ΔΕΝ ΜΟΥ ΠΡΟΞΕΝΗΣΕ καλή εντύπωση ο δίσκος-tribute του Παύλου Παυλίδη «Πέρα από τη Θάλασσα» [United We Fly, 2023], με τις διασκευές του πάνω στα τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου. Θέλω να το πω από την αρχή αυτό, και το λέω.
Δεν είναι το γεγονός πως ο δίσκος δίνει μιαν άλλη διάσταση στα τραγούδια του Μαρκόπουλου (αυτό δεν σημαίνει κάτι αναγκαστικώς), αλλά το ότι αυτή η συγκεκριμένη διάσταση μετατρέπει τα τραγούδια σε εντελώς αμφισβητήσιμης αισθητικής ακροάματα.
Όλα αυτά τα τραγούδια που επιλέγει εδώ ο Παυλίδης για να διασκευάσει είναι διατυπωμένα, στις πρώτες εκτελέσεις τους, μ’ έναν τρόπο λαϊκό και αυστηρό, λεβέντικο και περήφανο (από τους πρώτους εκτελεστές Ξυλούρη, Χαλκιά, Μοσχολιού, Γαργανουράκη κ.ά.), που σχετίζεται (ο τρόπος) με τις κοινωνικοπολιτικές νοηματοδοτήσεις μιας άλλης, μιας διαφορετικής εποχής.
Όλα αυτά, στο «Πέρα από τη θάλασσα», εξαλείφονται. Κονιορτοποιούνται. Σαν να ενοχλούν, σαν να θυμίζουν γεγονότα και καταστάσεις που θα πρέπει να ξεχάσουμε (σαν λέμε) και άρα θα πρέπει ν’ αλλάξουν όψη.
Δεν ευθύνονται σώνει και καλά τα keyboards γι’ αυτό ή τα beats, αλλά βασικά τα τραγουδίσματα του Παυλίδη, που δεν συνάδουν, καθώς είναι τελείως άχρωμα, χωρίς καμία αίσθηση τού βάρους, που κουβαλάνε τα συγκεκριμένα κομμάτια.
Δεν ευθύνονται σώνει και καλά τα keyboards γι’ αυτό ή τα beats, αλλά βασικά τα τραγουδίσματα του Παυλίδη, που δεν συνάδουν, καθώς είναι τελείως άχρωμα, χωρίς καμία αίσθηση του βάρους, που κουβαλάνε τα συγκεκριμένα κομμάτια.
Λέμε για μια φωνή που κυλάει σ’ ένα υπνωτιστικό τέμπο, δίχως χρωματισμούς, χωρίς δυνατότητες κορύφωσης, που μέσα από μια αφηγηματική μονοτονία, επιχειρεί να δώσει στα τραγούδια μιαν άλλη διάσταση – τελείως έξω από την αρχική τους.
Αν ορισμένοι αυτό το θεωρούν καλό ή έστω θεμιτό ως ενδεχόμενο, εγώ το θεωρώ τελείως καταδικαστικό ως αποτέλεσμα.
Όποιος έχει ακούσει ή ακούει αυτά τα κομμάτια έξω από το πλαίσιο της εποχής τους, σαν τραγούδια του οποτεδήποτε, μπορεί να λέει ό,τι θέλει – χωρίς (μεταξύ μας) να τον λαβαίνει κανένας σοβαρά υπ’ όψιν του. Όποιος, όμως, ξέρει τι κρύβεται πίσω απ’ αυτά, δεν μπορεί παρά να είναι τουλάχιστον επιφυλακτικός με το εγχείρημα – όχι με τον Παυλίδη, μα με τον οποιονδήποτε που θα επιχειρούσε κάτι ανάλογο.
Μοιάζει να έχουμε και μια κόντρα γενεών εδώ. Και καλώς, κατ’ εμέ.
Σου λένε κάποιοι... μα να τ’ ακούσουν και οι νεότεροι, να γίνουν τα τραγούδια πιο κοντινά προς αυτούς. Λυπάμαι, αλλά αυτά είναι λόγια του αέρα.
Ο Παύλος Παυλίδης είναι σχεδόν 60άρης, δεν έχει καμία σχέση με νεότητες. Και αυτό το electro και electro-rock που χρησιμοποιεί εδώ είναι τελείως παρωχημένο σαν ήχος (και καθόλου σύγχρονο). Αν ενδιαφέρει κάποιους το θέμα, τότε να συζητήσουμε και επ’ αυτού.
Έπειτα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να τα μάθουν τα τραγούδια οι νέοι (οι 20χρονοι), άμα πρόκειται να τα μάθουν ως μασημένη τροφή. Αν, όμως, θέλουν να τα μάθουν όπως είναι και όπως πρέπει, τότε να πάνε να τ’ ακούσουν από τις πρωτότυπες εγγραφές. Και να κάτσουν να σκεφτούνε πάνω σ’ αυτές και πάνω στην εποχή τους.
Πράγματα δύσκολα βεβαίως, τα οποία όμως είναι και τα μόνα ικανά για να τους βγάλουν σ’ ένα κάποιο ξέφωτο. Έτσι είναι. Αλλιώς μένεις στο σκοτάδι, νομίζοντας πως η Ρόζα η ναζιάρα, με τα σγουρά μαλλιά, μπορεί να είναι εκείνη που... κοιτάζει μουδιασμένα τον Μητροπάνο, γιατί δεν καταλαβαίνει από κομπιούτερ και αριθμούς.
Η δική μου γνώμη είναι πως ο Παύλος Παυλίδης έπρεπε να αρνηθεί την πρόταση που του έγινε. Να διασκευάσει, δηλαδή, τελείως ελεύθερα ό,τι ήθελε, απ’ όλο το έργο του Μαρκόπουλου.
Εν τω μεταξύ εμένα δεν με πείθει ο Παυλίδης, γενικώς, μ’ αυτά που λέει στις liner notes του άλμπουμ (περί βιωμάτων κ.λπ.) και ούτε είναι σωστό εκείνο που γράφει πως «ζώντας στην δεκαετία του ’80 όπου το ραδιόφωνο και η τηλεόραση είχαν έναν άλλο χαρακτήρα, προβάλλοντας σπουδαίους καλλιτέχνες κάθε είδους, ο Μαρκόπουλος ακουγόταν παντού, όταν κυκλοφορούσε κάποιον καινούργιο δίσκο». Είναι έξω από τα πράγματα ο Παυλίδης – και όσα λέει υποσκάπτουν και την προσπάθειά του στο εν λόγω tribute.
Αυτά που σημειώνει συνέβαιναν (κάπως έτσι) στα σέβεντις, όχι στα έιτις. Στη δεκαετία του ’80 οι συνθέτες του «έντεχνου», εκτός πολύ συγκεκριμένων και περιπτωσιολογικών εξαιρέσεων, είχαν περάσει στο περιθώριο της μουσικής ζωής και χοντρικά τα έβαζαν με το «σύστημα», που τους πέταγε στη γωνία.
Θυμάμαι τον Μίκη Θεοδωράκη να παραπονιέται, τότε, συνεχώς, πως το ραδιόφωνο τον είχε «κομμένο» και πως τα τραγούδια του δεν παίζονταν. Στο «Καλλιτεχνικό Καφενείο» της ΕΡΤ, στις 8 Μαρτίου 1986, είχε πει πως τα έργα του απορρίπτονταν και πως εξαιτίας αυτής της στάσης των πάσης φύσεως επαϊόντων ήθελε ακόμη και να μεταναστεύσει! Σε ανάλογο κλίμα ο Γιάννης Μαρκόπουλος δήλωνε στο σοβαρό περιοδικό «Πολιτιστική» [τεύχος #2, Φεβ. 1984]:
«Ο σημερινός καλλιτέχνης, για να δει από μια νέα οπτική γωνία τα πράγματα στο έργο του, θα υποφέρει όλες εκείνες τις αντιξοότητες που δημιουργούν τα κυκλώματα, οι νόμοι συμφερόντων, οι αντιλήψεις του κατεστημένου, οι δημόσιες σχέσεις, ενώ από τα μπαλκόνια οι μικροεξουσιαστές θα του πετάνε όλες τους τις ενοχές. Η εποχή είναι σκληρή».
Όταν ο Παυλίδης λέει πως το ραδιόφωνο του ’80 προέβαλλε «σπουδαίους καλλιτέχνες κάθε είδους» θα πρέπει να πούμε πως αυτοί οι καλλιτέχνες «κάθε είδους», που υπονοεί, ήταν οι Κατσιμιχαίοι, οι Τερμίτες, οι Φατμέ, ο Αντώνης Βαρδής, ο Λάκης Παπαδόπουλος, ο Ανδρέας Μικρούτσικος κ.λπ. και όχι ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ή ο Απόστολος Καλδάρας. Ο Δήμος Μούτσης προβαλλόταν, ναι, γιατί είχε στρίψει προς το ροκ, όπως και ο Θάνος Μικρούτσικος για τους ίδιους πάνω-κάτω λόγους.
Απ’ όλα αυτά φαίνεται πως ο Παύλος Παυλίδης δεν είχε κάποια ειδική, κάποια βαθύτερη σχέση με τα τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου, με το έργο του έτσι όπως αυτό απλωνόταν μέσα στις εποχές και τις δεκαετίες, όπως και με το «έντεχνο» γενικότερα, και αυτό το ομολογεί και ο ίδιος, εδώ που τα λέμε, όταν λέει πως «πέρασα και από τοπία που γνώριζα και δεν ήξερα καν ότι του ανήκουν, όπως το μαγικό “Πέρα από τη θάλασσα”».
Παύλος Παυλίδης / Γιάννης Μαρκόπουλος - Πέρα από τη θάλασσα
Άκουγε, δηλαδή, τυχαία κάποια τραγούδια –όπως όλος ο κόσμος–, που φυσικά εξαιτίας της δύναμής τους περνούσαν σε κάποιο βαθμό στο υποσυνείδητό του, αλλά δεν ήξερε σε ποιον ανήκουν (έτσι μας λέει)! Αν λοιπόν αυτό συνέβαινε με τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, εγώ, προσωπικά, το θεωρώ τραγικό. Μου έχει συμβεί κι εμένα, αλλά με τριτεύοντα κομμάτια. Να μην ξέρω σε ποιον ανήκουν, αδιαφορώντας να το ψάξω.
Ναι, άκουγα κι εγώ τους «Εξωγήινους» του Μπάμπη Μαρκάκη στα τέλη των σέβεντις, αλλά το τραγούδι το έπαιρνα στην πλάκα και δεν μ’ ενδιέφερε να ασχοληθώ μαζί του. Να το ψάξω, να δω τα τι και πώς. Κι έτσι, μόλις στο τέλος των '00s θα μάθαινα το όνομα του τραγουδιστή...
Και αυτά τα γράφω όχι ως μουσικός, αλλά ως απλός μουσικόφιλος. Αν ήμουν μουσικός, θα είχα ακόμη περισσότερους λόγους για να ασχοληθώ με τον Μαρκόπουλο και από τα '70s, και από τα '80s, και από τα '90s. Δεν θα περίμενα να φθάσει το 2019 ή το 2023...
Έτσι, όταν ένα τραγούδι σε συγκλονίζει, όπως μπορεί να συγκλονίσει έναν νέον άνθρωπο το «Πέρα από τη θάλασσα», οφείλεις να το ψάξεις επιτόπου – δεν περιμένεις να πας εξήντα χρονών, για να το κάνεις. Παραμερίζεις και την «πολλή ξένη μουσική» και το πράττεις...
Εγώ είμαι σίγουρος, δηλαδή, πως ο Παυλίδης ασχολήθηκε κάπως επισταμένως με το έργο του Γιάννη Μαρκόπουλου, όταν καταπιάστηκε μ’ αυτό το CD. Πολύ αργά δηλαδή. Εντελώς αργά. Καταστροφικά αργά.
Μπορεί ποτέ να μην είναι... εντελώς αργά, θα πουν κάποιοι, για να ανακαλύψεις κάτι και να δεθείς μαζί του, αλλά άμα δεν έχεις δεθεί με αυτά τα πράγματα από την παιδική, εφηβική και νεανική σου ηλικία, τοποθετώντας τα σε συγκεκριμένες θέσεις, έχεις χάσει πολλά. Δηλαδή τα πάντα.
Δεν μπορεί να πει κάποιος «ανακάλυψα τα τραγούδια του Σαββόπουλου στα 50 μου και θα κάτσω να τα διασκευάσω». Καλά έκανες και τα ανακάλυψες και στα 50 σου και στα 150 σου, αλλά άσε τα κάτω. Μην τ’ αγγίζεις. Αυτά τα πράγματα τα νιώθεις άμα τ’ ακούσεις στα 15 σου, τότε που μπορεί να αλλάξουν τη ζωή σου, όχι στα 50 σου, όταν η ζωή σου είναι... νταλίκα, με μπαγάζια και με ΙΚΑ (όπως λέει κι ο Τριπολίτης) και ζεις με όση κεκτημένη ταχύτητα σου έχει απομείνει.
Για να το πω πιο απλά. Εγώ αν ήμουν μουσικός, έχοντας ηλικία κοντινή με του Παυλίδη (όπως και έχω), θα διασκεύαζα Θέμη Ανδρεάδη / Γιάννη Λογοθέτη, γιατί αυτά άκουγα όταν ήμουν 10-11-12-13 και αυτά με επηρέασαν στη ζωή μου. Δεν θα διασκεύαζα Θεοδωράκη, γιατί στα σίξτις ήμουν πολύ μικρός ή αγέννητος, και το ’75 αρκετά μικρός επίσης, για να αντιληφθώ στην ολότητά του τι σήμαινε (πολιτική) μεταπολίτευση. Θα διασκεύαζα, επίσης, και ερωτικό Γιάννη Πάριο και Γιάννη Πουλόπουλο και ό,τι άλλο άκουγα και βίωνα σ’ εκείνες τις ηλικίες, που ήμουνα παιδί.
Και απορώ, εδώ που τα λέμε, πώς και κανένας από τους νεότερους, ας είναι και... 60άρης, δεν έχει ασχοληθεί μέχρι σήμερα με το φοβερό ελαφρολαϊκό ρεπερτόριο του Γιάννη Πάριου των σέβεντις. Να διασκευάσει, δηλαδή, «σωστά», τραγουδάρες όπως τα «Για πάντα», «Κάνε μια προσπάθεια και συ», «Ο βασιληάς», «Ήταν μια φορά», «Ηλιοβασίλεμα», «Ούτε και σήμερα» κ.λπ.
Όλοι ψάχνουν να ασχοληθούν και να αναμετρηθούν με το «μεγάλο», αλλά με το «μικρό», που είναι κι εκείνο «μεγάλο», αλλά από άλλη κατεύθυνση, δεν καταπιάνονται. Είτε γιατί το αγνοούν, είτε γιατί το υποτιμούν, είτε γιατί φοβούνται μην τους πάρουν στο ψιλό η αριστερά και οι κουλτουριάρηδες... Γενικώς, μας χαρακτηρίζει σ’ αυτά τα θέματα (ας λέμε μόνο γι’ αυτά) η αμάθεια και η ατολμία. Υπάρχει έλλειψη αληθινού ρίσκου και τελείως στρεβλή αντίληψη του τι σημαίνει «υψηλό» και «ποιοτικό».
Αν άκουγα λοιπόν και Μαρκόπουλο, που άκουγα, αλλά όχι με πάθος και με στόχευση, όταν ήμουνα δεκάχρονος και δωδεκάχρονος –άκουγα όσα έπαιζαν τα ραδιόφωνα–, θα διασκεύαζα κι απ’ αυτόν.
Και θα διασκεύαζα τραγούδια που τα άκουγα παντού και με επηρέαζαν, όπως το «Του άντρα του πολλά βαρύ», που είχε μπει σε άπειρα τουριστικά compilations και το άκουγα συνεχώς τα καλοκαίρια, το «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν» και το «Τούμπου-τούμπου ζα» (που το άκουγα με τον Κώστα Βουτσά από τον «Ονειροπαρμένο», τις Πέμπτες, στις 8 το βράδυ, στην ΥΕΝΕΔ), και άλλα όπως το «Σύρμα πάνω σύρμα κάτω και στα Φάρσαλα μαντάτο» ή και το instro “Who pays the ferryman” (που είχε επηρεάσει, έξω, μέχρι και ροκ συγκροτήματα), τραγούδια λιγότερα φορτισμένα, εννοώ, που τα μετέδιδε συνεχώς το ραδιόφωνο της δεξιάς (λέμε για την πρώτη νεο-δημοκρατική περίοδο της Μεταπολίτευσης).
Κάτι που θα το επιχειρούσα, σήμερα, και για έναν ακόμη λόγο – επειδή, αυτά τα κομμάτια, είναι σφόδρα παρεξηγημένα.
Και αυτός είναι ένας δεύτερος πολύ σοβαρός λόγος, για να ασχοληθείς μαζί τους, τώρα, ώστε να τα αποκαταστήσεις σ’ ένα κάποιο ύψος. Γιατί για τα άλλα δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Είναι εκεί όπου είναι (δηλαδή πολύ ψηλά).
Όταν στον περίφημο «Ταρζάν» έχουν κολλήσει ορισμένοι, τα τελευταία χρόνια, τη ρετσινιά του τραγουδιού των ΕΣΑτζήδων (οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν ως ηχητικό βασανιστήριο, επί δικτατορίας Ιωαννίδη – έτσι διαβάσαμε), τότε εγώ, για να αποκαταστήσω το αληθινό νόημα του κομματιού, θα επέλεγα όχι απλώς να το διασκευάσω, αλλά και να το τοποθετήσω πρώτο-πρώτο στο track list μου.
Θέλω να πω μ’ αυτά –το ξαναλέω δηλαδή– πως πειράζουμε μόνον ό,τι είναι πολύ κοντά μας, δικό μας, κτήμα μας, ένα με το είναι μας, και όχι ό,τι να ’ναι, και ό,τι βρούμε, και ό,τι νομίζουμε πως μας ανήκει. Και πειράζουμε και το παρεξηγημένο, το άγνωστο και το υποτιμημένο, ώστε να του δώσουμε ξανά τη χαμένη και την τσαλαπατημένη του ψυχή.
Δεν ξέρω, λοιπόν, αν με άκουσε ο Παύλος Παυλίδης, δεν ξέρω λέω (γιατί αυτό, που έγραψα παραπάνω, το έγραψα πρώτα στο facebook στις 30 Ιανουαρίου) κι αποφάσισε στην παράσταση στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, κάποιες μέρες αργότερα, να συμπεριλάβει στο encore του τον «Ταρζάν» (όπως πληροφορήθηκα), ενώ ήταν προβληματισμένος κιόλας, για το αν θα έπρεπε να αφιερώσει το κομμάτι στην μικρή του κόρη ή στους haters (καλώς έπραξε και το αφιέρωσε στην κόρη του εννοείται).
Έτσι, αν με άκουσε τελικά, τούτο δείχνει ό,τι υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στον δημιουργό και τον κριτικό (όχι hater – αυτή η χαζή λέξη) και τούτο είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί. Αν, όμως, ήταν εντελώς δική του η πρωτοβουλία για τον «Ταρζάν» και δεν έχει σχέση μ’ εκείνο που είχα γράψει εγώ νωρίτερα, τότε επικοινωνήσαμε απλώς... τηλεπαθητικά – κι έτσι του λέω «μπράβο», γι’ αυτή την επιλογή του.
Παύλος Παυλίδης / Γιάννης Μαρκόπουλος - Γκρεμισμένα σπίτια
Δεν μπορώ, όμως, να του πω «μπράβο», όταν πειράζει τους στίχους των τραγουδιών –κάτι που το θεωρώ σφοδρό και αδικαιολόγητο ατόπημα, μεγαλύτερο δε και από τις μουσικές διασκευές και τις ερμηνείες και όλα τ’ άλλα– θέλοντας να τους κάνει (τους στίχους) πιο σύγχρονους, υποτίθεται, να τους μερεμετίσει δηλαδή, ώστε να εκφράζουν και τις σημερινές καταστάσεις... και άλλα τέτοια απίστευτα και ανήκουστα τέλος πάντων.
Και το να βλέπεις στο booklet «στίχοι Μιχάλης Φακίνος» («Η Ρόζα η ναζιάρα») και από κάτω να διαβάζεις και στίχους που δεν ανήκουν στον Φακίνο, αλλά στον Παυλίδη(!), αυτό δεν θέλω να το χαρακτηρίσω...
Όπως δεν θέλω να γράψω τι νιώθω, όταν διαβάζω τους στίχους του Κ.Χ. Μύρη από το «Χίλια μύρια κύματα», που έχουν κι αυτοί πειραχθεί!. Εκεί όπου το «πότε παραμονεύοντας τον πόρφυρα» γίνεται... «ώρες παραμονεύοντας τον πόρφυρα» (τι τον ενόχλησε τον Παυλίδη το «πότε» και το αντικατέστησε με το «ώρες»;), με το «μικραίνουν οι κύκλοι του» να μετατρέπεται σε... «στενεύουν οι κύκλοι του» και με το «κι άλλοτε τη Τζαβέλαινα τραβάει στο χορό» να καταλήγει σε... «κι ύστερα προς το Ζάλογγο την πάει για το χορό»! Αν είναι δυνατόν!
Ο Παύλος Παυλίδης πήρε, υποθέτω, όλες τις συγκαταθέσεις, ελευθερίες άδειες κ.λπ. για να πράξει αυτό που έπραξε στο «Πέρα από τη Θάλασσα» – και τυπικά είναι όλα εντάξει. Άμα αυτό το «τυπικά» αρκεί και καλύπτει κάποιους, όποιους... πάω πάσο. Εγώ δεν έχω να πω κάτι άλλο.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για το μουσικό άλμπουμ «Πέρα από τη θάλασσα» εδώ.