ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΥΝΕΒΗ την προηγούμενη εβδομάδα στο τσαρτ των επιτυχιών της Αμερικής (το Billboard Top 100) δεν έχει προηγούμενο. Το τραγούδι που εμφανίστηκε κατευθείαν στο Νο1, κυριολεκτικά από το πουθενά, έκανε τον άνθρωπο που το έγραψε και το τραγουδάει, τον Oliver Anthony, τον πρώτο καλλιτέχνη που ανεβαίνει στην κορυφή χωρίς καμία προηγούμενη κυκλοφορία –σε οποιαδήποτε μορφή–, τον πρώτο που βρέθηκε ταυτόχρονα στο Νο1 στο Hot 100 και στο Hot Country Songs την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του και (μόλις) τον τρίτο που έχει Νο1 επιτυχία χωρίς να έχει υπογράψει σε δισκογραφική.
Πέρα από ρεκόρ και πρωτιές, όμως, το «Rich men north of Richmond» (οι πλούσιοι άντρες βόρεια του Ρίτσμοντ) είναι ένα country-folk κομμάτι που κυκλοφόρησε μέσα στον Αύγουστο και προκάλεσε τόσο πολλά σχόλια και αντιδράσεις που έγινε αυτομάτως viral, σαρώνοντας τα social media, έκανε τρελά νούμερα (σε μία εβδομάδα έφτασε τα 147.000 downloads και τα 17,7 εκατομμύρια streams, δέκα φορές περισσότερα από του κομματιού που ήταν στο Νο2, της διασκευής του «Fast Car» της Tracy Chapman από τον Luke Combs – κι αυτό country!) και απασχόλησε εκτενώς όλα σχεδόν τα αμερικανικά μέσα. Και τα πολιτικά.
Αυτά που λέει είναι αυτά ακριβώς που θέλει να ακούσει ο μέσος Αμερικανός που έχει χτυπηθεί ανελέητα από την οικονομική κρίση, με στίχους που είναι γεμάτοι υπονοούμενα και μπορούν να ερμηνευτούν με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τη σκοπιά που επιλέγεις να τους δεις.
Το «Rich men north of Richmond», που χαρακτηρίστηκε από «ύμνος στον εργάτη» και «ύμνος στον μέσο άνθρωπο» μέχρι «ύμνος στη δεξιά», είναι ένα κομμάτι που έγινε επιτυχία για τους στίχους του, γιατί ούτε μουσικά είναι κάτι ιδιαίτερο (είναι μια lo-fi country-folk μπαλάντα απ’ αυτές που στις αρχές των ’00s έβγαιναν με το τσουβάλι) ούτε το βίντεο ήταν εντυπωσιακό για να δικαιολογεί τόση φασαρία – ένας κοκκινομάλλης με πυκνή γενειάδα από το Ρίτσμοντ της Bιρτζίνια (βαθιά αμερικανική επαρχία) τραγουδάει με την κιθάρα του σε ένα μικρόφωνο μπροστά στο δάσος, ενώ στα πόδια του κοιμούνται τρία σκυλιά. Αυτά που λέει είναι αυτά ακριβώς που θέλει να ακούσει ο μέσος Αμερικανός που έχει χτυπηθεί ανελέητα από την οικονομική κρίση, με στίχους που είναι γεμάτοι υπονοούμενα και μπορούν να ερμηνευτούν με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τη σκοπιά που επιλέγεις να τους δεις. Είναι στίχοι με τους οποίους πολύ μεγάλο μέρος του κοινού μπορεί να ταυτιστεί. Και όχι μόνο του αμερικανικού.
Oliver Anthony - «Rich men north of Richmond»
Το τραγούδι εν πρώτοις μιλάει για τους χαμηλούς μισθούς, τον υψηλό πληθωρισμό, τη φτώχεια και την πείνα, την ανυπόφορη φορολογία, το trafficking παιδιών, την κατάχρηση της ευημερίας, τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας. Αν προσπαθήσεις να ερμηνεύσεις τους στίχους του με πολιτικούς όρους, θα εντοπίσεις σε αυτούς όλο τον συντηρητισμό της αμερικανικής κοινωνίας που είναι αποτέλεσμα των κρίσεων που μαστίζουν την Αμερική (αλλά και την Ευρώπη) τα τελευταία 15 χρόνια: κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής και όσων δεινών συνεπάγονται.
Το (τεράστιο) αμερικανικό κοινό που έκανε το κομμάτι επιτυχία δεν διαφέρει και πολύ από το κοινό της γαλλικής επαρχίας που περιγράφει ο Εντουάρ Λουί στα βιβλία του, από το κοινό που επέλεξε να αποχωρήσει η Βρετανία από την Ευρωπαϊκή Ένωση (και κάνει το «Rich men north of Richmond» επιτυχία και στην Αγγλία, όπου έκανε ένα τεράστιο άλμα και από το Νο64 βρέθηκε στο Νο23 του βρετανικού τσαρτ) ή από το κοινό που ψηφίζει στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ευρώπη γενικά ακροδεξιά. Ο Oliver Anthony, που είδε το κομμάτι του να βρίσκεται στη δίνη μιας πολιτικής αντιπαράθεσης στην οποία σπανίως πλέον εμπλέκονται ποπ κομμάτια, αναγκάστηκε να κάνει δηλώσεις και να πάρει αποστάσεις και από τους δεξιούς αλλά και τους αριστερούς σχολιαστές.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι το τραγούδι έγινε θέμα συζήτησης στο πρώτο ρεπουμπλικανικό προεδρικό debate στο Μιλγουόκι στις 23 Αυγούστου που οργάνωσε το Fox News την εβδομάδα που εκτοξεύτηκε στο Νο1 των τσαρτ, και μάλιστα ήταν στην πρώτη ερώτηση που απηύθυνε η Martha MacCallum στον κυβερνήτη της Φλόριντα Ron DeSantis: «Γιατί αυτό το τραγούδι χτυπάει εκεί που πονάει η χώρα αυτήν τη στιγμή;». Ο DeSantis της απάντησε ότι η χώρα είναι «σε παρακμή», αλλά ότι η παρακμή αυτή «δεν είναι αναπόφευκτη» και ότι «αυτοί οι πλούσιοι βόρεια του Ρίτσμοντ μας έχουν φέρει σε αυτή την κατάσταση».
Στις 25 Αυγούστου ο Oliver Anthony κυκλοφόρησε ένα βίντεο στο YouTube, σχολιάζοντας το προεδρικό debate των Ρεπουμπλικανών: «Ήταν αστείο να βλέπω το τραγούδι μου να συζητιέται στο προεδρικό debate, γιατί το έγραψα γι' αυτούς ακριβώς τους ανθρώπους... Αυτό το τραγούδι είναι γραμμένο για τους ανθρώπους που συμμετείχαν σε εκείνη τη συζήτηση. Όχι μόνο γι' αυτούς, βέβαια, αλλά σίγουρα και γι’ αυτούς».
Διευκρίνισε ακόμη ότι δεν υποστηρίζει ούτε τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και πρόσθεσε ότι τον ενοχλεί που το τραγούδι του έχει μετατραπεί σε «όπλο» και των δεξιών και των αριστερών: «Βλέπω τους δεξιούς να προσπαθούν να με χαρακτηρίσουν ως έναν από τους δικούς τους και τους αριστερούς να προσπαθούν να με απαξιώσουν, υποθέτω ως αντίποινα. Οι άνθρωποι για τους οποίους έγραψα στο τραγούδι πάσχισαν τις τελευταίες δύο εβδομάδες να με κάνουν να μοιάζω ανόητο, να χάνω τα λόγια μου, προσπαθώντας να με συσχετίσουν με μια πολιτική κατάσταση».
Το Fox News ανέφερε ότι είχαν επικοινωνήσει με τον Oliver Anthony πριν από τη συζήτηση, και τους έδωσε την άδεια να παίξουν το τραγούδι. Ελάχιστους κατάφερε να πείσει ότι αυτοί οι αμφιλεγόμενοι στίχοι είναι εντελώς αθώοι. Οι περισσότεροι σχολιαστές συνδέουν το κομμάτι με την άνοδο της alt-right country, που πλέον συναγωνίζεται τους καθιερωμένους ποπ σταρ (ούτε η Τέιλορ Σουίφτ, ούτε η Ολίβια Ροντρίγκο, ούτε η Ντούα Λίπα κατάφεραν να εμποδίσουν το τραγούδι να πάει στο Νο1) και όχι μόνο επειδή στοχοποιεί όσους ζουν με κοινωνικά επιδόματα, εις βάρος των νοικοκυραίων-οικογενειαρχών. Σε ελεύθερη μετάφραση, οι στίχοι του «Rich men north of Richmond» λένε τα εξής:
«Πουλάω την ψυχή μου, δουλεύοντας όλη μέρα υπερωρία με αρχίδια πληρωμή, έτσι μπορώ να χαζολογάω εδώ και να σπαταλάω τη ζωή μου / σέρνομαι στο σπίτι και πίνω για να πνίξω τις σκοτούρες μου./ Είναι κρίμα, γαμώτο, πώς έχει γίνει ο κόσμος γι' ανθρώπους σαν εμένα και σαν εσένα, μακάρι να ξύπναγα και να μην ήταν αλήθεια, αλλά είναι, ω, ναι, είναι.
Ζω σε έναν νέο κόσμο με μια παλιά ψυχή / Αυτοί οι πλούσιοι άντρες βόρεια του Ρίτσμοντ, ένα θεός ξέρει πόση δύναμη έχουν, θέλουν να ξέρουν τι σκέφτεσαι, θέλουν να ξέρουν τι κάνεις,/ και νομίζουν ότι δεν ξέρεις, αλλά εγώ ξέρω ότι ξέρεις, επειδή το δολάριο δεν αξίζει μία και φορολογείται συνεχώς,/ λόγω των πλούσιων ανδρών βόρεια του Ρίτσμοντ.
Μακάρι οι πολιτικοί να νοιάζονταν για τους μεταλλωρύχους και όχι μόνο για τους ανήλικους σε κάποιο νησί (σ.σ. εδώ αναφέρεται προφανώς στον Τζέφρι Έπσταϊν και στο ιδιωτικό νησί του και στην QAnon, την ανακριβή και αναξιόπιστη ακροδεξιά θεωρία συνωμοσίας με βάση την οποία υποστηρίζεται ότι μια κλίκα κανιβαλιστών παιδόφιλων που λατρεύουν τον Σατανά διευθύνει μια παγκόσμια σπείρα σωματεμπορίας παιδιών και συνωμοτεί εναντίον του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ) / Κύριε, έχουμε κόσμο στον δρόμο, δεν έχουμε τίποτα να φάμε, και τα παχύδερμα αρμέγουν την ευημερία./ Θεέ μου, αν είσαι 1,60 και εκατόν σαράντα κιλά, δεν πρέπει να πληρώνουμε φόρους για να τρως εσύ με τις σακούλες τα μπισκότα./ Οι νέοι άνθρωποι θάβονται βαθιά στη γη γιατί το μόνο που κάνει αυτή η καταραμένη χώρα είναι να τους κλοτσάει διαρκώς».
Ό,τι και να λέει το κομμάτι, ακόμα και αν δεν συνδέεται με καμία πολιτική παράταξη, η επιτυχία του δεν είναι τυχαία, είναι μέρος μιας προσπάθειας να ξαναγίνει δημοφιλής η «αρσενική», «πατριωτική», «καθαρά αμερικανική μουσική» (η country), ακόμα και αν οι καλλιτέχνες που γνωρίζουν αυτή την πρωτοφανή επιτυχία δεν στηρίζουν ξεκάθαρα την alt-right. Το τραγούδι ανέβηκε στο YouTube στις 8 Αυγούστου από το RadioWV και τις τρεις πρώτες μέρες το βίντεό του έκανε 5 εκατομμύρια views.
Για έναν καλλιτέχνη που δεν είχε ακουστεί ποτέ πριν και πουθενά και είχε ηχογραφήσει κομμάτια μόνο στο κινητό του, αυτό το αδιανόητο ρεύμα και το απίστευτο virality είναι αδύνατο να εξηγηθεί μόνο με την περιέργεια του κόσμου να δει αυτό το βαρετό βίντεο. Σε μια συνέντευξή του στο Billboard ο Draven Riffe που διαχειρίζεται το κανάλι RadiοWV είπε ότι και οι δύο (ο Oliver και ο Riffe) προσεύχονταν όταν ηχογραφούσαν το «Rich men north of Richmond». «Κατά τη γνώμη, μας ο Θεός μας έχει επιλέξει να μιλήσει μέσω του Όλιβερ, να απευθυνθεί σε όλους τους Αμερικανούς μέσω της μουσικής του και σε όλο τον κόσμο», είπε. Ο Όλιβερ δούλευε σε εργοστάσιο μέχρι το RadioWV να τον βάλει να ηχογραφήσει το κομμάτι.
Bailey Zimmerman - «Religiously»
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το επίσης country «Religiously» του Bailey Zimmerman ανέβηκε αυτή την εβδομάδα στο Nο14· η μουσική που πατάει στο τρίπτυχο «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια» αποτελεί πλέον ένα σημαντικό ποσοστό στον πίνακα των ποπ επιτυχιών. Η country δεν είχε πάψει ποτέ να είναι δημοφιλής μουσική, αλλά αυτήν τη στιγμή κάνει πρωτοφανή ρεκόρ. Η αμερικανική κοινωνία οπισθοδρομεί ολοταχώς κι αυτό φαίνεται από τη μουσική που πουλάει.
Το «Rich men north of Richmond» είναι το τρίτο country τραγούδι που ανεβαίνει φέτος στο Νο1 των singles της Αμερικής, το έδαφος είχε προετοιμαστεί από το «Last Night» του Morgan Wallen, που έμεινε συνολικά τέσσερις μήνες στην κορυφή (16 εβδομάδες), κάνοντας ένα απλησίαστο ρεκόρ και παραμένοντας με κάποια διαλείμματα στο Νο1 από τις 18 Μαρτίου μέχρι τις 19 Αυγούστου, ενώ στις 5 Αυγούστου πέρασε από το Νο1 το ρατσιστικό «Try that in a small town» του Jason Aldean, ένα τραγούδι που προκάλεσε ακόμα περισσότερες αντιδράσεις με το βίντεο και τους στίχους του, κάνοντας, ωστόσο, τις μεγαλύτερες πωλήσεις για country κομμάτι τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία. Το «Try that in a small town», που κατάφερε να φτάσει και μέχρι το Νο9 στον Καναδά, αναφέρει στους στίχους:
«Βλάκα, γρονθοκόπησε κάποιον στο πεζοδρόμιο, κλέψε το αυτοκίνητο μιας γριάς στο κόκκινο φανάρι, σημάδεψε με όπλο τον ιδιοκτήτη μας κάβας, νομίζεις ότι είναι ωραίο; Κάνε τον ανόητο αν σου αρέσει, βρίσε έναν μπάτσο, φτύσ' τον στο πρόσωπο, πάτησε τη σημαία και βάλ’ της φωτιά, ναι, νομίζεις ότι είσαι σκληρός / Λοιπόν, δοκίμασε να τα κάνεις όλα αυτά σε μια μικρή πόλη, να δεις μέχρι πού μπορείς να φτάσεις, εδώ προστατεύουμε όσα μας ανήκουν, κι αν περάσεις αυτό το όριο, γρήγορα θα το μάθεις, σε συμβουλεύω να μην το κάνεις. Δοκίμασε να τα κάνεις όλα αυτά σε μια μικρή πόλη. Έχω ένα όπλο που μου έδωσε ο παππούς μου, μου είπαν μια μέρα θα μου χρειαστεί, λοιπόν αυτό το σκατό μπορεί να πετάξει στην πόλη, καλή τύχη, δοκίμασε να τα κάνεις όλα αυτά σε μια μικρή πόλη που είναι γεμάτη καλά παιδιά που έχουν μεγαλώσει σωστά, αν ψάχνεσαι για καβγά…».
Jason Aldean - «Try that in a small town» (Official Music Video)
Η αντιπαραβολή του αστικού περιβάλλοντος (όπου οι μαύροι κυριαρχούν) και του αγροτικού τρόπου ζωής αφήνει ξεκάθαρα ρατσιστικές υπόνοιες. Στο τραγούδι (που δεν το έχει γράψει ο Aldean αλλά είναι το πρώτο σινγκλ από το νέο άλμπουμ του που θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο) ισχυρίζεται ότι συμπεριφορές όπως το κάψιμο της σημαίας ή οι διαμαρτυρίες και οι επιθέσεις εναντίον αστυνομικών έχουν βαρύτερες συνέπειες σε ένα αγροτικό περιβάλλον απ' ό,τι σε ένα αστικό, δηλώνοντας: «Δοκιμάστε τα σε μια μικρή πόλη και θα δείτε αν θα τα καταφέρετε!».
Στον δεύτερο στίχο ο Aldean τραγουδά για το δικαίωμα στην οπλοφορία (μια πονεμένη ιστορία στην Αμερική). Το να ζητάει κάποιος να μην κατασχεθεί το όπλο του γιατί είναι οικογενειακό κειμήλιο μπορεί να μη διαφέρει και πολύ από τους ζωσμένους με όπλα ράπερ στα ραπ βίντεο, είναι εντελώς διαφορετικός όμως ο τρόπος που τα προωθεί.
Όταν κυκλοφόρησε το βίντεο το κομματιού τον Ιούλιο προκάλεσε πολλές διαμάχες στα μέσα ενημέρωσης επειδή υπήρξαν κατηγορίες ότι στηρίζει κωδικοποιημένα τον ρατσισμό και το λιντσάρισμα, κάτι που αρνούνται τόσο ο Aldean όσο και οι παραγωγοί του βίντεο. Τέσσερις μέρες μετά τη κυκλοφορία του, το τηλεοπτικό δίκτυο CMT το απέσυρε από το πρόγραμμά του. Η εκτεταμένη κάλυψη που είχε όμως από τα μέσα ενημέρωσης εκτίναξε τη δημοτικότητα του κομματιού στα ύψη, που έκανε ένα τεράστιο άλμα προς την κορυφή.
Το τι σημαίνει αυτή η οπισθοδρόμηση και η ακραία συντηρητική στροφή της αμερικανικής μουσικής θα φανεί τους επόμενους μήνες γιατί η μουσική ήταν πάντα, και είναι ακόμα, στενά συνδεδεμένη με την κοινωνική κατάστασης κάθε εποχής.
Στο βίντεο που σκηνοθέτησε ο Shaun Silva ο Aldean παίζει μπροστά από το δικαστήριο στην Κολούμπια του Τενεσί, όπου είχε γίνει το λιντσάρισμα του Χένρι Τσόατ το 1927 – ταυτόχρονα παρουσιάζονται πλάνα ειδήσεων από συγκεντρώσεις, λεηλασίες και ταραχές εναντίον αστυνομικών. Η «λευκή», «περήφανη» Αμερική παίρνει την εκδίκησή της για την απόλυτη κυριαρχία της μαύρης κουλτούρας επί σχεδόν μια δεκαπενταετία.
Την εβδομάδα που ανέβηκε στο Νο1 στο τσαρτ του Billboard έγινε και κάτι άλλο πρωτοφανές: τα τρία πρώτα κομμάτια ήταν από καλλιτέχνες της country, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί στην 65ετή ιστορία του. Την προηγούμενη εβδομάδα που ο Oliver Anthony πήγε κατευθείαν στο Νο1 η κατάσταση επαναλήφθηκε, με το Νο2 να είναι το «Fast Car» του Luke Combs (με νούμερα που η Tracy Chapman δεν κατάφερε ποτέ να πλησιάσει ως μαύρη καλλιτέχνις της country-folk) και στο Nο3 το «Last Night» του Morgan Wallen (το οποίο στις 23 Ιουλίου ξεπέρασε το ένα δισεκατομμύριο streams).
Το τι σημαίνει αυτή η οπισθοδρόμηση και η ακραία συντηρητική στροφή για την αμερικανική μουσική θα φανεί τους επόμενους μήνες γιατί η μουσική ήταν πάντα, και είναι ακόμα, στενά συνδεδεμένη με την κοινωνική κατάστασης κάθε εποχής. Με 10 country κομμάτια στο Top 40, δεν μιλάμε απλώς για τάση αλλά για την αρχή της κυριαρχίας της country μουσικής στον πίνακα επιτυχιών σε μια εποχή που «ο λαϊκισμός των country τραγουδιών γέρνει προς τα δεξιά», σύμφωνα με το πρόσφατο άρθρο της «New York Times» που προσπαθεί να δώσει εξηγήσεις στο φαινόμενο Oliver Anthony. «Ήταν η τέλεια στιγμή, μια περίοδος που οι συντηρητικοί προετοιμάζονται για μάχη και η πολιτική "ξεπλένεται" σε κάθε πλευρά της κουλτούρας, στα σπορ, στις ταινίες, στην ποπ μουσική».
Ο συντηρητικός ακτιβισμός κερδίζει συνεχώς έδαφος και η καμπάνια που έγινε νωρίτερα φέτος εναντίον της μπίρας Bud Light, για να την μποϊκοτάρει το κοινό επειδή συνδέθηκε επικοινωνιακά με την transgender ινφλουένσερ Dylan Mulvaney, είχε ως αποτέλεσμα μεγάλη πτώση στις πωλήσεις της και την απόλυση αρκετών στελεχών του μάρκετινγκ. Ο συντηρητισμός της κοινωνίας είναι πλέον ξεκάθαρος και στην ποπ κουλτούρα.
«Til the cows come home…» είναι μια ιρλανδική φράση που ξεφύτρωσε στα τέλη του 17ου αι. και σαλπάρισε στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού μαζί με κάμποσα προτεσταντικά βαρίδια», λέει η Kafka σχολιάζοντας. «Ψαρεύω την ελληνική της μετάφραση κάπου ανάμεσα στο “καλό Πάσχα” (όπως λέμε, χαμένη υπόθεση) και “στον αιώνα τον άπαντα” (αμήν). Τέσσερις αιώνες μετά συνεχίζουμε να ευλογούμε γένια, ουτοπίες, επικλήσεις, παρακλήσεις και τις βεβαιότητές μας. Είτε πρόκειται για τον θεό που πιστεύουμε είτε για τη μουσική που ακούει ο θεός που πιστεύουμε, το αποτέλεσμα είναι γνωστό.
Ιστορικά μιλώντας, σε εποχές έντονου κα(ρ)νιβαλισμού οι ακραίες συμπεριφορές επιπλέουν με παραφουσκωμένα μπρατσάκια σε θολά νερά. Κάποτε, προ-Covid, σε κουβέντα που είχα με Αμερικανό σπουδαίο τζαζ μουσικό, φιλελεύθερων απόψεων, μου ομολόγησε πως έχει “γκώσει” με το σουξέ της hip hop-εκτός πραγματικότητας-διαμαντομπίζνας. Σκέφτηκα την άλλη πλευρά του νομίσματος, της ίδιας επιχείρησης, καθώς η χώρα του ξαναθύμιζε ολοένα και περισσότερο ιεροκήρυκες, καουμπόηδες και χρυσοθήρες-δικαστές ζωσμένους με τη Βίβλο, σε τόπο αφιλόξενο. Ελάχιστα χρόνια μετά, το 2020, οι πόλεις κατέβασαν ρολά και οι επαρχίες έκαναν sold out στα καταστήματα όπλων.
Είναι και αυτός ένας τρόπος, όπως άκουσα κάποιον να λέει, να λοκάρουν τους woke, όψιμους βουκόλους. Πριν από τρεις μήνες ο εν λόγω στόχος έγινε στίχος στις ΗΠΑ με τον τίτλο “Try that in a small town”. Όλα αυτά ενώ η Μεγάλη Βρετανία από δίπλα συνεχίζει να επιβραβεύει, στον αιώνα τον άπαντα, τα αυθεντικά, νοσταλγικά της δολώματα. Επιλεκτικός συντηρητισμός με μουσική επίφαση σε digital streaming με απανωτές πρωτιές. Άνοιξα, σχεδόν τυχαία, αυτό το καλοκαίρι ένα βιβλίο για τους Carter Family, την πρώτη οικογένεια country μουσικών. “Η δημοφιλία των Carter, το 1927, ήταν δύσκολο να κατανοηθεί από ένα αγόρι της πόλης. Η μουσική της οικογένειας ξεπήδησε κυρίως από τις στενές παραδόσεις του λευκού γκόσπελ του Νότου και της μπαλάντας που αιωρούνταν για γενιές στον ορεινό αέρα των Απαλαχίων”.
Ποιητική τοπογραφία, αλλά εφόσον η μουσική ατμόσφαιρα αποτυπώνει τον χώρο που μας έλαχε, είναι πλέον πολύ ζόρικο το στρίμωγμα μέσα στο μικρό σπίτι στο λιβάδι, όταν οι μισοί έχουν πέσει στα γόνατα και λιβανίζουν την Jolene και οι άλλοι μισοί την πυροβολούν επειδή δεν παίρνει από λόγια…».
Morgan Wallen - «Last Night» (One Record At A Time Sessions)