Λογοτεχνία και τηλεόραση έχουν συνάψει εδώ και πέντε δεκαετίες μια μακρά και στενή σχέση αγάπης, έναν επιτυχημένο «γάμο», και η στροφή των καναλιών στη μυθοπλασία ξανά δείχνει την προσδοκία και τη φιλοδοξία οι σειρές που θα προκύψουν να ξεπεράσουν κάθε επιτυχία των προηγούμενων ετών, όταν οι θεατές καθηλώνονταν νιώθοντας δέος, ταυτιζόμενοι με όσα έβλεπαν στη μικρή οθόνη, που αποτελούσαν θέμα καθημερινής συζήτησης σε κάθε κοινωνική συναναστροφή.
Το κοινό παρακολουθούσε φανατικά στους ασπρόμαυρους δέκτες του, στα δυο κρατικά κανάλια, το πέντε και το έντεκα, τις περιπέτειες των αξεπέραστων λογοτεχνικών ηρώων. Σε μια Ελλάδα πολύ διαφορετική από τη σημερινή, ο κόσμος κλεινόταν στο σπίτι του, συχνά μαζί με όλη τη γειτονιά ‒ξεχάστε το «κάθε δωμάτιο και τηλεόραση»‒, ή μαζευόταν στα καφενεία για να παρακολουθήσει σειρές των οποίων η θεαματικότητα σήμερα μοιάζει ασύλληπτη ‒ όσο προβάλλονταν, ερήμωναν κυριολεκτικά οι δρόμοι.
Η σειρά το «Φως του Αυγερινού», δημοφιλής στην εποχή της, έμεινε αξέχαστη στους τηλεθεατές, γιατί ο σεισμός του 1981 των 6,6 Ρίχτερ συνέβη ακριβώς επάνω στο 12ο επεισόδιο, με τους πιο τολμηρούς να μπαίνουν πάλι στα σπίτια τους για να μη χάσουν τη συνέχεια.
Οι γεννημένοι μετά το 1970 δεν αναγνωρίζουν σήμερα πολλούς τίτλους που έμειναν αξέχαστοι, είχαν καθολική αποδοχή, ανήκουν στην πρώτη φουρνιά της ελληνικής τηλεόρασης, αλλά δυστυχώς οι κόπιες τους δεν διασώθηκαν.
Το οπτικοακουστικό πείραμα με επίκεντρο τους μεγάλους Έλληνες συγγραφείς από τον δέκατο ένατο αιώνα μέχρι τη γενιά του ’30 (Καζαντζάκης, Παπαδιαμάντης, Ξενόπουλος, Καραγάτσης, Τερζάκης, Βενέζης, Πολίτης, Αθανασιάδης, Στράτης Μυριβήλης κ.ά.) άνοιξε τον δρόμο και για τα ιδιωτικά κανάλια ώστε να επενδύσουν μεγαλύτερα κονδύλια σε τηλεοπτικές μεταφορές έργων κλασικών και συγχρόνων Ελλήνων συγγραφέων.
Στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης διακρίνονται δύο περίοδοι ‒στην πρώτη υπάρχουν μόνο τα κρατικά κανάλια, στη δεύτερη και τα ιδιωτικά‒, κατά τη διάρκεια των οποίων μεταφέρθηκαν περισσότερα από 170 έργα της ελληνικής λογοτεχνίας, από ιστορικά μυθιστορήματα μέχρι αστυνομικά, με θεματολογία σχετική με μεγάλες ερωτικές ιστορίες και κοινωνικές τοιχογραφίες. Το ψυχαγωγικό κομμάτι των καναλιών στηρίχτηκε επανειλημμένα στο διαχρονικά επίκαιρο μήνυμα των μυθιστορημάτων που κατά καιρούς διασκευάζονταν. Αυτή η σχέση ήταν επωφελής και για τις δύο πλευρές: η τηλεόραση εξασφάλιζε από το πρώτο επεισόδιο θεαματικότητα χάρη στη δημοφιλία του βιβλίου και αν η σειρά είχε επιτυχία, έστελνε μια νέα γενιά αναγνωστών στα βιβλιοπωλεία να αναζητήσει το βιβλίο στο οποίο είχε βασιστεί η σειρά.
Οι γεννημένοι μετά το 1970 δεν αναγνωρίζουν σήμερα πολλούς τίτλους που έμειναν αξέχαστοι, είχαν καθολική αποδοχή, ανήκουν στην πρώτη φουρνιά της ελληνικής τηλεόρασης, αλλά δυστυχώς οι κόπιες τους δεν διασώθηκαν. Ήταν οι γυρισμένες σε φιλμ σειρές των κρατικών καναλιών που πάνω τους γράφτηκαν ποδοσφαιρικοί αγώνες ή άλλες εκπομπές. Μας τις θυμίζουν σήμερα μερικές θολές φωτογραφίες και η συλλογική μνήμη ενός κοινού στην οποία έμειναν χαραγμένες για πάντα.
Μαντάμ Σουσού
Το 1972, πριν από τον «Άγνωστο Πόλεμο», αρχίζει να προβάλλεται η «Μαντάμ Σουσού», βασισμένη στο σατιρικό μυθιστόρημα του Δημήτρη Ψαθά που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1939 στο περιοδικό «Θησαυρός» με τη μορφή εβδομαδιαίων αυτοτελών ευθυμογραφημάτων. Στη σειρά τον ρόλο της φαντασιόπληκτης Σουσούς που θέλει να εγκαταλείψει τον Βύθουλα για να σαλπάρει για το Κολωνάκι κρατούσε η Άννα Παϊτατζή και αυτόν του ιχθυοπώλη συζύγου της Παναγιωτάκη ο Ιάκωβος Ψαρράς. Παίχτηκαν 65 επεισόδια και από αυτά σήμερα δεν σώζεται κανένα. Το 1986, μετά από τις σειρές βασισμένες σε έργα του Ψαθά («Η Θέμις έχει κέφια», «Μια υπέροχη γλωσσού»), και την ίδια χρονιά με την «Οικογένεια Βλαμένου», η «Μαντάμ Σουσού» επαναλαμβάνεται με την Άννα Παναγιωτοπούλου σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της και τον Θανάση Παπαγεωργίου, σε 26 επεισόδια.
Γυφτοπούλα
Από τους «Εμπόρους των Εθνών» το 1973 μέχρι τον «Βαρδιάνο στα σπόρκα» το 2021, έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση πάνω από τέσσερις φορές, ασκώντας διαχρονική γοητεία στους τηλεθεατές. Οι «Έμποροι των Εθνών» το 1973 ήταν η πρώτη σειρά βασισμένη στην ελληνική λογοτεχνία που έπαιξε απέναντι από τον «Άγνωστο Πόλεμο», καταφέρνοντας να αναμετρηθεί με την πιο δημοφιλή τότε σειρά. Στους τίτλους της σειράς ακουγόταν η φωνή του Νίκου Ξυλούρη στο τραγούδι του Σ. Ξαρχάκου «Ήτανε μια φορά». Την επιτυχία αυτή διαδέχτηκε το 1974 η «Γυφτοπούλα» με πρωταγωνίστρια την Κατερίνα Αποστόλου, της οποίας η εικόνα με τις μακριές πλεξούδες γέμισε τα εξώφυλλα των εβδομαδιαίων περιοδικών ποικίλης ύλης. Η «Γυφτοπούλα» ήταν από τα δημοφιλέστερα τηλεοπτικά προγράμματα της σεζόν 1974-1975 της ΥΕΝΕΔ.
Η αναδυομένη
Δέκα έργα του Γρηγορίου Ξενόπουλου μεταφέρθηκαν στην τηλεόραση από το 1975 μέχρι το 1990, με τον Ερρίκο Ανδρέου, που έχει υπογράψει μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της, να έχει σκηνοθετήσει κάποια από αυτά με πρωταγωνίστρια τη Νόρα Βαλσάμη. Μετά την «Αφροδίτη» του 1977, το 1978 ο κόσμος ταξίδεψε νοερά στην εξοχή της Ζακύνθου, στη βίλα του κόντε Λάντος, για να δει τη Νόρα Βαλσάμη να τη διεκδικούν δυο αδέλφια, ο Δάνης Κατρανίδης και ο Πάνος Χατζηκουτσέληςμ, και ταυτόχρονα το πρώτο «σεμνό» ερωτικό τρίγωνο να κάνει πρεμιέρα στους ασπρόμαυρους δέκτες κάθε Παρασκευή. Η τηλεοπτική καριέρα των έργων του Ξενόπουλου σταμάτησε όταν τα έργα εποχής δεν συγκινούσαν πλέον το κοινό και η ελληνική τηλεόραση στράφηκε σε πιο σύγχρονα θέματα.
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται
Όταν μιλάμε για βαρύ πυροβολικό, εννοούμε κάτι σαν τη σειρά «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Νίκου Καζαντζάκη, που προβλήθηκε το 1975 σε πενήντα επεισόδια, καθηλώνοντας το κοινό. Ήταν η σειρά με την οποία η κρατική τηλεόραση έκανε το επόμενο βήμα στην παραγωγή μεγάλων τηλεοπτικών σειρών. Ο κόσμος ταυτίστηκε με τους ήρωες της σειράς, ενώ γεννήθηκε και ο απόλυτος σταρ της τηλεόρασης εκείνη την εποχή, ο ηθοποιός Αλέξης Γκόλφης στον ρόλο του Μανωλιού που υποδυόταν τον Χριστό στην αναβίωση ενός τοπικού εθίμου στη Λυκόβρυση της Μικράς Ασίας. Ο κόσμος τον σταματούσε στον δρόμο, βλέποντας στο πρόσωπό του τον Χριστό και μέχρι τον θάνατό του –πέθανε άστεγος και μόνος το 2007‒ ήταν ταυτισμένος με την τηλεοπτική σειρά. Όσο παιζόταν, υπήρξε και ένα δραματικό περιστατικό: τρία παιδιά στην Πτολεμαΐδα έκαναν αναπαράσταση της σκηνής του θανάτου δι’ απαγχονισμού του Σεΐζη, με αποτέλεσμα ένας 9χρονος να πεθάνει από ασφυξία.
Οι Πανθέοι
Από τις μεγαλύτερες επιτυχίες, οι «Πανθέοι» του Τάσου Αθανασιάδη έφεραν το ελληνικό αστικό μυθιστόρημα στα σαλόνια, με το κοινό να αγωνιά για την ερωτική ιστορία της Μάρμως Πανθέου, την οποία υποδυόταν η Κάτια Δανδουλάκη ‒στην πρώτη της μεγάλη της επιτυχία στην ελληνική τηλεόραση, στην οποία πρωταγωνιστεί επί σαράντα χρόνια‒, με τον με τον όμορφο Κίτσο (Στέλιο Καλογερόπουλο). Επί 100 επεισόδια, από το 1977 έως το 1979, ο κόσμος ήταν διχασμένος όσον αφορά την ηθική της γυναίκας που απάτησε τον κοσμαγάπητο από τον «Άγνωστο πόλεμο» τηλεοπτικό σύζυγό της Άγγελο Αντωνόπουλο. Η σειρά εκτίναξε τις πωλήσεις του περιοδικού «Ραδιοτηλεόραση» που δημοσίευε το επεισόδιο της Παρασκευής σε φωτορομάντζο το Σάββατο, όταν κυκλοφορούσε, και η Κάτια Δανδουλάκη, η πέτρα του σκανδάλου, τελικά κρίθηκε σκληρά από το κοινό ως μοιχαλίδα και πόρνη ‒ ήταν πρώτο θέμα συζήτησης σε κομμωτήρια και καφενεία που συντόνιζαν τους δέκτες τους με το δημοφιλέστερο τηλεοπτικό πρόγραμμα της σεζόν 1978-1979.
Το Λεμονοδάσος
Πολύ περισσότεροι πρώτα είδαν και στη συνέχεια διάβασαν το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη «Λεμονοδάσος» που το 1978 κρατούσε κάθε Σάββατο τον κόσμο που ήταν λίγο πιο ψαγμένος στο σπίτι του. Η γενική εντύπωση για μια σειρά που σήμερα θεωρείται αριστουργηματική για τα δεδομένα της τότε τηλεόρασης ήταν πως είναι αργή. Δεν έκανε ποτέ, ούτε στις επαναλήψεις της, καλά νούμερα τηλεθέασης. Η Τώνια Μαρκετάκη σκηνοθετούσε και δυο ηθοποιοί που ο περισσότερος κόσμος γνώρισε και αναγνώριζε επί πολλά χρόνια λόγω της σειράς ήταν οι πρωταγωνιστές, η Ελεονώρα Σταθοπούλου και ο Γιάννης Ζαβραδινός. Τα χρόνια που ακολούθησαν η εμβληματική ιστορία του Πολίτη και η μεταφορά της εκτιμήθηκαν για το ύφος, την αισθητική και τα γυρίσματα, που ήταν κινηματογραφικά, σε φυσικούς χώρους.
Ο συμβολαιογράφος
Μέχρι το τέλος της ζωής του Στάθη Ψάλτη η συγκλονιστική παρουσία του ως γραφιά στον «Συμβολαιογράφο» του Ραγκαβή έκανε πολλούς να σκεφτούν ότι είναι ένα αδικημένο ταλέντο σε ένα είδος που ο ίδιος δεν προτίμησε ποτέ. Το κοινωνικό σίριαλ εποχής που διαδραματίζεται στην Κεφαλονιά, με τον κόντε Νανέτο να αποκληρώνει τον τυχοδιώκτη ανιψιό του Γεράσιμο, ενώ αυτός πλαστογραφεί την υπογραφή του θείου του και τον δολοφονεί, ήταν μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ΕΡΤ το 1979, που προβλήθηκε σε είκοσι επεισόδια και σύστησε στο κοινό έναν από τους ωραιότερους ζεν πρεμιέ της εποχής, τον Αλμπέρτο Εσκενάζυ, ο οποίος, αν και τυχοδιώκτης και δολοφόνος στη σειρά, κατάφερε, σε αντίθεση με τη Μάρμω Πανθέου, να αποκτήσει χιλιάδες φανατικές θαυμάστριες.
Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια
Η διάσημη νουβέλα του Στράτη Μυριβήλη «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια», που γυρίστηκε το 1979 σε 14 επεισόδια σκηνοθετημένα από Κώστα Αριστόπουλου, ήταν μια ακόμα επιτυχία της κρατικής τηλεόρασης. Γυρίστηκε στη Λέσβο με φόντο τη φύση και τα αρχοντικά της και πρωταγωνιστές τον Γιάννη Φέρτη, την Κάτια Δανδουλάκη, την Ειρήνη Ιγγλέση, την Τάνια Τσανακλίδου και τον Νικήτα Τσακίρογλου, με τη Σαπφώ Βρανά, τη δασκάλα του νησιού, να αποτελεί έναν πολύ εντυπωσιακό τύπο φεμινίστριας της εποχής. Το κοινό ταυτίστηκε με τους ήρωες του Μυριβήλη και η σειρά είχε μεγάλη τηλεθέαση για τα δεδομένα της εποχής.
Λωξάντρα
Ένα μπεστ-σέλερ της ελληνικής λογοτεχνίας, η Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, ήταν από τις τελευταίες ασπρόμαυρες σειρές της ΕΡΤ. Προβλήθηκε σε τριάντα επεισόδια, με την Μπέτυ Βαλάση στον «ρόλο της ζωής της», όπως έγραφαν τα περιοδικά, γυρίστηκε σε φιλμ και ήταν η μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία του 1980. Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε το 1963, μετά την προβολή της έκανε δέκα εκδόσεις σε τρία χρόνια. Με πλήθος λαογραφικών στοιχείων και ιστορικές και πολιτικές αναφορές στην Κωνσταντινούπολη πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έφερε σε πρώτο πλάνο, διά στόματος της εμβληματική μαγείρισσας Λωξάντρας, την πολίτικη κουζίνα, ενώ δημιούργησε ένα πρωτόγνωρο ενδιαφέρον για τον ελληνισμό της Πόλης και τις συνήθειές του.
Αστροφεγγιά
Η τελευταία μεγάλη επιτυχία της μεταπολιτευτικής τηλεόρασης πριν από την αλλαγή που έφερε το ΠΑΣΟΚ σε επίπεδο επιλογών των σήριαλ, η «Αστροφεγγιά» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου με πρωταγωνιστή τον επαρχιώτη φοιτητή Άγγελο Γιαννούζη και θέμα τις συγκρούσεις, ταξικές και ιδεολογικές μιας παρέας νέων ανθρώπων με διαφορετικό οικονομικό υπόβαθρο έφερε στο προσκήνιο νέους πρωταγωνιστές όπως ο Γιώργος Κιμούλης, ο Αντώνης Καφετζόπουλος, ο Γρηγόρης Βαλτινός, η Ράνια Οικονομίδου αλλά και παλιότερους όπως η Νέλλη Αγγελίδου και ο Σταύρο Ξενίδη. Ήταν μία από τις πρώτες έγχρωμες σειρές της ελληνικής τηλεόρασης σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου που προβλήθηκε σε δυο κύκλους είκοσι έξι επεισοδίων και σημείωσε μεγάλη επιτυχία, κατακτώντας το τότε «νεανικό κοινό».
Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα
Η αστυνομική λογοτεχνία, ειδικά τα έργα του Γιάννη Μαρή, αγαπήθηκε πολύ από τους δημιουργούς της τηλεόρασης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο «Θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα» που προβλήθηκε το 1986 από την ΕΡΤ2 ήταν η σειρά με τη μεγαλύτερη τηλεθέαση. Μόνο ένα επεισόδιο είχε χαμηλή τηλεθέαση, το 9ο, λόγω της ταυτόχρονης μετάδοσης του τελικού του Eurobasket το 1987 από την ΕΡΤ1. Σε αυτήν τη σειρά εμφανίζεται για πρώτη φορά ο αστυνόμος Μπέκας που υποδυόταν ο Σταύρος Ξενίδης. Η σειρά άργησε να προβληθεί έναν χρόνο γιατί εν τω μεταξύ ο Τζίμης Κορίνης, που έγραφε το σενάριο, και ο σκηνοθέτης Ερρίκος Ανδρέου, ήταν στα δικαστήρια. Η Μιμή Ντενίση υποδυόταν τη μυστηριώδη Μάγδα Κώνστα και μέχρι σήμερα αυτός θεωρείται ο πιο επιτυχημένος ρόλος της στην τηλεόραση.
Ο κίτρινος φάκελος
Ένα χρόνο αφότου άρχισε να εκπέμπει ο ΑΝΤ1, το 1990, μεταφέρεται στη μικρή οθόνη ο «Κίτρινος φάκελος» του Μ. Καραγάτση, του οποίου τα έργα έγιναν τηλεοπτικές επιτυχίες και αργότερα (Λιάπκιν, Γιούγκερμαν, Δέκα). Ο ίδιος ο συγγραφέας το θεωρούσε ως το πιο άρτιο μυθιστόρημά του. Τη σκηνοθεσία υπέγραφε ο Κώστας Κουτσομύτης, το σενάριο ο Βαγγέλης Γκούφας. Πρωταγωνιστούσαν ο Γιώργος Κιμούλης και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ‒ ήταν ο πρώτος της πρωταγωνιστικός ρόλος στην τηλεόραση. Τα τριάντα εννιά επεισόδια του σίριαλ που είχε το πιο υψηλό μπάτζετ εκείνη την εποχή λειτούργησαν ως παράδειγμα για τα υπόλοιπα κανάλια, παρακινώντας τα να επενδύσουν σε ποιοτικές παραγωγές.
Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά
Ο θεατρικός συγγραφέας Κώστας Μουρσελάς υπέγραψε το «Εκείνος και Εκείνος» μέσα στη χούντα, το 1972, μια πικρή σάτιρα στην που είχε ως κεντρικούς ήρωες δυο περιπλανώμενους τύπους που υποδύονταν ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος. Το πρώτο του μυθιστόρημα, τα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά», είναι μια τοιχογραφία της μεταπολεμικής Αθήνας με ήρωα τον Λούη, έναν από τους πιο αξιομνημόνευτους χαρακτήρες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωραίο, τεμπέλη και άθεο. Προβλήθηκε από τον ΑΝΤ1 το 1992, ήταν από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του καναλιού που μετρούσε λίγα χρόνια ζωής, με τον Γιώργο Νταλάρα να ερμηνεύει το τραγούδι των τίτλων και τον Γιώργο Νινιό να γίνεται ο ζεν πρεμιέ της εποχής. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη έγινε σταρ πρώτου μεγέθους, ακολουθώντας την επιτυχία της στον «Κίτρινο Φάκελο».
Οι φρουροί της Αχαΐας
Ενώ έχουν προηγηθεί οι «Πανθέοι» και η σαρωτική επιτυχία τους, το Mega παρουσιάζει το 1992 την τηλεοπτική διασκευή των «Φρουρών της Αχαΐας» του Τάσου Αθανασιάδη. Αντίστοιχη σειρά είχε γυριστεί και το 1981 και επρόκειτο να προβληθεί απ’ την ΕΡΤ, όμως η αλλαγή της διοίκησης που έφερε τον Βασίλη Βασιλικό στο τιμόνι της ΕΡΤ μετά τις εκλογές της ίδιας χρονιάς την ακύρωσε. Σε σαράντα επεισόδια και με φόντο την αχαΐκή γη παρακολουθούμε τον βίο και την πολιτεία της οικογένειας Βίλλη, που ίδρυσε την πρώτη βιομηχανία κρασιών στην Ελλάδα, και το κοινωνικό μωσαϊκό της εποχής στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Στη σειρά ξεχώριζε ένα μεγάλο καστ ηθοποιών που περιλάμβανε τους Άννα Συνοδινού, Μιμή Ντενίση, Στράτο Τζώρτζογλου, Βλαδίμηρο Κυριακίδη και τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη στην πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση.
Πρόβα Νυφικού
Από τις πιο δημοφιλείς σειρές στην ιστορία της ιδιωτικής τηλεόρασης, η «Πρόβα Νυφικού», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Ντόρας Γιαννακοπούλου, αρχίζει να προβάλλεται το 1995 στον ΑΝΤ1 με την Πέμυ Ζούνη, τον Γρηγόρη Βαλτινό και την Αλεξανδριανή Σικελιανού στον ρόλο της γλυκιάς και ταπεινής Αγγελικούλας, που παρά το πολύ εντυπωσιακό της ντεμπούτο, αργότερα ακολούθησε τη μοναστική ζωή. Ερωτικό δράμα που εκτυλίσσεται στο Γαλαξίδι και αφηγείται τη δραματική ιστορία μιας αστικής οικογένειας στη διάρκεια της Κατοχής. Το τραγούδι των τίτλων που ερμήνευε η Μαρινέλλα έγινε επίσης μεγάλη επιτυχία. Κουτσομύτης και Γιαννακοπούλου συναντήθηκαν ξανά τρία χρόνια αργότερα στη μεταφορά του «Μεγάλου Θυμού» στο Mega, με πρωταγωνιστές τον Γρηγόρη Βαλτινό και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.
Η αγάπη άργησε μια μέρα
Ενώ η ιδιωτική τηλεόραση έχει μπει στο παιχνίδι της μεταφοράς λογοτεχνικών έργων, η ΕΡΤ κάνει το 1997 μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της με τη σειρά «Η αγάπη άργησε μια μέρα», ένα μπεστ-σέλερ της Λιλής Ζωγράφου, μια υπερπαραγωγή που λάτρεψε το κοινό, με εντυπωσιακά εξωτερικά γυρίσματα, δεκαοκτώ επεισόδια, μια πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών, ανάμεσα στους οποίους ο Μηνάς Χατζησάββας, η Καρυφυλλιά Καραμπέτη και η Πέγκυ Τρικαλιώτη, και αφηγητή τον Γιώργο Μοσχίδη. Η σειρά, που ξεκινά με την ιστορία μιας οικογένειας που κρύβει έναν Ιταλό αντιφασίστα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο οποίος γίνεται η αιτία ενός οικογενειακού εμφυλίου, και συνεχίζει ως καταδίκη της κοινωνικής υποκρισίας έφεραν τη σειρά στην πρώτη γραμμή των επιτυχιών της δεκαετίας του ’90.
Η αίθουσα του θρόνου
Το 1998 το Mega προβάλλει άλλο ένα μυθιστόρημα του Τάσου Αθανασιάδη, την «Αίθουσα του θρόνου», μία από τις πιο ακριβές τηλεοπτικές παραγωγές στην Ελλάδα με φόντο τη Σύρο, τριάντα πέντε ηθοποιούς και χιλιάδες κομπάρσους. Κάθε επεισόδιο κόστιζε 19.000.000 δραχμές, ποσό μυθικό για εκείνη την εποχή. Αλέκος Αλεξανδράκης, Νίκος Ρίζος ‒που πέθανε την ημέρα προβολής του τελευταίου επεισοδίου της σειράς‒, Μίμης Κουγιουμτζής και Ρένη Πιττακή σε πρώτη εμφάνιση στη μικρή οθόνη και εντυπωσιακό ντεμπούτο στη μικρή οθόνη για τη Μαρία Ναυπλιώτου. Η σκηνοθεσία ήταν της Πηγής Δημητρακοπουλου. Μέχρι σήμερα θεωρείται ως μία από τις καλύτερες τηλεοπτικές μεταφορές μυθιστορήματος στη μικρή οθόνη.
Οι μάγισσες της Σμύρνης
Όταν κυκλοφόρησαν το 2001, οι Μάγισσες της Σμύρνης της Μάρας Μεϊμαρίδου έστειλαν κυριολεκτικά τον κόσμο στις καφετζούδες Το 2005 έγινε σειρά στο Mega, με ακριβά γυρίσματα, συναρπαστική πλοκή με φόντο τη Σμύρνη, σκηνοθέτη τον πολύ έμπειρο σε επιτυχημένες τηλεοπτικές μεταφορές Κώστα Κουτσομύτη και τη Φιλαρέτη Κομνηνού με τη Μαρία Τζομπανάκη να μαγεύουν το κοινό, ζωντανεύοντας την ιστορία μιας Σμυρνιάς που γνώρισε μια Τουρκάλα και μυήθηκε στη μαγεία για να παγιδεύει άνδρες. Ήταν η μεγαλύτερη παραγωγή και η πιο ακριβή εκείνη τη χρονιά και η επιτυχία της δικαίωσε τους παραγωγούς της σειράς.
Δέκα
Το 2007 ο ALPHA αναγγέλλει μια υπερπαραγωγή, τη μεταφορά του τελευταίου ανολοκλήρωτου μυθιστορήματος του Καραγάτση Δέκα με το πιο εντυπωσιακό καστ εκείνης της χρονιάς. Στα δεκαοκτώ επεισόδια, που είχαν χιλιάδες φανατικούς τηλεθεατές, οι κάτοικοι του Δέκα, του κτιρίου των παλιών οινοποιείων Καλογερά, καθημερινοί άνθρωποι του μεροκάματου και της φτώχειας και οι ιστορίες τους ζωντανεύουν μέσα από εξαιρετικούς ηθοποιούς κυρίως του θεάτρου, από τον Δημήτρη Καταλειφό, τη Λυδία Φωτοπούλου, τη Ρένη Πιττακή και την Κόρα Καρβούνη μέχρι τον Δημήτρη Ήμελλο, τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, τη Ράνια Οικονομίδου, τον Αλέξανδρο Λογοθέτη κ.ά., κάτι που έκανε τη σειρά προσιτή και στο θεατρόφιλο κοινό. Η μουσική ήταν της Ελένης Καραΐνδρου.
Το νησί
Το 2010, το Mega, με το «Νησί», τη δραματική σειρά που βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ, σαρώνει τις τηλεθεάσεις: το πρώτο επεισόδιο σημείωσε 55,7% και το τελευταίο 64,6%. Από τις καλύτερες δραματικές σειρές που έχουν προβληθεί στην ελληνική τηλεόραση, το μπεστ-σέλερ της Χίσλοπ πούλησε μόνο στην Ελλάδα περίπου 200.000 βιβλία. Η ιστορία της 18χρονης Βρετανής που φτάνει στην Κρήτη για να μάθει την ιστορία της οικογένειάς της και όσα συνέβαιναν στη Σπιναλόγκα λόγω της νόσου του Χάνσεν, καθηλώνει εκατομμύρια τηλεθεατές, παρά το «στενόχωρο θέμα της». Τα είκοσι έξι επεισόδια κόστισαν τέσσερα εκατομμύρια ευρώ και είναι ίσως η πιο ακριβή σειρά που γυρίστηκε στην Ελλάδα. Οι τηλεθεατές ταυτίστηκαν με τους πονεμένους και τον αγώνα τους για επιβίωση, δικαιώνοντας τις προσδοκίες του καναλιού.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.