Θεσσαλονίκη, κάτι χρόνια πριν, ξημερώματα Κυριακής, live κάπου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Παίζουν οι Βανδαλούπ, οι Καρκίνωμα και δεν-ξέρω-ποιοι-ακόμα. Έχει τόσο κόσμο, που καλύτερα να πεταχτεί κανείς Ναυαρίνου για να αγοράσει μπίρες, παρά να διασχίσει τα 20 μέτρα μέχρι το μπαρ του Στεκιού. Αν κάποιος θέλει να δει την μπάντα, έχει να αντιμετωπίσει αντίξοες συνθήκες: ζέστη και υγρασία επιπέδου κολομβιανής ζούγκλας, τέτοιο συνωστισμό που συνέβαινε στο Αριστοτέλειο μόνο όταν η Λέσχη σέρβιρε παστίτσιο, 100 άτομα επιπλέον στη μέση να χορεύουν πόγκο και όποιον πάρει ο χάρος, και ήχο τόσο χύμα, που κι ο Πασχάλης να έπαιζε, πάλι σαν τους Καρκίνωμα θ' ακουγότανε.
Έξω από το Στέκι, περίπου 300 άτομα ακόμα που δεν χωράνε να μπουν ή που απλώς δεν μπαίνουν στον κόπο αράζουν στα κράσπεδα και στο γρασίδι. Ατμόσφαιρα όλο έξαψη, φιλική και παρεΐστικη – το live είναι μια καλή αφορμή για να μαζευτεί κόσμος απ' όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Αγόρια και κορίτσια με λωρίδες και ραφτά, καρό παντελόνια και άρβυλα, ποτάμια μπίρας και ρετσίνας, ντουμάνι, χαβαλές και φωνές, σκυλιά παίζουν ανάμεσά μας – κάποιος πίσω μας κατουράει και καπάκι ξεραίνεται στο γρασίδι.
Έχω πετύχει τον Κώστα, φίλο από χρόνια και κιθαρίστα ιστορικής κατσαπάνκ μπάντας. Μιλάμε για το καινούργιο τους ντέμο, το οποίο «βγαίνει σ' έναν μήνα» εδώ και 5 χρόνια. «Άσε, μαλάκα, γράφω συνέχεια καινούργια κομμάτια και καπάκι τα ξεχνάω όλα γιατί δεν έχω πού να τα ηχογραφήσω για να τα θυμάμαι – δεν υπάρχει καν κασετόφωνο». «Ε, τότε, πάρε ένα πεντάγραμμο να σημειώνεις τις νότες και τα διαβάζεις από κει». Μου το κόβει με δήθεν προσβεβλημένο ύφος: «Εγώ τα πεντάγραμμα δεν τα διαβάζω, τα πίνω!». Πάω πάσο.
Ο όρος κατσαπάνκ πρωτοακούστηκε ως μειωτικός χαρακτηρισμός για τους πάνκηδες της επαρχίας κυρίως και υπονοεί ότι ο εν λόγω πάνκης παίρνει περισσότερους πόντους στην εμφάνιση, παρά στα πανκ διαπιστευτήρια – σε αντίθεση με τον καραπάνκη, ο οποίος το 'χει και από εμφάνιση και από ουσία.
Λίγο αργότερα, κι ενώ τα άδεια κουτάκια μπίρας γύρω μας έχουν αυξηθεί ανησυχητικά, ακούμε πως 200 μέτρα πιο κάτω, στην είσοδο του ΑΠΘ, έχει αρχίσει πετροπόλεμος με τα ΜΑΤ. «Μα, καλά, τι σκατά έγινε πάλι;». «Ε, παίζουν οι Βανδαλούπ αφού!». Το αεράκι φέρνει όλο το σύννεφο των δακρυγόνων προς τα πάνω μας, πράγμα που, αντί να χαλάσει τη βραδιά, την κάνει ακόμα καλύτερη: η ατμόσφαιρα αρχίζει και μοιάζει με το ιδανικό πανκ πάρτι – έξαψη, θόρυβος, μπίρες, χαβαλές, ιδρώτας και το κερασάκι στην τούρτα, μπάτσοι που με την παρουσία τους και μόνο δίνουν υπόσταση και κατεύθυνση στην οργή των πάνκηδων που μέχρι πριν από λίγα λεπτά αιωρούνταν άσκοπα. Η μπάντα γαζώνει με το «Άι Σιχτίρ»: «Μπάτσοι υπεράνω όλων / Άι Σιχτίρ, Άι Σιχτίρ / Μες στους δρόμους μας σκοτώνουν / Κι Άι Σιχτίρ, Άι Σιχτίρ». Δύο –συντοπίτες μου– κατσαπάνκηδες με λωρίδες και Μαλαματίνες στα χέρια γελάνε και χορεύουν μέσα στους καπνούς, φωνάζοντας «άιντε, τσικνίζουμεεεε!» κι εγώ ευχαριστώ νοητά τον Αστυνομικό Διευθυντή Θεσσαλονίκης που την κατάλληλη στιγμή μας απογείωσε τη βραδιά.
Ξυπνάω την επόμενη μέρα με το κεφάλι μου να βουίζει ακόμα από το ντάπα-ντούπα – κι ας πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς έξω από το Στέκι. Το μοναδικό που θα άντεχα ν' ακούσω σήμερα θα ήταν Τώνης Μαρούδας, κι αυτός ίσως μου έπεφτε βαρύς. Οι φιλοξενούμενοί μου κοιμούνται ακόμα – λογικό, αφού παίζανε για 2 ώρες και πογκάρανε στο καπάκι άλλες 5. Στη γύρα πεταμένα άρβυλα, μπουφάν, ένας ανοιχτός σάκος απ' όπου ξεχύνεται ένα κουβάρι καλώδια, κιθάρες, πεταλάκια, μισοτελειωμένες μπίρες και ξέχειλα τασάκια. Πηγαίνω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου. «Ποιος μαλάκας γέμισε τρίχες το σαπούνι, ρε; Δεν είπαμε, ρε, να μη σηκώνετε τις μοϊκάνες σας με το σαπούνι μου;».
Σιγά-σιγά ξυπνάνε όλοι και η ευχή μου ν' ακούσω Τώνη Μαρούδα δεν πιάνει τόπο: φραπές, τσιγάρο και Disorder. Ετοιμάζονται να κατέβουν Ναυαρίνου για μπίρες. Μία από τα ίδια και πάλι: «Ρε μαλάκες, το σαπούνι, ρε, είπαμε!».
Ας είναι... Κατσαπάνκ χωρίς μοϊκάνα και σαπούνι γίνεται; Δεν γίνεται.
Τι είναι, όμως, το κατσαπάνκ; Ο όρος πρωτοακούστηκε ως μειωτικός χαρακτηρισμός για τους πάνκηδες της επαρχίας κυρίως και υπονοεί ότι ο εν λόγω πάνκης παίρνει περισσότερους πόντους στην εμφάνιση, παρά στα πανκ διαπιστευτήρια – σε αντίθεση με τον καραπάνκη, ο οποίος το 'χει και από εμφάνιση και από ουσία. Ουσιαστικά σήμαινε «ποζεράς καραπάνκης». Η ακριβής ετυμολογία του όρου παραμένει άγνωστη, αλλά το πιθανότερο είναι πως το «κατσα» αποτελεί το πρώτο συνθετικό του «κατσάβραχα», ποθανολογούμενο τόπο καταγωγής της θορυβώδους φυλής των κατσαπάνκηδων. Μια άλλη θεωρία θέλει τον όρο να προέρχεται από την ένωση του «κατσαπλιάς» και του «πανκ». Όλα αυτά, όμως, μάλλον αποκαλύπτουν περισσότερα για τους μπλαζέ τύπους που καθιέρωσαν το όρο παρά για το ίδιο το κατσαπάνκ. Ας το πάρουμε, λοιπόν, αλλιώς.
Οι πανκς της ελληνικής επαρχίας τη δεκαετία του '90 ήταν μια μπερδεμένη υπόθεση: ο γεωγραφικός αποκλεισμός και η έλλειψη καναλιών επικοινωνίας με τον έξω κόσμο –πέρα από το πηγαινέλα όσων ήταν φοιτητές και τις αγορές δίσκων μέσω mail order– έκαναν τα περισσότερα μέρη να μένουν πίσω στις εξελίξεις. Την ίδια στιγμή, η ζωή στην επαρχία και οι τοπικές κοινωνίες, μη προσφέροντας καμία συναρπαστική πιθανότητα, συντηρητικές και απόλυτα βαρετές στα μάτια κάθε ανήσυχου εφήβου, έκαναν την πανκ μουσική το κατάλληλο –και μοναδικό διαθέσιμο– μέσο έκφρασης για την ανήσυχη νεολαία, καθώς αφενός έχει την ενέργεια που χρειάζεται για να εκφραστούν ο θυμός κι η βαρεμάρα και αφετέρου έχει το στυλ που πάντα θα εκνευρίζει, ξενίζει και σοκάρει όλους τους φορείς εξουσίας – από την οικογένεια μέχρι τον διευθυντή του τοπικού Α.Τ.
Όπως κάθε νεανική υποκουλτούρα που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και το κατσαπάνκ απέκτησε τα χαρακτηριστικά του χάρη στον μιμητισμό, από τη μία, και στην ανάγκη, από την άλλη. Στυλιστικά, για παράδειγμα, ενώ είναι ολοφάνερο ότι το κλασικό βρετανικό πρότυπο με τη μοϊκάνα, τα καρό και τα ραφτά παραμένει ευαγγέλιο και προσπαθούν να το μιμηθούν άπαντες, οι πρακτικές δυσκολίες του λουκ καρτ-ποστάλ το έκαναν να βρει το δικό του, αυθεντικό δρόμο: στρατιωτικά ρούχα (είναι δωρεάν και αντέχουν), DIY ραφτά (η ανάγκη φιλοτιμία), κουρέματα που θα σου επιτρέψουν να πας για δουλειά στην οικοδομή (λωρίδα αντί μοϊκάνας) και ούτω καθεξής.
Η εμμονή με το στυλ, φυσικά, μπορεί να έχει και κάποια απρόβλεπτα. Φώτα 2003, και με την αφορμή του live των Misfits στη Θεσσαλονίκη έχουν μαζευτεί από νωρίς στην Καμάρα οι πάνκηδες όλης της χώρας από Λάρισα και πάνω, πίνοντας μπίρες και κάνοντας χαβαλέ και φασαρία. Οι μοϊκάνες στην τρίχα, τα καρφιά όρθια μετά από άπειρο σαπούνι και ο καθένας έχει βάλει «τα καλά του», μια που η περίσταση το απαιτεί: καρό παντελόνια όσο στενά πάει («μαλάκα, με πονάνε τα μπούτια μου»), περφέκτο, παραμάνες, ζώνες – χάρμα οφθαλμών. Κάποια στιγμή, ένα ζευγάρι καλοντυμένων 70άρηδων περνά από μπροστά τους. Η ασπρομάλλα κυρία κοντοστέκεται στο μπαστούνι της, τους κοιτάζει, χαμογελά γλυκά αλά γιαγιά Ντακ και ρωτά: «Παιδιά, καλλιστεία έχετε;». Κότσα όλοι. Με κάποιον περίεργο τρόπο το στερεότυπο είχε αντιστραφεί: αυτήν τη φορά ήταν η γιαγιούλα που έδειχνε ασέβεια απέναντι στους πάνκηδες και όχι το αντίθετο. Λακ vs Σαπούνι, σημειώσατε 1.
Εδώ οφείλεται, επίσης, και ο ορισμός του «κατσαπάνκη» ως «πάνκη που δίνει περισσότερη σημασία στο ντύσιμο παρά στη μουσική». Ισχύει, όμως, κάτι τέτοιο; Με μια λέξη, όχι. Οι μπάντες οργώνουν τη χώρα και παίζουν σε στέκια, πανεπιστήμια και ΤΕΙ με κάθε ευκαιρία, γράφουν demos –τα οποία και είναι η «επίσημη» κυκλοφορία της κάθε μπάντας, μια που δισκογραφικές δεν υπάρχουν– και ξερνάνε (κυριολεκτικά μερικές φορές) δίλεπτα διαμάντια γεμάτα οργή, έξαψη, χαβαλέ, μίσος, απογοήτευση, χιούμορ, θόρυβο, αληθινά και βρομιάρικα, όπως πρέπει να είναι.
Ο ήχος με τα χρόνια απέκτησε ευδιάκριτο στίγμα. Τα πρότυπα είναι πάντα οι Exploited, οι Discharge, οι Disorder, οι GBH, οι Dead Kennedys, οι Stress και η Γενιά του Χάους, αλλά κι εδώ η ανάγκη και οι περιστάσεις δίνουν τα τελικά χαρακτηριστικά: τα μουσικά όργανα είναι πάντα φθηνά, οι ηχογραφήσεις πρόχειρες, οι ηχολήπτες στα επαρχιακά στούντιο δεν έχουν ακούσει ποτέ τους Chaotic Discord και το budget είναι πάντα μηδενικό. Το αποτέλεσμα είναι το σύγχρονο αντίστοιχο του garage των μέσων του '60 και του εφηβικού πανκ του '77: ωμό, αγυάλιστο, θορυβώδες και αυθεντικό. Μια κιθάρα, μπάσο, τύμπανα και φωνή που ουρλιάζει ή φτύνει στίχους που καταπιάνονται με οτιδήποτε μπορεί ν' αποτελέσει στόχο: το κράτος, η δουλειά, οι ανθρώπινες σχέσεις, οι φασίστες, οι μπάτσοι – ειδικά οι τελευταίοι έχουν δώσει τόση ώθηση στο είδος, που οι δουλειές που εμπνεύσανε είναι εκατοντάδες. Ιστορικό θα μείνει το δεύτερο demo των Καρκίνωμα, θρυλικής μπάντας του χώρου, με τίτλο «Γουρουνοχαρά» και στο εξώφυλλο έναν αστυφύλακα στη σούβλα με τα πανκιά από δίπλα να χορεύουν πίνοντας μπίρες. Όλα αυτά ζωγραφισμένα με στιλό. Βic.
Αυτή είναι και η βασική διαφορά του κατσαπάνκ από τα υπόλοιπα υποείδη του πανκ: εκεί που το «κανονικό» πανκ δείχνει ώρες-ώρες να παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά, το κατσαπάνκ εμπεριέχει τον χαβαλέ, το «χυμαδιό» και τη διασκέδαση σε τέτοιο σημείο, που δεν αυταπατάται ότι μπορεί ν' αλλάξει τον κόσμο. Το κατσαπάνκ δεν είναι μόδα, ούτε μία ακόμα νεανική υποκουλτούρα, γι' αυτό και, για παράδειγμα, δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον από τις μπάντες του χώρου να διευρύνουν το κοινό τους ή να βγάλουν δουλειές σε «κανονικές» δισκογραφικές.
Στην πραγματικότητα, είναι μια μάλλον κλειστή σκηνή που φυλάει ζηλότυπα τον εαυτό της από τον έξω κόσμο. Γι' αυτόν το λόγο, λίγοι από εμάς θα έχουν την τύχη να ζήσουν ένα από τα live στο ΑΠΘ, στη Βεργίνα, στην Κοζάνη ή στην Καβάλα –η αξέχαστη εμπειρία της στιγμιαίας απελευθέρωσης ενέργειας από εκατοντάδες άτομα, ενέργειας που έμενε παγιδευμένη στο σπίτι, στην οικοδομή, στα επαρχιακά καφέ, να ξεσπάει μέσα σε κύματα θορύβου– και να εκτονώνεται ουρλιάζοντας τα ρεφρέν μαζί με την μπάντα.
Με τα πέρασμα του χρόνου, φυσικά, μαθεύτηκε ότι περνάνε καλά και η σκηνή άνθησε. Δέκα χρόνια πριν οι μπάντες ήταν ελάχιστες: Οι Βανδαλούπ και οι Κοινωνική Αποσύνθεση (ιστορικές μπάντες-προπάτορες του είδους), οι Καρκίνωμα (με το συνθετικό δίδυμο θείου κι ανιψιού Καρρά και Ζία να έχει γράψει τόσες κομματάρες, που σε έναν δίκαιο κόσμο θα περνούσαν τα γεράματά τους ως μέλη της Ακαδημίας Αθηνών), οι Απολίτιστοι, οι Ραδιενέργεια – και όχι πολλοί ακόμα.
Σήμερα οι μπάντες έχουν πολλαπλασιαστεί, η Αθήνα έχει πλέον κατακτηθεί και το είδος κατακτά την ωριμότητα. Ο όρος «κατσαπάνκ» δεν είναι πια μειωτικός, κάθε άλλο. Οι Kalazaar, για παράδειγμα, μία από τις καλύτερες ελληνικές μπάντες ανεξαιρέτως είδους, τον χρησιμοποιούν σχεδόν ως παράσημο. Και γιατί όχι; Kακοχαρακτηρισμένο απ' όλους παλιότερα, το κατσαπάνκ έχει καταλήξει να έχει τη δική του ευδιάκριτη φόρμα, ο θόρυβος έχει αποκτήσει πλέον δομικό χαρακτήρα, η μουσική είναι κομμένη και ραμμένη για το σήμερα, οι στίχοι –στα μονοπάτια των Βανδαλούπ– διαφοροποιήθηκαν από τον ξύλινο στίχο-συνθηματολογία του παλιού ελληνικού πανκ και απέκτησαν ειρωνεία, (αυτό)σαρκασμό και γερές δόσεις χιούμορ. Παράλληλα, τα πρώτα σινγκλάκια από Kalazaar, Ραδιενέργεια, Ζώα Προς Εξαφάνιση είναι γεγονός. Η σκηνή έχει συνέπεια, τα φεστιβάλ και οι μπάντες πολλαπλασιάζονται και το πάρτι όσο πάει και μεγαλώνει.
Την ίδια στιγμή το είδος αποκτά υπόσταση και ασκεί επιρροή σε σημαντικές νέες μπάντες, όπως οι Gay Anniversary που το αγαπούν και το δείχνουν, και η αξία του είναι πλέον αναγνωρισμένη, τουλάχιστον από τους πιο δεκτικούς ακροατές. Φυσικά και δεν θα φτάσει ποτέ στα ραδιόφωνα, ούτε και περιμένει κανείς από τους Scalp να γίνουν διάσημοι, αν και θα το άξιζαν και με το παραπάνω. Σε αντίθεση, όμως, με τις περισσότερες μπάντες, το ζητούμενο εδώ είναι η μουσική από φίλους για φίλους και όχι η διασημότητα. Γι' αυτό και οι περισσότεροι που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο, για παράδειγμα, μάλλον θα αδιαφορήσουν πλήρως για τις αναφορές σε αυτούς. Άλλοι ίσως θα δυσανασχετήσουν.
Ο Καρράς, πάλι, θα βάλει τα γέλια: «Μαλάκα, Φωτόπουλε, φίρμες μας έκανες!».
Το οικοσύστημα
―Τα άρβυλα ήταν κάποιου που τα είχε πάρει από κάποιον, που τα είχε φέρει από κάπου, κάποτε. Συνήθως έχουν παρευρεθεί σε περισσότερα live απ' όσα έχει πάει το άτομο που τα φοράει.
―Το σακίδιο περιέχει: φούτερ (1), φορτιστές (2-3), μπίρες (5-6), λαστιχάκια για τα μαλλιά (άπειρα).
―Περικάρπιο #1: Ψειρίστηκε από μαγαζί με αξεσουάρ στη Ναυαρίνου.
―Περικάρπιο #2: Χαρίστηκε από φίλο, ο οποίος το ψείρισε από το ίδιο μέρος.
―Σε αντίθεση με τους πανκ του '70, εδώ τα καλαμάκια δεν χρησιμοποιούνται για να πίνουν σπιντ αλλά φραπέ που κάνει την ίδια ακριβώς δουλειά, ενώ ταυτόχρονα δίνει άπλα χρόνου για να αναλύσει κανείς το πόσο μπαντάρα ήταν οι Όρεξη Για Τίποτα.
―Οι κάτω των 25 το σκίζουν μόνοι τους στα γόνατα. Οι άνω των 25 το έχουν ήδη σκίσει. Το τζιν είναι ένα και μοναδικό. Πορεύεσαι με αυτό.
―«Και τώρα το κεφάλι μου γυρίζει διαρκώς / Από διάφορες ουσίες που πίνω συνεχώς / Στο αίμα μου κυλάει ναρκωτικό στο φουλ / Για να 'μαι τύπος ήρεμος και κουλ» – Καρκίνωμα, «Για τον Λάμπρο»
―Πανκ μαλλί: Με ενισχυμένο ζελέ (φυσικά). Στην ανάγκη με σαπούνι (πλάκα) και νερό.
―Μπουφάν: Εξοπλισμένο με θερμικό πεδίο που κρατά τη θερμοκρασία του κατόχου του σταθερή στους 25 βαθμούς, επιτρέποντάς του να επιβιώνει οπουδήποτε φορώντας μόνο αυτό κι ένα t-shirt «Oi Polloi».
―Στομάχι: Πιτόγυρα, σουβλάκια, σάντουιτς, πίτσες, χοτ-ντογκ, κρουασάν, τυρόπιτες... Αν οι υπόλοιποι μαθαίνανε πόσες θερμίδες καίει κανείς χορεύοντας πόγκο, τότε οι Αντίδραση θα είχανε ανοίξει γυμναστήριο.
Μπίρα, ρετσίνα, ούζο, τσίπουρο, κρασί – αλήθεια, περίμενε κανείς να διαβάσει «mojito»;
―Η κιθάρα για τον κατσαπάνκη είναι ό,τι το Toyota Starlet για τον χαμηλόμισθο: παλιά, φθηνή, γρατσουνισμένη, έχει να δει σέρβις από τη μέρα που βγήκε από το εργοστάσιο, αλλά τη δουλειά της την κάνει μια χαρά.
©grekamag/LIFO
σχόλια