Οι Xylouris White είναι ένα μουσικό πάντρεμα μεταξύ του Γιώργου Ξυλούρη ή Ψαρογιώργη της μουσικής οικογένειας Ξυλούρη και του Jim White των Dirty Three. Το κρητικό λαούτο συναντά τα post-punk ντραμς με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Πριν από ένα μήνα περίπου κυκλοφόρησε και το πρώτο τους άλμπουμ που έχει τίτλο “Goats” στο οποίο την παραγωγή έκανε ο Guy Picciotto των Fugazi. O Picciotto μαγεύτηκε κυριολεκτικά από αυτά που έπαιζαν «Τους άκουγα να παίζουν όπως ακούω κάθε μπάντα χωρίς να έχω καμιά πληροφορία για την καταγωγή των μελωδιών ή τίποτα από όλα αυτά. Απλά ζούσα την δύναμη αυτού που έκαναν με ένα πολύ άμεσο τρόπο. Έχω εντυπωσιαστεί πραγματικά από αυτό που συμβαίνει με την μουσική τους» λέει.
Η επιτυχία ήταν απρόσμενη από την πρώτη στιγμή. Η φήμη της συνεργασίας τους απλώθηκε παντού και σύντομα ήρθαν οι περιοδείες σε ολόκληρο τον κόσμο και διθυραμβικά σχόλια στον ξένο τύπο για τις εμφανίσεις τους.
Προσπαθούμε να κάνουμε την συνέντευξη εδώ και δυο μήνες. Είναι στο "δρόμο" συνέχεια. Τους πετυχαίνω επιτέλους ένα πρωινό στην Αγγλία, κατά την διάρκεια της Ευρωπαϊκής περιοδείας τους. Έχουν ήδη ολοκληρώσει μια μεγάλη περιοδεία στην Αμερική. Μιλάμε μέσω Skype αλλά ο ήχος δεν είναι καλός. Πίνουν τον πρώτο καφέ της μέρας. Είναι ευδιάθετοι, χαμογελαστοί και αναμαλλιασμένοι! Το βλέμμα τους έχει μια σπιρτάδα μικρού παιδιού αλλά δεν μιλούν πολύ. Είναι νωρίς ακόμη εκεί που βρίσκονται.
«Γνωριστήκαμε στην Αυστραλία πριν από περίπου 25 χρόνια. Όταν και οι δυο μας ζούσαμε εκεί. Αφορμή ήταν οι κοινοί μας φίλοι και η μουσική. Μετά από λίγο καιρό παίξαμε για πρώτη φορά με τον Γιώργη. Ήταν καλεσμένος των Dirty Three και μετά ακολούθησαν άλλες συναυλίες με τους Xylouris Ensemble» αναφέρει ο Jim White.
Οι Xylouris Ensemble είναι ένα διεθνές σχήμα του Γιώργου Ξυλούρη. Μια ομάδα από 10 μουσικούς, ανάμεσα τους και τα 3 παιδιά του. Δημιουργήθηκαν την δεκαετία του 90 στην Αυστραλία, τα 8 χρόνια που έμεινε εκεί, Μετά επέστρεψε στα Ανώγεια της Κρήτης μαζί με την οικογένεια του. Η γυναίκα του - επίσης μουσικός - Shelagh Hannan είναι Αυστραλέζα και ήταν οικογενειακή φίλη του Jim White. Ο White σχημάτισε τους θρυλικούς και μουσικά ριζοσπαστικούς, Dirty Three μαζί με τον Warren Ellis (Nick Cave and the Bad Seeds) και τον Mick Turner το 1992 στην Μελβούρνη.
«Από όπου και αν έρχεσαι έχεις χρέος να μάθεις το πολιτιστικό ή οποιοδήποτε άλλο κομμάτι της κουλτούρας που σε ενδιαφέρει. Φτιάχνουμε μουσική μαζί σαν να είναι μια γλώσσα, μια συνομιλία.»
Τα πρώτα ψήγματα της μελλοντικής συνεργασίας τους φάνηκαν το 2009 στην διάρκεια του φεστιβάλ All Tomorrow’s Parties που επιτελούταν ο Nick Cave. O Ξυλούρης προσκάλεσε τον White να παίξει ντραμς μαζί με τον πατέρα του Ψαραντώνη πάνω στην σκηνή. Ο White ξαφνιάστηκε και αισθάνθηκε ότι δεν μπορεί να παίξει επειδή δεν γνώριζε την μουσική, αλλά τελικά τα κατάφερε. Το 2012 ο Jim White τους επισκέφτηκε στην Κρήτη και εκεί γεννήθηκε το πρότζεκτ, αυτοσχεδιάζοντας πάνω στην κριτική μουσική. Ο White έμαθε ακόμη και να χορεύει κριτικούς χορούς για να χωθεί πιο βαθιά στην μουσική παράδοση του τόπου.
«Η ιδέα να παίξουμε μαζί γυρνούσε στο κεφάλι μας εδώ και καιρό. Βέβαια ζούσαμε πλέον μακριά, σε διαφορετικά μέρη του κόσμου και ανταλλάσσαμε μουσική και συνομιλούσαμε εξ’ αποστάσεως»
Η επιτυχία ήταν απρόσμενη από την πρώτη στιγμή. Η φήμη της συνεργασίας τους απλώθηκε παντού και σύντομα ήρθαν οι περιοδείες σε ολόκληρο τον κόσμο και διθυραμβικά σχόλια στον ξένο τύπο για τις εμφανίσεις τους.
Έγραψαν στους ΝΥ Times γι’ αυτούς: «Είναι καλό που έχουν καταλήξει μαζί. Και οι δύο είναι καταπληκτικοί μουσικοί. Αν τους βλέπεις από μακριά με τους όρους της αγοράς o ένας είναι ένας παραδοσιακός καλλιτέχνης και ο άλλος μη-παραδοσιακός. (Ο κ. Ξυλούρης μένει κυρίως μέσα στην μουσική παράδοσης της οικογένειας του. Aπό τις αρχές των 90s, o κ. White ήταν ο ντράμερ του σπουδαίου ορχηστρικού γκρουπ, Dirty Three) Αλλά από κοντά κατά την διάρκεια ενός σετ τους στο Μπρούκλιν η διαφορά ήταν αμελητέα. Στην σκηνή, οι Xylouris White μοιάζουν και παίζουν σαν αδέρφια... Και οι δύο είναι γύρω στα 50 με σγουρά μαλλιά και μουστάκια και παρουσίες με έντονο στυλ»
«Όταν ηχογραφούσαμε τον δίσκο, μας άρεσε το αποτέλεσμα» λένε. «Το βρήκαμε ιδιαίτερα ανεξάρτητο, αλλά επίσης προσεγγίσημο. Νοιώθουμε οικεία στην Ελλάδα, στην Αυστραλία, στις ΗΠΑ όπως και σε άλλα μέρη. Στην Αμερική συναντήσαμε ένα πολύ-ποικίλο κοινό, με ιδιαίτερη ανταπόκριση και αποδοχή, ενθουσιώδες και καλοσυνάτο. Είναι όμορφο να βλέπεις όλους αυτούς τους Έλληνες να ξεπροβάλλουν από διάφορες πολιτείες και να αναμιγνύονται με τους Αμερικάνους και το αντίστροφο, και να διασκεδάζουν όλοι μαζί για συνεχόμενες βραδιές όπως έγινε π.χ. στο τουρνέ στις ΗΠΑ.»
Φυσικά όλα τα δημοσιεύματα γράφουν τα καλύτερα για το μοναδικό τρόπο που κατάφεραν να ταιριάξουν τις μουσικές τους καταβολές μιας και προέρχονται από δύο τελείως διαφορετικές κουλτούρες. Δεν φαίνεται όμως ότι δυσκολεύτηκαν και πολύ. Μέσα από την συνομιλία μας, βγάζουν μια μαγική χημεία μεταξύ τους που γίνεται αντιληπτή και στην μουσική τους.
«Παίζοντας μαζί, είναι κάτι που μας βγαίνει πολύ απλά και φυσικά. Και μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλον. Προερχόμαστε από διαφορετικά μουσικά είδη αλλά είναι και παρόμοια αν το καλοσκεφτείς,» μου λέει ο White και αμέσως προσθέτει ο Ξυλούρης «Από όπου και αν έρχεσαι έχεις χρέος να μάθεις το πολιτιστικό ή οποιοδήποτε άλλο κομμάτι της κουλτούρας που σε ενδιαφέρει. Φτιάχνουμε μουσική μαζί σαν να είναι μια γλώσσα, μια συνομιλία.»
Στο γυμνάσιο μου στη Μελβούρνη, το 70 τοις εκατό ήταν Έλληνες μαθητές. Όταν ήμουν παιδί ακόμα, είδα τον Θεοδωράκη σε μια συγκινητική συναυλία την περίοδο της εξορίας του.Αλλά η πραγματική μου επιρροή είναι τα τελευταία 25 χρόνια που ακούω Ψαραντώνη, Ψαρογιάννη, Ψαρογιωργη.» μου εκμυστηρεύεται ο White όταν τον ρωτάω αν είχε ποτέ επαφή με ελληνική μουσική πριν την γνωριμία του με τον Ξυλούρη.
Με τους Xylouris White φαίνεται ότι θέλουν να σπρώξουν τα όρια των μουσικών ειδών που αντιπροσωπεύουν και να τα ξεπεράσουν. Και το καταφέρνουν. Το άλμπουμ τους είναι ένας καταιγισμός από αχαρτογράφητους ήχους και αχανείς ρυθμούς. Η μουσική τους δεν μοιάζει να έχει κάποια συγκεκριμένη ταυτότητα ή γεωγραφία. Δεν φαίνεται ότι έχει σύνορα ούτε ότι ανήκει σε συγκεκριμένα είδη. Είναι ταυτόχρονα κρητική μουσική, ανατολίτικη, ποστ πανκ, τζαζ και φολκ.
Ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα κομμάτια του άλμπουμ είναι το “Psarantonis Syrto” μια διασκευή σε ένα παλιό κομμάτι που έχει γράψει ο πατέρας του Γιώργου. Είναι από τις ελάχιστες και ξεχωριστές στιγμές που ακούς να αποδίδεται τόσο φρέσκα ένα παραδοσιακό κομμάτι. «Είναι αφιερωμένο στον Ψαραντώνη με τον ήχο μας» μου σχολιάζουν, γελώντας. «Το άλμπουμ το ονομάσαμε Goats επειδή είμαστε κατσίκες. Είμαστε γίτσικοι. Και ο ήχος μας είναι γίτσικος από το αιγά.»
Αυτό που επίσης ξεχωρίζεις στο δίσκο και σε κομμάτια όπως το “Chicken Song” είναι μια αίσθηση αυτοσχεδιασμού και αμεσότητας. Σου δημιουργείται η εντύπωση ότι παίζουν εκείνη την ώρα μπροστά σου. Οι ζωντανές σας εμφανίσεις πόσο διαφέρουν από τις ηχογραφήσεις σας. Αυτοσχεδιάζετε καθόλου;
«Οι ηχογραφήσεις είναι και αυτές ζωντανές εκτελέσεις αλλά με διαφορετικό κοινό. Τείνουν να παράγουν ένα πιο σεμνό αποτέλεσμα που ίσως είναι καταλληλότερο για να το ακούσεις στο σπίτι για παράδειγμα. Οι συναυλίες έχουν και το κοινό που εμπλέκεται. Έτσι και αλλιώς κάθε εκτέλεση είναι διαφορετική είτε είναι στο στούντιο είδτε στη σκηνή. Η απάντηση στην ερώτηση του αυτοσχεδιασμού είναι πολύπλοκη. Δείχνει σαν αυτοσχεδιασμός για τη μια κουλτούρα αλλά μπορεί σε κάποια άλλη να μην θεωρείτε αυτοσχεδιασμός ακριβώς. Στην ουσία όμως είμαστε η φύση μας, έτσι γεννηθήκαμε και βασιζόμαστε στις παραδόσεις μας και στα συναισθήματα της στιγμής.»
Όταν όμως σκέφτεσαι ότι ο Γιώργος Ξυλούρης προέρχεται από μια οικογένεια με τόσο μεγάλη μουσική ιστορία σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσο «βαρύ» είναι το όνομα του. Ο θείος του είναι ο Νίκος Ξυλούρης και από πολύ μικρό παιδί έμαθε να παίζει κρητικό λαούτο από τον θείο του τον Ψαρογιάννη. Όταν ήταν 11 χρονών συνήθιζε να παίζει μαζί με τον πατέρα του σε πανηγύρια και γιορτές σε όλη την Κρήτη. Αν και το λαούτο θεωρείται συνοδευτικό όργανο της φωνής, ανέπτυξε το δικό του στυλ παιξίματος και το προσέγγιζε πάντοτε σαν το κεντρικό μελωδικό όργανο.
«Δεν νιώθω το όνομα σαν ένα βάρος που κουβαλώ στη πλάτη. Με κάνει να νιώθω ελαφρύς. Μου δίνει φτερά να πετάξω, όχι το όνομα καθ’αυτό αλλά η ιστορία του»
Και στον δίσκο όμως το λαούτο ακούγεται πιο απελευθερωμένο από ποτέ. Αισθάνθηκε καθόλου περιοριστικά σε σχέση με την εθνικότητα του στο εξωτερικό;
«Βρίσκω ότι η εθνικότητα έρχεται μετά την προσωπικότητα. Ο πολιτισμός που φέρεις μέσα σου χτίζει τη προσωπικότητα σου και τον ήχο σου. Και η προσωπικότητα και ο ήχος που κουβαλώ μέσα μου έρχεται από το τόπο μου και οι διάφοροι άνθρωποι έρχονται να δουν και να ακούσουν τη μουσική και τους αρέσει.»
Επόμενα σχέδια;
«Είμαστε στο Brighton αυτή τη στιγμή και ετοιμαζόμαστε να πάμε σε ένα ελληνικό εστιατόριο να πιούμε μια μπύρα να φάμε χόρτα, κολοκυθανθούς. Ρωτήσαμε αν έχουνε κατσίκα αλλά έχουν μόνο αρνάκι για απόψε. Δεν θα έχουμε πρόβλημα με αυτό. Ο Φάνης (Κασσούρος) δεν βλέπει την ώρα για μια ρακί μπροστά στη θάλασσα, λίγο απάκι. Νομίζω ότι θα πάω μαζί του.»
_______
To άλμπουμ τους Goats κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2014 από την αμερικάνικη Other Music Recording Company.
Θα εμφανιστούν στο πλαίσιο του Plissken Festival σήμερα Παρασκευή 5 Ιουνίου το απόγευμα.
σχόλια