Τρεις πολύ καλοί δίσκοι λαϊκού τραγουδιού κυκλοφόρησαν στο δεύτερο εξάμηνο του 2021, από συνθέτες-τραγουδοποιούς με μεγάλη ιστορία.
Τι να πει κανείς για τους Τάκη Σούκα και Χρήστο Νικολόπουλο, που για πολλές δεκαετίες πρωταγωνιστούν στα πάλκα και την δισκογραφία, παρουσιάζοντας αμέτρητες επιτυχίες, με τον νεότερο Βαγγέλη Κορακάκη να έχει διατρέξει πλέον, και αυτός, τα χιλιόμετρά του, επιμένοντας, έτσι αταλάντευτα, στις παλιές αξίες.
Αν οι Τ. Σούκας και Χ. Νικολόπουλος πορεύτηκαν μέσα στα χρόνια συνδυάζοντας εκείνο που τους παραδόθηκε από τους πρωτεργάτες (τον Τσιτσάνη, τον Χιώτη, τον Καλδάρα) με ποικίλους νεοτερισμούς, δίνοντας στο λαϊκό τραγούδι ένα καινούριο «πρόσωπο», θεματικά, ενορχηστρωτικά, ηχητικά κ.λπ., ο Β. Κορακάκης παραμένει πιο πιστός στα κλασικά ηχοχρώματα, στα ζεϊμπέκικα και τα χασάπικα, με πιο ολιγομελείς ορχήστρες και με πιο «σκληρές» ερμηνείες, καθότι είναι και ο μόνος από τους τρεις που λέει ο ίδιος τα τραγούδια του. (Kαι οι άλλοι δύο συνθέτες έχουν τραγουδήσει, αλλά δεν είναι εκείνο, για το οποίο διακρίνονται).
Γι’ αυτούς τους τρεις δίσκους, που κυκλοφόρησαν τον τελευταίο καιρό, γράφουμε τώρα...
ΤΑΚΗΣ ΣΟΥΚΑΣ: Πρώτη Φορά
[Ogdoo Music Group, 2021]
Υπάρχει άραγε «πρώτη φορά» για τον 81χρονο Τάκη Σούκα, έναν από τους μεγαλύτερους λαϊκούς συνθέτες μας από το ’60 και μετά;
Δεν ξέρουμε αν υπήρχε κάτι πιο βαθύ στο μυαλό των παραγωγών του τελευταίου άλμπουμ του κορυφαίου τραγουδοποιού – όμως το «πρώτη φορά» φαίνεται να συνδέεται με το γεγονός πως σημαντικές φωνές του ελληνικού τραγουδιού αποδίδουν, για πρώτη φορά, νέες δημιουργίες του Τάκη Σούκα.
Λέμε, λοιπόν, από την αρχή πως το CD «Πρώτη Φορά» είναι ένα αξιόλογο άλμπουμ, που τιμά και τον ηπειρώτη συνθέτη, και την ιστορία του, όπως και όσους συμμετείχαν για την ολοκλήρωσή του με τους στίχους, τις φωνές, τα όργανά τους κ.λπ.
Μια πολύ καλή λαϊκή παραγωγή έχουμε εδώ, όχι λαϊκή με τα στάνταρ του ’60 και του ’70, ούτε και του ’80, μα κάπως πιο έντεχνη, με ενδιαφέρουσες ενορχηστρώσεις (Γιώργος Θεοδωρόπουλος), που μπορεί να ξενίζουν, κάπως, σε πρώτο άκουσμα, και τις οποίες αποδέχεσαι σταδιακά – καθότι αντιλαμβάνεσαι πως εδώ, ίσως, κάτι να παίζει εν τέλει, πολύ σημαντικό, για «πρώτη φορά».
Αυτή η προσπάθεια τοποθέτησης του σημαντικού καλλιτέχνη σε μιαν υψηλή, σε μια περίοπτη θέση, σ’ ένα high level να το πούμε έτσι, που να ξεπερνά την εικόνα που έχει ο κόσμος του «λαϊκού» για ’κείνον, είναι και θεμιτή, και χρήσιμη. Τα μεγάλα μεγέθη πρέπει να αναδεικνύονται, να ξεφεύγουν του χώρου τους, καλύπτοντας το άπαν.
Να δοθεί, στα τραγούδια, στις συνθέσεις του Τάκη Σούκα, ένας ήχος σημερινός, χωρίς να παραπέμπει στις μεγάλες στιγμές του από τις παλαιότερες δεκαετίες, όντας ταυτοχρόνως... σεμνά μεγαλοπρεπής (ο ήχος).
Προς αυτή την πεποίθηση συντελεί και το γεγονός πως οι φωνές που ακούγονται στο άλμπουμ, και που είναι πολλές –κάπως σαν να αποδίδεται στον Τάκη Σούκα ένας ιδιάζων φόρος τιμής–, είναι διαφορετικές και διαφορετικών εποχών, αντιπροσωπεύοντας ποικίλες όψεις του ελληνικού τραγουδιού.
Σαν ο Τάκης Σούκας να είναι ένας τραγουδοποιός όλων των Ελλήνων –όπως και είναι– όχι μόνον εκείνων που ακούνε «λαϊκά» όμως, μα και άλλα είδη.
Αυτή η προσπάθεια τοποθέτησης του σημαντικού καλλιτέχνη σε μιαν υψηλή, σε μια περίοπτη θέση, σ’ ένα high level να το πούμε έτσι, που να ξεπερνά την εικόνα που έχει ο κόσμος του «λαϊκού» για ’κείνον, είναι και θεμιτή, και χρήσιμη. Τα μεγάλα μεγέθη πρέπει να αναδεικνύονται, να ξεφεύγουν του χώρου τους, καλύπτοντας το άπαν. Αρκεί τούτο να γίνεται με γνώση, σύνεση και μέτρο – κάτι που ισχύει, καταφανώς, στην περίπτωση του «Πρώτη Φορά».
Καινούριες μουσικές του Τάκη Σούκα λοιπόν, που ντύνουν στίχους των Νίκου Αναγνωστάκη και Κώστα Μπαλαχούτη, δημιουργώντας τραγούδια που τα αποδίδουν, κατά σειρά εμφανίσεως οι: Φοίβος Δεληβοριάς (2), Γιώργος Νταλάρας (2), Γλυκερία (2), Χρήστος Δάντης (2), Φωτεινή Βελεσιώτου, Ηρώ Σαΐα, Μανώλης Μητσιάς και Ορφέας Περίδης.
Τραγουδιστές διαφορετικών γενεών, ύφους, πορείας στα πράγματα κ.λπ., που προσπαθούν, και εν πολλοίς το καταφέρνουν, να αναδείξουν, με τη βοήθεια των ενορχηστρώσεων, άλλες διαστάσεις της τραγουδοποιίας του Τ. Σούκα, πιο λυρικές, πιο συναισθηματικές, πιο έντεχνες, ευρύτερου πνεύματος και αντιλήψεων.
Από τα παλαιά ονόματα την παράσταση κλέβει ο Γιώργος Νταλάρας, καθώς η φωνή του εξακολουθεί να εκπέμπει σε υψηλά επίπεδα (και τα δύο τραγούδια που λέει είναι αξιοπρόσεκτα, αλλά το «Χόρεψε» είναι και-κάτι-παραπάνω, με τις ωραίες latin flavours), ενώ επίσης πολύ καλά είναι τα «Φοβάμαι» με την Ηρώ Σαΐα, «Άντε να βρεις» με τον Ορφέα Περίδη, «Θα κρατήσω τα όνειρα» με τον Φοίβο Δεληβοριά (και την Νεφέλη Φασούλη στις δεύτερες φωνές), «Την ζωή μου παραπέρα» με τον Χρήστο Δάντη (και τον Απόστολο Ψυχράμη στις δεύτερες) κ.λπ.
Γενικά, κανένα τραγούδι δεν υστερεί, κανένα δεν ακούγεται «λίγο» για τους στόχους αυτού του άλμπουμ, που είναι εντελώς προσεγμένο προς πάσα κατεύθυνση. Από την πρώτη (μουσικές-στίχοι-ερμηνείες), μέχρι την δεύτερη (τα τεχνικά θέματα) και την τρίτη (το εικαστικό πακέτο, τα τυπογραφικά υλικά).
Σπουδαίος Τάκης Σούκας λοιπόν, και στα 81 του. Και πέρα απ’ αυτά...
Επαφή: www.ogdoomusicgroup.gr
ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ / ΝΙΚΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ: Κύκλος Α / Τα Απρόοπτα
[Ogdoo Music Group, 2021]
Σε καιρούς δύσβατους για την δισκογραφία, ο Χρήστος Νικολόπουλος δεν σταματά να δίνει σε τραγουδιστές καινούρια τραγούδια του. Πρακτικά δεν υπάρχει χρονιά που να μην έχει κυκλοφορήσει κάποιος δίσκος, που να περιέχει συνθέσεις του – καινούριες ή παλαιότερες.
Έτσι και τώρα ο Χ. Νικολόπουλος προτείνει ξανά μία νέα δουλειά του, που αποκαλείται «Κύκλος Α / Τα Απρόοπτα» και η οποία περιλαμβάνει έντεκα νέα τραγούδια, βασισμένα σε στίχους του Νίκου Αναγνωστάκη – κομμάτια των οποίων, την τελευταία δεκαετία, έχουν αποδώσει ο Γιώργος Μαργαρίτης, η Σοφία Παπάζογλου κ.ά. Δεν είναι η πρώτη φορά, δηλαδή, όπου συνεργάζονται στιχουργός και συνθέτης.
Και σ’ αυτό το νέο άλμπουμ / CD-book, το Ogdoo Music Group επιχειρεί να δώσει μία αίσθηση μεγαλοπρέπειας. Αυτή (η μεγαλοπρέπεια) αφορά και στην εξωτερική εμφάνιση της έκδοσης (διαστάσεις μικρού βιβλίου, με hardback εξώφυλλο, συν πολυσέλιδο έγχρωμο booklet), μα και στην «εσωτερική», στους (πολλούς) τραγουδιστές που θα συμμετάσχουν στην ηχογράφηση, στους μουσικούς που θα τους πλαισιώσουν, στα τεχνικά της ηχογράφησης-παραγωγής κ.λπ.
Υπάρχει η αίσθηση στις εκδόσεις του Όγδοου πως η δισκογραφία είναι κάτι πολύ σοβαρό, όπως ήταν στα σέβεντις ας πούμε και πως, η παραγωγή, θα πρέπει να επενδύσει πάνω της, σε κάθε επίπεδο.
Βεβαίως, το πρώτο-πρώτο επίπεδο είναι εκείνο που αφορά σ’ αυτό καθ’ αυτό το πρωτογενές υλικό. Να είναι κάποιου υψηλού επιπέδου, ώστε να θυμίζει και στην ουσία την δεκαετία του ’70 ή και του ’80 (εν μέρει). Και αυτό –το δύσκολο κομμάτι– επιχειρούν να διαφυλάξουν οι παραγωγές του Ogdoo Music Group. Απ’ έξω... εμφάνιση και από μέσα... καλά τραγούδια.
Ο Χ. Νικολόπουλος δεν έχει ξεχάσει τον τρόπο να γράφει αληθινά ενδιαφέρουσες συνθέσεις, μετά από 60 σχεδόν χρόνια διαδρομής (με εντυπωσιακή, το δίχως άλλο, παραγωγή), και αυτό δεν είναι κάτι αυτονόητο για τους συνθέτες της γενιάς του.
Έχω γράψει κι άλλες φορές στο παρελθόν πως, προσωπικώς, δεν είμαι φαν της συμμετοχής πολλών ερμηνευτών σ’ έναν δίσκο – το ξαναλέω και τώρα, επειδή τα έντεκα τραγούδια τού «Κύκλος Α / Τα Απρόοπτα» τα αποδίδουν έντεκα διαφορετικοί ερμηνευτές (Μίλτος Πασχαλίδης, Ιουλία Καραπατάκη, Σταμάτης Κραουνάκης, Θοδωρής Κοτονιάς, Ρίτα Αντωνοπούλου, Φοίβος Δεληβοριάς, Γιάννης Κότσιρας, Ασπασία Στρατηγού, Μανώλης Λιδάκης, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Ελένη Δήμου).
Η δική μου γνώμη είναι πως αυτό δεν βοηθάει στην ενότητα που πρέπει να έχει ένας δίσκος, καθώς, δι’ αυτού του τρόπου (των πολλών συμμετοχών) ο δίσκος ακούγεται κάπως σαν συλλογή, με κομμάτια από 45άρια. Σαν να μαζεύεις «επιτυχίες» ή μη από δισκάκια, με διάφορους τραγουδιστές, και να τα στοιβάζεις σ’ ένα long-play. Αυτό συνέβαινε φυσικά και στα σέβεντις, όμως εκείνες οι εκδόσεις ήταν ένα «πάρεργο» ας το πούμε έτσι της δισκογραφίας, δεν ήταν οι κυρίαρχες προτάσεις της.
Εντάξει. Τα πράγματα αλλάζουν, αλλά, όσο και να αλλάζουν, αξίζει κάποια εξ αυτών να τα διαφυλάξουμε μέσα στα χρόνια, γιατί έχουν νόημα και αξία.
Πάντως ο Χ. Νικολόπουλος, γενικά, δεν την έχει λησμονήσει εκείνη την παλιά-καλή συνήθεια, αφού το 2019 είχε κάνει δύο τέτοια άλμπουμ, ένα με τον Στέλιο Διονυσίου κι ένα με τον νεότερο Δημήτρη Μαρογιάννη.
Τα τραγούδια των Χρήστου Νικολόπουλου-Νίκου Αναγνωστάκη, που είναι εδώ καταγραμμένα, είναι πάντως από καλά και πάνω – και αυτό, τελικά, έχει αξία.
Βοηθούν και οι στίχοι βεβαίως (του Ν. Αναγνωστάκη), που είναι καλοφτιαγμένοι, με απλά νοήματα, χωρίς περισπούδαστες λέξεις ή εκφράσεις, αλλά είναι και οι μελοποιήσεις, που τελικά δίνουν την αξία στα λόγια. Ο Χ. Νικολόπουλος δεν έχει ξεχάσει τον τρόπο να γράφει αληθινά ενδιαφέρουσες συνθέσεις, μετά από 60 σχεδόν χρόνια διαδρομής (με εντυπωσιακή, το δίχως άλλο, παραγωγή), και αυτό δεν είναι κάτι αυτονόητο για τους συνθέτες της γενιάς του.
Έτσι λοιπόν θα μπουν στο «παιγνίδι» της ολοκλήρωσης του δίσκου και οι τραγουδιστές, με την ορχήστρα και το τεχνικό τμήμα, για να υλοποιηθεί τελικά το όραμα των πρώτων δημιουργών. Όλα, λοιπόν, λειτουργούν πολύ καλά, εδώ, και προς όλα τα επίπεδα.
Οι ενορχηστρώσεις του Φώτη Σιώτα είναι ενδιαφέρουσες δίνοντας στα τραγούδια, μαζί, λαϊκά και «έντεχνα» χαρακτηριστικά (μα ακόμη τζαζ, σουίνγκ κ.λπ.), με μια ομάδα έντεκα μουσικών, που έχει στην κεφαλή της τον Χρήστο Νικολόπουλο σε μπουζούκι και τζουρά, να κάνει άψογα την δουλειά της (οι Dasho Kurti, Ανδρέας Πολυζωγόπουλος, Φώτης Σιώτας, Βαγγέλης Στεφανόπουλος ανάμεσα).
Τραγούδια που ξεχωρίσαμε υπάρχουν φυσικά στο «Κύκλος Α / Τα Απρόοπτα». Στην πρώτη γραμμή θα τοποθετούσαμε τα «Συλλαβίζω κύμα κύμα» (Θοδωρής Κοτονιάς), «Κρυφά μες στη καβάτζα» (Φοίβος Δεληβοριάς), «Χίλια δυο μυστικά» (Ασπασία Στρατηγού) και «Τα όνειρα που σεργιανάς» (Μανώλης Λιδάκης), δίχως κανένα από τα υπόλοιπα να είναι τυχαίο ή αδιάφορο.
Διαφυλάττεται έτσι ένα «άλφα» επίπεδο, ενώ υπάρχει, βεβαίως, και η κορυφή (με τα κομμάτια που αναφέραμε πιο πριν).
Επαφή: www.ogdoomusicgroup.gr
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΟΡΑΚΑΚΗΣ: Άδολη Σιωπή
[Μετρονόμος, 2021]
Τόσα χρόνια δεν θυμάμαι να έχω γράψει ποτέ για τον συντοπίτη (στην Καισαριανή) Βαγγέλη Κορακάκη – έναν άνθρωπο που τον συναντάω συχνά στην πόλη, ενώ τον έχω ακούσει κάμποσες φορές και live, με διάφορες αφορμές. Ίσως να είχα γράψει πολύ παλαιά στο περιοδικό «Jazz & Τζαζ» κάτι, αλλά πλέον δεν μπορώ να θυμηθώ.
Εντάξει, εδώ δεν θα εκμεταλλευθώ την ευκαιρία, για να γράψω όσα δεν έχω γράψει τόσα χρόνια για τον Β. Κορακάκη – απλώς θα αναφερθώ στην τελευταία του δουλειά, το CD-book «Άδολη Σιωπή», που κυκλοφόρησε εσχάτως από τον Μετρονόμο. Όποια συμπεράσματα και γνώμες κατατεθούν θα αφορούν λοιπόν στον καινούριο δίσκο του, ασχέτως αν, στη γενικότητά τους, μπορεί να προσδιορίζουν και ευρύτερα την τραγουδοποιία του καισαριανιώτη καλλιτέχνη.
Να πούμε κατ’ αρχάς πως στην «Άδολη Σιωπή» υπάρχει ένας... δισυπόστατος Β. Κορακάκης. Ένας Κορακάκης τραγουδοποιός κι ένας Κορακάκης λογοτέχνης. Μπορεί το «λογοτέχνης» να ακούγεται κάπως βαρύ (και πρώτα-πρώτα στον ίδιο), αλλά από τη στιγμή που δημοσιεύονται λογοτεχνικά κείμενά του στην έκδοση, δεν είναι «λάθος» να τον αποκαλέσουμε έτσι.
Ο Β. Κορακάκης γράφει από χρόνια, τουλάχιστον τριάντα, όμως τώρα δημοσιεύονται για πρώτη φορά δικά του κείμενα. Πρόκειται για κείμενα μικρά ή και πολύ μικρά, που κάποιες φορές μοιάζουν με «γέφυρες» ανάμεσα σε τραγούδια, κάποιας ραδιοφωνικής εκπομπής (τόσο μικρά είναι). Υπάρχουν και κάπως μεγαλύτερα κείμενα βεβαίως, όμως και τούτα δεν ξεπερνούν τις μια-δυο σελίδες.
Τα κείμενα αυτά δεν είναι άσχετα των στιχουργικών ενδιαφερόντων του Κορακάκη – έτσι όπως αυτά καταγράφονται στους έως τώρα δίσκους του, και φυσικά και στην «Άδολη Σιωπή». Κείμενα λαϊκά, γραμμένα από έναν σκεπτόμενο λαϊκό άνθρωπο, που έχει επεξεργαστεί την γλώσσα και τον εκφραστικό τρόπο του, μέσα από τον, επίσης γλωσσικά απαιτητικό, τραγουδοποιητικό προμαχώνα.
Στη φιλοσοφία τους τα κείμενα αυτά ανακαλούν στη μνήμη μου ανάλογες προσπάθειες από το παρελθόν – όπως ας πούμε το βιβλίο του Νίκου Ξανθόπουλου «Φτωχογειτονιά Αγάπη μου / Λαϊκές ιστορίες» [Πεντάς, 1968], που περιείχε σύντομα διηγήματα του γνωστού τοις πάσι ηθοποιού-λαϊκού τραγουδιστή, βγαλμένα μέσα από την καθημερινή τριβή του με λαϊκούς ανθρώπους και καταστάσεις του ’60.
Στην «φιλοσοφία» όμως, μόνο, γιατί η γραφή του Β. Κορακάκη είναι πιο διανοητική, χωρίς ακρότητες φυσικά, φέρνοντας επίσης στη μνήμη, κατά τόπους, κι έναν άλλο μεγάλο του λαϊκού, που δεν ευτύχησε να βγάλει όμως ένα βιβλίο, αλλά αποτύπωνε τις σκέψεις του γραπτώς για διάφορα θέματα (στον περιοδικό Τύπο), τον Άκη Πάνου.
Ο Β. Κορακάκης δεν έχει βεβαίως την εμφανή πολιτική στόχευση και το ιοβόλο πνεύμα τού Α. Πάνου, καθώς μένει περισσότερο στο αισθητικό κομμάτι, το οποίον όμως το αντιμετωπίζει ωραία – χωρίς να ξεπέφτει σε αισθητισμούς και γραφικότητες.
Από τα κείμενά του κάποια μου άρεσαν περισσότερο, και αυτά ήταν τα «Καλοκαίρι στην Καισαριανή», «Έλεγχος προόδου», «Ο τρωγλοδύτης» (ίσως το ωραιότερο όλων) κι ένα-δυο ακόμη.
Πιο πολύ κι απ’ αυτά τα κείμενα, όμως, μου άρεσαν τα τραγούδια που συνοδεύουν την έκδοση και που είναι δέκα στον αριθμό έχοντας μουσικές, στίχους και ερμηνείες του Βαγγέλη Κορακάκη (σε δύο κομμάτια τραγουδάει ο γιος του Βασίλης Κορακάκης, ενώ στα πέντε υπάρχουν και δεύτερες γυναικείες φωνές από τις Ασπασία Στρατηγού και Ανατολή Μαριόλα).
Ο Β. Κορακάκης γράφει από χρόνια, τουλάχιστον τριάντα, όμως τώρα δημοσιεύονται για πρώτη φορά δικά του κείμενα. Πρόκειται για κείμενα μικρά ή και πολύ μικρά, που κάποιες φορές μοιάζουν με «γέφυρες» ανάμεσα σε τραγούδια, κάποιας ραδιοφωνικής εκπομπής (τόσο μικρά είναι). Υπάρχουν και κάπως μεγαλύτερα κείμενα βεβαίως, όμως και τούτα δεν ξεπερνούν τις μια-δυο σελίδες.
Η εισαγωγή από το «Άδολη σιωπή», που ανοίγει τον δίσκο, παραξενεύει, καθώς φέρνει στη μνήμη έναν περίεργο συνδυασμό Μίμη Πλέσσα και Σταύρου Ξαρχάκου από την δεκαετία του ’60 – όμως το τραγούδι που ακολουθεί αυτήν την πολύ ωραία και μακριά στο χρόνο (δίλεπτη) εισαγωγή είναι «τυπικό» για Κορακάκη, με δυνατούς στίχους και πολύ συναισθηματική ερμηνεία. Ένα ωραιότατο ζεϊμπέκικο, που, παρ’ όλα αυτά, δεν είναι το καλύτερο του δίσκου (γιατί υπάρχει κάποιο ακόμη καλύτερο).
Ζεϊμπέκικο είναι και το τρίτο τραγούδι, το «Παρθένα γη», που είναι κι αυτό εξαιρετικό, με επίσης ωραίους στίχους – το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα του Β. Κορακάκη. Γιατί ζεϊμπέκικα καλά ακούμε, από πολλούς, αλλά τα λόγια χάσκουν, όταν δεν είναι της πλάκας. Εδώ δεν πετάς τίποτα: «Παρθένα γη που γέννησες αγκάθια και κυκλάμινα / επίθεση και άμυνα, ορμή και υποταγή / το μπόι μου δε μέτρησες – νόμιζες πως θα σ’ άφηνα / να ’ρθεις εκεί που τα ’πινα να δώσεις προσταγή».
Και τα χασάπικα του Β. Κορακάκη είναι ωραία, σαν το «Παράδεισο δε βρήκαν οι καρδιές», που λέει ο γιος του, αλλά στα ζεϊμπέκικα... πετάει.
Ένα τέτοιο απογειωτικό ζεϊμπέκικο είναι η «Μυλόραβδη» (ασυζητητί το ωραιότερο τραγούδι του άλμπουμ), που δεν έχει μόνο ξεχωριστούς στίχους, αλλά και μουσική πρώτης τάξεως. Η ερμηνεία, δε, του καισαριανιώτη τραγουδοποιού είναι συγκινητική – και μπράβο του δηλαδή, που αποφάσισε να πει ο ίδιος τα τραγούδια του, όπως τα λέει, με τις όποιες... ωδειακές ατέλειες, παρά να τα έλεγε κάποιος καλλίφωνος ή καλλίφωνη. Τώρα, τι νομίζω πως κρύβεται πίσω απ’ αυτό το τραγούδι δεν θα το πω. Εξάλλου, ο καθένας μπορεί να δώσει, αν θέλει, τη δική του εξήγηση... και να ’ναι εκείνη η σωστή.
Στο «Μεγάλη θα φανεί η Παρασκευή» (το άλλο τραγούδι που λέει ο Βασίλης Κορακάκης) η μελωδία σε κερδίζει από την πρώτη στροφή (κουπλέ). Τραγούδι-αέρας, πηγαίο, με γερά πατήματα στους χρόνους, έτσι όπως αυτοί κατανέμονται στα λαϊκά πεντάγραμμα.
Από τα εξαιρετικά τραγούδια του δίσκου και το περισσότερο «ακη-πανικό» «Με του Κύκλωπα το μάτι» – και είναι απορίας άξιο πώς γράφονται σήμερα τόσο γειωμένα λαϊκά τραγούδια, όταν η πηγαία και ανόθευτη λαϊκότητα, αν δεν είναι από παντού εξορισμένη, όπου αυτή ψιλο-ανιχνεύεται, μοιάζει να παραπατάει και να παραπαίει.
Τέλος πάντων, δεν μαθαίνω τώρα τον Βαγγέλη Κορακάκη, και δεν θέλω να φανεί πως ανακαλύπτω τον τροχό – όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή δεν νοιώθω έτσι. Μπορεί να είμαι ενθουσιασμένος, ναι, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή, εδώ, ακούγονται πολύ σπουδαία τραγούδια, όχι για άλλο λόγο.
Ακούστε αυτόν τον δίσκο.
Επαφή: www.metronomos.gr