Η μουσική κάνει κύκλους, και αν μιλάμε για την ποπ και το ροκ αυτοί οι κύκλοι σχετίζονται, βασικά, με τρεις δεκαετίες – τα sixties, τα seventies και τα eighties (άιντε και κάτι λίγο με τα nineties). Είναι οι δεκαετίες που διέπρεψαν τα περισσότερα και καλύτερα συγκροτήματα (και καλλιτέχνες), είναι οι δεκαετίες που γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν όλα τα σχετικά μουσικά είδη –από το surf και το garage punk, μέχρι το new wave και το electro– και είναι οι δεκαετίες στις οποίες πάντα θα προστρέχουν οι νέες μπάντες, για να δανειστούν ιδέες, ώστε τα πράγματα να πάνε παρακάτω. Έστω και λίγο παρακάτω…
Οι Gioumourtzina (οθωμανική ονομασία της Κομοτηνής) είναι ένα σημερινό συγκρότημα από τη Θεσσαλονίκη, ένα ντούο το οποίο αποτελείται από τον Ανέστη Νείρο synth, φωνή και τον Γιάννη Τσελίκα ηλεκτρικό μπάσο. Νέοι στο χώρο, αφού σχηματίστηκαν πριν δυο χρόνια ακριβώς, οι Gioumourtzina ευτυχούν να έχουν πολύ γρήγορα ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ, το “Blackk Metall” [Inner Ear, 2016], το οποίο έρχεται να προστεθεί (αρθρώνοντας το δικό του αυτόνομο λόγο) στις ζωντανές εμφανίσεις τους. Ό,τι δημιούργησε το σχετικό hip, που απλώθηκε στόμα με στόμα πριν από τη συγκεκριμένη κυκλοφορία.
Το "Blakk Metall" είναι ένα συμπαθητικό ή και πολύ συμπαθητικό σε κάποιες στιγμές LP, από το οποίο απουσιάζει όμως ένα πιο «προσωπικό» βάθος.
Ξεκινώντας από το εξώφυλλο θα έλεγα πως και τούτο παραξενεύει (όπως και το όνομα του ντούο). Πρώτα-πρώτα ο… ανάποδος σταυρός, ύστερα το… ανορθόγραφο “Blakk Metall”. Φυσικά, αμέσως αντιλαμβάνεσαι, από τις πρώτες electro νότες τού άλμπουμ με τις καταφανείς eighties αναφορές, πως το συγκρότημα δεν έχει ουδεμία σχέση με… μεταλλικές κατασκευές και τα τοιαύτα, και πως όλα τούτα τα «εξωτερικά» είναι ένα κόλπο, ένα εύρημα, ένα παιγνίδι, μια πρόκληση για να κινήσει την προσοχή, ώστε να πάμε παρακάτω – στα ουσιαστικότερα και σημαντικότερα.
Το LP (βαρύ 180άρι βινύλιο, που περιέχει στο φάκελό του και το ανάλογο CD) ανοίγει με το “Leviathan”, ένα mid-tempo electro instro που σε παρασύρει στο εσωτερικό του, μέσω αυτής της ελαφριάς minimal ανάπτυξης. Τα διάφορα «γεμίσματα», από φωνές ή κι άλλα πλήκτρα και εφφέ, βοηθούν στο ενδυνάμωση ενός… αισθήματος αστικής αποξένωσης (o Eno, εδώ, θα είναι πάντα μια βασική επιρροή).
Στο ίδιο πάνω-κάτω μοτίβο και το “Russian market” που ακολουθεί, έχει ωραία μπασογραμμή, πάνω στην οποία ακουμπά όλη η σύνθεση, καθώς σταδιακά χτίζεται η μελωδία.
Στο τρίτο track της πλευράς, το “Chinese battleship”, οι φωνές είναι πιο… ορατές (μπορείς να το πεις και τραγούδι) με το βαρύ-βαθύ μπάσο να κρατάει το ρυθμό και με τα σύνθια να δρουν περιγραφικά, έχοντας να προτείνουν πάντα ωραία ηχοχρώματα. Μάλλον πρόκειται για το κομμάτι που μου αρέσει περισσότερο.
Η side A θα ολοκληρωθεί με το “The rundown”, που έχει «κιουράδικα» περάσματα και σαν track βγάζει μια χορευτική έξαψη. Θα μπορούσε να χορευτεί, και σε μια κάπως προχωρημένη… eighties πίστα δηλαδή, κανονικά και με το νόμο.
Το “Lobby raver”, που ανοίγει τη δεύτερη πλευρά, έχει ωραία synth εισαγωγή, με το rhythm section να τροφοδοτεί κάπως βαριά και… αταίριαστα. Κι εδώ οι αναφορές στο british new-wave είναι κάτι παραπάνω από ακουστές, με τους Gioumourtzina να τις τονώνουν ακόμη περισσότερο μέσω των φωνών και τις γενικότερης διαχείρισης.
Και στο επόμενο “Palaces in the night terror” το synth σχήμα τής αρχής κάνει τη διαφορά, με το ρυθμικό τμήμα να ρίχνει και πάλι βαριά τη σκιά του στο track. Θέλω να πω πως με ελαφρύτερο μπάσο-ντραμς (καθώς υπεισέρχονται και εδώ, όπως στο “Lobby raver”, κάποια nineties στοιχεία), το κομμάτι θα έρρεε πιο γλυκά και κυρίως λιγότερο… καταπιεστικά.
Το προτελευταίο track του “Blakk Metall” έχει τίτλο «Χρυσοστόμου Σμύρνης» διαθέτοντας και sample από ένα παλιό ελαφρό (το «Όνειρα» σε μουσική Τώνη Μαρούδα και στίχους Δημήτρη Φραγκιουδάκη). Τι ωραίο το παλιό ελαφρό, όπως και το κομμάτι των Gioumourtzina που εμφανίζει μιαν… εκλεπτυσμένη νοσταλγία.
Το άλμπουμ θα ολοκληρωθεί με το “Glasgow”, που είναι από τα δυνατότερα αυτής της πρώτης δισκογραφικής απόπειρας του ντούο από τη Θεσσαλονίκη. Ένα πολυεπίπεδο electro, με λειτουργικά πρόσθετα και περιπετειώδη ρυθμική ακολουθία.
Καταλήγοντας θα έλεγα πως το “Blakk Metall” είναι ένα συμπαθητικό ή και πολύ συμπαθητικό σε κάποιες στιγμές LP, από το οποίο απουσιάζει όμως ένα πιο «προσωπικό» βάθος. Υπάρχουν στοιχεία ομοιομορφίας στα διάφορα tracks, με αποτέλεσμα να μην ξεχωρίζουν όλα όπως και όσο θα έπρεπε. Χρειάζεται, εννοώ, ακόμη πιο πολύ ψάξιμο, ώστε και η κατάδειξη να είναι πιο πρωτότυπη και ακόμη πιο ουσιαστική. Προσωπικά θα έβλεπα, σ’ ένα επόμενο στάδιο, τους Gioumourtzina να τοποθετούν στιχάκια στις μελωδίες τους, αφαιρώντας σε δεύτερη φάση και κάποιες στάθμες από το ρυθμικό υπόβαθρό τους.
Ιnfo:
σχόλια