
Όταν, λοιπόν, έκανα την ανάθεση στον Παρασκάκη για να γράψει ένα νέο μουσικό έργο πάνω στη Στρέλλα, το έκανα ακριβώς για να φέρουμε στο κέντρο της προσοχής ένα τόσο ευαίσθητο θέμα και να αντιμετωπίσουμε τους ανθρώπους της κοινότητας αυτής όχι ως περιθωριακά στοιχεία αλλά με σοβαρότητα και συμπεριληπτικότητα.
Δεν θεωρώ ότι υπάρχει λόγος να αναφέρω εδώ τα «αυγά που έχουμε σπάσει» τα τελευταία χρόνια χωρίς να ανοίξει μύτη. Είμαι υπερήφανος που έχουμε αφήσει πίσω μας την εποχή του συντηρητισμού και του «τι θα πει ο κόσμος».
Εν προκειμένω στη Στρέλλα λάβαμε υπ’ όψιν την επιθυμία του συνθέτη να γράψει τον ρόλο για βαρύτονο, αλλά την ίδια στιγμή σταθήκαμε με προσοχή και αγάπη στις αντιδράσεις που προκλήθηκαν και ανοίξαμε τις ακροάσεις και για τον πρώτο ρόλο. Και δεν διστάζω να πω ότι δεν φοβόμαστε να παραδεχτούμε τα λάθη μας, να μάθουμε από αυτά και να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα.
Φυσικά δεν είναι εύκολο να ανοίγει ένας δημόσιος φορέας μια τέτοια συζήτηση που να μπορεί να αντιπαρέλθει τον συντηρητισμό και την οπισθοδρόμηση – όμως δεν είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζουμε τέτοιου τύπου προκλήσεις.
— Τι σκοπεύετε να κάνετε, τι ερωτήματα και διλήμματα υπάρχουν και πώς θέλετε να συνεχιστεί αυτή η συζήτηση;
Σκοπός μας είναι να κάνουμε την παραγωγή κανονικά. Αυτήν τη στιγμή πάμε βήμα-βήμα. Κάνουμε την ακρόαση και ελπίζουμε ότι θα βρούμε διεμφυλική γυναίκα που να μπορεί να ερμηνεύσει τον ρόλο και να προχωρήσουμε κανονικά με την παραγωγή, όπως το έχουμε προγραμματίσει. Όταν βρεθεί η κατάλληλη φωνή, ο συνθέτης θα κάνει, αν χρειαστεί, τις απαραίτητες προσαρμογές, χωρίς να αλλοιωθεί η παρτιτούρα.
Πιστεύω ότι μια οριστική αναβολή της παραγωγής θα είναι μια ήττα και για την τέχνη αλλά και για την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Σε σχέση πάντως με την κριτική που δεχθήκαμε, θα ήθελα να αναφέρω ότι κι εγώ ο ίδιος δεν έχω βεβαιότητες για τίποτα. Άλλοι έχουν πολύ σταθερές βεβαιότητες και υψωμένο δάχτυλο. Ας ακούσουμε τους ανθρώπους που έχουν βιώσει την απόρριψη της κοινωνίας και ας αφήσουμε το νερό να κυλήσει.
Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω πως ήταν πολύ χρήσιμο να ανοίξει αυτή η συζήτηση και στο πλαίσιο αυτό σκοπεύουμε να διοργανώσουμε μια ανοιχτή συζήτηση λίγο πριν ανέβει η παραγωγή.
— Ποια είναι η επόμενη μέρα, τι σκέφτεστε σε ένα παρόν που έρχεται μετά τον Covid, με την ενεργειακή κρίση και τις οικονομικές επιπτώσεις;
Εμείς φέτος έχουμε ανακοινώσει την πιο φιλόδοξη σεζόν μας. Θα είναι η πρώτη πλήρης σεζόν χωρίς περιορισμούς μετά τον Covid. Γύρω μας τα πάντα είναι δυσοίωνα: η ενεργειακή και η κλιματική κρίση, ο πόλεμος, η οικονομική κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, παραμένω αισιόδοξος ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες.
— Πώς τελικά ένα λυρικό θέατρο ανοίγεται στις νεαρές ηλικίες;
Τα θεάματα για παιδιά και οικογένειες είναι μια βασική προτεραιότητα και στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος και στην Εναλλακτική. Παράλληλα, τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα πλέον απευθύνονται όχι μόνο στα παιδιά της Αθήνας αλλά και σε όλη την Ελλάδα.
Φέτος το νέο πρόγραμμα «Η όπερα διαδραστικά στα σχολεία» θα ταξιδέψει σε ογδόντα πέντε γυμνάσια σε όλη την Ελλάδα. Έχουμε προγράμματα, όπως το «Μπαμπά χορεύουμε», τα οποία με διασκεδαστικό τρόπο φέρνουν μπαμπάδες και παιδιά στην αίθουσα του μπαλέτου για να σπάσουν εκείνα τα παλιά στερεότυπα περί ανδρών και μπαλέτου, τα οποία ακόμα μας ταλαιπωρούν.
Το βασικό ζήτημα είναι τα παιδιά να πάρουν από νωρίς ένα ερέθισμα, το οποίο θα τα βοηθήσει να αποβάλουν το βιωμένο κλισέ που λέει ότι η όπερα είναι κάτι το βαρετό, κάτι που το βλέπουν μόνο οι ειδικοί, κάτι που δεν τα αφορά. Είναι υπέροχο να βλέπεις τα παιδιά να μαγεύονται από τη μοναδική σύμπραξη τεχνών που προσφέρει η όπερα.
— Θέλετε να μου μιλήσετε για τα κοινωνικά προγράμματα που έχετε και τη σημασία τους;
Από το 2016 που ήμουν ακόμα στην Εναλλακτική δημιουργήσαμε εκ του μηδενός το τμήμα Εκπαιδευτικών και Κοινωνικών Προγραμμάτων. Η δουλειά που έχουμε κάνει σε αυτό το κομμάτι είναι σπουδαία και κάθε χρόνο αναπτύσσεται περαιτέρω, επεκτείνεται προς τις φυλακές, τα νοσοκομεία, τις δομές των μεταναστών και προσφύγων, τους 65+, τα ΑμεΑ, τις οικογένειες.
Ήδη, εδώ και χρόνια έχουμε τη διαπολιτισμική ορχήστρα, τη διαπολιτισμική χορωδία, τη χορωδία 65+, όπου γίνεται εξαιρετική δουλειά. Μάλιστα φέτος τα σύνολα αυτά έγιναν μέρος και μιας μεγάλης παραγωγής που ανέβηκε στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, της Μέσα Χώρας του Άγγελου Τριανταφύλλου. Στόχος μας δεν είναι να προσφέρουμε απλώς μια ευχάριστη εμπειρία αλλά να ανοίγουμε νέους δρόμους στη ζωή των ανθρώπων μέσω της τέχνης.
— Άφησα για το τέλος την άχαρη ερώτηση για τα οικονομικά, τις δωρεές του ΙΣΝ, τις εισπράξεις και τη σχέση σας με το υπουργείο.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η Λυρική εποπτεύεται από το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, από το οποίο λαμβάνει την κρατική της επιχορήγηση. Η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη, είναι πάντα στο πλευρό μας και μας στηρίζει ουσιαστικά, αντιλαμβανόμενη πλήρως τις προκλήσεις και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε. Με τα έσοδα από τα εισιτήριά μας, τις ιδιωτικές χορηγίες που έχουμε εξασφαλίσει, την κρατική επιχορήγηση από το ΥΠΠΟΑ και τη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος μπορούμε να συνεχίζουμε το έργο μας και να οραματιζόμαστε την επόμενη ημέρα της ΕΛΣ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.