Nick Drake: Η μπαλάντα της σιωπηλής αυτοκαταστροφής

Nick Drake: Η μπαλάντα της σιωπηλής αυτοκαταστροφής Facebook Twitter
0

Όταν ο Nick Drake πέθανε το 1974 από υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών, ήταν, για όλους όσους τον γνώριζαν, ένα τρομερό σοκ –  αλλά όχι, ίσως, κάτι εντελώς απροσδόκητο. Ήταν μόλις 26 ετών. Είχε αφήσει τρία εξαίσια άλμπουμ, τα οποία, με αυστηρά εμπορικά κριτήρια, ήταν όλα αποτυχημένα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η ελεγειακή και μελαγχολική αύρα που διαπερνούσε τη μουσική του είχε αρχίσει να εκδηλώνεται αρχικά ως κατάθλιψη και στη συνέχεια, σε μια εποχή που αυτά τα πράγματα ήταν λιγότερο κατανοητά, ως πιθανή σχιζοφρένεια.

Ο θάνατός του πέρασε σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητος στον κόσμο της μουσικής. Όπως συμβαίνει τόσο συχνά, χρειάστηκαν μερικά χρόνια για να αναγνωριστεί η ιδιοφυΐα του, για να αρχίσει να αναφέρεται το όνομά του ως σημαντική επιρροή, για να επανακυκλοφορεί με αγάπη και επιμέλεια το ισχνό έργο του, για να διασφαλιστεί η φήμη του.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε υπήρξαν αμέτρητα άρθρα σε περιοδικά, αναδρομές, φόροι τιμής και συναυλίες από άλλους καλλιτέχνες που ερμήνευσαν τα τραγούδια του. Η ζωή του Drake έχει καταγραφεί εκτενώς στο παρελθόν αλλά η εξαντλητική και ευλαβική νέα έκδοση “Nick Drake: The Life” του Richard Morton Jack, τακτικού συνεργάτη του Mojo και άλλων μουσικών περιοδικών, αποτελεί μάλλον την οριστική καταγραφή της πορείας του.

Η ανατροφή του Nick Drake ήταν ειδυλλιακή: ένα σπίτι, όπως λέει ο Morton Jack, που «μύριζε ευτυχία» - μια εύπορη οικογένεια και στοργικοί γονείς. Η μητέρα του, η Molly Drake, ήταν μια ταλαντούχα μουσικός που έπαιζε πιάνο και έγραφε τραγούδια - νανουρίσματα για τα παιδιά και ερωτικά τραγούδια για να διασκεδάζει τους φίλους της. (Ο παραγωγός του Drake, ο Joe Boyd, θα μετέτρεπε πολύ αργότερα τις γρατζουνισμένες οικιακές ηχογραφήσεις της σε ένα γοητευτικό άλμπουμ).

Στο σχολείο διακρίθηκε στον αθλητισμό και έπαιξε ράγκμπι στην πρώτη ομάδα, ενώ συγχρόνως σπούδασε τσέλο, πιάνο και κλαρινέτο. Τότε ήταν που ερωτεύτηκε τα μπλουζ και τον Μπομπ Ντίλαν και άρχισε να γράφει τα δικά του τραγούδια. Οι σύγχρονοί του τον περιγράφουν ως μια «μάλλον ονειροπόλα, καλλιτεχνική φύση», που «δεν ξεκινούσε ποτέ μια συζήτηση», αλλά συμμετείχε ευχαρίστως όταν το έκαναν οι άλλοι –  «ένας παρατηρητής της ζωής», «ένας κλασικός εσωστρεφής», «αποτραβηγμένος», «αποστασιοποιημένος». Ήταν μέρος του πλήθους, αλλά ταυτόχρονα μακριά από αυτό. «Όλοι τον συμπαθούσαν, αν και λίγοι τον γνώριζαν πραγματικά», είχε γράψει ο διευθυντής του ιδιωτικού σχολείου / οικοτροφείου που πήγαινε, στους γονείς του Ντρέικ όταν εκείνος έφυγε για να συνεχίσει στο Κέιμπριτζ. Ήταν λόγια που μόλις λίγα χρόνια αργότερα θα μπορούσαν να αποτελούν τον επικήδειό του.

Το πρώτο του άλμπουμ, Five Leaves Left, ηχογραφήθηκε όταν ήταν ακόμα προπτυχιακός φοιτητής και σπούδαζε αγγλική λογοτεχνία. Ο τίτλος ήταν μια ιδιόρρυθμη αναφορά στο χαρτάκι που βρίσκεται κοντά στο κάτω μέρος ενός πακέτου τσιγαρόχαρτων Rizla («πέντε χαρτάκια έχουν μείνει»).

Τα κορίτσια τον λάτρευαν. Ήταν ψηλός, όμορφος, συνεσταλμένος, χωρίς τους επιτηδευμένους αμερικανισμούς των περισσότερων μουσικών της εποχής. Η συστολή και η ευγένειά του –  «ήταν αδύνατο να τον φανταστεί κανείς θυμωμένο ή δυσάρεστο», λέει ένας φίλος του στο βιβλίο – ήταν σαγηνευτικές. Ωστόσο, παρά τα ρομαντικά τραγούδια του, δεν φαίνεται να είχε ποτέ στενή σχέση με κανέναν. «Θα τον περιέγραφα σχεδόν ως ασεξουαλικό», θυμάται ένας άλλος φίλος του. «Νομίζω ότι είχε μια ρομαντική, ακόμη και ποιητική άποψη για τις γυναίκες, παρά σαρκική». Ο μεγαλύτερος έρωτάς του ήταν με τη Francoise Hardy. Υπήρξε μια προοπτική ότι θα μπορούσε να ηχογραφήσει ένα από τα τραγούδια του. Συναντήθηκαν στο Παρίσι και δεν προέκυψε τίποτα. Αργότερα, καθώς η ψυχική του κατάσταση επιδεινωνόταν, ταξίδεψε στη Γαλλία προσπαθώντας, και αποτυγχάνοντας, να τη δει.

Nick Drake: Η μπαλάντα της σιωπηλής αυτοκαταστροφής Facebook Twitter
Ο Nick Drake με τη μητέρα του Molly και την αδελφή του Gabrielle

Το δεύτερο άλμπουμ του, το Bryter Layter, και πάλι σε παραγωγή του Boyd, ήταν άλλο ένα αριστούργημα –  εύθραυστο και με μια μελαγχολία που παραπέμπει σε ένα αιώνιο φθινόπωρο. Όλοι του έλεγαν ότι θα γινόταν μεγάλη επιτυχία. Οι κριτικές ήταν καθολικά επαινετικές - ένας Αμερικανός κριτικός παρομοίασε τη «συνεπή ομορφιά» του με το Astral Weeks του Van Morrison. Ο δίσκος του Morrison πούλησε περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Το Bryter Layter πούλησε μόλις 3.000.

Ο Drake δεν στερούνταν αυτοπεποίθησης και ήταν πρόθυμος να πετύχει, αλλά ήταν απρόθυμος, και φαινομενικά ανίκανος, να παίξει το παιχνίδι της μουσικής βιομηχανίας, αρνούμενος να κάνει περιοδείες και παραχωρώντας μόνο δύο συνεντεύξεις στη ζωή του, τη μία για το εφηβικό περιοδικό Jackie και την άλλη για τη μουσική εφημερίδα Sounds, όπου πέρασε όλη τη συνέντευξη κοιτάζοντας το πάτωμα.

Ο Boyd στο μεταξύ εγκατέλειψε τη Βρετανία για να δουλέψει ως παραγωγός στην Αμερική. Χωρίς την καθοδήγησή του, ο Drake κανόνισε να ηχογραφήσει με τον μηχανικό ήχου John Wood το τρίτο και τελευταίο του άλμπουμ, το πανέμορφο Pink Moon, σε δύο μόνο λήψεις μεταξύ 11 το βράδυ και 2 το πρωί. «Δεν ήταν σε καλή κατάσταση, δεν φαινόταν υγιής» θυμόταν αργότερα ο Wood. Όπως και τα δύο προηγούμενα, το άλμπουμ εξαφανίστηκε αφήνοντας ελάχιστα ίχνη.

Μην μπορώντας να αντέξει να ζει μόνος του, ο Nick Drake επέστρεψε στο πατρικό του. Ανησυχώντας όλο και περισσότερο για την επιδεινούμενη ψυχική του κατάσταση, οι γονείς του αναζήτησαν έναν ψυχίατρο - τον πρώτο από τους διαδοχικούς ψυχιάτρους που θα επισκεπτόταν ο Nick στα δύο χρόνια μέχρι το θάνατό του. Τα τρία τελευταία κεφάλαια του βιβλίου είναι εξοντωτικά θλιβερά, καθώς τον παρακολουθούμε μπερδεμένο, θυμωμένο και βαθιά διαταραγμένο, να παίρνει (ή να αμελεί να πάρει) διάφορα φάρμακα, να υποβάλλεται σε ηλεκτροθεραπεία, να εμφανίζεται απροειδοποίητα σε σπίτια φίλων, και στη συνέχεια να κάθεται απλώς αμήχανος και σιωπηλός. Είναι σαν να παρακολουθείς ένα αρνητικό φωτογραφίας που ξεθωριάζει αργά και εξαφανίζεται.

Το πρωί της 25ης Νοεμβρίου του 1974, τον βρήκαν άψυχο στο κρεβάτι του. Κατά την ιατροδικαστική εξέταση, ένας παθολόγος δήλωσε ότι βρήκε στο σώμα του Drake ενδείξεις «σοβαρής υπερβολικής δόσης». Η ετυμηγορία ήταν αυτοκτονία.

Πηγή: The Telegraph

Μουσική
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ξανθιά φιλοδοξία της Sabrina Carpenter

Μουσική / Η Sabrina Carpenter ξέρει ακριβώς τι κάνει στην ποπ

Η πρώτη καλλιτέχνιδα που είχε ταυτόχρονα ένα νο1 άλμπουμ και τρία τραγούδια στην πεντάδα των UK Charts και τρια κομμάτια στην πεντάδα του Billboard Hot 100 –κάτι που είχε να συμβεί από την εποχή των Beatles– δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνεται. Στην πορεία, έχει σπάσει αρκετά στερεότυπα.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
«Ελάχιστοι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με την τέχνη άφησαν παρακαταθήκη»

Οι Αθηναίοι / «Αυτό που λέμε ευτυχισμένη ζωή δεν υπάρχει»

Ο Θέμης Ανδρεάδης γνώρισε τεράστια επιτυχία με το σατιρικό τραγούδι αλλά το ρίσκο να ασχοληθεί με το αγαπημένο του είδος, την μπαλάντα, τον άφησε εκτός μουσικής για σχεδόν είκοσι χρόνια. Η επιστροφή του με ένα δίσκο βινυλίου με συμμετοχές μουσικών από τις νεότερες γενιές ανοίγει ένα νέο, πιο φωτεινό κεφάλαιο στη ζωή του.
M. HULOT
Σοστακόβιτς: Ο συνθέτης που έγραψε το σάουντρακ της ρωσικής ιστορίας

Συμφωνική Μουσική - Ιστορίες / Σοστακόβιτς: Ο συνθέτης που έγραψε το σάουντρακ της ρωσικής ιστορίας

Μισός αιώνας συμπληρώνεται φέτος από τον θάνατο του Ντμίτρι Σοστακόβιτς και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ερμηνεύει το Κοντσέρτο του για βιολί και ορχήστρα με σολίστα τον Βαντίμ Ρέπιν. Με αυτήν την αφορμή, η Ματούλα Κουστένη ξετυλίγει μια ιστορία ζωής και μουσικής που καθορίστηκε τόσο από την πολιτικές εξελίξεις και το πλαίσιο του σοβιετικού καθεστώτος, όσο και από τις προσωπικές επιλογές του μεγάλου Ρώσου συνθέτη.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Το αριστουργηματικό σετ των Pan Pot στην Αθήνα

Μουσική / Pan Pot: Πόσο καταπληκτική μουσική παίζει αυτό το δίδυμο;

Δεν είναι πλέον εικοσάρηδες, αλλά δεν καταφεύγουν μονάχα σε νοσταλγικούς ήχους. Συνεχίζουν να καθορίζουν ηχητικά το μέλλον της techno, κάτι που απέδειξαν και στο extended σετ τους στην Αθήνα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΟΥΡΛΑΚΟΣ
«Στην αρχή με ενοχλούσαν τα σχόλια για το Ozempic, όχι όμως πια»

Lifo Videos / «Στην αρχή με ενοχλούσαν τα σχόλια για το Ozempic, όχι όμως πια»

Η Marseaux, μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές της σύγχρονης ελληνικής ποπ σκηνής μιλά για την τυχαία της συνάντηση με το τραγούδι αλλά και για τις προσωπικές δυσκολίες που έχει αντιμετωπίσει και την έφεραν μέχρι το σήμερα.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΑΡΗΣ
Το νέο ντοκιμαντέρ για τους Led Zeppelin αφήνει απ’ έξω την σκοτεινή πλευρά τους

Μουσική / Το νέο ντοκιμαντέρ για τους Led Zeppelin αφήνει απ’ έξω την σκοτεινή πλευρά τους

Το Becoming Led Zeppelin εξερευνά τις συνθήκες δημιουργίας του θρυλικού συγκροτήματος αγνοώντας την ακολουθία από σατανιστικές τελετουργίες, γκρούπις, ηρωίνη, όργια και κακοποιήσεις που σημάδεψαν την μετεωρική τους διαδρομή
THE LIFO TEAM
H ψευδαίσθηση της «ανακάλυψης» μουσικής στις επιμελημένες playlists του Spotify

Μουσική / Ανακαλύπτουμε πράγματι μουσική στο Spotify ή ζούμε μια ψευδαίσθηση;

Αρχικά, τις επιμελημένες playlists της δημοφιλούς πλατφόρμας τις έφτιαχναν επαγγελματίες, που προσλαμβάνονταν για το γούστο και την κρίση τους. Όμως, πια τα πράγματα δεν λειτουργούν έτσι. Και παρότι μας περιβάλλει ένας ωκεανός ήχων, το Spotify αρκείται στο να μας κρατά αποκλεισμένους στο νησί μας.
THE LIFO TEAM
Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι (1840-1893)

Μουσική / Τσαϊκόφσκι: Πώς μπορεί ο κορυφαίος συνθέτης να ενοχλεί τη σημερινή Ρωσία;

Στη Ρωσία θεωρούν αδιανόητο το να φέρει η εθνική τους κληρονομιά ομοφυλοφιλική ταυτότητα, ακόμα κι αν πρόκειται για τον συνθέτη της «Λίμνης των κύκνων» και του «Καρυοθραύστη», καθώς και της «Παθητικής συμφωνίας», η οποία ίσως προμηνύει τη φημολογούμενη κρατική δολοφονία του. Με αφορμή την παράσταση που ανεβαίνει στην Εθνική Λυρική Σκηνή ανατρέχουμε στα νέα στοιχεία για τη ζωή του.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Λουκιανός Κηλαηδόνης (1943-2017): Μια ζωή

Μουσική / Λουκιανός Κηλαηδόνης (1943-2017): Μια ζωή

Σαν σήμερα πεθαίνει ο «φτωχός και μόνος κάου-μπόυ», που την εποχή της επικράτησης του πολιτικού τραγουδιού στη χώρα μας πρότεινε την επανασύνδεση με τον Αττίκ και τον Κώστα Γιαννίδη, αλλά και την αμερικανική τζαζ, country και σουίνγκ μουσική.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΟΣΚΟΪ́ΤΗΣ
Βασίλης Λούρας: «Η Κάλλας θα είναι πάντα ένα σύμβολο δύναμης για τους φοβισμένους»

Μουσική / «Η Κάλλας θα είναι πάντα ένα σύμβολο δύναμης για τους φοβισμένους»

Το ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Tα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας» που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Βασίλης Λούρας -και θα κυκλοφορήσει σύντομα στους κινηματογράφους από το Cinobo- είναι μια συναρπαστική ταινία για την Κάλλας που αποκαθιστά την αλήθεια για τα χρόνια της στην Ελλάδα αλλά και για τη θυελλώδη σχέση της με τη χώρα που η μεγάλη ντίβα θεωρούσε πατρίδα.
M. HULOT