ΟΣΟΙ ΜΕΓΑΛΩΣΑΝ ΜΕ ΕΝΑ ΚΑΣΕΤΟΦΩΝΟ θυμούνται τα mixtapes, τις άγραφες κασέτες ήχου που γίνονταν συλλογές αγαπημένων κομματιών. Θυμούνται να κάθονται με μια στοίβα δίσκους ή CD, προσπαθώντας να συναρμολογήσουν την τέλεια σειρά τραγουδιών, στέλνοντας το σωστό μήνυμα στο σωστό πρόσωπο.
Τα mixtapes, όμως, ήταν μόνο ένας τρόπος με τον οποίο η κασέτα είχε σεισμικό αντίκτυπο στη μουσική βιομηχανία, όπως διερευνάται σε δύο νέα βιβλία, το Unspooled του Rob Drew και το High Bias του Marc Masters. Η θρυλική κασέτα γέννησε τον φόβο της πειρατείας στη μουσική βιομηχανία, αλλά έκανε περισσότερα από κάθε άλλο φορμά για τη διάδοση της μουσικής σε όλο τον κόσμο.
Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες λειτουργούσαν σχεδόν μονοπωλιακά, ήταν ένα μέσο για να κυκλοφορήσει μουσική που δεν είχε εμπορικό ενδιαφέρον για τις μεγάλες εταιρείες, ωθώντας στην πορεία την αναγνώριση «περιθωριακών» αλλά δημοφιλών στην πραγματικότητα μουσικών ειδών (ο διάσημος Σύρος τραγουδιστής Omar Souleyman ξεκίνησε ως τραγουδιστής σε γάμους που πουλούσε τις κασέτες του σε πάγκους, πριν τον ακούσουν οι δυτικοί συλλέκτες κασετών και κερδίσει ένα διεθνές ακροατήριο).
Οι κασέτες ενίσχυσαν την εξάπλωση του hip-hop και του thrash metal και έγιναν (και σε πολλές περιπτώσεις παραμένουν) το ιδανικό μέσο για την διάδοση της lo-fi και της πειραματικής μουσικής.
Θα μπορούσε να πει κανείς επίσης ότι λειτούργησαν και ως εργαλεία κατά της καταπίεσης. «Υπήρχαν πολιτικές προεκτάσεις στη διάδοση της κασέτας τη δεκαετία του 1970 και του 1980 σε ορισμένες χώρες», λέει ο συγγραφέας του Unspooled, Rob Drew, «ειδικά σε αυταρχικά καθεστώτα όπως η Σοβιετική Ένωση. Ξαφνικά δεν υπήρχε μόνο μουσική αλλά και προπαγάνδα που διαδιδόταν μέσω της κασέτας».
«Οι κασέτες έχουν ένα σωρό διαφορετικούς ρόλους», λέει ο συγγραφέας του High Bias, Marc Masters. «Ο πιο σημαντικός είναι η ελευθερία που παρείχαν τόσο στους ακροατές όσο και στους καλλιτέχνες να δημιουργούν τις δικές τους μουσικές εμπειρίες και να μπορούν να μοιράζονται και να μεταδίδουν αυτές τις εμπειρίες. Ήταν ένας τρόπος να ακούει κανείς μουσική που ήταν στον έλεγχο του ακροατή. Αλλά ίσως ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι μουσικοί μπορούσαν να χρησιμοποιούν τις κασέτες για να κυκλοφορούν τη μουσική τους χωρίς να χρειάζεται να την κάνουν αποδεκτή από τις εταιρείες ή να πληρώνουν για πανάκριβες ηχογραφήσεις στο στούντιο».
Θα μπορούσε να πει κανείς επίσης ότι λειτούργησαν και ως εργαλεία κατά της καταπίεσης. «Υπήρχαν πολιτικές προεκτάσεις στη διάδοση της κασέτας τη δεκαετία του 1970 και του 1980 σε ορισμένες χώρες», λέει ο συγγραφέας του Unspooled, Rob Drew, «ειδικά σε αυταρχικά καθεστώτα όπως η Σοβιετική Ένωση. Ξαφνικά δεν υπήρχε μόνο μουσική αλλά και προπαγάνδα που διαδιδόταν μέσω της κασέτας».
Δεν θα μπορούσαν όμως να υπάρξουν οι κασέτες χωρίς τις αντίστοιχες συσκευές αναπαραγωγής ήχου. Η κασέτα έγινε το προτιμώμενο φορμά για τη hip-hop μουσική μετά την εφεύρεση του boom box και του στερεοφωνικού στα αυτοκίνητα. Το Walkman έκανε πραγματικότητα την ιδέα της φορητής, ατομικής μουσικής και έγινε ένα εξαιρετικό όχημα για τα mixtapes. Και το Tascam Portastudio, ένα προσιτό μαγνητόφωνο που επέτρεπε στους μουσικούς να ηχογραφούν και να μιξάρουν κομμάτια σε κασέτα, άνοιξε τον δρόμο για τις σπιτικές ηχογραφήσεις. (Το άλμπουμ Nebraska του Bruce Springsteen δεν ήταν παρά τα demos που είχε ηχογραφήσει στο Portastudio, αφού αποφάσισε ότι οι εκδόσεις των ίδιων τραγουδιών με πλήρη μπάντα, την E Street Band, δεν μπορούσαν να αποτυπώσουν την ακατέργαστη διάθεση που επιθυμούσε).
Η πρώτη «compact κασέτα» δημιουργήθηκε από τον Lou Ottens του ολλανδικού γίγαντα ηλεκτρονικών Philips και κυκλοφόρησε το 1963 (διαφημιζόταν ως βοήθημα για την εγγραφή ομιλίας, όχι μουσικής). Το μεγάλο πλεονέκτημά της δεν ήταν η ποιότητα του ήχου, αλλά η ευκολία χρήσης, σε σύγκριση με τις μπομπίνες που είχαν προηγηθεί.
Για να διασφαλίσει ότι η εφεύρεσή της θα κυριαρχήσει στην αγορά, η Philips την παραχώρησε με άδεια χρήσης σε άλλες εταιρείες. Δεδομένου ότι εφηύρε τόσο την κασέτα όσο και το CD, η Philips θα μπορούσε να διεκδικήσει τον τίτλο της σημαντικότερης εταιρείας στην ιστορία της ηχογραφημένης μουσικής.
Εδώ και αρκετά χρόνια, ακούγονται διάφοροι ισχυρισμοί περί της θριαμβευτικής επιστροφής της κασέτας – μάλλον υπερβολικοί, αν είμαστε ειλικρινείς. Αν και οι πωλήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν αυξηθεί τα τελευταία 10 χρόνια, εξακολουθούν να ανέρχονται σε μόλις 195.000 συνολικά το 2022. Στις ΗΠΑ, οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 28% φτάνοντας τις 440.000, σε σύνολο 79,89 εκατομμυρίων πωλήσεων όλων των «φυσικών» φορμά.
Η κασέτα επιβιώνει πάντως. Μπορεί να μην έχει τον ρομαντισμό του βινυλίου ή την πιστότητα του CD. Αλλά όσο υπάρχει underground και όσο οι άνθρωποι αγαπούν το χειροπιαστό υλικό –και δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να τυπώσουν βινύλιο ή θέλουν να μπορούν να κάνουν τα πάντα, από την ηχογράφηση μέχρι τη διανομή, μόνοι τους– θα συνεχίσει να επιβιώνει. Η «πειρατεία» των οικιακών ηχογραφήσεων όχι μόνο δεν σκότωσε τη μουσική, όπως μας έλεγαν, αλλά τη βοήθησε να ζήσει.
Με στοιχεία από The Guardian