Ο ΧΑΜΟΣ ΤΟΥ Γιώργου Τσακαλίδη (μάθαμε για το θάνατό του στις 21 Ιουλίου) σφραγίζει οπωσδήποτε μια μεγάλη εποχή της ανεξάρτητης δισκογραφικής παραγωγής στη Θεσσαλονίκη πρώτα-πρώτα, και κατ’ επέκτασιν στη χώρα.
Το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80 ήταν καθοριστικό, για τη διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού δισκογραφικού τοπίου.
Οι μεγάλες εταιρείες, όπως η Columbia, που δεν ήταν στην καλύτερη φάση της, η MINOS, η PolyGram και από κοντά η Lyra και η Music-box, νέμονταν το συντριπτικά μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, ενώ πάσχιζαν για κάτι καλύτερο, μέσα στο πνεύμα της δικής τους ανεξαρτησίας, οι λαϊκές ετικέτες του «ήχου της Ομόνοιας», η εταιρεία των Αδελφών Φαληρέα και κάποιες ακόμη. Μέσα σ’ αυτό το πλέγμα τα ρεύματα του ροκ και της τζαζ ήταν από ριγμένα έως ανύπαρκτα.
Τα major labels, λοιπόν, ούτε ήθελαν, ούτε μπορούσαν να καλύψουν όλο εκείνο που έβραζε στο νεανικό κομμάτι της μουσικής καθημερινότητας, που με καινούριο δυναμικό, ιδέες, όρεξη και όνειρα έμπαινε φουριόζο στα έιτις – μετά από τη «σιωπή», που είχε κάπως αναγκαστικά επιβληθεί (λογικό έως ενός σημείου) στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
H Ano Kato δεν ήταν η πρώτη ανεξάρτητη εταιρεία της Θεσσαλονίκης, αφού είχαν προηγηθεί, βασικά, η Σειρά Αυτοσχεδιασμός του Σάκη Παπαδημητρίου και του Φλώρου Φλωρίδη (ξεκίνησε το 1979 και τύπωνε δίσκους και κασέτες αυτοσχεδιαστικής τζαζ) και η CVR του Χρήστου Βατσέρη, που από το 1983 είχε ξεκινήσει να καταγράφει την πιο synth pop και new wave σκηνή της πόλης.
Μουσικά περιοδικά, ραδιόφωνο, λιγότερο η τηλεόραση και οι εφημερίδες, και βασικά τα δισκάδικα, με τις αθρόες εισαγωγές δίσκων από το εξωτερικό, διαμορφώνουν τις νέες τάσεις, τις οποίες αδυνατεί να αναδείξει στην πληρότητά τους η mainstream δισκοπαραγωγή.
Έτσι είναι διαμορφωμένο το κλίμα, και μέσα σ’ αυτό μπαίνουν οι πρώτες ανεξάρτητες εταιρείες (του ροκ, του πανκ, του new wave και της τζαζ), προκειμένου να αρθρώσουν τη δική τους άποψη. Εκεί ακριβώς εντάσσεται και ο Γιώργος Τσακαλίδης με την Ano Kato Records.
H Ano Kato δεν ήταν η πρώτη ανεξάρτητη εταιρεία της Θεσσαλονίκης, αφού είχαν προηγηθεί, βασικά, η Σειρά Αυτοσχεδιασμός του Σάκη Παπαδημητρίου και του Φλώρου Φλωρίδη (ξεκίνησε το 1979 και τύπωνε δίσκους και κασέτες αυτοσχεδιαστικής τζαζ) και η CVR του Χρήστου Βατσέρη, που από το 1983 είχε ξεκινήσει να καταγράφει την πιο synth pop και new wave σκηνή της πόλης. Όμως, όταν το 1984 μπαίνει μπροστά η Ano Kato τίποτα δεν θα παρέμενε ίδιο στο χώρο τού ανεξάρτητου ελληνικού ροκ και της τζαζ, τα επόμενα 30 χρόνια.
Θα πρέπει να το τονίσουμε αυτό. Πως στο παρελθόν, μα και σήμερα ακόμη, δεκάδες ανεξάρτητες προσπάθειες επιχείρησαν και επιχειρούν να μεταφέρουν την «άλλη άποψη», αλλά εκείνο που μετράει τελικά, περισσότερο απ’ όλα, είναι η διάρκεια. Να είσαι πάντα παρών με σημαντικές προτάσεις, δίχως να ξεφουσκώνεις.
Ξεκίνησαν πολλοί, εννοούμε, με τις καλύτερες των προθέσεων, αλλά μετά από ένα-δυο-τρία χρόνια έβαζαν λουκέτο. Λίγοι ανεξάρτητοι παραγωγοί, ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού, θα κατόρθωναν να διατρέξουν τις δεκαετίες, με πάντα καινούριες αξιόλογες ιδέες και προτάσεις, και ο Γιώργος Τσακαλίδης ήταν σίγουρα ένας απ’ αυτούς. Οι περί τις 100 παραγωγές του το αποδεικνύουν. Ας δώσουμε, όμως, κι ένα συγκριτικό νούμερο...
Η Creep Records, η αθηναϊκή εταιρεία του new wave κ.λπ., που θεωρείται σήμερα «θρυλική», πόσες παραγωγές έδωσε στα τέσσερα-πέντε χρόνια των 80s, όταν ήταν ενεργή (αφήνουμε την πενιχρή συνεργασία της με την FM Records στα 90s); Είκοσι μία. Δεν είναι λίγες, αλλά δεν μπορεί να συγκριθούν με τις περίπου 100 της Ano Kato Records. Αυτό εννοούμε.
Βασικά το πράγμα ξεκινάει από τον Γιώργο Τσακαλίδη (τον «Τσάκαλο», όπως τον έλεγαν οι φίλοι του), που ήταν ανοιχτό μυαλό και που δεν το έβαζε εύκολα κάτω. Και που προσπαθούσε να τονώσει την αγάπη του για τη μουσική, μέσα από ποικίλες δικές του πρωτοβουλίες και δράσεις.
Γιατί ο Τσακαλίδης δεν ήταν μόνον η Ano Kato Records, ήταν και τα μπαρ-κλαμπ που θα λειτουργούσε στη Θεσσαλονίκη, όπως το Παραρλάμα το 1986 μαζί με τον Νίκο Στεφανίδη (αυτή η φανταστική λέξη από το διήγημα με τον ίδιο τίτλο του Δημοσθένη Βουτυρά) και βεβαίως η Υδρόγειος (που πρέπει να μπαίνει μπροστά στις αρχές του 1999), ενώ δεν πρέπει να λησμονηθεί το δισκάδικο Bebop music, μα ακόμη και οι εκδόσεις βιβλίων, οι συναυλίες και ό,τι άλλο... Και είναι όλα αυτά μαζί, που θα σχημάτιζαν το προφίλ τού Γιώργου Τσακαλίδη, ο οποίος τώρα θα μετατραπεί (και όχι άδικα) σε «μύθο».
Ο Τσακαλίδης ήταν ροκάς, αλλά με ανοιχτό πνεύμα, όχι κολλημένος. Είχε διαμορφώσει, εννοούμε, το αισθητήριό του μέσα από το ροκ, αλλά μπορούσε να αντιληφθεί οτιδήποτε σημαντικό στη μουσική, απ’ όπου και να προερχόταν αυτό.
Και κάπως έτσι ξεκινά την εταιρεία του με τους Blues Gang, του Ηλία Ζάικου και του Σωτήρη Ζήση, το 1984, βγάζοντας έναν από τους καλύτερους δίσκους electric blues, που θα κυκλοφορούσαν ποτέ στη χώρα, το “Dig It!”. Δεν ήταν, όμως, μόνον ο Ζάικος και η παρέα του, ούτε ήταν μόνο το άψογο ρεπερτόριο (πρωτότυπα και διασκευές) των Blues Gang. Βασικά ήταν η δουλειά που είχε κάνει ο Νίκος Παπάζογλου στο στούντιο Αγροτικόν, ως μηχανικός ήχου. Από ’κει θα ξεκινούσαν όλα.
Dangerous Blues
Μπορεί να έχεις τις καλύτερες ιδέες και τα καλύτερα τραγούδια, αλλά αν δεν μπορείς να τα ηχογραφήσεις σωστά, και όπως πρέπει, τότε χάθηκες. Κι εκείνα τα χρόνια το να «χανόσουν» ήταν κάτι πανεύκολο. Κακά τα ψέματα. Ήταν τεράστια η συμβολή του αείμνηστου Παπάζογλου σ’ εκείνες τις πρώτες παραγωγές του Τσακαλίδη.
Αυτό μπορεί να μην το διαπίστωσαν όλοι, από την αρχή-αρχή, μέσω του “Dig It!”, καθότι το άλμπουμ απευθυνόταν σ’ ένα ειδικό και κάπως μυημένο κοινό, όμως θα ακολουθούσε το πρώτο LP των Τρύπες (1985), αμέσως μετά, κι εκεί θα γινόταν το σώσε.
Γιατί εντάξει, μπορεί ο Τσακαλίδης να διαπίστωνε πρώτος όλων τη δύναμη των τραγουδιών του Γιάννη Αγγελάκα (βασικά στο στίχο – όχι πως οι μουσικές ήταν κατώτερες, αφού όλο το «πακέτο» ήταν γερό), φέρνοντας τις Τρύπες στην Ano Kato Records, όμως αν δεν ήταν και πάλι ο Παπάζογλου, για να κάνει το θαύμα του, ο δίσκος θα ήταν λειψός.
Εν τω μεταξύ δεν ξέρω ποιανού ιδέα ήταν (του Τσακαλίδη ή κάποιου άλλου;) να συμμετάσχουν στο δίσκο και δύο σαξοφωνίστες της τζαζ, ο Φλώρος Φλωρίδης και ο Θοδωρής Ρέλλος (κρατείστε τα ονόματα, γιατί θα τα συναντήσουμε και πιο κάτω). Το γεγονός, πάντως, έδειχνε το πώς έβλεπαν τα πράγματα κάποιοι άνθρωποι εκεί, στη Θεσσαλονίκη – σε σχέση με την επικοινωνία των ήχων και τη σύζευξη των οργανοπαικτών.
Τρύπες - Για την πατρίδα
Η Ano Kato Records παίρνει, πλέον, για τα καλά μπροστά. Οι νέες προτάσεις της, όσον αφορά στα ονόματα, είναι τώρα οι A Priori (η πρώτη μπάντα που βγάζει έναν δίσκο jazz / fusion στην εταιρεία, το 1986), οι Noise Promotion Company, με Γιώργο «Μπαντούκ» Αποστολάκη και Αλέξη Αποστολάκη, με το φοβερό post-punk / indie άλμπουμ τους “Silence!”, που νομίζω πως παραμένει υποτιμημένο μέχρι και σήμερα από τους φίλους του αγγλόφωνου ελληνικού ροκ, αποτελώντας «τομή» (για τα δικά μας δεδομένα) γύρω από το πώς πρέπει να ηχογραφούνται τα ντραμς (ηχογράφηση και πάλι από το Αγροτικόν) και ακόμη οι Ερασιτέχνες Εραστές, το διαχρονικό όχημα του Γιώργου Τσακαλίδη, μέσα από το οποίο θα περνούσε (και) τις πιο προσωπικές ιδέες του (σε μουσικές και λόγια).
Η τριετία 1987-1989 ήταν πολύ σημαντική για την Ano Kato Records. Οι παραγωγές της εταιρείας έχουν κάνει μεγάλη εντύπωση πια (δεν είναι τυχαίο πως οι Τρύπες για τον δεύτερο δίσκο τους θα «μετακόμιζαν» στην πολυεθνική Virgin) και αυτό δίνει «φτερά» στον Τσακαλίδη, ώστε να προβάλλει νέα ονόματα.
Έτσι, εκείνη την τριετία θα τυπώνονταν τα δύο έξοχα άλμπουμ των Morel, του Γιώργου Κούκιου, το top για τη δεκαετία «Δέκα Χιλιάδες Μέρες Από ’Δω...» (1987) και το «Βουβά Τοπία» (1988), το συμπαθητικό «Νώε» (1987) των Νώε (δεν είχαν σχέση με τους Νώε των σέβεντις), του πρόωρα χαμένου Κώστα Μπραβάκη, το επίσης top of the top πρώτο LP των Μωρά στη Φωτιά (1988), με Παύλο Παυλίδη και Στέλιο Σαλβαδόρ, ο δυναμίτης των Yeah! (1988), με Βασίλη Σπυρόπουλο, Γιάννη Ντρενογιάννη κ.ά., η δύσκολα κατατάξιμη και γι’ αυτό απολύτως ενδιαφέρουσα περίπτωση των πειραματιστών Δημοσιοϋπαλληλικό Ρετιρέ (Αλεξάνδρα Κατσιάνη, Θανάσης Χονδρός, Ντάνης Τραγόπουλος) και του άλμπουμ τους «Η Άλλη Πλευρά» (1988), τα επόμενα άλμπουμ των Noise Promotion Company και Blues Gang, που έχουν μετεξελιχθεί πλέον στους Blues Wire 0:31 (γνωστοί πιο μετά ως σκέτο Blues Wire), και ακόμη ο δίσκος των Συμμορία «Νύχτες» (1989), τους οποίους οδηγούσαν οι Βασίλης και Νίκος Σπυρόπουλος (από την Σπυριδούλα), όπως και ο πρώτος προσωπικός δίσκος του bluesman Ηλία Ζάικου “They Call me E.Z.” (1989). Γενικώς, ένας μικρός χαμός! Ή μάλλον μεγάλος...
Δυο ήλιοι - Morel
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 συμβαίνει κάτι στη μουσική, που αποκτά τεράστια σημασία. Αρχίζει να εκτοξεύεται σιγά-σιγά το ενδιαφέρον των ακροατών για τις «μουσικές του κόσμου». Ή για να το πούμε αλλιώς –και πιο σωστά– οι διεθνείς προμότερ της μουσικής βλέπουν πως υπάρχει «ψωμί» σ’ ένα χώρο, που υπήρχε από πάντα και που πρακτικά, από την εμπορική πλευρά του, παρέμενε ανεκμετάλλευτος.
Οι δυτικοί μουσικοί που ξεκινούν τη φάση αυτή, στο δεύτερο μισό των έιτις, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, ήταν ο Paul Simon και ο Peter Gabriel, αλλά εμείς, εδώ στην Ελλάδα, θα αντιληφθούμε για τα καλά τη δύναμη των world ήχων μέσω της ταινίας του Emir Kusturica «Ο Καιρός των Τσιγγάνων» (1988) και των μουσικών του Goran Bregović.
Η τζαζ, όπως και το ροκ σ’ ένα βαθμό, την έψαχναν και από παλαιότερα με τις «μουσικές του κόσμου», αλλά τώρα, ειδικά σε σχέση με την τζαζ, αυτό θα γινόταν τάση.
Ο Τσακαλίδης αντιλαμβάνεται προς τα πού πηγαίνει το πράγμα κι έτσι από νωρίς, από το 1991, βάζει μπροστά ένα νέο label, μέσα στην Ano Kato Records, το οποίον αποκαλεί ῥεῖ – από την κλασική φράση του Ηράκλειτου «τα πάντα ρει». Εξάλλου από μιαν άλλη φράση του Ηράκλειτου («οδός άνω και κάτω μία και ωυτή») προερχόταν και η ονομασία της εταιρείας του.
Η ῥεῖ είναι μια ετικέτα jazz / ethnic / world / improv, που επιχειρεί να καταγράψει τα πιο «δύσκολα» και απαιτητικά crossovers, που να έχουν, στις απείρως περισσότερες φορές, άμεσο ελληνικό ενδιαφέρον.
Το πρώτο άλμπουμ στην νέα ετικέτα είναι το “Pyrichia” (1991) των Ηλία Παπαδόπουλου ποντιακή λύρα, Peter Kowald κοντραμπάσο και Φλώρου Φλωρίδη κλαρινέτο, φλάουτο, εκεί όπου οι τρεις μουσικοί θα παρουσίαζαν μία free-improv όψη της ποντιακής μουσικής, με μεγάλη τόλμη και αισθητική συνέπεια. Θα ακολουθήσουν δυο-τρεις δεκάδες CD στην ετικέτα ῥεῖ, που, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο, θα κάνουν εντύπωση στα 90s κυρίως. Ας θυμηθούμε μερικά...
Κατ’ αρχάς οι Γουτού-Γουπατού (από διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη δανεισμένος ο τίτλος), δηλαδή οι Φλώρος Φλωρίδης, Μιχάλης Σιγανίδης και Κώστας Βόμβολος (με την παρουσία και του φημισμένου τούρκου περκασιονίστα Okay Temiz) στο φερώνυμο άλμπουμ τους από το 1994, που συνδυάζει παράδοση και αυτοσχεδιαστική τζαζ.
Έπειτα οι γνωστοί τοις πάσι και πολύ αγαπητοί Mode Plagal (Θοδωρής Ρέλλος, Κλέων Αντωνίου, Τάκης Κανέλλος, Δήμος Δημητριάδης κ.ά.), οι οποίοι θα εμφανίζονταν για πρώτη φορά δισκογραφικά το 1995, μ’ αυτό το τόσο χαρακτηριστικό jazz-funk τους, με τις πλείστες όσες παραδοσιακές αναφορές και το ανάλογο ροκάρισμα. (Τα επόμενα άλμπουμ των Mode Plagal θα κυκλοφορούσαν στην Lyra και σε άλλες εταιρείες).
Mode Plagal - Φλώρινα | Florina
Στις αρχές των 90s οι βαλκανικοί ήχοι δίνουν και παίρνουν καθώς τούτο επιτάσσει και η πολιτική κατάσταση της εποχής με «μακεδονικό», σταδιακή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας κ.λπ. Ακούμε έτσι, από την ῥεῖ του Τσακαλίδη την Μπάντα της Φλώρινας (1996), με αδελφούς Βαλκάνη, Φλώρο Φλωρίδη κ.ά., την Okay Temiz Magnetic Band (1995) σ’ ένα live της εποχής στην Φινλανδία, τους improv-folk Διοτίμα (1996), με τα πολλά κρουστά στα θέματά τους ή και το άλμπουμ “Syrtis Major” (1996) του Φλώρου Φλωρίδη και των σέρβων μουσικών Miloš Petrović και Veljko Nikolić, που κινέιται σε balkan-improv κατεύθυνση.
Φυσικά στην ῥεῖ o Γιώργος Τσακαλίδης τυπώνει κι άλλους δίσκους, σε τελείως διαφορετικό στυλ εννοούμε, όπως ήταν το CD του Φλώρου Φλωρίδη «Το Βέλος του Χρόνου» (1994), με κείμενα της Ρούλας Πατεράκη και διεθνείς συμμετοχές, τα άλμπουμ των Σάκη Παπαδημητρίου-Γεωργίας Συλλαίου «Το Τραγούδι της Lulu» (1996), που κυκλοφορεί για πρώτη φορά ως premium με το περιοδικό «Jazz & Τζαζ» και «Ανοιχτές Διαδρομές» (1997), το “Palmus” (1996) των Trio Praxis (το γκρουπ του πιανίστα Αντώνη Ανισέγκου), το άλμπουμ του Γιάννη Μουρτζόπουλου «DramaMusic / μουσική για κινηματογράφο και τηλεόραση 1985-1995» (1996), το CD του κιθαρίστα Κώστα Μαγγίνα “Dialogues” (1999), το “Cantos” του πιανίστα Θωμά Σλιώμη (1999) και ακόμη τους «Αφορισμούς» (1997) του αυτοσχεδιαστικού τρίο των Φλώρου Φλωρίδη / Peter Kowald / Günter Baby Sommer. Πολύ και καλό υλικό!
Η δεκαετία του ’90 δεν ήταν, όμως, μόνο Βαλκάνια, τζαζ, improv, ethnic κτλ. Η Ano Kato Records συνεχίζει να καταγράφει όψεις του ελληνικού ροκ, σπάζοντας, μάλιστα και τα ταμεία με το πρώτο LP του νέου συγκροτήματος του Παύλου Παυλίδη, που αποκαλείται Ξύλινα Σπαθιά. Στην «Ξεσσαλονίκη» (1993) ακούγεται «Ο βασιλιάς της σκόνης» και έτερον ουδέν, αφού και αυτό το γκρουπ θα μετακομίσει στην Virgin, με την γνωστή σε όλους διαδρομή.
Στον απόηχο της «Ξεσσαλονίκης» πολλά νέα παιδιά πιάνουν τις κιθάρες και αρχίζουν να παίζουν και να προβάλλουν τα δικά τους ροκ κομμάτια. Για κάμποσα απ’ αυτά τα γκρουπ που θα σχηματίζονταν εκεί προς τα μέσα του ’90, όπως οι Άλλοθι, οι Μάσκες, οι Ζήλιον, οι Νάνοι, οι Μαριονέτες κ.ά., ο Τσακαλίδης θα ήταν έτοιμος, για να τα περάσει στην δισκογραφία.
Στις ιδιαιτερότητες της κεντρικής ετικέτας (Ano Kato Records) δεν πρέπει να παραβλεφθούν από τα 90s και κάποιοι ακόμη δίσκοι, όπως η συλλογή «Από Μηχανής Μουσική» (1991), που αποτυπώνει ελληνικά και σουηδικά πειραματικά ονόματα, συν το βρετανικό Hafler Trio, τα ιδιόμορφα λαϊκά άλμπουμ του Ισίδωρου Παπαδάμου «Δεν σ’ Έχει Αρνηθεί» (1994) και «Μόλις Βραδιάσει» (1997), το jazz CD των Acid Free (Βασίλης Ντάλλας, Γρηγόρης Μελάκης κ.ά.), που θα ταίριαζε καλύτερα στην σειρά της ῥεῖ, το ροκαμπίλι “Already Gone” (1998) του Αλέξανδρου Πέρρου και των Lone Stars, το «Χώμα Σελήνη & Νερό» (1993) του Γιώργου Κων/νου Ι. Κούκιου (των Morel), το πολύ ωραίο blues-rock “Crackin’ Under Pressure” (1999) του Νίκου Ντουνούση και των Backbone, με τη συμμετοχή και του γίγαντα Nick Gravenites και κυρίως το «Σταύρος Ρωσσόπουλος Και οι Αβάφτυστοι Μικροί Πιτσιλωτοί Δρυοκολάπτες» (1997) του πρόωρα χαμένου κιθαρίστα Σταύρου Ρωσσόπουλου, που είναι ένα από τα καλύτερα άλμπουμ του ελληνικού ροκ για την δεκαετία του ’90. Έστω και τώρα ανακαλύψτε αυτό τον δίσκο, όσες και όσοι δεν το έχετε κάνει...
Στις δεκαετίες του 2000 και του 2010 ο Γιώργος Τσακαλίδης με την Ano Kato και την ῥεῖ, εξακολουθεί να τυπώνει πολλά και διάφορα άλμπουμ, χαμηλώνοντας, όμως, σταδιακά τους ρυθμούς του.
Πέρα των όποιων δικών του προσωπικών απόψεων, αγωνιών κ.λπ. κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει, στο ευρύτερο πλαίσιο, το πώς κινήθηκε γενικότερα η δισκογραφία μετά το 2000, όταν το διαδίκτυο εισέβαλε για τα καλά στη ζωή μας, όταν οι εφημερίδες «κάψανε», μέσω των premium, το ενδιαφέρον του κόσμου για το CD, όταν τα δισκάδικα άρχισαν να κλείνουν ή να μετατρέπονται (στην επαρχία κυρίως) σε καταστήματα με gadgets κινητής τηλεφωνίας κ.λπ. Όλα τούτα δεν είναι, και δεν θα μπορούσε να είναι, άμοιρα του πώς θα πορευόταν μια ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία, από τον νέον αιώνα και μετά.
Στα χρόνια αυτά ο Γιώργος Τσακαλίδης θα εκδώσει τα πάντα. Και ροκ, και μπλουζ, και τζαζ, και λαϊκά, και δημοτικά, και ρεμπέτικα, και παιδικά, χάνοντας ίσως κάπου την επαφή με την πιο μεγάλη εμπορική επιτυχία, κάνοντας όμως πρωτίστως το κέφι του (σαν παραγωγός).
Υπήρχαν δίσκοι που ξεχώρισαν και μέσα σ’ αυτή την 15ετία φυσικά, όπως εκείνοι του Ηλία Ζάικου, του Ντάνη Τραγόπουλου, του Κώστα Βόμβολου, του Κώστα Μαγγίνα, το δεύτερο και τελευταίο άλμπουμ του Σταύρου Ρωσσόπουλου, το “Succulent Trash” (2005) των Αντώνη Ανισέγκου / Phaedra Trass, ίσως και ορισμένοι ακόμη, αλλά κάπου το πράγμα είχε αγγίξει τα όριά του.
Πιθανώς, δε, αυτό να το έβλεπε και ο ίδιος ο Γιώργος Τσακαλίδης πατώντας ένα φρένο από το 2010 και μετά, και μετακομίζοντας κάποια στιγμή στο Μακροχώρι Βέροιας. Εξάλλου ότι ήταν να πει το είχε πει, ως... ερασιτέχνης εραστής, και αν κάτι δεν είχε προλάβει να το πει θα το έγραφε στο βιβλίο του «Όλοι οι Φίλοι Σπίτι μου» [Εκδόσεις Άνω Κάτω], που θα κυκλοφορούσε το 2021. Διαβάζουμε κάπου...
«Και ξαναμιλάμε και θυμόμαστε αυτά που ζήσαμε αυτά που ονειρευτήκαμε και διαφωνούμε και συμφωνούμε και υποσχόμαστε να μην παραδοθούμε, στην απραξία, στην αποχαύνωση, στην αδιαφορία, στην υποταγή, στην υποχώρηση, στον εξαναγκασμό, στον εξευτελισμό. Κράτα τα όνειρά σου ζωντανά και προσπάθησε να τα πραγματοποιήσεις, ξέχνα εμένα μα όχι τα λάθη που με οδήγησαν εδώ, μάθε από αυτά και θα είμαι περήφανος για σένα, στον ίδιο κόσμο ζούμε».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΡΩΣΣΟΠΟΥΛΟΣ - Dipi Dopi