Ακούγοντας το «Heatwave», το κομμάτι που ανοίγει το άλμπουμ των Notowns, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι το «Teenage Kicks» των Undertones και το «Ever Fallen in Love» των Buzzcocks. Οι αναπόφευκτοι συνειρμοί που μου δημιουργούνται είναι οι εκπομπές του αείμνηστου John Peel, γιατί είναι αδύνατο να ακούσω πλέον αυτόν τον ήχο και να μη σκεφτώ τον Peel.
Το «Joyride», το ντεμπούτο άλμπουμ του «αινιγματικού» τρίο, ξεκινάει κάπως παραπλανητικά, με χτύπημα μπαγκετών για ντραμς (ενώ δεν έχουν ντράμερ!) και μετά σε παρασύρει μια καταιγίδα από συναρπαστικό, γνήσιο πανκ, τόσο καλοφτιαγμένο που απορείς πώς στο καλό κατάφεραν τρία νέα παιδιά να αναβιώσουν τον αγγλικό ήχο του τέλους των ’70s-αρχές ’80s με τέτοιον αυθεντικό τρόπο που να μπορεί να δημιουργεί ρίγη συγκίνησης.
«Απίστευτο ποστ πανκ άλμπουμ από παιδιά της generation Z» ήταν τα σχόλια του φίλου που μου έστειλε να τσεκάρω το link στο Spotify. Μέχρι να τους συναντήσω η μόνη εικόνα που είχα από το γκρουπ ήταν τρία ζευγάρια πόδια από τα ξαπλωμένα μέλη του (χωρίς πρόσωπα), καμία πληροφορία, καμία ένδειξη για την ηλικία τους. Ακούγοντας ξανά και ξανά τα οχτώ αγγλόφωνα τραγούδια του δίσκου –αλλάζοντας σχεδόν κάθε φορά αγαπημένο κομμάτι– και κανονίζοντας να βρεθούμε για τη συνέντευξη, το πρώτο πράγμα που σκεφτόμουν να τους ρωτήσω ήταν με τι στο καλό ήχους μεγάλωσαν και έχουν αφομοιώσει με αυτόν τον εντυπωσιακό τρόπο μουσική από εποχές που δεν έχουν ζήσει.
Το «Joyride» είναι ένα άλμπουμ που πατάει αρκετά στον ήχο του παρελθόντος με έναν τρόπο που το κάνει εντελώς σημερινό, o ήχος του δεν είναι vintage, παρότι σε κάποιον που έχει μνήμες από τα ’80s θυμίζει αρκετά εκείνη την εποχή.
Η συνάντηση μαζί τους αργά το απόγευμα σε μπαρ των Εξαρχείων ήταν αρκετά «επεισοδιακή». Τα δύο μέλη του γκρουπ που έφτασαν πρώτα στο ραντεβού ακύρωσαν αυτομάτως την πρώτη ερώτηση. Δεν ήταν τα πιτσιρίκια που είχα στο μυαλό μου και αμέσως έγινε ξεκάθαρο γιατί παίζουν τόσο καλά αυτόν τον ήχο: επειδή τον έζησαν όταν και όπως έπρεπε, στην εποχή του. Ή σχεδόν.
Notowns - Heatwave
Οι δύο από τους τρεις Notowns, ο Παναγιώτης και ο Γιώργος, ο ένας μηχανικός και ο άλλος εικονογράφος-γραφίστας, ο πρώτος στη φωνή και ο δεύτερος στο μπάσο και στα synth, ανήκουν σε μια γενιά που έζησε και τον Peel, έζησε και τους Undertowns, τους Fall, τους Joy Division, τους Killing Joke, τους Wire, τους Magazine, όλους αυτούς που είναι εμφανείς επιρροές τους. Μέχρι να έρθει ο τρίτος της παρέας, ο Κώστας, που είναι ο 20άρης κιθαρίστας, κάναμε μια μεγάλη κουβέντα για το μουσικό background τους και όλα αυτά που διαμόρφωσαν τα μουσικά τους γούστα και τη δυνατή υποκουλτούρα που κάποιους ανθρώπους τούς σημάδεψε για πάντα.
«Η μουσική είναι το νούμερο ένα πράγμα που μας απασχολεί» λένε. Και οι δύο έχουν εμπειρία με συγκροτήματα εδώ και αρκετά χρόνια, έχουν συνεργαστεί και μεταξύ τους ανά δύο στο παρελθόν, ο Γιώργος με τον Παναγιώτη κι ο Παναγιώτης με τον Κώστα, αλλά είναι η πρώτη φορά που κάνουν κάτι και οι τρεις μαζί. «Η σχέση μας ήταν πρώτα φιλική και μετά εξελίχθηκε σε μουσική συνεργασία» λέει ο Παναγιώτης. «Με τον Γιώργο είμαστε φίλοι είκοσι χρόνια και πάντα οι κουβέντες μας ήταν γύρω απ’ τη μουσική».
«Λίγο πριν την καραντίνα προσπαθούσα να κάνω κάποια κομμάτια», λέει Γιώργος, «δεν έβγαιναν έτσι όπως τα φανταζόμουν, και κάποια στιγμή είχαμε βγει με τον Παναγιώτη να πιούμε ένα ουζάκι, συζητήσαμε, του είπα τι έχω στο μυαλό μου, μού είπε κι ο Παναγιώτης άλλες τόσες ιδέες και από κει ξεκινήσαμε. Στην αρχή οι δυο μας, αλλά μετά βρήκαμε τον Κώστα, του άρεσε πολύ αυτό που κάναμε και έβαλε και τα δικά του πράγματα μέσα, πιο φρέσκιες ιδέες επειδή είναι μικρότερος. Κάπως έτσι βγήκε όλο το κόνσεπτ».
Ο Κώστας, που φτάνει στο ραντεβού αργοπορημένος (έρχεται κατευθείαν από τη δουλειά), είναι γύρω στα 25, ασχολείται με τη γραφιστική και την τυπογραφία, και δηλώνει ροκάς από κούνια. «Με αυτό το όμορφο πράγμα, το πανκ, ασχολούμαι τα τελευταία χρόνια» λέει. «Τον ήχο που παίζουμε τον ήξερα και δεν τον ήξερα, υπήρξαν κομμάτια του ήχου τα οποία τα γνώριζα, αλλά υπήρχαν και κάποια τα οποία μου τα συμπλήρωσαν τα παιδιά και με βοήθησαν να καταλάβω περισσότερο το μήνυμα πίσω από τον ήχο. Γιατί η ουσία σε αυτό που κάνουμε είναι το μήνυμα και πάντα αυτή ήταν η ουσία στο πανκ. Δεν ήταν το ηχητικό αποτέλεσμα του high definition, αλλά η ουσία του μηνύματος που θες να περάσεις μέσα από το κομμάτι σου και τη μουσική σου».
«Πριν τον Κώστα είχαμε δοκιμάσει άλλους κιθαρίστες που υποτίθεται ότι είχαν και εξειδίκευση στον ήχο, αλλά παρ' όλα αυτά δεν είχαμε μείνει ικανοποιημένοι απ’ τα τζαμαρίσματα που είχαμε κάνει» λέει ο Παναγιώτης. «Με τον Κώστα ήμασταν φίλοι, τον είχα πάντα στο μυαλό μου σαν πολύ καλό κιθαρίστα, αλλά επειδή ήξερα ότι δεν είχε εντρυφήσει πολύ σε αυτόν τον ήχο, δεν τον είχα προτείνει στον Γιώργο. Με τον καιρό, κι όταν είδα ότι μένουμε από λύσεις, σκέφτηκα να τον δοκιμάσουμε και το αποτέλεσμα μας εξέπληξε. Μπήκε στο νόημα, σε αυτό που θέλαμε, πολύ πιο γρήγορα από ανθρώπους που είναι πολλά χρόνια σε αυτήν τη μουσική, που έχουν τα διπλά του χρόνια...».
«Ίσως είναι και το θέμα του εγωισμού» συμπληρώνει ο Κώστας, «επειδή ο άλλος είναι πολλά χρόνια στη μουσική, θέλει να βάλει μια σφραγίδα, ενώ εμείς θέλαμε να λειτουργήσουμε πιο πολύ σαν ομάδα, όχι με σφραγίδες. Το πανκ πάει κόντρα στον προσωποκεντρισμό του ροκ εν ρολ και νομίζω ότι αυτό ακούγεται και στη μουσική μας και στον τρόπο που δουλεύουμε ως σύνολο».
«Και οι τρεις ήμασταν πιο ανοιχτοί στον ήχο, δεν θέλαμε να κάνουμε ένα ποστ πανκ συγκρότημα, οπότε, το ότι ο Κώστας ήρθε με ανοιχτό μυαλό και παρέμεινε, βοήθησε πάρα πολύ στη διαδικασία» λέει ο Παναγιώτης. «Όταν ήρθε και αρχίσαμε να παίζουμε καθόταν σε ένα σκαμπό και του λέω “έτσι δεν πρόκειται να βγει ο ήχος”, οπότε δυναμώσαμε φουλ τους ενισχυτές, διώξαμε το σκαμπό και τότε με τη μία, σε δευτερόλεπτα, έπαιξε ακριβώς όπως έπρεπε να παίξει».
«Το πρώτο τραγούδι που γράψαμε ήταν το “Heatwave”, από όλες τις αρχικές ιδέες που είχαμε επικεντρωθήκαμε σ’ αυτό, να το τελειοποιήσουμε και να το ηχογραφήσουμε για να δούμε πώς θα πάνε και τα υπόλοιπα. Το γράψαμε καλοκαίρι, στο γκαράζ στο σπίτι του Κώστα» συνεχίζει ο Γιώργος.
«Το όμορφο με αυτήν τη δημιουργία ήταν ότι δεν βιαστήκαμε να το δουλέψουμε, κι αυτό μας έδωσε πολύ περισσότερα εναύσματα, δηλαδή κάναμε εντατικά την trial & error διαδικασία, τον πυρήνα του DIY: να δοκιμάσουμε και να απορρίψουμε πράγματα, να τα ξαναδούμε, να προσπαθήσουμε να κάνουμε το καλύτερο και αν εάν κάποιος το εκτιμήσει θα είμαστε κι εμείς ευτυχισμένοι. Αυτή η διαδικασία μάς πήρε κοντά στον έναν χρόνο, εντατικά και με πολλές προσωπικές και επαγγελματικές θυσίες.
Notowns - Beware
Το άλμπουμ το ηχογραφήσαμε στον χώρο που έχουν κάποιοι φίλοι, ένα home studio, μπήκαμε "τσόντα" μέσα εκεί με μια πολύ μικρή συνεισφορά, γιατί δεν είχαμε τίποτα πέρα από τα όργανά μας, δεν είχαμε καν ενισχυτή για να γράψουμε κάτι αξιόλογο. Τα παιδιά μ;aς βοήθησαν, κι ας μην ήταν επαγγελματικός χώρος, εκεί έγιναν η ηχογράφηση και το μεγαλύτερο μέρος της μίξης».
Το «Joyride» είναι ένα άλμπουμ που πατάει αρκετά στον ήχο του παρελθόντος με έναν τρόπο που το κάνει εντελώς σημερινό, o ήχος του δεν είναι vintage, παρότι σε κάποιον που έχει μνήμες από τα ’80s θυμίζει αρκετά εκείνη την εποχή. Είναι αυθεντικό πανκ με απίστευτη ενέργεια και ενορχηστρώσεις, και στίχο με έντονες αναφορές στους προβληματισμούς που έχουμε όλοι καθημερινά. Κι είναι ένα άλμπουμ διασκεδαστικό, με ένταση και ηλεκτρισμό, με οχτώ τραγούδια που το ένα είναι καλύτερο από το άλλο. Το τι σημαίνει αυτή η ένταση στη σκηνή το έδειξαν στην πρώτη παρουσίαση του δίσκου στις 2 του μήνα στην Death Disco. Οι Notowns είναι από τα πιο συναρπαστικά σχήματα που διαθέτει αυτήν τη στιγμή η ελληνική σκηνή.
«Έχετε σκεφτεί να τραγουδήσετε ελληνικό στίχο;» ρωτάω και ο Γιώργος και ο Κώστας αναστατώνονται. «Γενικά είμαι σε μία φάση που θέλω να τους πείσω να πειραματιστούμε και με τα ελληνικά» λέει ο Παναγιώτης, «το έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου, με ιντριγκάρει όλο αυτό, έχω κάνει και άλλες απόπειρες με άλλα συγκροτήματα με ελληνικό στίχο, αλλά ακόμα επιμένουμε στον αγγλικό, βλέπουμε ότι πάει καλά και “δουλεύει”, έτσι κι αλλιώς πιο εύκολα μου βγαίνουν οι αγγλικοί στίχοι γιατί βοηθάνε πάρα πολύ ρυθμικά».
Ο Κώστας και ο Παναγιώτης είναι από τον Πειραιά, ο Γιώργος απ’ το Μπραχάμι. «Έχει σημασία το βίωμα» λένε. «Γενικά και η Αθήνα και ο Πειραιάς είναι πόλεις με ιδιομορφίες, έντονες, και αυτές οι ιδιομορφίες περνάνε, θες δεν θες, και στη μουσική σου και στον στίχο. Οι γειτονιές που ζούμε είναι εργατικές κατά βάση, βιομηχανικές, η Αθήνα και ο Πειραιάς είναι από τις λίγες πόλεις όπου η βιομηχανική ζώνη είναι μέσα στον αστικό ιστό, δηλαδή το εργοστάσιο μπορεί να ’ναι δίπλα σου.
Notonws - Koakola
Στη γειτονιά μου είχαμε εργοστάσιο τρία σπίτια πιο πάνω, απέναντί μας, που έφτιαχνε πλαστικά παιχνίδια, γιογιό, τέτοια. Δηλαδή το ζεις από μικρό παιδάκι αυτό το πράγμα. Οπότε όλο αυτό παίζει τον ρόλο του. Συν όλο το γεγονός ότι η Αθήνα, όπως και να το κάνουμε, παρ' όλα τα κλισέ, είναι μια πόλη όπου διασταυρώνονται πάρα πολλοί πολιτισμοί. Αν και ο ήχος μας είναι αγγλικός, μπορεί αν μέναμε στο Λονδίνο να μη βγάζαμε τον ίδιο ήχο, να ήταν κάτι άλλο, γιατί παίζει ρόλο το πού έχεις μεγαλώσει και το περιβάλλον όπου ζεις.
«Ωστόσο, στις περιοχές που μεγαλώσαμε δεν υπήρχαν μέρη να πας, ερχόμασταν στην Αθήνα και συχνάζαμε στα Εξάρχεια», λέει ο Κώστας, «δεν υπήρχε ούτε καφετέρια στη γειτονιά μου που να είναι φιλική σε οτιδήποτε είχα στο μυαλό μου, οπότε ουσιαστικά εδώ μεγαλώσαμε. Τα πρώτα ερεθίσματα ήρθαν απ’ τις γειτονιές μας, αλλά μετά, στην εφηβεία και αργότερα, ήρθαν απ' τα Εξάρχεια, εδώ βρήκαμε απάγκιο. Η μουσική είναι αποτέλεσμα βιωμάτων, οπότε αν ήμασταν σε έναν άλλο, διαφορετικό χώρο μπορεί να ακουγόμασταν διαφορετικά».
«Οι διαφορές πλέον έχουν αμβλυνθεί, όταν υπάρχει πληροφορία ταυτόχρονα παντού, όταν σε ένα χωριό 100 κατοίκων μπορεί ένα παιδί να γουστάρει Buzzcocks ή Sex Pistols και να πατήσει ένα κουμπί και να τους ακούσει, ή να τους δει live στο YouTube, δεν είναι το ίδιο με παλιότερα, σίγουρα» λέει ο Παναγιώτης, «οι διαφορές έχουν πάψει να είναι μεγάλο χάσμα, αλλά ο τρόπος ζωής ακόμα έχει διαφορές, απλά δεν είναι τόσο μεγάλες. Σίγουρα το κοινό αποκούμπι είναι η μουσική. Και μουσική μπορεί να κάνει οποιοδήποτε οπουδήποτε, όπως θέλει και όπως γουστάρει».
«Ο στίχος μας είναι προσωπικός και επειδή είμαστε πολιτικά όντα είναι αναπόφευκτο να είναι και πολιτικός» λένε. «Δεν είναι στοχευμένος, είναι κάτι που βγαίνει από μόνο του, είναι το πώς φιλτράρουμε την καθημερινότητα – το οποίο είναι πολιτικό. Το μαύρο χιούμορ και ο σαρκασμός είναι κάτι που μας αρέσει πάρα πολύ. Υπάρχουν μεγάλοι δάσκαλοι βέβαια, δεν υπάρχει παρθενογένεση, έχω επηρεαστεί από Mark E. Smith και από John Cooper Clarke κι από διάφορους άλλους, αλλά δεν θέλω να παρουσιάσω κάτι και να πω πόσο χάλια είναι ο κόσμος και η κοινωνία, θέλω να κάνω τον άλλον που θα το ακούσει, ασχέτως αν συμφωνεί ή όχι, να γελάσει σαν να βλέπει ένα σκετσάκι των Monty Python.
Δεν είχαμε την οικονομική άνεση να βγάλουμε τον δίσκο και να τον κυκλοφορήσουμε μόνοι μας, οριακά βγάζαμε το νοίκι για να πληρώσουμε τον χώρο. Ήταν πολύ δύσκολο για μας να τον ηχογραφήσουμε και να τον μιξάρουμε. Τα βίντεο τα έφτιαξε ο Κώστας με λίγη βοήθεια από τον Παναγιώτη. Υπάρχει ένα κόνσεπτ πίσω από τα βίντεο, γιατί πέρα από το ότι δεν υπήρχε το budget να πάμε σε σκηνοθέτη, να κάνουμε παραγωγή, είμαστε της φιλοσοφίας πως όταν έχουν χρησιμοποιηθεί τόσες εκατομμύρια εικόνες, ε, πάρε αυτές τις εικόνες που είναι ήδη έτοιμες και κάνε κάτι δικό σου. Αυτό είναι το DIY. Είναι σαν να σαμπλάρεις πράγματα στο χιπ-χοπ. Το είδαμε σαν μια δημιουργική διαδικασία που δεν αποσπάται από το θέμα της μουσικής. Αφού τα κάνουμε όλα, είπαμε θα κάνουμε κι αυτό. Κι αν αρέσει, καλώς, αλλιώς it’s ok...».
Το «Joyride» των Notowns κυκλοφορεί από την Inner Ear.