ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ στα 94 του ο Louis Ottens, ο Ολλανδός μηχανικός που ως επικεφαλής του τεχνικού επιτελείου της Philips υπήρξε ο δημιουργός της κασέτας ήχου και η είδηση πλημμύρισε με αναμνήσεις – δεν θέλουμε και πολύ για να συγκινηθούμε σ’ αυτή την διαρκή φάση συναισθηματικού κλονισμού – ειδικά όσες και όσους πέρασαν την εφηβεία τους κατά την μνημειώδη βασιλεία της στην δεκαετία του’80.
Ο δίσκος στο πικάπ (δεν ήταν και τόσο δόκιμος τότε ο φετιχιστικός/ νοσταλγικός όρος «βινύλιο») ήταν ο βωμός, η εστία, η κασέτα όμως ήταν το παν: χωρούσε στην τσέπη, πήγαινε παντού, κατέληγε οπουδήποτε, ήταν το απόλυτο εργαλείο διασύνδεσης και μετάδοσης όχι μόνο της μουσικής που τότε ήταν το πιο σημαντικό πράγμα, αλλά και της επιθυμίας, της λαχτάρας, της προσμονής, της καψούρας συχνά. Δεν νοούνταν χωρίς κασέτες οι εκδρομές, τα πάρτι, οι συγκεντρώσεις, οι διαδρομές με το αυτοκίνητο λίγο αργότερα.
Μια κασέτα με τις αγαπημένες (και «σημαδιακές») επιλογές σου ήταν μια προέκταση του εαυτού σου, ήταν ο εαυτός σου όπως ιδανικά θα ήθελες να σε βλέπει ο παραλήπτης της. Ήταν σα να ιερουργείς ή σα να επιχειρείς να κάνεις μάγια την ώρα που διάλεγες τα κομμάτια, φροντίζοντας να λειτουργούν στην εντέλεια οι συνειρμοί και οι αλληλουχίες, προσδοκώντας την απόλυτη ανταπόκριση. Επρόκειτο για επιμελημένο αυτοσχεδιασμό, για performance ουσιαστικά, ή έστω για καλλιτεχνική επιμέλεια που έφερε ανεξίτηλη την σφραγίδα του προσωπικού σου γούστου.
Μπορεί εμείς να μνημονεύουμε νοσταλγικά το δημιούργημά του, ο ίδιος ο Ottens όμως ερωτώμενος πριν από λίγα χρόνια σχετικά με την υποτιθέμενη αναβίωση της κασέτας από τις hipster ταξιαρχίες, είχε δηλώσει μονολεκτικά «ανοησίες», προσθέτοντας ότι τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ήχο του CD, του οποίου επίσης υπήρξε πνευματικός πατέρας αλλά αυτό αποσιωπήθηκε εν μέρει στους τίτλους των νεκρολογιών για το πρόσωπό του.
Δεν μιλάμε για την λεγόμενη κασέτα εταιρείας (που ήταν απλά η βιομηχανική, φορητή, κόμπακτ εκδοχή ενός δίσκου) που κι αυτή βέβαια έχει τη θέση της σε κάθε μνημόσυνο για τα χρόνια εκείνα, μαζί με την πειρατική εκδοχή της που ανθούσε στους πάγκους των πλανόδιων και στα πανηγύρια, αλλά για την άγραφη, την εξηντάρα, την ενενηντάρα (απλή ή χρωμίου), το λευκό χαρτί που πάνω μπορούσες να (αντι)γράψεις τα πάντα. Δίσκους, κομμάτια από εκπομπές του ραδιόφωνο, ακόμα και άλλες κασέτες όταν βγήκαν τα διπλά decks. Στην ανταλλακτική οικονομία των εφηβικών χρόνων, μπορούσες να αντιγράψεις τον δίσκο που μόλις είχε αγοράσει ο φίλος σου (κι εκείνος αντίστοιχα) και να τον οικειοποιηθείς έτσι ώστε όταν γινόταν λόγος για το συγκεκριμένο άλμπουμ, να έχεις το δικαίωμα να πεις: «Το ‘χω σε κασέτα!».
Υποτίθεται ότι η αποθέωση της κασέτας συνέβη με την διάδοση του Walkman, προσωπικά όμως ποτέ δεν τα πήγα καλά με τα ακουστικά και την απομόνωση (προτιμώ να ακούγεται η μουσική δυνατά και να διαχέεται αδιάκριτα στον χώρο και επίσης με πιάνει μια κλειστοφοβία όταν μπλοκάρονται οι εξωτερικοί ήχοι).
Είχα κι εγώ Walkman, εννοείται, κυρίως όμως επειδή έμοιαζε υποχρεωτικό ως 80s αξεσουάρ – με μισή καρδιά κυκλοφορούσα στον δρόμο με την στέκα και τα καλώδια. Οι κασέτες ήχου μπορεί να έμειναν πίσω (μαζί με τις βιντεοκασέτες) στην πορεία προς την ψηφιακή εποχή, τα ακουστικά παρέμειναν όμως και θριαμβεύουν.
Μπορεί εμείς να μνημονεύουμε νοσταλγικά το δημιούργημά του, ο ίδιος ο Ottens όμως ερωτώμενος πριν από λίγα χρόνια σχετικά με την υποτιθέμενη αναβίωση της κασέτας από τις hipster ταξιαρχίες, είχε δηλώσει μονολεκτικά «ανοησίες», προσθέτοντας ότι τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τον ήχο του CD, του οποίου επίσης υπήρξε πνευματικός πατέρας αλλά αυτό αποσιωπήθηκε εν μέρει στους τίτλους των νεκρολογιών για το πρόσωπό του.
Γράφοντας αυτά, σκέφτομαι ότι εδώ σ’ αυτό το σπίτι υπάρχουν βινύλια, υπάρχουν κάποια CD (έχω πετάξει κυριολεκτικά χιλιάδες από δαύτα κατά καιρούς, αδίκως ίσως), δεν βρίσκεται όμως ούτε μια κασέτα, ως δείγμα έστω, ως σουβενίρ. Σα να μην υπήρξε ποτέ κάτι το οποίο ήταν τόσο σημαντικό κάποτε. Πολύ θα ήθελα να ξαναδώ και να ξαναπιάσω στα χέρια μου κάποιες mixtape από αγαπημένα πρόσωπα ή εκείνες τις κασέτες που έγραφα από το ραδιόφωνο εκείνο το ατέλειωτο καλοκαίρι που είχα περάσει 15 χρονών στη Νέα Υόρκη ή τις άλλες με τα αποσπάσματα από τις εκπομπές του John Peel στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ως μεταπτυχιακός στην Αγγλία. Τελικά όμως, ίσως όχι τόσο πολύ. Αρκετά πράγματα από τα παλιά (και «παλιά» πλέον σημαίνει μέχρι και πριν ένα χρόνο) μας στοιχειώνουν όλον αυτόν τον καιρό, οι κασέτες μας έλειπαν.