Διονυσιασμός είναι η σωστή λέξη – κι ας έχει καταντήσει πια κλισέ, καθώς, λίγο-πολύ, το καλοκαίρι στην ελληνική επαρχία, στα νησιά και στα πανηγύρια, στα βουνά και στα λαγκάδια, και οτιδήποτε περιλαμβάνει μια, έτσι, κάπως χαλαρή ατμόσφαιρα τείνει να χαρακτηρίζεται «διονυσιακό».
Δεν θα πω ψέματα, το Saristra δεν με τράβαγε τα προηγούμενα χρόνια για δύο λόγους: Ο βασικός είναι η απόσταση. Καλώς ή κακώς το Ιόνιο φαντάζει μακρινό για τριήμερο χωρίς να χρειάζεται να «κολλήσεις» άδεια και το πηγαινέλα από την Αθήνα είναι μια κάποια διαδικασία. Ο άλλος είναι ο μουσικός του προσανατολισμός που στις προηγούμενες βερσιόν του εστίαζε περισσότερο στον ροκ, alternative και indie ήχο και σε όλα του τα παρακλάδια. Not my thing.
Φέτος, όμως, έπειτα από δύο χρόνια απουσίας λόγω Covid, το φεστιβάλ που εμπνεύστηκε και έστησε με τρομερή αγάπη μια παρέα φίλων στην Κεφαλονιά, τον τόπο καταγωγής τους, μεταξύ των οποίων και ο δημοσιογράφος Φώτης Βαλλάτος, καλλιτεχνικός διευθυντής στο μουσικό του κομμάτι, επέστρεψε μεγαλύτερο και πιο φιλόδοξο από ποτέ (29-31/7), και αυτή η επέκτασή του με έκανε τελικά να «ενδώσω» και να το επισκεφτώ –το φεστιβάλ αλλά και το ίδιο το νησί– για πρώτη φορά. Ε, λοιπόν, άχαστο!
Σε αυτό το χωριό πλέον, κάθε καλοκαίρι, μαζεύεται μια τεράστια δεξαμενή ταλέντων για να στήσει για ένα τριήμερο ένα φεστιβάλ που όμοιό του δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Η πλατεία του χωριού (Σαρίστρα είναι το ιστορικό όνομά της) φιλοξενεί το κεντρικό μουσικό stage, όπου παρουσιάζονται τα live, και τα μισογκρεμισμένα αρχοντικά γεμίζουν με καλλιτεχνικές δράσεις οι οποίες αναδεικνύονται πλαισιωμένες από μια αρχιτεκτονική του παρελθόντος που πλέον έχει χαθεί.
Η επιλογή του location που φιλοξενεί από το 2012 το Saristra είναι καταρχήν αυτή που του προσδίδει αληθινά μοναδικό χαρακτήρα. Τα Παλιά Βλαχάτα είναι ένα χωριό-φάντασμα της Κεφαλονιάς, δέκα λεπτά με το αυτοκίνητο από τη Σάμη, που εγκαταλείφθηκε μετά τον καταστροφικό σεισμό των 7,2 Ρίχτερ τον Αύγουστο του 1953. Τότε είχε ισοπεδωθεί όλο σχεδόν το νησί και τα κτίριά του είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές ή είχαν γκρεμιστεί – μόνο το βόρειο κομμάτι του, το Φισκάρδο και τα πέριξ είχαν διασωθεί.
Καθώς, λοιπόν, υπήρχε η ανάγκη άμεσης επαναδόμησης των κτιρίων, ο τότε κοινοτάρχης επέλεξε να μεταφέρει όλο τον οικισμό και τους κατοίκους του σε πεδινότερο σημείο, κοντά στη θάλασσα, προβλέποντας τις πιθανότητες τουριστικής ανάπτυξης, κι έτσι τα μισογκρεμισμένα κτίρια του χωριού εγκαταλείφθηκαν.
Σε αυτό το χωριό πλέον, κάθε καλοκαίρι, μαζεύεται μια τεράστια δεξαμενή ταλέντων για να στήσει για ένα τριήμερο ένα φεστιβάλ που όμοιό του δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Η πλατεία του χωριού (Σαρίστρα είναι το ιστορικό όνομά της) φιλοξενεί το κεντρικό μουσικό stage, όπου παρουσιάζονται τα live, και τα μισογκρεμισμένα αρχοντικά γεμίζουν με καλλιτεχνικές δράσεις οι οποίες αναδεικνύονται πλαισιωμένες από μια αρχιτεκτονική του παρελθόντος που πλέον έχει χαθεί.
Φέτος η καθοριστική συνδρομή του Ιδρύματος Ωνάση έφερε την επέκταση που χρειαζόταν και άξιζε ένα τόσο πρωτότυπο και ιδιόρρυθμο φεστιβάλ. Οι δράσεις του Onassis Culture και του Onassis Air και κυρίως το πλήρες takeover του δεύτερου stage από το διαδικτυακό Movement Radio μεγάλωσαν κατά πολύ το μουσικό και καλλιτεχνικό φάσμα που καλύπτει το φεστιβάλ, και αν αυτό συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, προβλέπω πως το Saristra θα προσελκύει συνεχώς πολύ περισσότερο κόσμο από αυτούς στους οποίους αρχικά απευθυνόταν.
Και για του λόγου το αληθές, το crowd ήταν ούτως ή άλλως ενδιαφέρον, καθότι ετερόκλητο: Οι εγχώριοι φεστιβαλιστές που το ακολουθούν πιστά από την αρχή μπλέκονταν όμορφα με τους τουρίστες και τους επισκέπτες που ήρθαν ειδικά για το Saristra από το εξωτερικό, αλλά και με τους ντόπιους που πλέον έχουν αρχίσει να το στηρίζουν και, όπως με ενημέρωσαν, φέτος ήταν περισσότεροι από ποτέ.
Από τις καλλιτεχνικές δράσεις που στεγάζονταν στα ιστορικά κτίρια του χωριού ξεχώρισα την εγκατάσταση «Thakirat Makan» (Memory of a place) του φωτογράφου και εικαστικού Δημήτρη Σιδερίδη, μια συνδιαλλαγή των χωριών-φαντασμάτων του Κατάρ με αυτό των Παλιών Βλαχάτων, μια καλλιτεχνική γεφύρωση, στην ουσία, του παρελθόντος με το παρόν.
Την έκθεση φωτογραφίας «Απώλεια ταυτότητας» της Khin Thethtar Latt, που αναφέρεται στη λογοκρισία και τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης, μετά το πρόσφατο πραξικόπημα στη Μιανμάρ, καθώς χρησιμοποιούνται βίαιες πρακτικές για να διαγραφούν το πρόσωπο, η φωνή και η ταυτότητα του λαού της χώρας της νοτιοανατολικής Ασίας.
Τέλος, την εντυπωσιακή εγκατάσταση με τα κινούμενα σακιά «Threshold» του Γεωργιανού εικαστικού Guram Chachanidze, ένα πρότζεκτ αφιερωμένο στη μετανάστευση, την ειρήνη και την ευθραυστότητά της, τη μνήμη και τη λήθη.
Προσωπικό αγαπημένο, βέβαια, το «Έργο για έναν άνθρωπο μονάχα» του Ιώκο, η πανέμορφη ιδέα του νεαρού καλλιτέχνη που παντρεύει την ποίηση με το drag. Το συγκεκριμένο πρότζεκτ είχε παρουσιαστεί το φθινόπωρο στο Onassis Mantra, την ιστορική Μάντρα της Μπελ Επόκ στην αρχή της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, και τώρα ο Ιώκο το μετέφερε ως site specific εγκατάσταση, προσαρμόζοντάς το στην ατμόσφαιρα του χωριού.
Σε ένα από τα πιο ωραία αρχοντικά, οι επισκέπτες έκαναν ουρές για να εισέλθουν αυστηρά κατά μόνας στον χώρο και να παρακολουθήσουν ένα βίντεο με την Imiterasu, την drag περσόνα του Ιώκο, να επιδίδεται σε ένα άψογο, αλάνθαστο, συναισθηματικά πολύπλοκο lipsyncing στο ποίημα «Αντίστροφη Αφιέρωση» της Μάτσης Χατζηλαζάρου.
Ο τρόπος που κατάφερε και έδεσε ο καλλιτέχνης τη σύγχρονη, εντελώς πολιτική τέχνη του drag με το κλασικό ερωτικό ποίημα της σπουδαίας υπερρεαλίστριας ποιήτριάς μας και ταυτόχρονα η εντελώς προσωπική του παρουσίαση στο κοινό, σαν μια ερωτική εξομολόγηση προορισμένη να εκμαιεύσει μοναδικά για τον καθένα συναισθήματα και σκέψεις, αξίζουν θερμά συγχαρητήρια.
Υπήρχαν κι άλλες, πολλές καλλιτεχνικές δράσεις που εκτυλίχθηκαν σε διάφορα σημεία του απόκοσμου χωριού κατά τη διάρκεια του τριημέρου και, πραγματικά, αν παθαίνεις εύκολα FOMO, εκεί θα σου έσκαγε σίγουρα η ανάγκη να μην ξεχάσεις, να μην προσπεράσεις κάτι – μέχρι και κινηματογραφικές προβολές περιλάμβανε το πρόγραμμα στο αρκετά ηχομονωμένο για τα δεδομένα του χώρου safe space ενός από τα κτίρια, ενώ παράλληλα το κυρίως, μουσικό πρόγραμμα του φεστιβάλ εξελισσόταν στα δύο stages.
Στο κεντρικό stage δεν έμεινα πολύ. Τα ονόματα που αποτέλεσαν το φετινό lineup και περιλάμβαναν πολυαγαπημένους εγχώριους καλλιτέχνες όπως ο Noda Pappa των Acid Baby Jesus, οι Dury Dava, Metaman και Παιδί Τραύμα, αλλά και διεθνή acts όπως οι Beak και The Kvb δεν φάνηκε να αφήνουν κανέναν παραπονεμένο και στην πλατεία του χωριού καθημερινά, από τις 9 το βράδυ μέχρι περίπου τη 1 μετά τα μεσάνυχτα, γινόταν ο σχετικός χαμός.
Όμως αυτό που εξελισσόταν λίγο παραδίπλα, σε ένα ξέφωτο μέσα στο δάσος, ήταν από άλλο πλανήτη. Το Movement Stage αποτελούνταν από μια σκηνή-διαστημόπλοιο με τέλειο ηχητικό σχεδιασμό και το lineup που είχαν ετοιμάσει οι άνθρωποι του Movement Radio ήταν τόσο προσεκτικά επιλεγμένο, τόσο σημερινό, που δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο όποιον αγαπά την ηλεκτρονική μουσική – ούτε να του επιτρέψει πολλά πέρα δώθε στα υπόλοιπα δρώμενα του φεστιβάλ. Όπως με ενημέρωσαν άτομα που έχουν ξαναβρεθεί στο Saristra, ήταν όντως η πρώτη χρονιά που αυτό το stage λειτουργούσε εντελώς αυτόνομα και όχι «δορυφορικά» ως προς την κεντρική σκηνή.
Σε αυτό το μαγικό σκηνικό λοιπόν, κάτω από τον έναστρο ουρανό της Κεφαλονιάς, ακούσαμε, μεταξύ άλλων, το πρωτοποριακό σετ του Voltnoi, καλλιτεχνικού διευθυντή του Movement, που έμπλεξε τον urban ήχο με τους σύγχρονους πειραματισμούς της EDM, την εντυπωσιακή αραβοτραφή electro της Deena Abdelwahed από την Τυνησία, που έδωσε τη θέση της στα σέξι afrobeats της Tash LC, ανερχόμενου ονόματος της βρετανικής σκηνής (καταπληκτική η σειρά αυτών των τριών εμφανίσεων τη νύχτα του Σαββάτου), αλλά και το μελετημένο live του Athens Computer Underground και το ξεσηκωτικό minimal σετ του Gunnpla την Κυριακή.
Στα highlights μου, όμως, θα κατέτασσα τα δύο sets που άνοιξαν (αρχή Παρασκευής) και έκλεισαν (τέλος Κυριακής) το stage – κι αυτά χειρουργικά τοποθετημένα στο πλήρες lineup. Η Carina έπαιξε ένα εξωγήινο πρόγραμμα που είναι, πραγματικά, από τα πιο σύγχρονα, relevant sets που έχω ακούσει τελευταία: ένα μαγικό electro/techno ηχοτοπίο με πληθώρα άλλων επιρροών που μας έβαλε με μεγάλο ενθουσιασμό στο κλίμα. Carina is the one to watch – ανυπομονώ να την ακούσω ξανά, κάπου στην Αθήνα.
Και, βέβαια, το μεγαλύτερο act του τριημέρου, η πολυδιαφημισμένη Madam X, κατευθείαν από την underground σκηνή του Λονδίνου, έδωσε ρέστα στο κλείσιμο του stage. Με τρομερή ενέργεια και ένα αυθόρμητο MCing που μας προέτρεπε να κοιτάξουμε τα αστέρια, να ευχαριστηθούμε τη στιγμή και άλλα τέτοια ρομαντικά, που όμως εκείνη τη στιγμή, για κάποιο λόγο, μου ακούγονταν πολύ ταιριαστά στη φάση, έμπλεξε μέσα σε δύο ώρες σε ένα set υψηλής τεχνικής και αισθητικής αξίας, techno, dubstep, Detroit house, ολόφρεσκα tunes με club classics, το «Yeke Yeke» του Mory Kante και το «Another Day in Paradise» του Phil Collins! Αξέχαστη και τρομερά επικοινωνιακή.
Αξίζει να σημειωθεί κι εδώ αυτό που ανέφερα μετά το πρόσφατο ADD: πόσο τέλειο είναι που πλέον σε τέτοια lineups οι γυναίκες όχι απλά έχουν ισχυρή παρουσία αλλά σε πολλές περιπτώσεις ηγούνται του προγράμματος. Ειδικά η techno σκηνή έχει αναδείξει πρόσφατα πολλά ταλέντα που έχουν ανατρέψει την επί δεκαετίες ανδρική κυριαρχία στον κλάδο.