Η Τζούλι Μπέρτσιλ είναι η πιο διάσημη ίσως δημοσιογράφος και συγγραφέας από τη γενιά των άγριων νιάτων που προέκυψαν από τη σκηνή του πανκ στο Λονδίνο το 1976 και αμέσως μετά. Αργότερα, θα εξόργιζε πολλούς από τους πρώην συντρόφους της που θα την κατηγορούσαν ως επιδεκτικά αντιδραστική και απολογήτρια της Θάτσερ. Από τότε έχουν μεσολαβήσει πολλές δεκαετίες και πολύ νερό στο αυλάκι και σήμερα η Αγγλίδα δημοσιογράφος γράφει στον έγκριτο New Statesman την «βιωματική» γνώμη της για το βιβλίο "Defying Gravity: Jordan's Story" που μόλις κυκλοφόρησε και πρόκειται για την αυτοβιογραφία της Jordan, μιας από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες της λονδρέζικης πανκ σκηνής...
Όταν θυμάμαι τον νεανικό πανκ εαυτό μου, αναπόφευκτα μου έρχονται στο μυαλό τα επτά στάδια του πένθους: σοκ, άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, δοκιμασία, αποδοχή. Ευτυχώς έπαψα να είμαι πανκ όσο ήμουν ακόμα στην εφηβεία. Έτσι κι αλλιώς στα 17 μου υποκρινόμουν ότι ήμουν πανκ μόνο και μόνο ως όχημα επαγγελματικής ανέλιξης, για να γλιτώσω από τη ζωή εργάτριας που κατά πάσα πιθανότητα με περίμενε. Η Jordan όμως – που είχε γεννηθεί με το όνομα Πάμελα Ρουκ – ήταν η αυθεντική πανκ.
Η θέση των γυναικών στο πανκ ήταν ενδιαφέρουσα - καλύτερα από χίπισσα, που συνήθως έπρεπε να το βουλώνει και να ακολουθεί πιστά τον άντρα, και μάλλον σε αντίστοιχη θέση με τα mod κορίτσια: φιλαράκι δηλαδή. Οι mods και οι πανκς άλλωστε μοιράζονταν και το ίδιο αγαπημένο ναρκωτικό: τις αμφεταμίνες – γεγονός που άφηνε το σεξ εκτός εξίσωσης. Τα κορίτσια του πανκ ενθαρρύνονταν να λένε ό,τι εξωφρενικό και σόκιν τους κατέβαινε και η Jordan ήταν εξαρχής από τις πιο τολμηρές.
Ευτυχώς στο βιβλίο της, δεν επιχειρεί να χρεώσει την «ακραία» συμπεριφορά της σε κάποιου είδους προβληματική ανατροφή, όπως γίνεται συχνά. «Η παιδική μου ηλικία ήταν ένα μεγάλο φανταστικό όνειρο», γράφει. Πάντα τρελαμένη με τα ρούχα, η πρώτη της ανάμνηση ως βρέφος είναι μια ροζ κάπα σε μια βιτρίνα «με κολάρο μανδαρίνου από μαύρο βελούδο».
Στα εννιά της είχε φορέσει το πρώτο της σουτιέν – «ήμουν αρκετά ανεπτυγμένη ως παιδάκι» - και στα 18 της, το καλοκαίρι του 1973, είχε διαλέξει το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο, από το όνομα του Τζόρνταν Μπέικερ, από το όνομα της αινιγματικής πρωταθλήτριας του γκολφ στον «Μεγάλο Γκάτσμπι». Αν είχε ένα μεγάλο χάρισμα, αυτό ήταν η μοναδική της αίσθηση στο ντύσιμο και ο τρόπος που επέβαλλε στους άλλους να στέκονται και να την χαζεύουν.
Όταν λοιπόν o μετέπειτα μάνατζερ των Sex Pistols, Malcolm McLaren και η σχεδιάστρια Vivienne Westwood άνοιξαν την μπουτίκ με το όνομα SEX, που έμελλε να αποτελέσει τη θερμοκοιτίδα του αγγλικού πανκ, στο νούμερο 430 της King's Road στο Λονδίνο, η Jordan βρήκε την ιδανική σκηνή της: έναν χώρο που έμοιαζε σαν κάτι ανάμεσα σε πορνείο για φετιχιστές και σε happening φοιτητών σχολής καλών τεχνών. Παρότι ο μύθος αυτού του μέρους έχει φθαρεί με τα χρόνια, φαίνεται σήμερα απίστευτη η ύπαρξη μιας μπουτίκ από την οποία εκδιώχτηκε ως πελάτισσα η Μπιάνκα Τζάγκερ επειδή «ήταν ξινή και είχε καβαλήσει εντελώς το καλάμι».
Όπως αναφέρει στο βιβλίο – το έχουν υποστηρίξει και άλλοι πάντως - ήταν η ίδια η Jordan αυτή που επηρέασε και το στυλ του τραγουδιστή των Sex Pistols, John Lydon ("Johnny Rotten) με τα σχισμένα ρούχα και τις παραμάνες, από τη στιγμή που εκείνος πάτησε για πρώτη φορά τοι πόδι του στο μαγαζί φορώντας ένα t-shirt που έγραφε "I HATE Pink Floyd".
Στη συνέχεια η πλοκή του βιβλίου περιφέρεται γύρω από την άφιξη στο Λονδίνο, «αυθεντικών νεοϋορκέζων πανκς» όπως ο Johnny Thunders. Νιώθαμε όλοι τόσο κολακευμένοι που επέλεξαν να εγκατασταθούν στην ταπεινή χώρας μας, ώσπου ανακαλύψαμε ότι ο βασικός λόγος ήταν η μεθαδόνη που προσέφερε το βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας. Έμπλεξε και η ίδια η Jordan με τα σκληρά ναρκωτικά, αλλά δεν κατηγορεί γι' αυτό τους Αμερικανούς επισκέπτες, παρά μόνο για το ότι έφεραν μαζί τους τη Νάνσι Σπάνγκεν που στη συνέχεια θα γινόταν σύντροφος του Sid Vicious στον έρωτα και στην πρέζα με την γνωστή τραγική κατάληξη.
Όπως γράφει η Jordan, η Vivienne Westwood την πήρε τηλέφωνο και την πληροφόρησε «χαχανίζοντας» ότι ο Σιντ είχε σκοτώσει τη Νάνσι. Και η ίδια η Jordan πάντως αποδεικνύει στο βιβλίο ότι μπορεί να είναι απολαυστικά «σκύλα», γράφοντας ότι «οι Clash έμοιαζαν με κάτι ανάμεσα σε μπογιατζήδες και διακοσμητές» και ότι «παρόλο που είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την Westwood να κάνει σεξ, έχω την αίσθηση ότι μου την είχε πέσει μια-δυο φορές».
Λίγο αργότερα, η Jordan θα γινόταν η μάνατζερ του πρωτόβγαλτου Adam Ant και κάπου εκεί είδα να αναφέρεται και το δικό μου όνομα ως δημοσιογράφου του NME: «Η Burchill μου τα έχωσε κανονικά, αποκαλώντας με 'αστή' και λέγοντάς μου ότι ο Adam γράφει ναζιστικά τραγούδια... Δεν είμαι βίαιο άτομο αλλά ήθελα να της ανοίξω το κεφάλι εκείνη τη μέρα».
Τελικά παντρεύτηκε (σε συμβατική τελετή) τον έφηβο ακόμα μπασίστα του Adam Ant, Kevin Mooney, ενέργεια που η Westwood θεώρησε τόσο «μικροαστική» ώστε την έδιωξε για πάντα από την μπουτίκ. Απτόητο το νιόπαντρο ζεύγος, έστρεψε με τη σειρά του την πλάτη στον «ξεπουλημένο» Adam Ant και ξόδεψε ό,τι λεφτά είχε σε ναρκωτικά. Στη συνέχεια αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στο πατρικό του Kevin, ο οποίος πούλησε όλα τα ρούχα και τα κοσμήματά της και στη συνέχεια προκάλεσε σοβαρή εγκεφαλική βλάβη στη γάτα της.
Αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. H Jordan τον εγκατέλειψε και μαζί μ' αυτόν και την εξάρτηση της από την ηρωίνη, επιστρέφοντας στη γενέτειρα της, το Σίφορντ, για να ασχοληθεί με την φροντίδα των ζώων.
Η ιστορία της Jordan μοιάζει με σαπουνόπερα που σχεδιάστηκε από τον Ιερώνυμο Μπος, με πρωταγωνιστές μια παρέα ανήσυχων νιάτων που ΄μια εποχή έμεναν σε διαμερίσματα με θέα το Παλάτι του Μπάκιγχαμ και τρέφονταν με αποφάγια από τις κουζίνες του Στρατού Σωτηρίας. Οι συμπεριφορές που καταγράφονται μοιάζουν παιδιάστικες, αλλά η αλήθεια είναι ότι ήμασταν παιδιά ακόμα. Αν δεν έχετε διαβάσει ποτέ κανένα βιβλίο για το πανκ, ξεκινήστε μ' αυτό. Διαβάζοντάς το, ένιωσα χαρούμενη που υπήρξα μέρος εκείνης της φάσης – πήγα για πρώτη φορά κατευθείαν από την αμφιβολία στην αποδοχή, χωρίς τα δυσάρεστα ενδιάμεσα στάδια...
Με στοιχεία από τον New Statesman
σχόλια