ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ δεν γέλασε όταν ένα 11χρονο κορίτσι με το επίθετο Μότσαρτ κάθισε στα πλήκτρα για να παίξει αυτά που ένας κριτικός περιέγραψε ως «τα μεγαλύτερα σε διάρκεια και τα πιο δύσκολα κομμάτια, με εντυπωσιακή ακρίβεια». Αμέσως μετά, τη θέση της στο πιάνο πήρε ο μικρότερος αδελφός της, ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους, ο οποίος επίσης δεν ήταν πολύ κακός.
Όπως μας υπενθυμίζει η Σούζαν Τόμες, μια Σκωτσέζα πιανίστα και συγγραφέας, στο απολαυστικά κατατοπιστικό της βιβλίο με τίτλο Women and the Piano: A History in 50 Lives («Οι γυναίκες και το πιάνο: Μια ιστορία σε 50 ζωές»), η Μαρία Άνα Μότσαρτ ήταν εκείνη που αρχικά ήταν το «πρώτο όνομα» στις ευρωπαϊκές αυλές, εκεί που ο πατέρας της, ο Λέοπολντ, πήγαινε τακτικά σε περιοδεία τα δύο παιδιά-θαύματα. Αλλά αυτή είναι μόνο η αρχή της ιστορίας της Μαρία Άνα και άλλων ταλαντούχων βιρτουόζων του πιάνου που πιθανώς δεν έχετε ακούσει ποτέ, μόνο και μόνο επειδή έτυχε να είναι γυναίκες.
Όταν η Μαρία Άνα (1751-1829) μπήκε στην εφηβεία, ο πατέρας την απέλυσε από την οικογενειακή μουσική επιχείρηση και από τις περιοδείες και την έστειλε στο σπίτι. Είναι αλήθεια ότι μέχρι τότε η ιδιοφυΐα του αδελφού της είχε επισκιάσει τα δικά της θαυμαστά χαρίσματα.
Αλλά το θέμα ήταν ότι, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις της εποχής, κανένας περιζήτητος εργένης δεν θα γοητευόταν από μια γυναίκα που φιλοδοξούσε να συνθέτει και να παίζει επαγγελματικά πιάνο σε περιοδείες. Κι έτσι, υποκύπτοντας στην πατρική απόφαση και την κοινωνική σύμβαση, η Μαρία Άνα παντρεύτηκε, μεγάλωσε τα παιδιά της δεν έπαιξε ποτέ ξανά ενώπιον κοινού. Αλλά δεν έπαψε ποτέ να παίζει και να διδάσκει κατ’ ιδίαν. Κατά πάσα πιθανότητα, έγραφε και μουσική – ο αδελφός της είχε επαινέσει μια σύνθεσή της στην αλληλογραφία τους. Αλλά δεν σώζεται τίποτα από το έργο της, ίσως επειδή κανείς δεν θεώρησε ότι αξίζει να διατηρηθούν τα κομμάτια του θηλυκού –και συνεπώς, δευτερεύοντος– Μότσαρτ.
Καθεμιά από αυτές τις πιανίστριες αψήφησε τις έμφυλες νόρμες και τα κοινωνικά εμπόδια για να δημιουργήσει τη δική της μουσική ζωή και ταυτότητα. Πολλές από αυτές το κατάφεραν αυτό παρά τον αποκλεισμό τους από τα ωδεία που ήταν μόνο για άντρες και παρά το γεγονός ότι υπέστησαν κριτικές παρατηρήσεις που συχνά επικεντρώνονταν λιγότερο στο ρεπερτόριό τους παρά στη σεξουαλική τους γοητεία ή την έλλειψή της.
Τέτοια ήταν η μοίρα πολλών ταλαντούχων πιανιστριών ανά τους αιώνες, των οποίων η θέση στο πιάνο περιοριζόταν αναγκαστικά στην οικιακή σφαίρα. Υπήρξαν όμως και πολλές γυναίκες που επέμειναν παρ' όλα αυτά, και ακολούθησαν τις επαγγελματικές τους φιλοδοξίες, είτε εξαιτίας της άσβεστης αγάπης τους για τη μουσική, είτε επειδή είχαν ανάγκη να βγάλουν τα προς το ζην, είτε και για τα δύο. Οι ιστορίες αυτών των γυναικών μας μεταφέρουν από την άνοδο της δημοτικότητας του πιάνου στα τέλη του 18ου αιώνα, στην εποχή του Ρομαντισμού τον 19ου αιώνα, και στη συνέχεια στον μοντερνισμό του 20ού αιώνα.
Καθεμιά από αυτές τις πιανίστριες αψήφησε τις έμφυλες νόρμες και τα κοινωνικά εμπόδια για να δημιουργήσει τη δική της μουσική ζωή και ταυτότητα. Πολλές από αυτές το κατάφεραν αυτό παρά τον αποκλεισμό τους από τα ωδεία που ήταν μόνο για άντρες και παρά το γεγονός ότι υπέστησαν κριτικές παρατηρήσεις που συχνά επικεντρώνονταν λιγότερο στο ρεπερτόριό τους παρά στη σεξουαλική τους γοητεία ή την έλλειψή της. Ακόμα και ο υψηλότερος έπαινος μπορούσε να ακουστεί αμήχανος.
Η Κλάρα Σούμαν (1819-1896) χαιρετίστηκε από έναν κορυφαίο μουσικοκριτικό της εποχής της ως «η σημαντικότερη εν ζωή πιανίστρια, ανεξαρτήτως φύλου, και όχι απλώς η σημαντικότερη γυναίκα στο πιάνο». Οι δικές της συνθέσεις, συμπεριλαμβανομένου του κοντσέρτου της για πιάνο, έχουν μόλις πρόσφατα εισέλθει στο mainstream κλασικό ρεπερτόριο, ωστόσο παραμένει σχεδόν αδύνατο να τη σκεφτεί κανείς ανεξάρτητα από τον σύζυγό της, τον συνθέτη και συγγραφέα Ρόμπερτ Σούμαν.
Η απαιτητική καριέρα της Κλάρα ως ερμηνεύτριας και δασκάλας ήταν εκείνη που πλήρωνε τους λογαριασμούς του νοσοκομείου στα τελευταία χρόνια της ζωής του Ρόμπερτ, όταν ήταν έγκλειστος σε ψυχιατρικό ίδρυμα, και χρηματοδοτούσε την ανατροφή των οκτώ επιζώντων παιδιών τους. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι της έμενε ελάχιστος χρόνος για να αφιερώσει στις δικές της συνθέσεις.
Είναι επίσης συγκλονιστικό να σκεφτεί κανείς ότι χωρίς τη Σάρα Λέβι (1761-1854), τη μουσικό αλλά διαχειρίστρια ενός ξακουστού salon με έδρα το Βερολίνο, ίσως να μην είχαν αναβιώσει ποτέ οι μεγαλειώδεις συνθέσεις του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, το έργο του οποίου είχε βρεθεί στην αφάνεια στις αρχές του 19ου αιώνα. Εκείνη όμως, έχοντας υπάρξει η μόνη γνωστή μαθήτρια πιάνου του γιου του Μπαχ, του Βίλχελμ Φρίντεμαν Μπαχ, παρουσίαζε τακτικά τα έργα του Μπαχ του πρεσβύτερου στις συναυλίες που διοργάνωνε στο «σαλόνι» της.
Ο ενθουσιασμός της για τον Μπαχ ισοδυναμούσε με εκείνον της αδελφής της, Μπέλα Σάλομον, η οποία ενθάρρυνε τον εγγονό της, τον διάσημο Φέλιξ Μέντελσον, να διευθύνει το 1829 τη μνημειώδη εκτέλεση του έργου «Τα Κατά Ματθαίον Πάθη», η οποία προκάλεσε ένα νέο ενδιαφέρον για το έργο του Μπαχ.
Είναι ειρωνικό, λοιπόν, ότι μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες η δισέγγονη της Σάρα Λέβι και μεγαλύτερη αδελφή του Φέλιξ, η Φάνι (1805-1847), ήταν επίσης απούσα από τη μουσική ιστορία. Σε ηλικία 13 ετών εισέπραττε κομπλιμέντα ότι έπαιζε «σαν άντρας», προτίμησε όμως να δημοσιεύει τις δικές της πρώιμες συνθέσεις με το όνομα του αδελφού της. Μόνο αφού παντρεύτηκε τον ζωγράφο Βίλχελμ Χένσελ το 1829, ξεκίνησε μια επαγγελματική μουσική καριέρα ως Φάνι Χένσελ, ερμηνεύοντας συχνά έργα του Μπαχ καθώς και έργα του αδελφού της και δικά της.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι επίσης η περίπτωση της Μαρία Συμανόφσκα (1789-1831), η οποία είναι σχεδόν βέβαιο ότι επηρέασε σημαντικά τον νεότερό της συνθέτη και πιανίστα Φρεντερίκ Σοπέν, συνθέτοντας και ερμηνεύοντας κομμάτια στις ίδιες φόρμες που χρησιμοποίησε στη συνέχεια ο Σοπέν.
Άλλες σπουδαίες πιανίστριες είχαν να αντιμετωπίσουν κι άλλα εμπόδια πέρα από τους έμφυλους περιορισμούς. Οι φυλετικές διακρίσεις ματαίωσαν την κλασική εκπαίδευση στο πιάνο της Νίνα Σιμόν (1933-2003), η οποία βεβαίως στη συνέχεια απέκτησε μεγάλη φήμη ως κορυφαία τζαζ (και όχι μόνο) ερμηνεύτρια. Η Λίλι Κράους (1903-1986) διέφυγε από τη ναζιστική Ευρώπη για την Ινδονησία, για να συλληφθεί από τους Ιάπωνες και να κρατηθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιάβα. Η Μαρία Γιούντινα (1899-1970) παρέμεινε παγιδευμένη στη Σοβιετική Ένωση για όλη τη διάρκεια της καριέρας της ως τιμωρία για την ορθόδοξη πίστη της. Κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, η Ζου Σιάο-Μέι (γεννημένη το 1949) ένα εκκολαπτόμενο παιδί-θαύμα, πέρασε πέντε χρόνια στην εξορία εκτελώντας χειρωνακτική εργασία σε ένα απομακρυσμένο χωριό με μόνο παρηγοριά μια κρυμμένη παρτιτούρα των «Παραλλαγών Γκόλντμπεργκ» του Μπαχ.
Bach Goldberg Variations - Zhu Xiao Mei
Με στοιχεία από The Wall Street Journal