Τα δύο προηγούμενα Σαββατοκύριακα στην Αθήνα είχε δύο φεστιβάλ στο ΟΑΚΑ που μάζεψαν από 50 χιλιάδες νεαρά άτομα, το Waterboom Festival με «βδελύγματα της τραπ» (Tranno, Light, Rack, Hawk, Toquel, Saske, Thug Slime) που για τους θεματοφύλακες της ηθικής στην Ελλάδα δεν αξίζουν καν μια αναφορά, και το Colours Day Festival -με ανάλογο αριθμό κοινού- που επίσης δεν ήταν άξιο αναφοράς, γιατί το line up του δεν ήταν αρκούντως ποιοτικό για να γίνει review. Το κοινό τους ήταν 15χρονα και 16χρονα που διασκέδασαν απενοχοποιημένα («απενοχοποίηση» είναι η λέξη κλειδί, γιατί είναι μια γενιά που όντως έχει απενοχοποιήσει και τις λέξεις και τους ήχους και τις μουσικές κατηγορίες και δεν έχει ιδέα πώς διαφέρει η έννοια της «ποιότητας» από το «trend»), τα οποία 15χρονα πόσταραν για δέκα μέρες βίντεο με τον Light και τον Tranno και τα έκαναν τα πιο δημοφιλή στις τάσεις του ελληνικού Tik Tok. Αυτός ο κόσμος ο «αξιοκατακριτέος» και ο «απαράδεκτης αισθητικής» για τα ελληνικά μέσα (όλα, παραδοσιακά και social) είναι ένα παράλληλο σύμπαν που δρα χωρίς να δίνει μία για το μπουνίδι στα βραβεία Μad (Mad τα λένε, δεν τα λένε και relax ή tranquillity) ή για τα σχόλια που μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον από εκείνη τον αποφράδα νύχτα που έκανε απαγορευμένο το τραπ. Ίσα-ίσα που κάθε αναφορά στους «τράπερ» τους κάνει να τους αποζητούν ακόμα πιο πολύ και να ταυτίζονται ακόμα περισσότερο μαζί τους.
Για να μην γράφω άλλα ακατανόητα και αφοριστικά, ας πούμε ότι αυτό το κοινό –που είναι το παρόν και το μέλλον της χώρας- ούτε κινδύνεψε ούτε κινδυνεύει από το τραπ, αυτό που κινδυνεύει από το παράλληλο σύμπαν των 15χρονων είναι μάλλον όλα τα παραδοσιακά μέσα, που έχουν χάσει αυτό το κοινό ανεπιστρεπτί. Ειδικά η κατάσταση στο ελληνικό ραδιόφωνο είναι μη αναστρέψιμη και σε μερικά χρόνια θα είναι τόσο παρελθόν όσο και η κασέτα, όχι επειδή τα παιδιά έφυγαν μακριά του (και δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ) αλλά επειδή το ίδιο τα έδιωξε με τη μουσική της παλαιολιθικής περιόδου που παίζει από το πρωί μέχρι το βράδυ, επειδή η μουσική στην Ελλάδα σταμάτησε στο 2000. Το 2000 είναι μια χρονιά σταθμός για κάποιον ανεξήγητο λόγο, γιατί τότε τραβήχτηκε μια νοητή γραμμή και όλα χωρίστηκαν στη μουσική προ 2000 (άρα καλή και άξια να μπει στο airplay, ακόμα και αν είναι ένα άθλιο ρεμιξ του ρεμίξ, ω ρεμίξ) και μετα 2000 που ξεκίνησε η κατρακύλα της μουσικής (ΕΙΔΙΚΑ της ποπ), χάθηκε η μελωδία(!) και τα χιτ είναι όλα ΓΤΣ (ok, ανάξια λόγου).
Έτσι φτάσαμε στο σημείο να ακούγεται μουσική στο ραδιόφωνο που αφορά μόνο γέρους και να έρχονται σχεδόν μόνο γέροι για συναυλίες στην Ελλάδα. Να θυμίσω εδώ –όσο κι αν λατρεύω τους Pet Shop Boys- ότι η τελευταία νούμερο ένα επιτυχία τους ήταν το «Heart» του 1988, τη δεκαετία του ’90 είχαν μόλις δύο πλατινένιες επιτυχίες, και από το 1988 μέχρι το 2022 έχουν περάσει 34 χρόνια, που είναι ακριβώς το ίδιο διάστημα που χωρίζει το 1988 από το 1954 - και αν κανείς από αυτούς που πήγε στο λάιβ των Pet Shop Boys άκουγε το 1988 τη μουσική του 1954 εγώ πέφτω από το παράθυρο και κόβω και το ένα χέρι (μάλλον όχι με αυτήν τη σειρά). Αυτό που συμβαίνει με τη νέα μουσική στην Ελλάδα (η απαξίωση και η πλήρης αδιαφορία) δεν συνέβη ποτέ στο θέατρο, στο σινεμά, στα βιβλία, στα σίριαλ, να σταματήσει δηλαδή να αφορά το καινούργιο έστω και ως φαινόμενο ή να είναι αποδεκτή η βία σε κάθε μορφή τέχνης πλην της μουσικής (γιατί εκεί και μόνο θεωρείται επικίνδυνη).
Τέλος πάντων, σε μια χώρα που το ραδιόφωνό μας είναι κατάντια και τα live που θεωρούνται άξια λόγου αφορούν κυρίως ανθρώπους πάνω από πενήντα, να λέμε κι ευτυχώς που υπάρχει κι ένας ΛΕΞ που τον αποδέχονται όλοι και τον βλέπουν ως τον αντίποδα, τον μεσσία του ελληνικού ραπ που θα σώσει τα παιδιά μας από την ηθική καταστροφή. Μιλάμε βέβαια για τον ίδιο ΛΕΞ που έβγαλε έναν τραπ και ντριλ δίσκο, που παίζει μόνο τραπ στο πρόγραμμά του όταν δεν κάνει λάιβ (και φαντάζομαι ακούει και στο σπίτι του) και στο περασμένο 2310 festival ανέβασε τον Light στην σκηνή και τραγούδησαν μαζί για να δείξει ότι το ραπ είναι ένα και ενιαίο και όχι αυτό που θέλει να βλέπει ο καθένας. Άρα, το πώς θα εκλάβει και πώς θα ερμηνεύσει τους στίχους και κάθε συμπεριφορά είναι προσωπικό ζήτημα του καθενός και όχι των ράπερ. Και επειδή η τραπ είναι ακριβώς αυτό το πράγμα από γεννησιμιού της, σχεδόν πριν από μία δεκαετία, τώρα που την ανακάλυψαν και σοκαρίστηκαν όσοι δεν την είχαν πάρει είδηση έχει κάνει νούμερα που μετράνε δισεκατομμύρια (μιλάμε για την Ελλάδα μόνο), και είναι αργά για δάκρυα. Αν ήταν να «καταστρέψει τη νεολαία» θα το είχε κάνει και σήμερα θα ήμασταν Μεξικό ή Βολιβία (εκεί δεν φταίει το τραπ για την κατάσταση).
Δεν ήταν και ποτέ καλύτερα τα πράγματα όσον αφορά τους 15ηρες και τους 20άρηδες. Τη δεκαετία του ’80 που ήμουν έφηβος ήταν όλα τρισχειρότερα και, επίσης, ήταν άθλια η μουσική που άκουγα για κάποιον 50άρη.
Είναι γεγονός ότι χθες ο ΛΕΞ έγραψε ιστορία, όχι επειδή γέμισε ένα γήπεδο 25 χιλιάδων θέσεων αλλά επειδή έδειξε πόσο άσχετοι και ανίδεοι είναι όλοι αυτοί που σήμερα χαρακτηρίζουν το λάιβ του ως «τομή για την ελληνική ραπ ιστορία», παραβλέποντας ότι αυτή η ιστορία δεν περιλαμβάνει τα παραδοσιακά μέσα και (καθόλου μα καθόλου) το ραδιόφωνο, γιατί στο τέλος της ημέρας ο ΛΕΞ είναι ράπερ και το ραπ έχει πάψει να ενδιαφέρει το ελληνικό ραδιόφωνο από το 2000.
Είναι γεγονός ότι χθες ο ΛΕΞ έγραψε ιστορία, όχι επειδή γέμισε ένα γήπεδο 25 χιλιάδων θέσεων αλλά επειδή έδειξε πόσο άσχετοι και ανίδεοι είναι όλοι αυτοί που σήμερα χαρακτηρίζουν το λάιβ του ως «τομή για την ελληνική ραπ ιστορία», παραβλέποντας ότι αυτή η ιστορία δεν περιλαμβάνει τα παραδοσιακά μέσα και (καθόλου μα καθόλου) το ραδιόφωνο, γιατί στο τέλος της ημέρας ο ΛΕΞ είναι ράπερ και το ραπ έχει πάψει να ενδιαφέρει το ελληνικό ραδιόφωνο από το 2000 (τι λέγαμε γι' αυτήν τη νοητή γραμμή;). Ξεχνάνε επίσης ότι ο ΛΕΞ είναι σχεδόν 40 και δεν εκπροσωπεί το νέο, όχι επειδή ο ίδιος δεν είναι forever young (που αποδεικνύει ότι είναι) αλλά επειδή δίπλα στον Light και στον Tranno (ο ένας 25, ο άλλος 22) είναι κάτι σαν μεγάλος αδερφός που οφείλει να είναι πιο λογικός και να εκπροσωπεί κάτι που τον εκφράζει και ως άνθρωπο, ενώ οι άλλοι είναι ακόμα στην ηλικία που είναι μόνο ράπερ. Α, κι αν χρειάζονταν αποδείξεις ότι δεν υπάρχει ραπ και τραπ για κάποιον έφηβο, έπρεπε κάποιος να στέκεται στην πόρτα του γηπέδου για να ρωτάει τα παιδιά που χτυπιούνταν με το «Vittorio» αν ακούνε και τραπ και αν κοιμούνται το βράδυ από τους εφιάλτες που τους προκαλεί.
Anyway, η Άννα Κόκορη -που είναι 20άρα- ήταν στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης στο «θρυλικό λάιβ» και ενθουσιάστηκε. Γράφει:
5.30 μμ περπατάω στο δρόμο και κατευθύνομαι προς το γήπεδο του Πανιωνίου στη Νέα Σμύρνη. Στα απέναντι πεζοδρόμια και στους δρόμους περπατούν μαζί μου κι άλλοι, πολλοί. Νέοι με τσαντάκια στους ώμους, γονείς με τα παιδιά τους, μεσήλικες, παρέες, αγόρια, κορίτσια όλοι κατευθύνονται στον ίδιο προορισμό. Είναι Κυριακή και οι πιστοί οδεύουν προς το μεγαλύτερο sold out προσκύνημα που έχει γίνει ποτέ για έναν και μοναδικό καλλιτέχνη. Τον ΛΕΞ.
Οι ουρές έξω από το γήπεδο είναι αδιανόητα τεράστιες. Όλοι περιμένουν υπομονετικά με το εισιτήριο στο χέρι να μπουν. Περνάω την είσοδο και βρίσκομαι μέσα σε ένα κατάμεστο γήπεδο. Κάτω στον χλωροτάπητα κάθονται παρέες και συζητούν, άλλοι όρθιοι πηγαινοέρχονται να βρουν τους δικούς τους οι περισσότεροι στέκονται στην ουρά στα μπαρ για μερικές μπύρες και οι κερκίδες είναι γεμάτες. Βρίσκω την παρέα μου, είμαστε όλοι μπροστά-μπροστά.
Για κανα τετράωρο ακούμε χιπ χοπ μουσική από τα ηχεία. Φτάνει δέκα, το φως έχει πέσει, η ένταση έχει ανέβει, το κοινό φωνάζει συνθήματα για τον πρωθυπουργό, μια παρέμβαση αλληλεγγύης στη σκηνή για τον αναρχικό απεργό πείνας Γιάννη Μιχαηλίδη και με το γνωστό beat «από τους Υπονόμους» ξεκινάει το λάιβ. Ο ΛΕΞ ραπάρει αλλά δεν φαίνεται τον έχουν καλύψει οι καπνοί από τα καπνογόνα. Ξαφνικά όλος ο χώρος βάφεται κόκκινος, μοιάζει λες και μας έχουν περικυκλώσει φωτιές. Ο κόσμος τρελαίνεται, χοροπηδάει σε κάθε στίχο, κοπέλες ανεβαίνουν στους ώμους των αγοριών, παρέες αγκαλιάζονται, κάποιοι δακρύζουν και όλοι επαναλαμβάνουν τους στίχους ανατριχιασμένοι.
«Αθηνα!!» φωνάζει και φαίνεται στις οθόνες της σκηνής. Πηγαινοέρχεται, κρατάει το μικρόφωνο, φοράει ένα απλό μπλουζάκι, μια βερμούδα και το τσαντάκι του χιαστί. Δείχνει σαν να έχει βγει βόλτα στη γειτονιά του, σαν να άρπαξε τυχαία το μικρόφωνο και να άρχισε να χώνει έτσι για την παρέα. Τόσα απλά, με αυτήν την ευκολία. Κανένας λόγος καλοσωρίσματος, κανένα «κάντε λίγο πανικό για τον μέγα ράπερ», κανένα μπιχλιμπίδι, καμία επίδειξη κανένα φλεξ, σκέτο ΛΕΞ.
Τα τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο και όλοι κρέμονται από τα χείλη του.
Τα καπνογόνα ανάβουν συνεχώς, όλοι κοιτούν προς την ίδια κατεύθυνση, χοροπηδούν, και με σηκωμένες γροθιές 25.000 άτομα φωνάζουν να ακουστούν σε όλη την Αθήνα. Το γήπεδο σείεται.
«Μουσική για τσόγλανους», «ακα καταδίκη», «point black», «ΛΕΞ όρμα τους, γάμα την εικόνα τους», «Μήτσο τράβα κανα δυο φωτογραφίες», «με μαυρισμένο μάτι να ρωτάει πού πήγε η αγάπη», «κυκλοφορούμε μόνο με αστικά». Αυτά ακούγονται όλο το βράδυ με μια φωνή συγχρονισμένα. Ούτε κωλάρες, ούτε πόρνες, άφαντα μύρια, ντρόγκια, ούτε γκάνια και θλιβερες ομοιοκαταληξίες. Για μιάμισι ώρα καθαρό, αληθινό, μεστό ραπ.
Στα ενδιάμεσα μια ομάδα παιδιών κάνει performance στη σκηνή και χορεύει. Τα drone πετούν πάνω από τα κεφάλια μας και σε κάθε κομμάτι το φως διαδέχεται το σκοτάδι. Ανατριχιαστική ατμόσφαιρα. Ιστορική στιγμή για όλους μέσα στο γήπεδο ακόμα και για αυτούς που δεν είναι φανατικοί του είδους. Ο ΛΕΞ δεν μιλάει πολύ παρά μόνο χώνει. Δεν μας χαϊπάρει τύπου «είστε το καλύτερο κοινό» και τέτοια, δείχνει ταπεινός και αδιάφορος για όλο αυτό που γίνεται γύρω από το πρόσωπό του. Δεν φαίνεται καν να προσποιείται τον ταπεινό και τον ξεχωριστό ράπερ με τους σοφούς και ψαγμένους στίχους όπως πολλοί γραφικοί συνάδελφοί του. Ο άνθρωπος αυτός είναι όντως έτσι. Μιλάει στον κόσμο με την μουσική του, εκφράζει ολόκληρες γενιές και διαδίδει αλήθειες χωρίς να παριστάνει τον Μεσσία. Όσοι τον αντικρύζουν από κοντά το αντιλαμβάνονται αυτό κατευθείαν.
Και τον σέβονται. Τόσο που υιοθετούν αυτό το ταπεινό ύφος. Μπορεί να χτυπιούνται ιδρωμένοι από κάτω, αλλά είναι προσηλωμένοι στο στίχο, στην εμπειρία, στις σχέσεις με τους γύρω τους, στη συγκίνηση. Με ηρεμία μπήκαν όλοι μέσα, με ηρεμία και ευγνωμοσύνη βγήκαν. Καλοδιάθετοι, εκστασιαμένοι και περήφανοι που ήταν όλοι εκεί και τραγούδησαν μαζί με τον κορυφαίο ράπερ της εποχής μας. Τον ΛΕΞ.
Μπορεί να είναι Θεσσαλονικιός αλλά και η Αθήνα είναι σπίτι του από άκρη σε άκρη. Φάνηκε αυτό χτες και λογικά κάθε φορά που θα αποφασίζει να εμφανιστεί αυτό θα επιβεβαιώνεται. Χιλιάδες άτομα θα είμαστε από κάτω να τονίζουμε πως πρόμο ραδιοφωνικά σποτ, διαφημίσεις, τηλεοπτικές συνεντεύξεις και φανταχτερά ρούχα δεν τα έχει ανάγκη ένας πραγματικός καλλιτέχνης. Αισθάνομαι τρομερή τύχη που βρέθηκα χτες στο γήπεδο, που τραγούδησα, χόρεψα, συγκινήθηκα και έζησα μιάμιση ώρα παρέα με 25.000 άτομα και έναν αληθινό ραπερ με τους οποίους μοιραζόμαστε όλοι την ίδια αγάπη για τη ραπ.
Ο Μήτσος Μαυράκης προσθέτει:
Όπως καταλαβαν έστω και λίγο αργά οι boomers του facebook ο Λεξ είναι ο μόνος καλλιτέχνης που κατόρθωσε να εκφράσει την γενια της κρίσης, η οποία παραμένει μια αόρατη για τα μαζικά media πλειοψηφία. Τα παιδια που κάνουν μεροκάματα σαν delivery, ή δουλεύουν στα κάτεργα των Κυκλάδων, τριαντάρηδες που προσπαθούν να μαζέψουν λεφτά να φυγουν απο το πατρικό, νέοι γονείς που απελπίζονται τα βράδια, παλικάρια που προσπαθουν να τελειώσουν τα πολυκλαδικά, αράζουν στις πλατείες με περιπτερόμπυρες ή ακόμη κάνουν φέρμες ή σπρώχνουν, αυτή την στιγμή ακούνε τον Λεξ να διηγείται αν όχι τη ζωή τους, τουλάχιστον τις ανησυχίες. Και έχουν βρει στο πρόσωπό του έναν δικό τους άνθρωπο που μπορεί να ζει λιγο καλύτερά πλέον, αλλά τους καταλαβαίνει και μιλάει για αυτούς.
Ραπάρω για όσους δε ραπάρουν καλά μα έχουν τόσα και τόσα να πούνε
Κι αυτοί μ' ακούνε γιατί όσα ζούνε τα έχω ραπάρει πριν καν μου τα πούνε
Συνεπώς, αν υπολογίσουμε τα δύο εγκλεισμου και δαιμονοποίησης και την έξοδο του Μετρό αυτό το λαιβ το περίμεναν όλοι από τα 15 μέχρι τα 45 σε αυτή την πόλη. Και φυσικά δεν γινόταν τόσο κόσμος να χωρέσει στο Κατράκειο. Ακόμη καλύτερα γιατι το γήπεδο της Νέας Σμύρνης ήταν ο ιδανικός χώρος για αυτή την τελετουργία. Λίγα μέτρα από το κλειστό της Αρτάκη, όπου ο Μπόμπαν βρήκε με το κεφάλι την μπασκέτα, εκεί όπου πέρυσι γίναμε μάρτυρες της κτηνώδους καταστολής απέναντι στα παιδιά που ακούνε Λεξ. Σε ένα γήπεδο.
Μ' ακούν στα γήπεδα, στα bar και στα περιπτέρα
Δεμένοι μες στα τμήματα ενώ γράφουνε στοιχήματα
Δεν ήταν αυτή αποστειρωμένη τέχνη για συναυλιακού χώρους, ήταν ιδρώτα, κραυγές, πάθος και αγνή γηπεδική καύλα.
Μπαίνοντας με το γήπεδο, μπορεί να έβλεπες τον κόσμο να μιλάει χαλαρός, αλλα ένιωθες στον αέρα έναν ηλεκτρισμό και μια προσμονή. Οι κερκίδες ήταν γεμάτες και ο αγωνιστικός χώρος θα θύμιζε λίγο αργότερα γιατί τον αποκαλούν αρένα. Είχαν κόσμο μέχρι και τα επίσημα. Ο dj πριν ξεκινήσει το λαιβ έβαζε τα κομμάτια, αλλα σε μια διακριτική ένταση σαν να γνώριζε πως δεν χρειαζόταν να χαιπάρει το κοινό. Όλοι και όλες είχαν έρθει έτοιμοι/ες. Η παρέμβαση για τον απεργό πείνας Γιάννη Μιχαηλίδη είχε κατά κάποιον τρόπο το ρόλο του support. Μια υπενθύμιση για τη συμβαίνει έξω και μια αφορμή για να συσσωρευτεί για μια ακόμη φορά ή συλλογική οργή και αγανάκτηση που θα εκφραζόταν συλλογικά λίγα λεπτά μετά.
Οταν έφτασε δέκα τότε ο Λεξ βγήκε στην σκηνή. Φορούσε ένα απλό μαύρο μπλουζάκι και το τσαντάκι περασμένο χιαστί. Ο καλλιτέχνης με τον οποίον ευθέως παρομοιάζεται, ο Kendrick Lamar είχε βγει φορώντας ένα στεφάνι με αγκάθια στο Glastonbury. Μάλλον έχουν αντιληφθεί το ρόλο τους λίγο διαφορετικά.
Διάβασα κάπου να λένε πως έχω ευθύνη γι' αυτά που θα πω
Αυτό δε με κάνει σοφό, δε με κάνει μεσσία, δε με κάνει θεό
Το ξεκίνημα ήταν όπως και το υπόλοιπο λαιβ αυστηρά υπολογισμένο, σφιχτο και απόλυτα επαγγελματικό. Πρώτο κομμάτι το θριαμβευτικό Από τους Υπονόμους και μετά το Vittorio. Τα δυο intro δηλαδή των τελευταίων δίσκων back to back για να βάλουν κατευθείαν τον κόσμο μέσα στο παιχνίδι. Και όχι απλά δεν άργησε, μόλις ακούστηκε το ιντρο του Γεννήθηκα με τον ομφάλιο λώρο γύρω απ' τον λαιμό μου μπλεγμένο όλος ο ουρανός βάφτηκε κόκκινος.
Για το υπόλοιπο δεν έχουμε να πουμε ειλικρινά πάρα πολλά. Ο Λεξ ήταν μόνος στην σκηνή, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη και στον εαυτό του και στο κοινό, το οποίο συμπλήρωνε τις φράσεις. Μόνος του στην σκηνή, αλλά με είκοσι χιλιάδες hypemen από κάτω. Η εκτέλεση των κομματιών ήταν όπως στο δίσκο, με εμπιστοσύνη στους στίχους, στα στεγνά μπητ και στον αντίκτυπό τους. Σαν να τηρούσε μια συμφωνία που είχαμε κάνει την προηγούμενη φορά στο θέατρο Πέτρας και όσες φορές ακούγαμε το Μετρό από τα ακουστικά μας.
Μόνη επιπλέον αλλαγή, ήταν το crew με τους χορευτές που είχαν ανεβάσει στην σκηνή και έκαναν χορογραφίες για κάθε καινούργιο κομμάτι κυρίως με κινηματογραφικές αναφορές, όπως το 13 Tzameti για το Point Blanc (αναφορά που είχε και ο Slowthai στο Drug Dealer) ή το Do the Right Thing για το Spike Lee.
Στην αρχή μπορεί να ακούγεται ελαφρώς απογοητευτική αυτή η έλλειψη καλλιτεχνικής φιλοδοξίας απο την μεριά του Λεξ, αλλά πόσο συνεπές με την πορεία του, αληθινό κι εν τέλει ανακουφιστικό είναι αυτό. Ο Λεξ ήξερε ότι όλος ο κόσμος κρέμεται από το στόμα του και περιμένε το Μετρο στην αρχή και μετά το λάιβ με σχεδόν μεσσιανική προσμονή. Αυτος παρέδωσε μια αλμπουμάρα με ανόθευτο drill από την Θεσσαλονίκη και όταν ήρθε για λάιβ, αντί να φέρει ορχήστρες ή εφέ, έβαλε το εισιτήριο με των οκτώ, για να βρεθούμε όλοι όσοι θέλαμε να πάμε εκεί και εκεί μας παρέδωσε μια αγνή γηπεδική εμπειρία. Μόνο αυτός κι εμείς. Και ο ψηλός που φυσικά είπε δύο δικά του κομμάτια μετά τις απίστευτες μπάρες στα Παυσίπονα. Ετσι για να δώσει λίγη ακόμη αλητεία.
Κι αυτό ήταν ένα στεγνό λαιβ που ήθελες χωρις υπεροψία και φιλοδοξία να δώσει απλά μια γηπεδική έκσταση και την εμπειρία του να ακούς τον φίλο σου να φτύνει ρίμες σε ένα παγκάκι πάνω από ένα beat που οριακά ακούγεται. Η συναυλία έκλεισε φυσικά με τον Μπόμπαν, την μόνη στιγμή που θα κέρδιζε περισσότερο αν άφηναν να ακουστεί λίγο ακόμη το σύνθημα από τους Πάνθηρες στην κερκίδα αντί να περάσουμε αμέσως μετά στο μελαγχολικό outro των Πουλιών.
Και για κλείσιμο μπήκε το από το Στον Κύκλο των Παρανόμων. Ο Λεξ δεν έπρεπε να πει καμία κουβέντα, ούτε καληνύχτα, ούτε στο επανιδείν. Ο Λεξ θα συνεχίζει να ζει μαζί μας και να μιλάει όποτε νοιώθει ο ίδιος ότι έχει κάνει να πει. Η τελευταία φράση που ακούστηκε ήταν το εγώ παιδί των δρόμων από τον Μάκο. Δεν γινόταν αλλιώς. Αυτό μόνο.