Γεννήθηκα στο Λονδίνο. Κοντά στο Chelsea Bridge. Η μητέρα μου ήταν ηθοποιός και συγγραφέας. Ο πατέρας μου επίσης ηθοποιός, ο οποίος, όπως και ο παππούς μου, χόρευε κλακέτες σε μιούζικαλ. Κι εγώ ηθοποιός έγινα, αλλά έπαιξα λίγο. Τότε ήταν η εποχή που ίσχυε αυτό που έλεγε ο Χίτσκοκ: «O ηθοποιός είναι ένα βόδι. Κάνει ό,τι του λένε».
Εγώ ήθελα να κάνω κάτι με τα χέρια μου και γι' αυτό έγινα ζωγράφος. Μπορεί να είσαι πολύ καλός ηθοποιός και να περάσεις χρόνια χωρίς έναν καλό ρόλο. Με τη ζωγραφική νιώθω ότι έχω πετύχει κάτι. Τώρα, τις συλλογές τις κάνω από χόμπι και για χαρτζιλίκι.
• Ενδιαφερόμουν για την Ελλάδα. Είχα διαβάσει τον Κολοσσό του Αμαρουσίου του Χένρι Μίλερ και ήξερα πολλά γι' αυτήν, αλλά η ζωή μου ήταν ωραία στο Λονδίνο και δεν ήθελα να φύγω. Πρώτη φορά ήρθα το 1959, σε ηλικία 23 ετών. Δούλεψα με τον Μιχάλη Κακογιάννη στην ταινία Ερόικα. Έκατσα τρεις μήνες. Δεν ήθελα να έρθω καθόλου. Είχα άλλα ενδιαφέροντα πράγματα να κάνω στο Λονδίνο.
Αλλά ήξερα τον Κακογιάννη από μικρός, η μητέρα μου είχε γράψει μαζί του το σενάριο και με ήθελε να παίξω έναν ρόλο. Tο φιλμ όμως έκανε τέσσερα χρόνια να γίνει, εγώ μεγάλωσα και δεν έκανα πια για τον ρόλο και με πήρε για βοηθό. Θυμάμαι, την πρώτη νύχτα που έκανα μια βόλτα στο Σύνταγμα, ένιωσα αμέσως σαν στο σπίτι μου. Ήταν περίεργο.
• Με την ελληνική μουσική άρχισα να ασχολούμαι το 1963. Άκουσα αυτά που ονομάζουμε ρεμπέτικα σήμερα. Τότε δεν θυμάμαι πώς τα λέγανε. Η μόδα της εποχής ήταν ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις. Πήγα, λοιπόν, σε ένα δισκάδικο στη Σταδίου για να αγοράσω κάποιον δίσκο του Θεοδωράκη και μου είπε η κοπέλα ότι έχει κάτι πολύ καλύτερο και μου έδωσε το «Στα Τρίκαλα, στα δυο στενά» του Τσιτσάνη με τον Μπιθικώτση. Πήγα σπίτι και τρελάθηκα αμέσως. Από τότε, σιγά σιγά, ξεκίνησα να μαζεύω.
Λένε πως το ρεμπέτικο έχει κάποια σχέση με το μπλουζ. Είναι μια αλήθεια αυτό. Επίσης, είναι περιθωριακό. Έχει ένα βάθος. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Μίλησε σε μένα αμέσως. Θυμάμαι, πριν από αυτό, τα Χριστούγεννα του 1959, ήμασταν στο Ναύπλιο και κάτι παιδιά χόρεψαν ζεϊμπέκικο και μου έκανε τρομερή εντύπωση. Το πάθος τούς έκανε να αλλάξουν. Να γίνουν άλλοι άνθρωποι.
• Λένε πως το ρεμπέτικο έχει κάποια σχέση με το μπλουζ. Είναι μια αλήθεια αυτό. Επίσης, είναι περιθωριακό. Έχει ένα βάθος. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Μίλησε σε μένα αμέσως. Θυμάμαι, πριν από αυτό, τα Χριστούγεννα του 1959, ήμασταν στο Ναύπλιο και κάτι παιδιά χόρεψαν ζεϊμπέκικο και μου έκανε τρομερή εντύπωση. Το πάθος τούς έκανε να αλλάξουν. Να γίνουν άλλοι άνθρωποι. Μέτα γνώρισα στο Λονδίνο έναν ανταποκριτή στο BBC και μου έβαλε δυο-τρία τραγούδια του Βαμβακάρη και έπαθα σοκ. Πολύ μεγάλα κομμάτια.
• Δυσκολεύτηκα πολύ να μαζέψω τα τραγούδια του Βαμβακάρη από την περίοδο 1932-1937, την εποχή της λογοκρισίας. Όλα τα τραγούδια μπορούν να βρεθούν, όχι σε πολύ καλή ποιότητα όμως. Δεν υπάρχει συνθέτης ή περίοδος που να αγάπησα πιο πολύ. Όταν δουλεύεις πάνω σε κάτι είσαι τόσο αφοσιωμένος, εμπλέκεσαι τόσο πολύ με αυτό που δεν σε ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Τώρα τελείωσα τον Χατζηχρήστο και όταν βγει η συλλογή δεν θα θέλω να τον ξανακούσω για καιρό.
• Το τραγούδι άλλαξε μέσα στον πόλεμο. Η Κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος έπαιξαν μεγάλο ρόλο. Δεν άλλαξε μόνο το στυλ, άλλαξε και το αίσθημα. Καλή μουσική, αλλά τελείως διαφορετική. Πριν από τον πόλεμο, παρόλα τα υπολείμματα της Μικρασιατικής Καταστροφής, δεν ήταν καταθλιπτική. Ο κόσμος υπέφερε τόσο πολύ στον πόλεμο και στον Εμφύλιο που άλλαξε και τη μουσική. Ο Καζαντζίδης που προέκυψε μετά είναι πολύ μεγάλος τραγουδιστής, αλλά δεν μου ταιριάζει.
• Δεν έχω δει ποτέ τον Τσιτσάνη. Κάτι μάγκες μου είχαν πει, όταν έπαιζε, να μην πάω. Ότι έχει γίνει εμπορικός, σαν νυχτερινό κλαμπ. Δεν το έχω μετανιώσει. Μου φαίνεται ότι μετά από κάποια στιγμή της ζωής του άλλαξε. Ήταν κάτι σαν σόου. Θυμάμαι έναν τύπο που πούλαγε δίσκους στην πλατεία Αβησσυνίας. Ένας γέρος, ο Βασίλης. Μια μέρα μου έβαλε έναν δίσκο. Το «Στα πέριξ» του Τσιτσάνη. Του λέω «πολύ ωραία τραγούδια». «Ξέρεις», μου λέει, «γιατί είναι ωραία; Γιατί τα έκαναν για δεκάρες». Τα έκαναν τζάμπα, ενώ στις πίστες έπαιζαν για τους πλούσιους που σκορπούσαν τα λεφτά τους. Έβγαινα σε ταβέρνες και κουτούκια, έβλεπα μουσικούς να παίζουν, αλλά τότε ούτε ήξερα ποιος είναι ποιος.
• Ίσως υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να πιστεύουν ότι δεν καταλαβαίνω τη μουσική επειδή είναι ελληνική. Με την ίδια λογική κάποιος πρέπει να είναι Βιεννέζος για να καταλάβει τον Μότσαρτ. Δεν δίνω δεκάρα γι' αυτούς. Όλα είναι τέχνη. Δεν πάει να είναι από τη Ρωσία, από το Τιμπουκτού ή από την Αγγλία.
Ίσως υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να πιστεύουν ότι δεν καταλαβαίνω τη μουσική επειδή είναι ελληνική. Με την ίδια λογική κάποιος πρέπει να είναι Βιεννέζος για να καταλάβει τον Μότσαρτ. Δεν δίνω δεκάρα γι' αυτούς. Όλα είναι τέχνη. Δεν πάει να είναι από τη Ρωσία, από το Τιμπουκτού ή από την Αγγλία.
• Δεν έχω μεγάλη συλλογή πια. Το 1981 κάηκε το σπίτι μου και μαζί έγινε στάχτη κι ό,τι είχα συλλέξει μέχρι τότε. Η ατυχία είναι ότι δεν τα είχα αντιγράψει σωστά, γιατί δεν είχα καλά μηχανήματα τότε. Τώρα έχω μαζέψει κομμάτια για τις είκοσι συλλογές που έχω φτιάξει. Είναι και ακριβά πια. Αγοράζω, τα γράφω κα μετά τα πουλάω.
• Σχεδόν πάντα έμενα στα βόρεια προάστια. Δεν ξέρω αν τα επέλεξα επειδή μοιάζουν πιο πολύ με την Αγγλία. Είναι ωραίο μέρος. Όταν ζούσα στο Λονδίνο, στο Τσέλσι, κατά τη διάρκεια του πολέμου, το σπίτι μου μπορούσε να εξαφανιστεί ξαφνικά από βόμβα. Μπορούσες να αγοράσεις ένα σπίτι εκεί με πενταροδεκάρες γιατί από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να μην υπάρχει. Τώρα, όλες αυτές οι περιοχές είναι για τους πλούσιους, εξαιτίας του gentrification. Όπως κι εδώ.
Θυμάμαι, όταν ζούσα στο Κολωνάκι το 1963, πηγαίναμε στο καφενείο και ήταν εκεί ο Βάρναλης μαζί με στρατηγούς, εμπόρους ξύλου, τους πάντες. Μιλούσαν, έτρωγαν κι έπιναν όλοι μαζί. Όλα αυτά στο κέντρο του Κολωνακίου, που ήταν ένας τελείως διαφορετικός κόσμος. Δεν ήταν τόσο σνομπ, δεν ήταν μια περιοχή όπου έμενε αποκλειστικά μία τάξη. Υπήρχε χώρος για τους μποέμ. Όταν ήρθε η Θάτσερ στην εξουσία, πολλοί ένιωσαν πως δεν μπορούν να είναι φτωχοί πια. Το ίδιο έγινε κι εδώ από το 1980 κι έπειτα.
• Συμπαθώ πολύ τους Έλληνες. Γι' αυτό μένω στην Ελλάδα κι όχι επειδή έχει καλό καιρό. Εμένα δεν θα με πείραζε και αν έβρεχε. Επίσης, τα τελευταία χρόνια έχω και ένα σπίτι στην Κωνσταντινούπολη και περνάω εκεί πέντε μήνες τον χρόνο. Συμπαθώ, επίσης, τους Τούρκους. Είναι πολύ ευγενικοί άνθρωποι. Πολύ εξυπηρετικοί. Βέβαια, στην Ελλάδα το ανακουφιστικό είναι ότι μιλάω τη γλώσσα. Ο τρόπος ζωής σε Ελλάδα και Τουρκία μοιάζει πολύ. Απλώς, οι Τούρκοι αποδέχονται πιο εύκολα τα πράγματα. Το Ισλάμ σημαίνει αποδοχή, ακόμα και αν δεν είσαι θρησκευόμενο πρόσωπο.
• Αθήνα ή Πόλη; Και οι δύο είναι ωραίες πόλεις. Αλλά, σε τελευταία ανάλυση, είμαι μουσαφίρης και στις δύο. Στην Πόλη είμαι φιλοξενούμενος, αλλά, όπως λέει και ο Παμούκ, «Στην Πόλη είμαστε όλοι φιλοξενούμενοι». Είναι τόσο μεγάλη η ιστορία της που δεν ανήκει σε κανέναν. Αλλά, όταν γυρνάω στην Αθήνα, νιώθω ότι γύρισα στην Ευρώπη. Δεν ξέρω τι είναι πιο απελευθερωτικό: να είσαι φιλοξενούμενος ή ντόπιος; Εξάλλου, όλοι στη ζωή μουσαφίρηδες είμαστε.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 1.2.2011
σχόλια