Παρακολουθώντας κάποιος την καλλιτεχνική πορεία του Uwe Schmidt, το πιο πιθανό είναι να εντυπωσιαστεί από τα εξήντα έξι διαφορετικά ψευδώνυμα με τα οποία έχει ηχογραφήσει. Η αλήθεια είναι ότι ο εξωφρενικός αριθμός των διαφορετικών project που εμφανίζεται στη δισκογραφία όλα αυτά τα χρόνια -από το 1988 που πρωτοεμφανίστηκε ως «Lassigue Bendthaus»- δεν είναι το πιο περίεργο χαρακτηριστικό της καριέρας του. Τον Uwe Schmidt τον εκτίμησα κάπου στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, όταν έφυγε από την Ευρώπη κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Σαντιάγο της Χιλής. Είχε δηλώσει τότε ότι φεύγει «για να ξεφύγει από την ευρωπαϊκή επίδραση της μουσικής», υπονοώντας προφανώς όλο αυτόν το χαμό που γινόταν εκείνη την εποχή με το techno και την αδιέξοδη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί μετά το «μπαμ» με τη σκηνή της Φρανκφούρτης. Ο Schmidt είναι γέννημα θρέμμα της γερμανικής πόλης και έζησε την έκρηξη του techno από το ξεκίνημά της. «Όταν άρχισα να κυκλοφορώ δίσκους περιτριγυριζόμουν από ανθρώπους που είχαν έναν ενθουσιασμό γι' αυτό το νέο μουσικό είδος» λέει, «ανθρώπους που είχαν ξεκινήσει το κίνημα στη Φρανκφούρτη το 1990. Πολλοί DJs ήταν φίλοι μου, άνθρωποι που έφτιαχναν δισκογραφικές, και, ξαφνικά, χωρίς να το πάρω είδηση, βρέθηκα στη μέση όλου αυτού που έγινε η «σκηνή της Φρανκφούρτης» και έγινα μέρος της. Έκανα απλά αυτό που έβρισκα διασκεδαστικό χωρίς να έχω επίγνωση των μουσικών όρων και των κατατάξεων σε είδη. Όταν αργότερα ξεκίνησε να ταξινομείται άρχισα να μην αισθάνομαι βολικά. Από τη στιγμή που κάτι μπορεί να το κατατάξεις για μένα είναι νεκρό. Αυτό συνέβη και με το techno. Τις πρώτες πρώτες μέρες του δεν υπήρχε όρος για να το χαρακτηρίσεις, άλλαζε όνομα όλη την ώρα και δεν μπορούσες να το ορίσεις. Έπειτα, το 1994, όλοι μιλούσαν για techno και είχα την αίσθηση ότι "αυτό ήταν, τελείωσε!"». Το 1994 ίδρυσε τη δική του δισκογραφική εταιρεία, τη Rather Interesting, «επειδή είχα αρχίσει πραγματικά να βαριέμαι να μην μου επιτρέπεται από τις εταιρείες να κάνω ό,τι μουσική ήθελα. Οτιδήποτε κι αν έφτιαχνα οι άνθρωποι έλεγαν όχι. Το techno είναι αυτό που συμβαίνει τώρα, γιατί δεν φτιάχνεις απλά techno;». Αγωνιζόμουν να φτιάχνω διαφορετικό υλικό και δεν μπορούσα να βρω εταιρεία. Το να βρεις εταιρεία ήταν πολύ πιο δύσκολο από το να φτιάχνεις μουσική». Το 1997 ο Schmidt πήρε την απόφαση να μετακομίσει στη Χιλή, υιοθετώντας το πιο αναγνωρίσιμο (και μάλλον γελοίο) ψευδώνυμο «Senor Coconut». Και το πιο πετυχημένο του. Ως Senor Coconut κυκλοφόρησε το El Baile Alemán το 2000, το άλμπουμ με τις διασκευές των Kraftwerk που τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμου, από την Αμερική μέχρι την Ιαπωνία, μια λάτιν προσέγγιση των τραγουδιών των πρωτοπόρων της electronica. Συνδυάζοντας τη μουσική δύο διαφορετικών κόσμων -τα παραδοσιακά νοτιοαμερικάνικα όργανα, ήχους ραδιοφωνικών σταθμών στην ισπανική γλώσσα και θορύβους μηχανών με τον ήχο των κλαμπ στις αρχές των ‘90s- έδωσε μια νέα διάσταση στα κομμάτια των Kraftwerk. Το ίδιο που έκανε και στο επόμενο άλμπουμ του Pop Artificielle στo «Ashes to ashes» του Bowie, στο «Be near me» των ABC και στο «Sunshine Superman» του Donovan. «Μου αρέσει να δημιουργώ έναν ψεύτικο κόσμο, έναν κόσμο που έχω εφεύρει, αυτό όμως δεν σημαίνει αυτόματα ότι τον προτιμώ από τον αυθεντικό» λέει.
Ο Senor Coconut ως ήχος και ως περσόνα τον έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή και αγαπητό σε ένα διαφορετικό κοινό που δεν είχε εντρυφήσει στην ηλεκτρονική μουσική και το πιο ενδιαφέρον είναι ότι τον σέβονται και τον εκτιμούν νεαροί δημιουργοί που δεν δίνουν μία για πολλά από τα «μεγάλα» ονόματα της γενιάς του. Η παγκόσμια περιοδεία που ακολούθησε την κυκλοφορία του El Baile Alemán τον σύστησε σε ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό, παρόλες τις δυσκολίες με τις βίζες των μουσικών που τον συνόδευαν, δίνοντάς του την ευκαιρία να παίξει σε πολύ μεγάλα φεστιβάλ, όπως το Meltdown. Ο δίσκος Fiesta Songs με τις διασκευές σε κλασικά pop διαμάντια έκανε το γύρο του κόσμου, ενώ στο «Around the World» οι Daft Punk και οι Eurythmics συναντούν τους Perez Prado και Antonio Carlos Jobin. Το πιο πρόσφατο άλμπουμ του ωστόσο ως Atom TM με τίτλο Liedgut, που τον βρίσκει να επιστρέφει στην καθαρόαιμη electronica, θεωρείται το πιο σημαντικό του την τελευταία δεκαετία. Κυκλοφόρησε στην αρχή της χρονιάς και θυμίζει τις πολύ καλές DOS Tracks μέρες του, με υπέροχες pop στιγμές, όπως το «Wellen Und Felder» ή το φουτουριστικό funk του «Im Rausch Der Gegenwart I».
Ο Senor Coconut θα εμφανιστεί στο Retrofuture Festival που συνδυάζει μουσική του ‘50 και του ‘60 με τα πιο σύγχρονα ρεύματα για ένα μόνο βράδυ, στις 11/4. Μαζί του θα εμφανιστούν ο Μάριο Μπόντι με τη soul φωνή του από τη γειτονική Ιταλία, ο Πάροβ Στέλαρ (DJ set), ο μουσικός της σύγχρονης jazz που μπλέκει τσάρλεστον μελωδίες με μια ρυθμική electronica, και ο Έλληνας Sunset BLVD, ο Γιώργος Δουδός, με τα ηλεκτρονικά του μπλουζ.
σχόλια