Διηύθυνε με τα μάτια κλειστά. Έσκυβε ελαφρώς στο πλάι σαν να ξάπλωνε στο σύννεφο της δόξας του. Έκρυβε κάτω από την ανέμελη, αυθόρμητη κόμη μια απολύτως πειθαρχημένη ματιά στην παρτιτούρα. Είχε ύψος μόλις 1,73 και το πρόσωπό του έμοιαζε με καλοφτιαγμένο γλυπτό. Ήταν ευφυής και καλλιεργημένος. Όχι εύκολος, ευέλικτος και διαλλακτικός, αλλά παθιασμένος, αμετροεπής, ακαταπόνητος, συχνά ανυπόφορος, αδιανόητα φιλόδοξος ‒σχεδόν ακόρεστος όσον αφορά την καταξίωση‒ και γεμάτος με μια επίμονη ενέργεια που λίγοι άνθρωποι δίπλα του άντεχαν. Ένα μοναδικό κράμα αλαζονείας, αυτοπεποίθησης και ανεξάντλητων ταλέντων, αυτό ήταν ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν. Αλλά πότε τρεις λέξεις κατάφεραν να περιγράψουν έναν γίγαντα;
Πώς να συγκρατηθείς σε χαρακτηρισμούς όταν αφηγείσαι τη ζωή ενός καλλιτέχνη που την εποχή της απόλυτης δόξας του, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1950, αρχές του 1960, επιβλήθηκε απολύτως στο ευρωπαϊκό μουσικό γίγνεσθαι και απέκτησε το προσωνύμιο «γενικός μουσικός διευθυντής της Ευρώπης»; «Η "βιομηχανία" Κάραγιαν είχε την ίδια επίπτωση στη μεταπολεμική ευρωπαϊκή μουσική με αυτήν της Κrupp (σύμβολο της βαριάς βιομηχανίας) στην προπολεμική ευρωπαϊκή παραγωγή χάλυβα» έγραψε ο Martin Mayer στους «New York Times» το 1967. Άδικο είχε; Από την μπαγκέτα του κρέμονταν ανά περιόδους οι μουσικοί της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, της Σκάλας του Μιλάνου, της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λονδίνου, της Κρατικής Όπερας της Βιέννης αλλά και του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ.
Θρύλος και τύραννος μαζί, είδωλο και δύσκολο αίνιγμα, απογοητευτικά σιωπηλός απέναντι στις μεγάλες ευθύνες που καμιά φορά μάς αναθέτει η Ιστορία, ο Κάραγιαν είχε ένα μοναδικό χάρισμα να ξυπνά τα πιο ακραία συναισθήματα: υστερία στις μάζες, σύγχυση, ταραχή και σεβασμό στους μουσικούς, φόβο, δέος και ζήλια στους συναδέλφους του, διάθεση για σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ των κριτικών.
Ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, ο διασημότερος και πιο περιζήτητος μαέστρος του 20ού αιώνα, υπήρξε ένας τιτάνας του πόντιουμ που έπαιξε θεμελιώδη ρόλο στη διάδοση της κλασικής μουσικής (ταυτίστηκε με την Deutsche Grammophon και της άφησε κληρονομιά πάνω από 350 ηχογραφήσεις), συνέβαλε στη διατήρηση της φήμης και τη ιστορίας δύο εμβληματικών ορχηστρών (Φιλαρμονική του Βερολίνου και Βιέννης), καθιέρωσε έναν δαιμόνιο ρυθμό παραγωγής και «ανακύκλωσης» συναυλιών και ηχογραφήσεων (δεν άφηνε πρόβα, παράσταση, προετοιμασία που να μην καταγράψει και αξιοποιήσει εμπορικά με κάποιον τρόπο), εκμεταλλεύτηκε όσο λίγοι τη δύναμη των μέσων μαζικής ενημέρωσης («Πρέπει να τα χρησιμοποιήσουμε, ειδικά την τηλεόραση, για να επεκτείνουμε τη δημοτικότητα της μουσικής» έλεγε το 1967), ενέπνευσε εκατοντάδες μουσικούς, έπλασε με την μπαγκέτα του άλλους τόσους και σίγουρα ήταν εκείνος που όλοι ανεξαιρέτως οι τραγουδιστές ποθούσαν να έχουν απέναντί τους στο πόντιουμ.
Η Αμερικανίδα σοπράνο Τζέσι Νόρμαν επέμενε πως «ο Κάραγιαν ανέβαζε τους ερμηνευτές σε ένα μαγικό χαλί και τους ταξίδευε σε άλλη διάσταση». Η Αγνή Μπάλτσα απολάμβανε τα κομπλιμέντα που της έκανε αλλά και τον τρόπο που την μιμούνταν, ενώ η ανεκδοτολογία για τα κατορθώματά του είχε περάσει σε άλλη διάσταση. Είναι πασίγνωστη η στιχομυθία του με έναν ταξιτζή που κάποτε τον ρώτησε πού πηγαίνει, για να λάβει από τον μαέστρο την απάντηση: «Πηγαίντε με όπου θέλετε. Δεν έχει σημασία. Ούτως ή άλλως, παντού με ζητάνε».
Μη φανταστεί κανείς πως οι αστεϊσμοί ήταν το δυνατό του σημείο. Κάθε άλλο, η τελειομανία και η σκληρότητά του είχαν εξαφανίσει κάθε ίχνος χιούμορ κι έτσι συχνά η προσπάθειά του να διασκεδάσει την ομήγυρη κατέληγε σε ταπεινωτικές προσβολές. Όσο για την προσωπική του ζωή, τρεις γάμοι και δύο κόρες (Ιζαμπέλ και Αραμπέλ) με την τελευταία του σύζυγο, το μοντέλο Ελιέτ Μουρέ, πρόσθεσαν μια ανθρώπινη, ερωτική, τρυφερή πλευρά στην εξωπραγματική του διάσταση.
Θρύλος και τύραννος μαζί, είδωλο και δύσκολο αίνιγμα, απογοητευτικά σιωπηλός απέναντι στις μεγάλες ευθύνες που καμιά φορά μάς αναθέτει η Ιστορία, ο Κάραγιαν είχε ένα μοναδικό χάρισμα να ξυπνά τα πιο ακραία συναισθήματα: υστερία στις μάζες, σύγχυση, ταραχή και σεβασμό στους μουσικούς, φόβο, δέος και ζήλια στους συναδέλφους του, διάθεση για σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ των κριτικών.
Διχασμένος μόνιμα ανάμεσα στο Βερολίνο και τη Βιέννη (κάποτε παραδέχτηκε πως προτιμούσε το Βερολίνο διότι «όταν λέω στους Βερολινέζους να προχωρήσουν σε κάτι, το κάνουν. Όταν το λέω στους Βιεννέζους επίσης το κάνουν, αλλά στη συνέχεια ρωτούν γιατί»), ο Κάραγιαν έβρισκε ησυχία στο ζεν και στoν διαλογισμό, πίστευε βαθιά στη μετενσάρκωση και επέμενε πως θα πεθάνει μόνο για να ξαναγεννηθεί αετός και να πετά πάνω από τις αγαπημένες του Άλπεις.
Παραδόξως, ένιωθε πάντα εξαιρετικά άνετα στον κόσμο του ρομαντισμού, ιδιαίτερα στα έργα του Σούμαν και των ύστερων ρομαντικών, όπως ο Μπραμς. Είχε ένα αδιανόητο χάρισμα να πολλαπλασιάζει το συναίσθημα στις συνθέσεις του Βάγκνερ και του μεγάλου συμφωνιστή Άντον Μπρούκνερ, εντυπωσιαζόταν από την εκφραστική πληρότητα του Μπαχ και, φυσικά, παραμένει ο αδιαφιλονίκητος πρωταθλητής στις συμφωνίες του Μότσαρτ και του Μπετόβεν ‒ ηχογράφησε από τρεις φορές τον κάθε κύκλο. Συχνά μάλιστα έλεγε πως η 4η και η 5η Συμφωνία του Μπετόβεν, τις οποίες διηύθυνε εκατοντάδες φορές, ήταν οι μόνες μουσικές που αισθανόταν να γνωρίζει πραγματικά.
Συζήτηση, master class και εκτέλεση: Ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν διευθύνει την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν, 1966
Αντιθέτως, με τα έργα του Μάλερ δεν ένιωσε ποτέ οικεία (παρέμεινε εκτός του ρεπερτορίου του μέχρι πολύ αργά την καριέρα του), για τους σύγχρονούς του συνθέτες δεν πολυνοιαζόταν, ενώ η μουσική που «ανάβλυζε» από την μπαγκέτα του δεν ήθελε να είναι όμορφη αλλά τέλεια. Το ζητούμενο ήταν η δραματική δύναμη και όχι μια ανακουφιστική ζεστασιά.
Όσο για τις όπερες, ισχυριζόταν ότι τουλάχιστον 50 έργα τα ήξερε τόσο καλά ώστε μπορούσε να τα αποδώσει από μνήμης, και μάλιστα ξεκινώντας από οποιοδήποτε σημείο του ζητηθεί. Οι επικριτές του, βέβαια, επιμένουν πως τα τελευταία χρόνια όπερες διηύθυνε σχεδόν αποκλειστικά μόνο στην έδρα του, το Ζάλτσμπουργκ (το 1967 ίδρυσε στη γενέτειρά του το περίφημο Πασχαλινό Φεστιβάλ), όπου όχι μόνο ένιωθε ασφαλής αλλά είχε τον απόλυτο έλεγχο μέχρι και στη σκηνοθεσία των παραστάσεων.
Ο Χέριμπερτ Ρίτερ φον Κάραγιαν γεννήθηκε στις 5 Απριλίου 1908 στο Ζάλτσμπουργκ και γονείς του ήταν η Σλοβένα Μάρτα και ο ελληνικής καταγωγής επιφανής χειρουργός Ερνστ φον Κάραγιαν (o προπάππους του, Γεώργιος Ιωάννης Καραγιάννης, γεννήθηκε στην Κοζάνη και έφυγε για τη Βιέννη το 1767). Στα 3 του χρόνια έπαιξε πρώτη φορά πιάνο και στα 8 του μέθυσε από το χειροκρότημα του πρώτου του ρεσιτάλ. Βιογράφοι του, όπως o Roger Vaughan, συγγραφέας του βιβλίου «Herbert von Karajan - A biographical portrait», επιμένουν πως η ανάγκη του για επικράτηση πιθανότατα προέρχεται από τη βαθιά ανταγωνιστική σχέση που είχε με τον αδελφό του, ο οποίος τότε υπερείχε σε όλα.
To σίγουρο είναι πως ο Κάραγιαν ανάλαφρη πλευρά δεν είχε. Λάτρευε το σκι και την αναρρίχηση, έβρισκε ανακούφιση στη γιόγκα, παθιαζόταν με την ιστιοπλοΐα και την ταχύτητα, αλλά τίποτε από αυτά δεν αντιμετώπισε ποτέ ως χόμπι. «Ήθελε να επικρατεί ακόμα και όταν οδηγούσε το προσωπικό του αεροπλάνο ή πάταγε το γκάζι στην αγαπημένη του Πόρσε. Αλλά δεν το διασκέδαζε. Η έννοια του παιχνιδιού τού ήταν ξένη» επιμένουν όσοι τον συναναστράφηκαν.
Πριν παραδώσει κάθε του κύτταρο στη μουσική, υποχώρησε στις παραινέσεις των γονιών του και φοίτησε στο Πολυτεχνείο (παράλληλα με τις μουσικές σπουδές), αλλά γρήγορα οι συμβιβασμοί έλαβαν τέλος και μεταξύ 1916 και 1926 σπούδασε στην Ακαδημία Μουσικής και Τεχνών της Βιέννης. Περισσότεροι από εκατό υποψήφιοι υπέβαλαν μαζί του αίτηση για την είσοδο στο συγκεκριμένο σχολείο, οι δεκαοκτώ έγιναν δεκτοί και μόλις τρεις αποφοίτησαν. Ο Κάραγιαν προφανώς ήταν στην τριάδα. Ο Kουρτ Στερν, συμμαθητής του εκείνα τα χρόνια, είχε στο παρελθόν δηλώσει: «Δεν ήταν ποτέ επιθετικός, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι μπορούσες να τον πλησιάσεις. Ακόμα και στη σάλα όπου τρώγαμε εκείνος ερχόταν βιαστικά, έπαιρνε ένα σάντουιτς και εξαφανιζόταν. Φλεγόταν μόνο για να κάνει μεγάλη καριέρα».
Προσωπικοί του ήρωες ήταν ο Αρτούρο Τοσκανίνι, τον οποίο άκουσε σε ηλικία 20 ετών και θαμπώθηκε τόσο που θέλησε να ζήσει την ίδια μαγεία στο πόντιουμ, και ο σπουδαίος Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ. «Σε όλη μου τη ζωή προσπαθώ να συνδυάσω την ακρίβεια του Τοσκανίνι με τη φαντασία του Φουρτβένγκλερ» παραδεχόταν ο Κάραγιαν, που ποτέ δεν κατάφερε να ταυτιστεί με κάτι λιγότερο από το σπουδαίο.
Πρεμιέρα σε αυτήν τη μεγαλειώδη καριέρα των έξι δεκαετιών, των 800 ηχογραφήσεων και των 200 εκατομμυρίων πωλήσεων δόθηκε ουσιαστικά το 1929, όταν διηύθυνε την όπερα «Σαλώμη» του Ρίχαρντ Στράους και συγχρόνως ανέλαβε τη μικρή Όπερα της πόλης Ουλμ. Έπειτα, σειρά είχε το λυρικό θέατρο του Άαχεν και το 1937 έβαλε πόδι στη σκηνή του Βερολίνου, καλούμενος να αντικαταστήσει τον Φουρτβένγκλερ στην Κρατική Όπερα της πόλης. Τα υπόλοιπα ήταν θέμα χρόνου να συμβούν.
Μετά το 1947, η μηχανή Κάραγιαν ανέβασε ταχύτητα, εκτοξεύοντας τη δόξα σε πρωτοφανή επίπεδα για έναν εκφραστή της κλασικής μουσικής. Διαδέχτηκε το ίνδαλμά του, Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ, στη Φιλαρμονική του Βερολίνου, έγινε καλλιτεχνικός σύμβουλος στη Σκάλα του Μιλάνου, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ, καλλιτεχνικός διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βιέννης, μουσικός διευθυντής της Φιλαρμονικής του Λονδίνου, ενώ κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 εξαργύρωσε τη φήμη του, περιοδεύοντας στον κόσμο. Σε χώρες όπως η Αμερική, όμως, η άφιξή του προκάλεσε πονοκέφαλο στις Αρχές, που κλήθηκαν να διαχειριστούν αντιδράσεις και διαδηλώσεις από εκείνους που δεν μπορούσαν να αγνοήσουν το ναζιστικό του παρελθόν.
Κακά τα ψέματα, ο Κάραγιαν γοητεύτηκε από τη ναζιστική κυριαρχία της δεκαετίας του 1930 και η ανοχή, αν όχι υποστήριξή του στο φασιστικό καθεστώς τον ακολουθούσε μέχρι τέλους. Η αλήθεια είναι πως η καλλιτεχνική κοινότητα της εποχής δεν έχει πολλές ιστορίες αυταπάρνησης να αφηγηθεί. Ωστόσο, για τον μέγα Κάραγιαν οι λογαριασμοί με το ναζιστικό παρελθόν δεν λύθηκαν ποτέ, οι εναγκαλισμοί του με τους κυρίαρχους της πιο σκοτεινής πλευράς της ευρωπαϊκής ιστορίας έγιναν η πληγή που δεν έκλεισε ποτέ, η διαχείριση της ενοχής του δεν έπεισε τελικά κανέναν.
Έπειτα, ήταν κι αυτά τα ντοκουμέντα που προέκυπταν μέχρι πρόσφατα και δεν βοήθησαν στη λήθη. Ο Κάραγιαν πάντοτε επέμενε πως εντάχθηκε στο ναζιστικό κόμμα το 1935 μόνο και μόνο για να διευκολύνει τις επαγγελματικές του φιλοδοξίες. Μάλιστα, είχε φτιάξει και ένα ωραίο, αθώο αφήγημα, χωρίς ίχνος τύψεων: «Κάποτε είχα ανέβει σε ένα ελβετικό βουνό, όπου μου είπαν ότι αν ήθελα να κάνω σκι, έπρεπε να εγκαταλείψω τον οδηγό μου και να γίνω μέλος της τοπικής ελβετικής αλπικής λέσχης. Ήθελα πολύ να κάνω σκι στο βουνό και είπα: "Δεν πάει στον διάβολο, θα δεχτώ". Για μένα, η ανάμειξή μου με το ναζιστικό κόμμα ήταν ακριβώς το ίδιο».
Χωρίς ίχνος αυτοκριτικής και η σχετική αναφορά στη βιογραφία του: «Ήταν απλώς ένα έγγραφο που υπέγραψα και αυτομάτως απέκτησα απεριόριστη δύναμη, χρήματα και προϋπολογισμό για την ορχήστρα, γραφείο και γραμματέα, μπορούσα να πραγματοποιώ συναυλίες. Ήμουν στον παράδεισο. Το αντίτιμο ήταν να παίζω πού και πού για εκείνους... αλλά μετά από κάποιους θεωρήθηκα ναζί».
Άδικα; Όχι, καθώς η διάψευση ήρθε από το άνοιγμα των αρχείων της εποχής και αποδείκνυε πως ο μαέστρος από το 1933 είχε ενταχθεί στο ναζιστικό κόμμα (και μάλιστα στη Βιέννη) και έναν χρόνο μετά επανεντάχθηκε και στη Γερμανία! Στα ντοκουμέντα υπήρχε, επίσης, και μια επιστολή του, την οποία δεν κατάφερε ποτέ να αντικρούσει, όπου εξέφραζε την αποστροφή του για την «εβραιοκρατούμενη» Λαϊκή Όπερα της Βιέννης, την ορχήστρα της οποίας δήλωνε ότι δεν διηύθυνε ποτέ!
Υπάρχει, όμως, ένας ακόμα γρίφος που οι βιογράφοι του ακόμα πασχίζουν να λύσουν: τι πραγματικά συνέβη παρασκηνιακά για να αποκτήσει ο Κάραγιαν τόσο ισχυρή θέση στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του «New York Review of Books», τη δεκαετία του '30 ο Γιόζεφ Γκέμπελς, ως επικεφαλής της Προπαγάνδας του Γ' Ράιχ, αρμόδιος δηλαδή για τον Τύπο, τον πολιτισμό, τη ραδιοφωνία και την εθνική παιδεία, αναζητούσε καλλιτέχνες συμμάχους για να «επιβάλλεται» στον αντίπαλό του Χέρμαν Γκέρινγκ, πρωθυπουργό του ομόσπονδου κρατιδίου της Πρωσίας και άρα επικεφαλής των πολιτιστικών οργανισμών της περιοχής του Βερολίνου. Έτσι, ο μεν Γκέμπελς χρησιμοποίησε ως μοχλό τον καταξιωμένο Φουρτβένγκλερ και ο Γκέρινγκ τον νέο, φιλόδοξο και ολίγον αδίστακτο Κάραγιαν, ο οποίος βέβαια ουδέποτε παραδέχτηκε πως υπήρξε πολιτική ανάμειξη στην ανέλιξή του.
Όσο, δε, περνούσε ο καιρός και τα μαλλιά του γκρίζαραν, τόσο λιγότερες δυνάμεις είχε για συγκρούσεις, αντιπαραθέσεις και αμφισβήτηση. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ένα εγκεφαλικό επεισόδιο τον προειδοποίησε, η καρδιά του έμοιαζε ευάλωτη, ενώ η μέση του, χειρουργημένη τρεις φορές, τον καθήλωνε στο κρεβάτι ανά διαστήματα. Ο Κάραγιαν έμοιαζε πια με τον αυστηρό, προικισμένο, συναισθηματικά εγκρατή και αφόρητα παραγωγικό δάσκαλο, που όμως δεν είχε πια τη λάμψη των πρώτων χρόνων ούτε το σφρίγος των νιάτων για να αναμετρηθεί με όσους πια στη λατρεμένη του Φιλαρμονική του Βερολίνου έθεταν ξεκάθαρα υπό αμφισβήτηση το παλιομοδίτικο, σχεδόν δικτατορικό στυλ ηγεσίας του. «Όταν δεν θα μπορώ να κάνω μουσική, θα φύγω» έλεγε, αλλά οι οικείοι του απέδιδαν το γεροντικό πείσμα στον πολλαπλώς πληγωμένο ναρκισσισμό του.
Το απόγευμα της 16ης Ιουλίου 1989 το ελικόπτερο διάσωσης που κλήθηκε για βοήθεια στο Anif, στα περίχωρα του Ζάλτσμπουργκ, δεν πρόλαβε να μεταφέρει τον 81χρονο Κάραγιαν στο νοσοκομείο. Οι γιατροί δεν χρειάστηκε να «παλέψουν» με μια καρδιά σκληρή μεν, αλλά που πριν σταματήσει είχε δώσει παλμό, σφυγμό και βαθύ συναίσθημα σε έναν ολόκληρο μουσικό κόσμο. Στο κομοδίνο πλάι στο κρεβάτι του υπήρχαν οι σημειώσεις από τον «Χορό των Μεταμφιεσμένων», την παράσταση που, παρά την κλονισμένη υγεία, είχε στα σκαριά. Εκείνο το απόγευμα, για πρώτη φορά έπειτα από οκτώ δεκαετίες, ένα έμφραγμα του μυοκαρδίου κατάφερε να τον απομακρύνει από το πόντιουμ και τις παρτιτούρες του Βέρντι και τον έφερνε πιο κοντά στο όνειρο: πάνω από τις Άλπεις, σαν αετό, με τα φτερά ανοιχτά και τα μάτια κλειστά...
Aκούστε τα καλύτερα του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 5.4.2020
σχόλια